Ευεργέτημα ή άραγε κατάρα, να γεννηθεί κάποιος σε εποχές δύσκολες για την ταυτότητα του; Σε εποχές δύσκολες και θλιβερές για το Έθνος του οποίου είναι μέλος. Ερωτήματα αιωνίως αναπάντητα, για τους ολίγους κατέχοντες το φως του ιδεολογικού προσανατολισμού προς το Έθνος. Ένας μεγάλος πόλεμος είχε παρέλθει, ενώ το σκότος δεν απομακρυνόταν, αλλά αντιθέτως συνέχιζε να υποσκάπτει πληγές στα γονατισμένα, έμπροσθεν του άστρου του Δαυίδ, έθνη. Ίσως, το πολύκροτο «φως» των νικητήριων προστατών του άστρου να μην ήταν τελικώς και τόσο λαμπερό, όσο οι ελευθερωτές της Δρέσδης διαφήμιζαν στους λαούς της Ευρώπης.
Ένα παιχνίδι της Μοίρας ήταν αυτό που τον έφερε στον κόσμο, μόλις μετά το πέρας του πρώτου Μεγάλου Πολέμου, υποχρεωμένος να ζήσει τον επόμενο διαφυλετικό σπαραγμό που κάλπαζε από έτος σε έτος. Όμως, δεν ήταν αυτοί οι λόγοι που θα θεωρούσε, ο ίδιος, την γέννηση του ευεργέτημα παρά κατάρα. Ήταν ευεργέτημα, διότι θα γινόταν ο ίδιος κοινωνός του εθνικού αγώνα για την κόψη του Αγγλοσαξωνικού αγκαθιού που χώριζε το κατάκοπο χαμένο τέκνο, από την σκυλεμένη μητέρα του.
Στις 23 Ιανουαρίου του 1926 στο Παλαιχώρι της Λευκωσίας, ξεπήδησε από τα σπλάχνα της μητέρας του, εισπνέοντας έναν αέρα δουλικό, συντόμως εκπνέοντας μια ανάσα βαθύτατης δυσφορίας. Καθώς μεγάλωνε, η δυσφορία αυξανόταν. Αντίκριζε την γενέτειρα του δουλικό υπηρέτη και αποικία της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, ενώ την μητροπολιτική πατρίδα του έρμαιο εντολοδόχων πολιτικάντηδων. Πέρασε επιτυχώς από όλα τα εκπαιδευτικά στάδια, έως ότου έλαβε υποτροφία για το Γεωπονικό τμήμα του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης. Κατά την διάρκεια των σπουδών του, έγινε ένθερμος μαχητής ενάντια της Αγγλοκρατίας που επικρατούσε στην Κύπρο και πρωτοστάτησε σε ημερίδες, συλλαλητήρια ή άλλες μορφές διαμαρτυρίας. Παράλληλα, κατανόησε την αριστερή προδοσία του Εμφυλίου και εγκαινίασε την ενεργή πολιτική του δράση, ενισχύοντας την τόσο μέσω του λόγου του, όσο και μέσω της σωματικής του συνεισφοράς τον αγώνα του Εθνικού Στρατού έναντι της κομμουνιστικής αντεθνικής πανούκλας. Κατά την αποφοίτηση του επέστρεψε στην Κύπρο, όπου άρχισε να εργάζεται.
Το μικρόβιο του Εθνικισμού καλά κρατούσε μέσα του, ήδη από την στιγμή που είχε γεννηθεί. Ένα μικρόβιο που συνεχώς αναπτυσσόταν και είχε έρθει πλέον ο ορισμένος από την Ειμαρμένη χρόνος να ξεσπάσει. Να ξεπεράσει εκείνη την προστατευτική γυάλα, που συγκρατούσε τις δοσμένες από την Φύση πύρινες κραυγές του. Κραυγές που αναζητούσαν την ελευθερία. Κραυγές αποτυπωμένες μέσα στην θέρμη της νεανικής του ηλικίας που όμως δεν έβρισκαν την σωματική δύναμη να εκδηλωθούν.
Αυτή η αλλοπρόσαλλη ζωντάνια άκμαζε, ενώ τα άνθη της εκτίναξαν ακαριαία τα εναπομείναντα ηθικά και προσαρμοστικά σύνορα. Πλέον, δεν μπορούσε αυτός ο δυναμικός ιδεολόγος να παραμείνει στα άρθρα, τις καταγγελίες, τις διαμαρτυρίες. Δεν μπορούσε άλλο, να νιώθει καθηλωμένος στην άνεση της οικίας του. Επέλεξε να ξεχυθεί στα όρη και την ύπαιθρο, αναζητώντας αδέρφια υπό μορφήν αετών. Επιζητώντας ουσιαστικό έργο υπό μορφήν πυρίτιδας!
Εντάχθηκε στην ΕΟΚΑ, την οργάνωση για την οποία τόσα είχε ακούσει. Η Οργάνωση του Γρίβα Διγενή, του ανθρώπου εκείνου που είχε θέσει σκοπό της ζωής του την ελευθερία των Κυπρίων και την ένωση τους με τους υπόλοιπους Έλληνες. Εργάστηκε σκληρά να μεταδώσει τις ιδέες του σε άλλους Κύπριους νέους, θέλοντας να μυήσει όσο περισσότερους συντοπίτες του στο παμμέγιστο όραμα του. Διατέλεσε τομεάρχης της Οργάνωσης στην Αμμόχωστο, αλλά και σε πλείστες άλλες ζωτικής σημασίας θέσεις ανά την Ελληνική νήσο, αξιοποιώντας τα προσόντα του σε βάρος του Βρετανικού «αντιφασιστικού» ιμπεριαλισμού. Σαν άλλος Μιλτιάδης, όπως το όνομα που επέλεξε για ψευδώνυμο, απεφάσισε να συγκρουστεί σχεδόν άοπλος, κατά ενός εχθρού όχι μόνο πάνοπλου αλλά και πανίσχυρου.
Τον Ιανουάριο του 1956 συνελήφθη από τους Άγγλους και οδηγήθηκε στις φυλακές. Ο «Μιλτιάδης» υπέστη οικτρά βασανιστήρια, πιεζόμενος μέχρι και με υπέρογκη χρηματική προσφορά να προδώσει την τοποθεσία του αρχηγού του Διγενή, τον τρόμο των κατακτητών. Αυτός, αρνούμενος να ρίξει την ασπίδα του υπό το βάρος των βάναυσων μαρτυρίων, έμεινε πιστός στις κάθε άλλο παρά μάταιες ιδέες του. Μάλιστα, αναζητώντας όπως όταν έφηβος την ελευθερία, δεν άργησε να την επιβάλλει στους δεσμώτες του. Πώς να υποκύψει, στην υλική απολαβή που του προσέφεραν, όταν βαθιά μέσα του σιγόκαιγε μια ιδεαλιστική φλόγα αθάνατη.
«Ου περί χρημάτων τον αγώνα ποιούμεθα, αλλά περί αρετής.»
Με περίτεχνο τέχνασμα, καταφέρει να αποδράσει από το στρατόπεδο συγκέντρωσης της Κοκκινοτριμιθιάς όπου κρατείτο και με το πέρας δύο μηνών επιστρέφει στον εθνικό αγώνα της ΕΟΚΑ. Η συνεισφορά του ήταν καίρια, καθότι οι Βρετανοί ενέτειναν την πολεμική εναντίον του δίκαιου αγώνα των Κυπρίων. Στις 19 Νοεμβρίου του 1958, μία ζοφερή εξέλιξη ανέμενε τον Κ. Μάτση και δύο συναγωνιστές του. Προδοσία! Το χείριστό εκ των αμαρτημάτων απέναντι στην Ιδέα. Το κρησφύγετο τους προδόθηκε από κάποιον επίγονο του Εφιάλτη, που τόσο απερίσπαστα και θρασύδειλα προσπάθησε να ξεπεράσει το έργο του στοιχειού της Ανωπαίας Ατραπού.
Δεν χρειαζόταν να χυθεί παραπάνω αίμα. Ο Μάτσης γνώριζε πως το δικό του αίμα επιζητούν οι αποικιοκράτες. Διέταξε τους συμπολεμιστές του να παραδοθούν, όπως και έκαναν. Στις διαταγές των Άγγλων για παράδοση, ήταν κατηγορηματικός. «Αν βγω θα βγω πυροβολώντας!» Ήταν αυτά τα λόγια του, που βγήκαν μέσα από την ίδια του την ψυχή, θέλοντας ακόμη κι στην κατάσταση που βρισκόταν να προειδοποιήσει τους εχθρούς του. Δεν ήθελε να νομίσουν πως επιθυμεί να παραδοθεί! Ήθελε να του επισπεύσουν τον δρόμο που άλλοι φίλοι χάραξαν και επιθυμούσε να ακολουθήσει και ο ίδιος. Τιμώντας τα ιδανικά του με αντάλλαγμα, την δική του ανθρωποθυσία…
Ένα σμήνος αετών ξεκίνησαν πριν μερικά χρόνια, καθώς η εσωτερική σπίθα τους εξώθησε προς την ένοπλη πάλη. Επιθυμούσαν να οδηγήσουν τον λαό τους στην πολυπόθητη και ονειρική ένωση. Σταυραετοί, περήφανοι υπερασπιστές του κλέους της αρχαίας Σαλαμίνας. Της πόλης που ίδρυσε ο Τεύκρος επάνω στο θαλάσσιο άρμα, που ονομάζεται Κύπρος, αιώνες πριν. Μια νεανική αλαζονεία είχε μετουσιωθεί σε ώριμη ενστάλαξη χρόνων. Είχε ολοκληρωθεί η μεταμόρφωση της εφηβικής ορμής σε μια ομαδική νεκρική σπονδή!
Ποιος θα μπορούσε να τους προϊδεάσει για την σημερινή παρακμή;
Οι Άγγλοι αντιμέτωποι με έναν αποφασισμένο νεκρό δεν τόλμησαν να αντιμετωπίσουν το μένος του. Αποφασίζουν να δειλιάσουν, δοκιμάζοντας την ρίψη βομβίδων. Πριν προλάβει να στοχεύσει τους πολυάριθμους πολέμιους του, το σώμα του ανατινάσσεται, σκορπώντας τον θάνατο στον μικρό χώρο που διάλεξε για να πεθάνει. Ενώ το σώμα του ξεψύχησε, οι ιδέες του ξεχύθηκαν στις καρδιές των Κυπρίων αδερφών του. Τουλάχιστον, αυτό θα ήθελε ο ίδιος.
Ο Αετός του Πενταδάχτυλου ξεκινά το ταξίδι, ώστε να συναντήσει γνώριμες φωνές. Φωνές που για τους ίδιους λόγους αποφάσισαν να πεθάνουν. Φωνές αντάξιες του. Διατρανώνει το ανάστημα του, αψηφώντας κάθε εμπόδιο που θα μπορούσε ανεπιτυχώς να φράξει την ελευθέρια διαδρομή του προς τα ουράνια. Με τον ίδιο τρόπο που κάποτε εμψύχωνε τους συμμαθητές του, τώρα βαδίζει στην ύστατη οικία. Οι Αετοί που σημάδευσαν την Κύπρο με την ανδρεία τους θα συναχθούν ξανά, ενώ θα μείνουν ξάγρυπνοι μέχρις το λάβαρο των Ελλήνων να κυματίσει ξανά σε ολόκληρη την Κύπρο. Θα ψιθυρίσει όπως παλιά ο «Αετός του Πενταδάχτυλου», αναμένοντας τους αδερφούς του να ψελλίσουν μαζί του.
«Θα έρθει κάποτε η ώρα της δράσεως. Τίποτε δεν κερδίζεται χωρίς θυσίες και η ελευθερία χωρίς αίμα.»
Λαδάς Παντελής – Τ.Ο. Πειραιώς