«Ζούμε σε μια από τις πιο κρίσιμες περιόδους της ιστορίας και κανείς δεν συνειδητοποιεί, κανείς δεν καταλαβαίνει… Η Παγκόσμια Επανάσταση προχωρά ασταμάτητη προς τα τελικά αποτελέσματά της … Ποιός κηρύττει το τέλος της ή πιστεύει ακόμη ότι δεν έχει επέλθει η ήττα;… Ο αγώνας διενεργείται επίσης στην εσωτερικότητα του κάθε ανθρώπου ξεχωριστά, παρόλο που ο ίδιος δεν το γνωρίζει καθόλου! Επειδή τόσο λίγοι φθάνουν να δουν ξεκάθαρα σε ποια πλευρά στέκουν πραγματικά…».
Αυτά είναι τα τρομερά και ακριβή λόγια του πολυμαθούς Γερμανού φιλοσόφου Όσβαλντ Σπένγκλερ,διακεκριμένου μελετητή των ιστορικών κύκλων, στο πολιτικοφιλοσοφικό πόνημά του «Τα αποφασιστικά χρόνια – Η Γερμανία και η παγκόσμια ιστορική εξέλιξη» («Jahre der Entscheidung – Deutschland und die weltgeschichtliche Entwicklung», 1933).
Όμως στις τρομακτικές και θολές μεταψυχροπολεμικές ημέρες μας είναι πλέον ευρύτερον αισθητό και αντιληπτό (ολίγον έως πολύ) ότι, η ζωή των εθνών καθορίζεται και κυριαρχείται από ένα διεθνές πλανητικό συνάρθρωμα, από την Παγκόσμια Οικονομική Δύναμη. Αυτή δεν είναι ένα νεφελώδες, ακαθόριστο και γενικό θέμα, κατά συνέπειαν δεν παριστά ένα ασαφές ζήτημα. Είναι ένα διακριτό αντικείμενο, πραγματικό και συγκεκριμένο.
Η Παγκόσμια Οικονομική Δύναμη συνίσταται από τους Διαχειριστές του Κεφαλαίου, δηλαδή από τους Μεγάλους Διεθνείς Κερδοσκόπους, οι οποίοι συναποτελούν την Παγκόσμια Τοκογλυφία, δηλαδή την τυραννία των τόκων σε βάρος όλων των Λαών του κόσμου.
Η Παγκόσμια Οικονομική Δύναμη κατά κύριον λόγο ενεργεί μέσω των καπιταλιστικών Ανωνύμων Εταιρειών. Αυτές είναι τα κερδοφόρα εργαλεία που δίνουν ζωή στις Τράπεζες και στις Πολυεθνικές της Παραγωγής και του Εμπορίου. Με την σειρά τους, αυτές αποτελούν ουσιαστικώς τις λειτουργικές δομές με τις οποίες λαμβάνει υπόσταση η «Παγκόσμια Αυτοκρατορία του Κεφαλαίου». Στην πραγματικότητα, μέσω αυτών η Παγκόσμια Οικονομική Δύναμη προσπορίζεται παρασιτικά μυθώδη πλούτη, με την ανάλγητη εκμετάλλευση της εργασίας και της εφευρετικότητος των άλλων.
Στην κοινή γνώμη είναι ευρέως διαδεδομένη η σκοπίμως ανατροφοδοτουμένη παρεξήγηση ότι, οι προαναφερόμενες δουλοκτητικές καπιταλιστικές δομές ελειτούργησαν και λειτουργούν μόνον σε αυτό το μέρος του κόσμου που οργανώθηκε συμφώνως προς τα οικονομικοπολιτικά πρότυπα του φιλελεύθερου καπιταλισμού, δηλαδή στον φερόμενο ως «ελεύθερο κόσμο» του δυτικού μπλοκ. Αυτό δεν είναι απολύτως αληθές. Οι ίδιες δομές ελειτούργησαν και λειτουργούν πλήρως επίσης και στο υπόλοιπο μέρος του κόσμου, στο τέως ανατολικό – σοσιαλκομμουνιστικό μπλοκ ή στα σημερινά «λαϊκοδημοκρατικά» του υπολείμματα (Κίνα, Βόρειος Κορέα, Κούβα).
Εμείς οι Εθνικιστές («στρατευμένοι» αείποτε στο Στρατόπεδο της Πατρίδος) με απόλυτη γνωμοδοτική ιστορική ψυχραιμία και πάντοτε απροκατάληπτη επισκοπική προσέγγιση, αναγνωρίσαμε από πολλού και καταδείξαμε ένα τουλάχιστον, κοινό «καταγωγικό» γνώρισμα, εξομοιωτικό μαρξισμού και καπιταλισμού. Είναι ο «διεθνισμός» του πρώτου και ο «κοσμοπολιτισμός» του δευτέρου, δηλαδή: η ταυτοποίηση κάθε ανθρωπίνης συλλογικότητος ως ένα αδιαφοροποίητο, αριθμητικό και απρόσωπο πεδίο, είτε ως προϊόν της μαρξιστικής «πάλης των τάξεων» ή της καπιταλιστικής «παγκοσμιότητος των αγορών». Στις νοσηρές αυτές κοσμοθεωρήσεις, που αποτελούν δύο εκφάνσεις του βουλιμικού εθνοκτόνου Μολώχ, οποιαδήποτε έκφανση του συλλογικού ανθρωπίνου βίου ανάγεται σε σχέσεις οικονομικές. Αυτή η ανθελληνική, παραμορφωτική προσέγγιση της φυσικής και ιστορικής πραγματικότητος αγνοεί, περιφρονεί, καταδικάζει και δαιμονοποιεί εκ προοιμίου κάθε στοιχείον ιδιομορφίας, ιδιαιτερότητος, ενώ συνάμα εξαλείφει και εξορκίζει κάθε χαρακτηριστικό διαφοράς το οποίον ημπορεί να εμφανισθεί εξελικτικώς εντός του πλαισίου μιας οργανωμένης συμβιώσεως ανθρώπων.
Η «Αριστερά» κομπάζει πως αυτή η τάχα νομοτελειακή ισοπεδωτική εξομοίωση, η αναγωγή και αυτόματος υπαγωγή της οιασδήποτε πτυχής και παρυφής του κοινωνικού φαινομένου και δρωμένου στην ατάραχη προτεραιότητα της οικονομίας, συνιστά την πραγματική (ρεαλιστική) και ουσιαστική «ηθική» της. Δηλαδή η Αριστερά καυχάται βλακωδώς, (αμέσως ή εμμέσως) ότι ο «διεθνισμός» είναι τάχα ο ανυπέρβλητος «ανθρωπισμός» της. Τέτοιον εξωραϊσμό της δικής του ανελευθέρας σηραγγώδους οράσεως και εμμονικής μονοτροπίας επ΄ ουδενί απετόλμησε ο καπιταλισμός στο θεωρητικόν πλέγμα του. Δεν επέδειξε την θρασεία κομπορρημοσύνη να προβάλλει ως δήθεν «ηθικόν» πρόταγμα την μονοσήμαντο εκδοχή της ανθρωπίνης κοινωνίας νοουμένης μόνον ως «ελευθέρας αγοράς». Προφανώς η καυχησιολογία του ήταν ολοσχερώς περιττή, καθώς του ήρκησε υπέρ το δέον η καθαυτήν δυναμική της εξελισσομένης «παγκοσμιοποιήσεως».
Αυτή η σύμπλοκος εθνοαποδομητική δυναμική η οποία υπονομεύει την Λαϊκή Κοινότητα, συνοδεύουσα τον τερατώδη πρωτογονισμό του κτηνώδους ενστίκτου, τις απρόσωπες και πρωσοπολυτικές ρινεγκεφαλικές ενορμήσεις της αυτοσυντηρήσεως, της ηδονής και της κυριαρχίας.
Το «Χρήμα» αποτελεί την τρέχουσα κυρίαρχο ρυθμιστική λειτουργία του πλανήτη μας. «Άφησε με ελεύθερο να εκδίδω και να ελέγχω τα χρήματα ενός έθνους και δεν με ενδιαφέρει ποιος ψηφίζει τους νόμους του», (Let me issue and control a nation’s money and I care not who writes the laws) ανέφερε χαρακτηριστικώς, με προφητική διεισδυτικότητα, ο Μάγιερ Άμσελ Ρότσιλντ (Mayer Amschel Rothschild), περιβόητον μέλος της ομωνύμου γερμανοϊουδαϊκής οικογενείας, ιδρυτής της τραπεζικής δυναστείας των Ρότσιλντ, αναφερόμενος και ως «ιδρυτικός πατήρ της διεθνούς οικονομίας».
Ο δε γνωστός σφοδρός υπέρμαχος του φιλελευθερισμού καναδοαμερικανός οικονομολόγος Τζον Κένεθ Γκάλμπρεϊθ (John Kenneth Galbraith) στο διάσημο βιβλίον του «Χρήμα: Πόθεν ήλθε, που επήγε» («Money: Whence it came, where it went») είχε τονίσει ότι: «Οι τραπεζικοί οίκοι της Βενετίας και της Γένοβας είναι οι αναγνωρισμένοι πρόδρομοι των συγχρόνων, καθημερινών εμπορικών τραπεζών. Αναλόγως προκεχωρημένοι ήσαν οι οίκοι της κοιλάδος του Πο (Λομβαρδία) και καθώς ανεπτύχθη ο χρηματικός δανεισμός στο Λονδίνο, ήταν φυσικό ότι η οδός στην οποίαν εγκατεστάθη έλαβε το όνομά της από τους Λομβαρδούς. Η διαδικασία, με την οποίαν οι τράπεζες δημιουργούν νέο χρήμα, είναι τόσον απλή, ώστε ο νους αηδιάζει.»
Είναι προφανές και πασίδηλο: Με την κλιμακουμένη εξέλιξη της παγκοσμιοποιήσεως δημιουργείται πλέον ένα νέο σύστημα δύο κοινωνικοοικονομικών τάξεων, εντός του οποίου στην εισοδηματικώς κατωτέρα κοινωνικοοικονομική τάξη θα ανήκει περί το 80% του πληθυσμού. Αυτό το σύστημα θα είναι βεβαίως δυσχερέστατα ελέγξιμο εφ’ όσον δεν δημιουργηθούν όλκιμες και ελατές, πολυφυλετικές – πολυπολιτισμικές, αποριζωμένες και μη συνεκτικές κοινωνίες με την βοήθεια της κατακλυστικής μαζικής μεταναστεύσεως. Έτσι οι Διεθνείς Επικυρίαρχοι αποπειρώνται ταυτοχρόνως να επιλύσουν (προς όφελός τους) και το λογιστικό – δημογραφικό πρόβλημα της Ευρώπης, το οποίον είναι πελώριο, ομού με την διατήρηση των μισθών των εδώ υπηκόων σε επαρκώς ανταγωνιστικά επίπεδα με τις διάφορες αναπτυσσόμενες οικονομίες, (ειδικότερον δε με την Κίνα). Είναι συνεπώς ευκόλως διαπιστώσιμες και αδιαμφισβήτητες οι αιτίες, λόγω των οποίων οι πλουτοκρατικές ελίτ και οι άθλιοι υποτακτικοί τους υποστηρίζουν παντοιοτρόπως την κατά το πλείστον παράνομη μετανάστευση. Οπότε αποκαλύπτεται σαφεστάτη η επιδίωξή τους, όταν ακαταπαύστως και μεθοδικότατα, με συκοφαντικούς τρόπους χαρακτηρίζουν δολίως τα εθνικιστικά κινήματα ως… ναζιστικά και ρατσιστικά.
Για να διαμορφώσουμε τουλάχιστον μια γενική ιδέα περί της εξαιρετικής αποτελεσματικότητος των πολλών διαθεσίμων μηχανισμών και δυνατοτήτων της Παγκοσμίου Οικονομικής Δυνάμεως ενάντια στην ιστορική αλήθεια και στην φυσική πραγματικότητα αξίζει να αναφερθεί το ακόλουθο λίαν αποκαλυπτικό παράδειγμα: Το Ίδρυμα Ροκφέλερ, για να προσανατολίσει την διεθνή κοινή γνώμη υπέρ των αμβλώσεων, αυτό και μόνον, διατηρεί ενεργά 22.000 κέντρα «ενημέρωσης» δηλαδή προπαγάνδας, και ουσιαστικούς μοχλούς «πίεσης» της κοινής γνώμης. Με την δράση αυτών των καλώς εξοπλισμένων ψυχοδιανοητικών τροποποιητών (που στην πραγματικότητα είναι αληθινά «εργαστήρια», κατάλληλα για την πολιτιστική προετοιμασία των λαών) πρέπει εν τέλει να εξαλειφθεί η αλήθεια, κάθε ουσιώδης γνώση, κάθε πνευματική οξυδέρκεια και ευθυκρισία. Έτσι ώστε ουδείς εχέφρων θα ημπορεί πλέον έστω και να εικάσει πόσον συμπιέζουν βαθύτατα την εθνική κυριαρχία οργανώσεις, όπως το διαβόητο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ή η ολιγότερον γνωστή Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών.
Έως και ο… πράος, γνωστός αστοδημοκράτης και βεβαίως «αντιφασίστας» – αντιεθνικιστής καθηγητής φιλοσοφίας και πολυγραφότατος συγγραφεύς Χρήστος Γιανναράς ομιλών περί της τρεχούσης κοινωνικοποκονομικής καταστάσεως της Ελλάδος είχεν ειπεί προ διετίας: «Δεν μας σέβονται ούτε στα στοιχειώδη, βγαίνουν στις τηλεοράσεις και μιλούν άνθρωποι οι οποίοι είναι οι κυρίως ένοχοι για αυτήν την καταστροφή και δεν αισθάνονται την ανάγκη να πουν ένα συγνώμη ή να κλείσουν το στόμα και να αποσυρθούν από τον δημόσιο βίο. Θεωρούνται κεφάλαιο για τον πολιτικό βίο άνθρωποι οι οποίοι υπέγραψαν τον υπερδανεισμό της χώρας ξέροντας ότι ένα τέτοιο δάνειο αυτή η χώρα δε μπορεί ποτέ να το πληρώσει. Και σήμερα όχι μόνο κυκλοφορούν ελεύθεροι αλλά μας κουνάνε και το δάχτυλο.»
Ο ίδιος, ομιλών για το διεθνές και ευρωπαϊκό πολιτικό δρώμενο, ανέφερε επίσης: «Ξεκαθάρισαν τα στρατόπεδα και είναι δύο – το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα και οι πατρίδες… Υπάρχει πιο άκρα δεξιά από το σημερινό οικονομικό σύστημα της Παγκοσμιοποίησης; Όπου η κυβέρνηση είναι στις τράπεζες και τα πάντα διευθύνονται με την προτεραιότητα του κεφαλαίου;… Να σωθούν οι τοπικές πολιτισμικές παραδόσεις των λαών της Ευρώπης… Η Γερμανία είναι επικεφαλής της ΕΕ, γιατί η Γερμανία είναι πολύ κοντύτερα σήμερα στους μηχανισμούς που συγκροτούν την κατεύθυνση του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος».
Βεβαίως, για λόγους ρεαλιστικής αναλύσεως και ιστορικής ακριβείας οφείλουμε να αναγνωρίσουμε την καθολική και ολοκληρωτική επιτυχία του προαναφερθέντος υλιστικού διπόλου μαρξισμός – καπιταλισμός στην Πατρίδα μας. Παρ’ όλον ότι το υλιστικό δίπολο του απανθρώπου στείρου οικονομισμού ήταν εισαγόμενο και δεν εγεννήθη από τις εγχώριες ιστορικές ανάγκες, απερροφήθη ευχερώς και μιμητικώς από τον νεώτερον «πιθηκίζοντα» και ξενομανή Ελληνισμό, με πολύπλευρες και πολυεπίπεδες μεταπρατικές και μετεγγραφικές διαδικασίες. Μάλιστα όλα ανεξαιρέτως τα Καθεστωτικά κόμματα του πολιτικού φάσματος αναζητούν ταυτότητα (ήτοι την πολιτική «ειδοποιό διαφορά» τους) μόνον στις παράταιρες, συμβατικές και σχηματικές διαβαθμίσεις από την «Δεξιά» έως την «Αριστερά». Αδυνατούν να ανακαλύψουν και να συγκροτήσουν την οιανδήποτε πραγματική προγραμματική ιδιαιτερότητα, μιαν ιδιαιτερότητα όντως ανυπότακτο στην ψυχοπαθολογική υλιστική και μηχανιστική οικονομική ψευδονομοτέλεια.
Αυτή η αδυναμία, αυτή η εγγενής ανικανότης τους, σημαίνει σαφώς πως όλα τα κόμματα εκδέχονται, ερμηνεύουν και αποπειρώνται να καθοδηγήσουν την ελληνική κοινωνία δίχως καμμίαν ιδιαιτερότητα αναγκών και ιεραρχήσεως αυτών των αναγκών, δίχως διαφορισμό γεωπολιτικών προβλημάτων, ιδιοπροσώπου νοοτροπίας και ιστορικών εθισμών. Χωρίς την παραμικρά ιδιαιτερότητα σε ότι αφορά στην συλλογική ευαισθησία και στην δομική συνισταμένη της προσωπικής καλλιεργείας. Τα φερ’ ειπείν «προγράμματα» των κομμάτων, οι φρούδες εξαγγελίες και οι κομπορρήμονες υποσχέσεις τους, τα προβλήματα τα οποία υποτίθεται ότι πασχίζουν να επιλύσουν, (μηδέ εξαιρουμένων εκείνων των ανηκόντων στα υψηλόφρονα πεδία της «παιδείας» και του «πολιτισμού»), αφορούν σε τριτοκοσμικές «μετα-αποικιακές» ή «υπό ανάπτυξιν»κοινωνίες.
Οι κυβερνητικές αποφάσεις από τις οποίες εκρίθη αυτή καθαυτήν η ιστορική συνέχεια (ή μάλλον η διαρρηκτική ασυνέχεια του Ελληνισμού), ελήφθησαν με γνώμονα, διαβήτη και κριτήριον τις εκάστοτε οικονομικές σκοπιμότητες και προτεραιότητες.
Τα θλιβερά παραδείγματα είναι πάμπολλα, όμως για την οικονομία του κειμένου, από μύρια καταγράφονται ακολούθως τα εξής χαρακτηριστικότερα:
- Η αλλοίωση, η καταστροφή και ο συστηματικός αφανισμός του ανυπερβλήτου και μοναδικού ανά το παγκόσμιον ελληνικού τοπίου (θυσιασθέντος στον βωμό της φιλαργύρου «τουριστικής ανάπτυξης» ή του βαρβάρου «οικοδομικού οργασμού» των μεταεμφυλιοπολεμικών χρόνων).
- Ο κερματισμός και η διάλυση της μικράς, αυτοδιαχειριζομένης κοινότητος και η δημιουργία τεχνητών εκτεταμένων «δήμων» και τεραστίων «περιφερειών» (παρά το ότι χαριν του δραστικού κοινοτισμού των μικρών κοινοτήτων επέζησεν ο Ελληνισμός και υπό την σιδηρά ρωμαϊκή κυριαρχία και υπο τον φρικώδη και βάρβαρο οθωμανικό ζυγό).
- Η νομοθετική επιβολή της μονοτονικής γραφής (επιβολή που κατέστησε όλη την θαυμασία ελληνική γραμματεία προ του 20ου αιώνος μίαν ακατανόητο «ξένη γλώσσα» για τους σημερινούς ημιμαθείς ελληνοφώνους).
- Η μαρξιστικής – «προοδευτικής» εμπνεύσεως φρενήρης υποβάθμιση και μεθοδική απαξίωση των γλωσσικών μαθημάτων, προς χάριν της προτεραιότητος τάχα «παραγωγικοτέρων» τεχνικών γνώσεων.
- Η συστηματική προπαγανδιστική παραχάραξη της Ιστορίας, προκειμένου να εμπεδωθεί εξαναγκαστικώς, να προαχθεί και εν τέλει να επιβληθεί «άνωθεν και έξωθεν» η διαβόητος «πολυπολιτισμικότης», η διευκολύνουσα πολυπλεύρως την παγκοσμιοποίηση των «αγορών».
Τόσον ο δυσφασικός κομματικός λόγος, όσον βεβαίως και τα εκάστοτε κυβερνητικά δρώμενα (και της «Δεξιάς» και της «Αριστεράς») δηλούν σε όλο το ζοφερό μεγαλείο της την μεταπολιτευτική «παραφρένεια» (όρος που προετάθη απο τον πολύ Emil Kraepelin για να δηλώσει τις χρόνιες παραληρηματικές ψυχώσεις, οι οποίες δεν συνοδεύονται απο διανοητική εξασθένιση και δεν εξελίσσονται προς άνοια, αλλά συγγενεύουν με την σχιζοφρένεια λόγω των πλουσίων και σχετικώς ασυστηματοποιήτων παραληρηματικών κατασκευών τους, εδραζομένων επί ψευδαισθητικων και μυθοπλαστικων μηχανισμών).
Ο άλογος – λόγος και οι ασύνδετες, αναιμικές και επιπόλαιες δράσεις των ανευθυνοϋπευθύνων, «ναρθηκώνουν» την υποταγή στις δήθεν «νομοτελειακές» οικονομικές προτεραιότητες και καθιστούν υποχρεωτικό το παράφρον προβάδισμα των ηλιθίων κριτηρίων του ιστορικού υλισμού στην συγκρότηση, οργάνωση και διαχείριση των κοινών.
Τα καθεστωτικά κόμματα και οι βουλιμικοί διαχειριστές της εξουσίας ουδέποτε συνεζήτησαν τα μείζονα στρατηγικά προβλήματα τα αφορώντα στην εξασφάλιση της ιστορικής συνεχείας του Ελληνισμού, καθώς βεβαίως εφ όσον η εθνική ζωή «εκκινεί από την οικονομία και τελειώνει στην οικονομία», τότε η επιβίωση του Ελληνισμού έχει μόνον ηθικό και συναισθηματικό ενδιαφέρον, δηλαδή συμφώνως με την μυωπική και εθελότυφλο οπτική των καθεστωτικών μηδενικό ενδιαφέρον. Με τα συνεχώς αμφισβητούμενα από πολλούς σύνορα του ψευτορωμαίϊκου κρατιδίου, καθώς και με τον κλιμακούμενο εφιάλτη της δημογραφικής απειλής να οδηγεί στην οριστική μας βιολογική εξαφάνιση, η εικών του ελλαδικού, «νομοθετούντος» κοινοβουλίου παραμένει… ημίρρευστη και αποκαρδιωτική, μακράν της απαιτητικής περιρρεούσης πραγματικότητος.
Ποικιλόχρωμα κομματικά ενεργούμενα, «μικράνθρωποι» (ενίοτε μάλιστα στιγματισμένοι και ως φυσικοί ή ηθικοί αυτουργοί εγκλημάτων του κοινού Ποινικού Δικαίου), διαπληκτίζονται εναλασσόμενοι ατερμόνως με τους μετεκλογικούς τους διαδόχους στην εξουσία, οι οποίοι επείγονται να προλάβουν και αυτοί την απολαυστική μέθη που παρέχει το ελληνόφωνο «δοβλέτι» και ούτω καθεξής. Μάλιστα διαπληκτίζονται συνήθως με φρασεολογία χαμαιτυπείων και «μάγκικης» χυδαιολογίας του υποκόσμου. Αυτό όμως το εν πολλοίς δύσώδες και ολοσχερώς άψυχο – «έμψυχο» υλικό διαχειρίζεται την επαπειλουμένη επιβίωση, τις οιονεί φρούδες ελπίδες και την υπολειπομένη τιμή των Ελλήνων. Ένα μόνον πράγμα γνωρίζει και εκδηλώνει με συνέπεια : Το σύμπλοκο συκοφαντίας, καταδίκης, δαιμονοποιήσεως και αφορισμού του Εθνικισμού.
«Καλά κρατεί» λοιπόν η χυδαία εμποροπανήγυρις της απολυταρχικής λωποδυσίας, της εξουσιαστικής αυθαιρεσίας και της δολίας αδιστάκτου κακοηθείας, η οποία υποδύεται κακοτέχνως την «δημοκρατία» με ενέργειες που θεωρούνται «ευκόλως εννοούμενες» και με αμέτρητες εθνοαποδομητικές παρενέργειες.
Αθανάσιος Κωνσταντίνου