Μερικές σκέψεις για τους μηχανισμούς επηρεασμού και παραγωγής της πολιτικής στις μέρες μας. Οι ανθελληνικές δυνάμεις δεν ξεκουράζονται ούτε πτοούνται από προσωρινά ατυχή αποτελέσματα. Αυτό δεν μας ξενίζει, αλλά μας ανησυχεί ιδιαίτερα, όταν βλέπουμε ότι τέτοιες δυνάμεις, έχουν πλοκάμια, μέσα στην κυβέρνησή μας, αλλά και στους περιβάλλοντες αυτήν, μηχανισμούς.
Λίγες μόνο εβδομάδες μετά την (ευτυχή) αρνητική κατάληξη για τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις των Σκοπίων και της Αλβανίας, οργανώθηκε στην Ελλάδα, συζήτηση στρογγυλής τραπέζης με θέμα: «Ευρωπαϊκές προοπτικές ένταξης στην ΕΕ Τουρκίας – Δ. Βαλκανίων – Πού βρίσκονται σήμερα τα Δυτικά Βαλκάνια και η Τουρκία;». Η ημερίδα οργανώθηκε από το Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ) και το Ιδρυμα Friedrich-Ebert-Stiftung (FES).
Το συμπέρασμα της συζητήσεως ήταν (τι άλλο) πως: «Μία σειρά παραγόντων επιβάλλει τη διατήρηση ενός πραγματιστικού διαλόγου και συνεργασίας μεταξύ ΕΕ και Τουρκίας, μεταξύ των οποίων είναι το μεταναστευτικό ζήτημα και η καταπολέμηση της τρομοκρατίας».
Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξαν οι συμμετέχοντες ερευνητές, ακαδημαϊκοί και διπλωμάτες, αφού ανέλυσαν τις «πρόσφατες εξελίξεις, καθώς και τα αίτια της έλλειψης “ενθουσιασμού” στην ΕΕ για την περαιτέρω διεύρυνσή της».
Έτσι, στα κυβερνητικά φόρα, θα φτάσουν οι αντίστοιχες εισηγήσεις των ιδρυμάτων, ως εμπεριστατωμένα συμπεράσματα αναλυτών κι όχι πίεση προς αυτή την κατεύθυνση συγκεκριμένων πολιτικών συμφερόντων.
Ιδιαίτερη δυναμική αποκτούν τέτοιες κινήσεις, απλά και μόνο επειδή το σύστημα στο οποίο ζούμε, έχει φροντίσει να σιγήσει, κάθε αντίθετη άποψη.
Ας δούμε λοιπόν ποια είναι αυτά τα ιδρύματα. ΤΟ ΕΛΙΑΜΕΠ έχει ιδρυθεί το 1988 συμμετέχει σε πολλά διεθνή προγράμματα και όπως λέει στην ιστοσελίδα του, αποστολή του είναι η επεξεργασία και διάδοση τεκμηριωμένης γνώσης για την αντιμετώπιση των μεγάλων προκλήσεων στο πεδίο της ευρωπαϊκής, εξωτερικής και ευρύτερα δημόσιας πολιτικής, και την εμπέδωση του ευρωπαϊκού προσανατολισμού της Ελλάδας. Μπορείτε να επισκεφθείτε την σελίδα του για να διαπιστώσετε και μόνοι σας, ότι ανήκει στην «κεντροαριστερή, προοδευτική σφαίρα».
Ας δούμε ποιοι έχουν διατελέσει Πρόεδροί του:
1) Ναύαρχος Θεόδωρος Ντεγιάννης (1988–1992). Ένας στρατιωτικός που ήταν αντίπαλος της δικτατορίας, προήχθη σε αντιναύαρχο το 1977 και όπως γράφει το Βικιπαίδεια γι αυτόν: «Από όλους τους ανώτατους αξιωματικούς των Ενόπλων Δυνάμεων ήταν αυτός που ενέπνεε την μεγαλύτερη εμπιστοσύνη για τα δημοκρατικά του φρονήματα στην νεοεκλεγείσα κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου».
2) Καθηγητής Θεόδωρος Κουλουμπής (1993–1995). Ένας ομολογουμένως διακεκριμένος καθηγητής, που ανάμεσα στο σημαντικό βιογραφικό του, βλέπουμε ότι από το 2003 μέχρι τον Σεπτέμβριο 2006 συμμετείχε στις συσκέψεις του Εθνικού Συμβουλίου Εξωτερικής Πολιτικής του Υπουργείου Εξωτερικών. Δηλαδή είναι πρόσωπο που έχει συγκεκριμένη πολιτική τοποθέτηση, αλλιώς δεν θα βρισκόταν σε αυτή την ιδιαίτερα σημαντική θέση.
3) Καθηγητής Θάνος Βερέμης (1996–2000). Ακόμη ένας καθηγητής με πλούσιο βιογραφικό. Πολιτικά τοποθετημένος με τον Στέφανο Μάνο αλλά και υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος με τον Καμίνη το 2014. Θα τον θυμούνται οι περισσότεροι, όχι τόσο για τις περγαμηνές του, όσο για τα ιστορικά ντοκυμαντέρ του ΣΚΑΙ, εκείνα που είχαν ιδιαιτέρως προκαλέσει το κοινό αίσθημα, με τις «ιστορικές αλήθειες» τους.
4) Καθηγητής Λουκάς Τσούκαλης (2001–σήμερα). Ίσως ο πιο διακεκριμένος καθηγητής από τους υπόλοιπους. Με πολλές περγαμηνές. Μιλώντας για την συμφωνία των Πρεσπών είχε υποστηρίξει ότι όσοι σήκωσαν τα πατριωτικά λάβαρα το ’90 υπονόμευσαν τον ρόλο και την επιρροή που θα μπορούσε να ασκήσει η Ελλάδα στα Βαλκάνια. Και γενικά υποστήριξε ότι η συμφωνία είναι συμβιβασμός, αλλά μάλλον δεν θα μπορούσαμε να πετύχουμε καλύτερη.
Είναι δηλαδή προφανές, ότι το ίδρυμα, όσο κι αν θα ήθελε να μας πείσει για το αντίθετο, δεν είναι κάποια ανεξάρτητη δεξαμενή σκέψης (think tank) αλλά ένας μηχανισμός ανθρώπων με αξιόλογα μεν βιογραφικά, στρατευμένους όμως πολιτικά ή τουλάχιστον, με συγκεκριμένες πολιτικές απόψεις.Θεωρώ πως τέτοιοι άνθρωποι, όχι πολιτικά ανεξάρτητοι, δεν μπορούν να παράγουν επιστημονικές απόψεις για να κατευθύνουν την πολιτική προς τον ωφελιμότερο άξονα, διότι έχουν ήδη αποδεχθεί, μια συγκεκριμένη πολιτική κατεύθυνση.
Ας εξετάσουμε όμως, και το Ιδρυμα Friedrich-Ebert-Stiftung (FES). Πρόκειται για το παλαιότερο πολιτικό ίδρυμα στη Γερμανία. Πήρε το όνομά του από τον πρώτο Πρόεδρο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης Φρίντριχ Έμπερτ. Έχει παραρτήματα σε πάρα πολλά κράτη.
Στην ιστοσελίδα του διαβάζουμε πως: «Ως πολιτικό ίδρυμα προσκείμενο σε πολιτικό κόμμα προσανατολίζουμε τη δράση μας στις θεμελιώδεις αξίες της κοινωνικής δημοκρατίας: την ελευθερία, τη δικαιοσύνη και την αλληλεγγύη. Αυτές είναι που μας συνδέουν σε επίπεδο ιδεών με τη σοσιαλδημοκρατία και τα ελεύθερα συνδικάτα». Πρόκειται λοιπόν ξεκάθαρα, για ένα πολιτικό ίδρυμα, που έχει σαν σκοπό τον επηρεασμό των διεθνών πολιτικών πραγμάτων και πάντα υπό το σοσιαλδημοκρατικό πρίσμα.
Στην συγκεκριμένη συζήτηση, έλαβαν μέρος ο επικεφαλής του Προγράμματος Νοτιοανατολικής Ευρώπης του ΕΛΙΑΜΕΠ, επίκουρος καθηγητής Ιωάννης Αρμακόλας, η Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου, διπλωματική σύμβουλος του πρωθυπουργού, ο Μπόγιαν Μαρίτσκι, ειδικός σύμβουλος Ευρω-ατλαντικής Ολοκλήρωσης του πρωθυπουργού της «Βόρειας» Μακεδονίας, Φρανσουά Λαφόν, ειδικός σύμβουλος Ευρωπαϊκών Υποθέσεων του αντιπροέδρου της κυβέρνησης της «Βόρειας» Μακεδονίας, η Αντριάνα Χομπντάρι πρέσβης της Αλβανίας στην Ελλάδα, η Μαρίας Ελένης Κοππά, αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, ο καθηγητής Παναγιώτης Τσάκωνας, Κρίστιαν Μπέργκερ, επικεφαλής της αντιπροσωπείας της ΕΕ στην τουρκία, Μπασάκ Τούρκογλου γενική διευθύντρια για τις σχέσεις με την ΕΕ, στο υπουργείο Εξωτερικών της τουρκίας και Θάνος Ντόκος, αναπληρωτή Σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας του πρωθυπουργού.
Αντιλαμβανόμαστε από το πάνελ της στρογγυλής συζητήσεως ότι το εξαγόμενο συμπέρασμα, υπέρ της «απαραίτητης» ευρωπαϊκής προοπτικής της τουρκίας και των δυτικό-βαλκανικών χωρών, έβγαλαν ουσιαστικά οι ίδιοι τους οποίους συμφέρει κάτι τέτοιο!
Λυπάμαι αλλά, δεν μου είναι δυνατόν να αποδεχτώ σαν πολιτική κατεύθυνση ότι συμφέρει την Ελλάδα η ενταξιακή προοπτική της Τουρκίας, των Σκοπίων και της Αλβανίας, επειδή μου το λένε δύο ιδρύματα, την πολιτική ουδετερότητα και το κύρος των οποίων αμφισβητώ και οι ίδιοι εκείνοι οι γείτονες, που επιδιώκουν με κάθε πτυχή της πολιτικής τους, την μείωση της δυναμικής της εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδος και σε κάποιες περιπτώσεις, απειλούν ακόμη και την εδαφική ακεραιτότητα της χώρας.