Θυμάμαι τέτοια εποχή τις γυναίκες να προχωρούν στη Σταδίου με τα ψηλά τακούνια τους και τα μακριά παλτό τους κρατώντας χρωματιστές νάυλον τσάντες και τη λουστρίνι τσάντα τους περασμένη κομψά στο χέρι.
Ανεβαίνουν τη Σταδίου, στον Προμηθέα για βιβλία κι επιτραπέζια, κατεβαίνουν στον Κατράντζο να ψωνίσουν για το σύζυγο, το γιο, τον αδελφό, στο Λαμπρόπουλο για τις δικές τους μικρές πολυτέλειες, και στο Μινιόν για να χαζέψουν με τα παιδιά τη βιτρίνα με τον Αη Βασίλη και τα ξωτικά που κινούν πάνω-κάτω τα χέρια τους φτιάχνοντας νυχθημερόν τα πρωτοχρονιάτικα δώρα που θα μπουν σε λίγες μέρες κάτω από το δέντρο.
Στις βιτρίνες του Μινιόν και του Λαμπρόπουλου στριμώχνουμε τις μύτες μας στο τζάμι για να ρουφήξουμε τη μαγεία των τέλεια εορταστικών διακοσμήσεων. Μετά θα ανεβούμε στον έβδομο για να φωτογραφηθούμε με τον Αη Βασίλη και να μας δώσει από το σακούλι του ένα δώρο.
Μπορεί και σε άλλες πόλεις του κόσμου άλλα παιδιά να κάνουν το ίδιο, την ίδια ώρα με μας. Αλλά για μας, αυτός είναι ο κόσμος μας, η Σταδίου, η Ρόμβης, η Μητροπόλεως. Τα μαγαζιά όπου οι μαμάδες μας κάνουν με ακρίβεια και προσμονή τις αγορές τους. Στο Salon Vert για υφάσματα, για κασμίρια και φόδρες στην Αθηναία, για κουμπιά, πατρόν και μπουτουνιέρες στην Ρόμβης.
Τα στρογγυλεμένα από το χρόνο, απαλά στο άγγιγμα ράφια του Προμηθέα, η μυρωδιά από τα βιβλία στον Αστέρα, κι απέναντι, τα ηλεκτρικά τρενάκια που ταξίδευαν μέσα από χιονισμένα έλατα και γραφικά βαυαρέζικα χωριουδάκια, και που μόνο τ’ αγόρια μπορούσαν να αποκτήσουν. Αυτόν τον κόσμο τον μάθαμε και τον αγαπήσαμε σαν τον κάλο στο μεσαίο δάχτυλο του δεξιού μας χεριού, σημάδι και απόδειξη της μελετηρής μας σχολικής ζωής.
Μέχρι που κάποιοι, καθώς μεγαλώναμε, καθηγητάδες και γραφειάδες, μας είπαν με ύφος περισπούδαστο πως ο κόσμος που φτιάξαν οι γονείς μας ήταν λέει, αστικός, και γι’ αυτόν θα έπρεπε να ντρεπόμαστε. Μας έδειξαν παιδάκια σκελετωμένα στην Αφρική και γέμισαν το μυαλό μας τύψεις για τα παιχνίδια μας, για τις μανάδες μας, για το κυριακάτικο ψητό στο φούρνο με πατάτες. Εκείνοι, ήξεραν, έλεγαν, κάποιον τρόπο καλύτερο, έναν κόσμο όπου όλοι θα μοιράζονταν όλα, όπου όλοι θα ζούσαν αγαπημένοι κι ευτυχισμένοι.
Εκείνο που δεν μας είπαν ήταν ότι τον κόσμο αυτό θα τον έφτιαχναν ισοπεδώνοντας τον δικό μας, ότι θα έφτιαχναν τον ψευδόκοσμό τους παίζοντας στο χρηματιστήριο τις συντάξεις των γονέων μας, ότι θα πουλούσαν και την μαύρη τους ψυχή για να κερδίσουν αξιώματα, φήμη και χρήμα, και ότι θα μας κοιτούσαν από πάνω με υπεροψία γιατί τάχαμου ήξεραν πως ο κόσμος μας ο αστικός, ο ελληνορθόδοξος, ο τακτοποιημένος δεν θα κρατούσε πολύ, αφού φρόντισαν οι ίδιοι με τη δική μας ένοχη αφέλεια να τον καταστρέψουν.
Κι όμως. Αυτή η Αθήνα, αυτοί οι δρόμοι, αυτές οι όχι τόσο μακρινές μνήμες είναι η ζωή μας. Οι δρόμοι όπου βαδίζαμε ασφαλείς και χαρούμενοι, οι γειτονιές μας που γυρίζαμε ξημερώματα χωρίς κανείς ποτέ να μας πειράξει, είναι η πατρίδα μας.
Είναι η δουλειά των γονιών μας, είναι το τραύμα του παππού μας το ’40, είναι το αίμα του προπάππου μας το ’21, είναι μια μακριά συστάδα από απελάτες και ραψωδούς, από γεωργούς και πολεμιστές. Είναι οι ατελείωτες ώρες της μάνας μας πάνω στη βελόνα, είναι τα τραχιά χέρια της γιαγιάς μας στον τρύγο, είναι οι ευχή της προγιαγιάς μας να ξεπροβοδίζει τον παππού μας για το μέτωπο, είναι ένα μακρύ χοροστάσι από γυναίκες που μας γέννησαν και μας ανέθρεψαν. Αυτοί έφτιαξαν τις γειτονιές που ζούμε, τα μαγαζιά που ψωνίζουμε, τις ανέσεις που απολαμβάνουμε. Και τίποτα, μα τίποτα από αυτά δεν είμαστε διατεθειμένοι να χαρίσουμε σε κανέναν λεχρίτη αριστεριστή, σε κανέναν πρεζέμπορο, σε κανέναν μαστροπό, σε κανένα περισπούδαστο ψώνιο, ό,τι χρώμα κι αν έχει το δέρμα του.
Γι’ αυτήν την Αθήνα, γι’ αυτές τις πόλεις, γι’ αυτά τα χωριά, γι’ αυτές τις αναμνήσεις που είναι η ζωή μας και δεν τη χαρίζουμε, δεν την πουλάμε, δεν τη χρωστάμε σε κανέναν τοκογλύφο, σε κανέναν πολιτικάντη, σε κανέναν νταβατζή, Έλληνα ή ξένο.
Γιατί η ζωή μας δεν είναι δική μας να την παραδώσουμε, να τη χαρίσουμε ή να την πετάξουμε στα σκουπίδια. Είναι η ζωή των προγόνων μας και η ζωή των παιδιών μας. Είναι ο σπόρος της ζήσης μας, ο σπόρος της Φυλής μας. Γι’ αυτή τη ζωή, γι’ αυτές τις πόλεις, γι’ αυτά τα θηκάρια των προγόνων μας θ’ αγωνιστούμε. Και πάνω απ’ όλα, για το παιδί που ζει μέσα μας, αιώνια έφηβοι, αιώνια ελέυθεροι, αιώνια΄Ελληνες. Ζήτω η Νίκη!
Η ΟΧΙΑ