Η ήττα της Τουρκίας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οδήγησε στην ανασύσταση της, ο ρόλος ενός δυναμικού γεωστρατηγικού παίκτη στην διεθνή σκακιέρα έδωσε την θέση του μετά τον πόλεμο σε μια στρατηγική διατήρησης της ασφάλειας της, μια πολιτική που ακολουθήθηκε όλο τον 20ο αιώνα. Τα μεμονωμένα περιστατικά της εισβολής στην Κύπρο το 1974 και των Ιμίων το 1996 δεν συνιστούν από πλευράς Τουρκίας μια συνεπή επέκταση της εμπλοκής της πέρα από τα σύνορα της. Μετά την ολοκλήρωση του Ψυχρού Πολέμου και την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης το 1990 τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν. Το τέλος της μονομαχίας ΗΠΑ-ΕΣΣΔ αύξησε κατά τεκμήριο τις στρατηγικές ευκαιρίες της Τουρκίας στην Μέση Ανατολή και στην Ανατολική Μεσόγειο, ευκαιρίες που εκμεταλλεύτηκε η Άγκυρα χάριν της ισχυρής οικονομικής και στρατιωτικής της δύναμης και λόγω της διπλωματικής και στρατιωτικής ανυποληψίας των αντιπάλων της. Τον 21ο αιώνα με την ανάληψη της εξουσίας από το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) η τουρκική εξωτερική στρατηγική γίνεται πιο ολοκληρωμένη και εξελίσσεται σε μια σκόπιμη προσπάθεια.
Το γεωστρατηγικό όραμα της Τουρκίας τον 21ο αιώνα δεν περιορίζεται μόνο στην πολιτική ρητορική, αλλά εφαρμόζεται ως πρακτική εξωτερική πολιτική τόσο στην Μέση Ανατολή και στα Βαλκάνια όσο και στην Ανατολική Μεσόγειο, με πολυάριθμες συγκεκριμένες δράσεις που συνεπάγονται την διάθεση σημαντικών πόρων και, μερικές φορές, την λήψη σοβαρών κινδύνων. Ένα σημαντικό στοιχείο είναι ότι η βασική ουσία αυτής της πολιτικής δεν εξαρτάται πλέον από την παρουσία συγκεκριμένων ατόμων στην λήψη των αποφάσεων, το γεωστρατηγικό όραμα της Τουρκίας έχει γίνει δόγμα εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής, το οποίο ακολουθείται και υποστηρίζεται πιστά από όλους τους πολιτικούς φορείς.
Η Τουρκία με την ανοχή των γειτόνων της, κυρίως της Ελλάδας, και εκμεταλλευόμενη μετά μεγάλης επιδεξιότητας την διελκυστίνδα Ανατολής-Δύσης εξελίσσεται σε μια μεγάλη δύναμη στο κέντρο της Ανατολικής Μεσογείου. Ένας βασικός χαρακτήρας μιας μεγάλης δύναμης είναι η εκπόνηση, η κατασκευή μιας πραγματικότητας, μιας συγκεκριμένης τάξης που θα έχει την εν λόγω δύναμη στο κέντρο της. Η γεωγραφική κλίμακα αυτής της τάξης μπορεί να περιλαμβάνει μόνο μια περιοχή ή μπορεί να συμπεριλαμβάνει τον πλανήτη. Αλλά ανεξάρτητα από την κλίμακα, η συνιστώσα της συμπεριφοράς μιας τέτοιας εξουσίας είναι η προσπάθεια να οργανωθεί μια συγκεκριμένη περιοχή, ένα κομμάτι του κόσμου, σύμφωνα με την επιλεγμένη πολιτική αυτής της δύναμης. Η Τουρκία προσπαθεί να οργανώσει την Ανατολική Μεσόγειο, συμπεριλαμβανομένου του Αιγαίου, εκπονώντας μια πραγματικότητα σύμφωνα με το γεωστρατηγικό της όραμα.
Η Τουρκία του 21ου αιώνα θέλει να οικοδομήσει μια συγκεκριμένη τάξη στην Ανατολική Μεσόγειο, δεν θέλει απλώς να είναι μέρος της πραγματικότητας κάποιας άλλης υπερδύναμης, όπως αποσκοπεί η Ελλάδα. Προφανώς τα οικονομικά και στρατιωτικά μέσα της Τουρκίας υπολείπονται αυτών των σύγχρονων μεγάλων δυνάμεων. Όμως τα αποδεικτικά στοιχεία καταδεικνύουν σαφώς ότι η Τουρκία δημιουργεί μια πραγματικότητα στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και του Αιγαίου, μια πραγματικότητα που βασίζεται στην συνεπή προσπάθεια για την επίτευξη αυτού του στόχου. Δεν είναι απαραίτητα δεδομένο θα είναι επιτυχής στην προσπάθεια της, το βέβαιο είναι ότι θα συνεχίσει στον δρόμο που χάραξε, αμφισβητώντας κυριαρχικά δικαιώματα των γειτόνων της, κυρίως της Ελλάδας και Κύπρου. Η Τουρκία έχει έντονα εκδηλωμένο και συνεκτικό γεωστρατηγικό όραμα και τα οικονομικά και στρατιωτικά υλικά για να το πραγματοποιήσει, σε αντίθεση με την Ελλάδα.
Σε αυτό το πλαίσιο το γεωστρατηγικό όραμα της Τουρκίας διαμορφώνει την ενεργειακή πολιτική της στην Ανατολική Μεσόγειο. Η αρχιτεκτονική της ενεργειακής της ασφάλειας και οι ενεργειακές της φιλοδοξίες παντρεύονται με το γεωστρατηγικό της όραμα σε ένα ισχυρό πλέγμα στρατιωτικής και εξωτερικής πολιτικής. Η Τουρκία πιστεύει ότι η γεωπολιτική της ενέργειας συμβάλλει στην περιφερειακή της εξουσία και στην εκπλήρωση των στόχων του γεωστρατηγικού της δόγματος.Αντιλαμβάνεται ότι οι σημαντικές ανακαλύψεις πηγών υδρογονανθράκων στα ύδατα της Ανατολικής Μεσογείου προκαλούν μεγάλο διεθνές ενδιαφέρον, καθώς αυτές οι ανακαλύψεις μπορεί να αλλάξουν σημαντικά την ενεργειακή και κατ’ επέκταση την γεωπολιτική εικόνα της περιοχής. Η εκμετάλλευση των ενεργειακών πόρων και η εξαγωγή τους προς την Ευρώπη απαιτεί την αντιμετώπιση πολλών προκλήσεων με γεωπολιτικές επιπτώσεις. Στην πραγματικότητα, η ενέργεια γίνεται βασική συνιστώσα του γεωστρατηγικού αγώνα στην Ανατολική Μεσόγειο και τα περίχωρα της, με την Τουρκία μέχρι στιγμής να παίζει ρόλο πρωταγωνιστή σε αυτό το «power game», καθώς κάνει εξαιρετικά επιτυχή χρήση των εργαλείων στρατιωτικής πολιτικής, οικονομικής πολιτικής και διπλωματίας για την υλοποίηση των γεωστρατηγικών της στόχων.
Στο πλέγμα της υλοποίησης των γεωστρατηγικών στόχων της Τουρκίας προκύπτουν νέα δεδομένα για την Ελλάδα και Κύπρο. Είναι προφανές ότι η χρήση της ενέργειας και των ενεργειακών αγωγών ως όπλο προστασίας του ελλαδικού χώρου και των εθνικών συμφερόντων από την τουρκική επιθετική πολιτική δεν αποτελεί κάτι το πρωτοφανές ή μοναδικό στο πλαίσιο της Realpolitik. Εάν η εναλλακτική λύση είναι ο πόλεμος ή η απώλεια εθνικής κυριαρχίας, τότε σαφώς τα ενεργειακά αποθέματα και οι αγωγοί πρέπει να χρησιμοποιηθούν ως όπλο προστασίας των εθνικών συμφερόντων. Χώρες οι οποίες χρησιμοποιούν την ενέργεια ως γεωπολιτικό όπλο θα πρέπει όμως να γνωρίζουν και τις πιθανότητες να παραχθεί με αυτό το όπλο το επιθυμητό αποτέλεσμα στην άσκηση εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής. Δεν υπάρχουν αναλυτικά μοντέλα που θα μπορούσαν να προβλέψουν τα αποτελέσματα της χρήσης αυτού του όπλου, η συστηματική προσέγγιση του ρίσκου που συνεπάγεται από αυτή την χρήση μπορεί να παραγάγει καλύτερη προοπτική στο αποτέλεσμα, καθώς πιθανόν να είναι πιο εύκολα αντιμετωπίσιμες οι επικίνδυνες εχθρικές παρεμβάσεις.
Τα ενεργειακά κοιτάσματα Ελλάδας και Κύπρου αποτελούν στρατηγικό όπλο, η γεωπολιτική υπεραξία αυτού του όπλου πρέπει να χρησιμοποιηθεί έτσι ώστε να προστατευθεί η εθνική κυριαρχία και η ανεξαρτησία του ελληνικού λαού. Προφανώς τα δυο ελληνικά κράτη πρέπει να χρησιμοποιήσουν αυτό το όπλο ως «αποτροπή», όμως αν η εθνική μας άμυνα δεν συνακολουθεί με την αυτόνομη συλλογιστική της και με γνώμονα την κύρια απειλή που είναι βέβαια η τουρκική, τότε αυτό το όπλο αποτροπής μπορεί να γίνει αγχόνη της εθνικής κυριαρχίας. Η αποτροπή η οποία σαφέστατα άπτεται της εθνικής κυριαρχίας αν δεν εξασφαλίζεται από την αμυντική-στρατιωτική ικανότητα, αλλά μόνο από απαρχαιωμένες συμμαχίες στις οποίες τα δυο ελληνικά κράτη δρουν ως μισθοφόροι σιωνιστικών-ιμπεριαλιστικών συμφερόντων, τότε μπορεί να αποβεί μοιραία όπως εξ άλλου έχει αποδειχθεί περίτρανα από την πρόσφατη ιστορία.
Είναι σημαντικό να έχουμε υπόψη ότι η εκμετάλλευση των ενεργειακών υποθαλασσίων κοιτασμάτων δεν σχετίζεται με την ανακήρυξη της ΑΟΖ, αλλά με την οριοθέτηση αυτής ή της υφαλοκρηπίδας.Στην περίπτωση του Αιγαίου τα όρια της ΑΟΖ ταυτίζονται πρακτικά με αυτά της υφαλοκρηπίδας. Οι κανόνες για την οριοθέτηση της ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας σε περίπτωση διαφορών με άλλα κράτη είναι αρμοδιότητα των διεθνών δικαστηρίων. Η Ελλάδα ποτέ δεν έχει οριοθετήσει γεωγραφικά την ΑΟΖ του Αιγαίου, ούτε έχει καταθέσει σχετικό υπόμνημα στον ΟΗΕ, τουτέστιν μετά την προσφυγή της Τουρκίας με ενεργειακούς χάρτες στον ΟΗΕ, δεν μπορεί να εκμεταλλευτεί άνευ νομικών εμποδίων τα υποθαλάσσια ενεργειακά κοιτάσματα της που εμπίπτουν στις διεκδικήσεις της Άγκυρας. Θα μπορούσε να το κάνει αγνοώντας τα νομικά εμπόδια, αλλά αυτό πιθανότατα θα οδηγούσε σε πόλεμο.
Θα πρέπει επίσης να έχουμε υπόψη ότι η χάραξη της ΑΟΖ στο Αιγαίο κατοχυρώνεται στην βάση της «μέσης γραμμής», ανεξάρτητα αν αυτή η μέση γραμμή χαράσσεται μεταξύ νήσων και ηπειρωτικών εδαφών. Δηλαδή στην περίπτωση του Καστελόριζου είναι προφανές ότι το νησί έχει ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα, άρα το Καστελόριζο επηρεάζει θετικά την ελληνική και αρνητικά την τουρκική ΑΟΖ. Όμως σύμφωνα με την διεθνή νομολογία η «μέση γραμμή» είναι σοβαρό κριτήριο, δεν είναι το αποκλειστικό. Το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, εφόσον προσφύγουμε καταθέτοντας συνυποσχετικό με την Τουρκία, θα λάβει υπόψη και την αρχή της αναλογικότητας, δηλαδή την σχέση της τεράστιας ακτής της Τουρκίας με το Καστελόριζο που είναι ένα μικρό νησί. Για αυτό τον λόγο η Άγκυρα συνεχώς τα τελευταία χρόνια παρουσιάζει στους χάρτες της το Καστελόριζο χωρίς υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ, καθώς πιστεύει ότι στην περίπτωση αυτού του μικρού νησιού έχει ισχυρή νομική θέση.
Το γεωστρατηγικό δόγμα της Τουρκίας ενσωματώνει μεγάλο δυναμικό, ένα δυναμικό το οποίο της επιτρέπει να αναρριχάται στο κέντρο της Ανατολικής Μεσογείου ως ένα σημαντικός παίκτης, ενώ η Ελλάδα ως κράτος-παρίας απαξιώνεται συνεχώς στρατιωτικά και πολιτικά. Η απαξίωση αυτή είναι εμφανής στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε την εισβολή λαθροεποίκων από Ασία και Αφρική και τις εξευτελιστικές παραβιάσεις των θαλάσσιων και εναέριων συνόρων μας από την Τουρκία. Η Ελλάδα αναζητά για μια ακόμη φορά στην ιστορία της προστάτες για να αντιμετωπίσει τον εχθρό, γνωρίζοντας ότι η στρατιωτική και διπλωματική της ανεπάρκεια την κάνουν ευάλωτη στις επιθετικές δραστηριότητες της Τουρκίας.
Η Τουρκία τον 21ο αιώνα με οδηγό το γεωστρατηγικό της δόγμα προετοιμάζεται για πόλεμο με την Ελλάδα. Η Ελλάδα την ίδια χρονική περίοδο απαξίωσε την αποτρεπτική της ικανότητα, την πολεμική της ικανότητα, επαφιόμενη στην προστασία των «συμμάχων» που θα προστρέξουν υποτίθεται για να προστατεύσουν τους ενεργειακούς αγωγούς και τα ενεργειακά υποθαλάσσια αποθέματα και μαζί με αυτά την Ελλάδα, κάτι που ιστορικά προσδιορίζεται από υψηλή στρατηγική μεταβλητότητα. Η Τουρκία κατάφερε τον 21ο αιώνα με συγκεκριμένες δράσεις να δημιουργήσει μια πραγματικότητα στην Ανατολική Μεσόγειο και στο Αιγαίο. Ουσιαστικά έθεσε τις βάσεις συνεκμετάλλευσης των ενεργειακών πόρων και των ενεργειακών αγωγών ή της πολεμικής αντιπαράθεσης.
Η Ελλάδα ακολουθώντας επί δεκαετίες μια αποτυχημένη πολιτική έχει περιέλθει στην κατάσταση «Zugzwang», δηλαδή σε μια κατάσταση κατά την οποία είναι υποχρεωμένη να μετακινηθεί, αλλά αυτή η μετακίνηση θα έχει σοβαρό γεωστρατηγικό μειονέκτημα. Ήτοι η εναλλακτική του πολέμου είναι η παραχώρηση εθνικής κυριαρχίας.
Γ. ΛΙΝΑΡΔΗΣ