Μέρος 2
Με αφορμή το προσφάτως κορυφωθέν διπλωματικό δρώμενο στο εν εξελίξει «Λιβυκό ζήτημα» και τους πολυμόρφους κλυδωνισμούς στο Ισλάμ της Μεσανατολής, αποπειρώμεθα στην παρούσα σειρά άρθρων μια συνοπτική ιστορικογεωγραφική «βυθοσκόπηση» της Υποσαχαρίου Αφρικής και της γείτονός της μεταβατικής ζώνης του Σαχέλ, σε συσχετισμό με την τζιχαντιστική απειλή. Αυστηρός γνώμων αυτής μας της προσεγγίσεως είναι η θεμελιώδης παραδοχή πως η γεωστρατηγική ανάλυση έχει ως προαπαίτημα την εκτενή και βαθεία γνώση της ιστορίας και ανθρωπογεωγραφίας των πλανητικών «μακροπεριοχών».
Εκτός από την ιδιάζουσα γεωγραφία και την μοναδική της γεωμορφολογία, η απεραντοσύνη του αφρικανικού Σαχέλ υπήρξεν μονίμως μάρτυς της από αιώνων ισχυράς ριζοσπαστικής ισλαμικής παρουσίας. Αυτή δε η διάσταση του Ισλάμ, υπήρξεν ισχυρότατο άλλοθι για τον επεκτατισμό ορισμένων λαών, ένα είδους προπετάσματος που όπισθεν της θρησκευτικής του υφής δεν έπαυσε να αποκρύπτει οικονομικά ή πολιτικά συμφέροντα.
Έτσι, αναφέρεται χαρακτηριστικώς ότι, τον 11ον αιώνα, οπίσω από τις μεγάλες διακηρύξεις της (νέας τότε) «καθαρτηρίου» θρησκείας, ο τζιχάντ των Αλμοραβιδών Βερβέρων του Μαρόκου εστόχευε προς Νότον στον χρυσό της Γκάνας, αλλά συνάμα και στις πλούσιες μαροκινές εμπορικές πόλεις στον Βορρά. Αναλόγως, τον 17ον αιώνα, ο τζιχάντ των Φουλάνι (άλλως καλουμένων Φούλα ή Φουλμπέ) απεσκόπει πρωτίστως στην υποδούλωση των εγκατεστημένων οικιστών λαών, πρακτική στην οποίαν επεδόθησαν έκτοτε συστηματικώς αυτοί οι πολεμόχαροι ποιμενικοί λαοί.
Όσον αφορά στον Σουδανικό «Μαχντισμό» κατά τον 19ον αιώνα, η έκκλησή του για τζιχάντ – «ιερό πόλεμο», εκάλυψεν απλώς μια βαθυτέρα βούληση αντιμετωπίσεως του αιγυπτιακού ιμπεριαλισμού, ο οποίος απετέλει θανάσιμον κίνδυνο για το δουλεμπόριον της σουδανικής περιφερείας (καθώς είχεν επιβληθεί η τουρκοαιγυπτιακή κατάργηση του δουλεμπορίου, μίας από τις κυριότερες πηγές εισοδήματος στο Σουδάν κατά την εποχήν εκείνη).
Στην δεκαετία του 1870, ένας Μουσουλμάνος κληρικός ονομαζόμενος Μουχάμαντ Αχμέντ εκήρυξεν την «ανανέωση της πίστεως» και την «απελευθέρωση της γης», ήρχισεν δε να προσελκύει οπαδούς. Ταχέως το κίνημά του μετετράπη σε μιαν ανοικτή εξέγερση κατά των Αιγυπτίων, ενώ ο Μουχάμαντ Αχμέντ, αυτανηγορεύθη σε «Μάχντι», (δηλαδή «υπάκουο αφοσιωμένο») λυτρωτή του ισλαμικού κόσμου. Πλην των διαφευγόντων κερδών εκ του παυθέντος δουλεμπορίου, πραγματικές αιτίες της εξεγέρσεως του Μάχντι ήσαν η σουδανική εθνοφυλετική οργή εναντίον των Οθωμανών ηγεμόνων, συνδεδυασμένη με την μουσουλμανική οργή εναντίον των χαλαρών τουρκικών θρησκευτικών προτύπων, την τουρκική προθυμία για χρηστικούς διορισμούς μη Μουσουλμάνων σε υψηλόβαθμες θέσεις, καθώς και την αντίσταση των ισλαμιστών μυστικιστιών ασκητών Σούφι του Σουδάν προς το ξηρό, «σχολαστικό» Ισλάμ της αιγυπτιακής διοικήσεως.
Στα τέλη του 18ου αιώνος και κατά το πρώτον ήμισυ του 19ου αιώνος, το πολιτικό τοπίο της σαχελιανής Δυτικής Αφρικής ανεσχηματίσθη σε μεγάλον βαθμό από τους εξισλαμισμένους Φουλάνι, ή συγγενείς τους λαούς, όπως οι Τουκουλέρ, οι οποίοι συνεκρότησαν κράτη και κρατίδια, κατόπιν πληθυσμιακών μετακινήσεων δικαιολογουμένων από τον τζιχάντ. Η κυρία αντίσταση κατά αυτής της επεκτάσεως προήλθεν από τους «ανιμιστές» – ψυχολάτρες Μπαμπάρα των βασιλείων Σέγκου και Καάρτα, στα οποία οι Φουλάνι προέβαιναν συχνάκις σε αφανιστικές δουλοθηρικές επιδρομές.
Οι κατακτήσεις του διαβοήτου Σεΐχη Ουσμάν (Οθμάν) νταν Φόντιο επραγματοποιήθησαν στην χώρα των Χάουσα το 1804, εκείνες του Μουσουλμάνου ιεροκήρυκος – Σέκου (Σεΐχη) Αχμάντου στην Μαασίνα του «εσωτερικού δέλτα» («βρόχο» ή «τόξου») του Νίγηρος (νυν Μάλι) το 1818, καθώς και εκείνες του Τουκουλέρ ηγέτη ελ Χατζ (Προσκυνητή) Ομάρ Σαΐντου Ταλ στην χώρα των Μπαμπάρα το 1852. Έτσι εγεννήθησαν τρία μεγάλα ισλαμικά χαλιφάτα : Το Σοκότο βορείως της Νιγηρίας, το Χαμνταλλαχί στην Μαασίνα, καθώς και εκείνο στον «βρόχο» του Νίγηρος.
Ανεφέρθη ήδη ότι από Δυσμών προς Ανατολάς, το Σαχέλ περιλαμβάνει -εξ ολοκλήρου ή εν μέρει- εννέα κράτη: Μαυριτανία, Σενεγάλη, Μάλι, Μπουρκίνα Φάσο, Νίγηρα, Νιγηρία, Τσαντ, Βόρειον Σουδάν και ένα πολύ μικρόν τμήμα της Ερυθραίας. Σήμερον, οι τρεις κύριες γεωγραφικές ζώνες δραστηριοτήτων των ισλαμιστών –τζιχαντιστών είναι ακριβώς εκείνες του παρελθόντος: ο «βρόχος» του Νίγηρος, η Μαασίνα και η βόρειος Νιγηρία.
Οι προαναφερθέντες ανηλεείς τζιχάντ ήσαν το ηθικοθρησκευτικό προπέτασμα της δουλοθηρίας και του συνακολούθου δουλεμπορίου, των οποίων κυριότερα θύματα ήσαν οι Μπαμπάρα και οι Ντογκόν, (που ως ψυχολάτρες – ανιμιστές, είχαν ευχερέστατα ταξινομηθεί από το Ισλάμ ως ιδιαζόντως πρόσφοροι για δουλεία, καθώς η δουλοποίησή τους ήταν εκ των προτέρων «νομιμοποιημένη», «επιτρεπτή» και εν τέλει «επιβεβλημένη» από το ιερό Κοράνιο).
Αυτά τα επάλληλα ιστορικά επεισόδια τα οποία εχάραξαν βαθέως τους πληθυσμούς της περιοχής, αναμφισβητήτως αποτελούν σήμερον την βάση των συνεχών εθνο-θρησκευτικών αντιπαραθέσεων στην αφρικανική ήπειρο.
Γενικότερον, στους δύο αιώνες οι οποίοι επροηγήθησαν του «Λευκού εποικισμού» της «Μαύρης Ηπείρου», οι μόνιμοι οικιστές λαοί που έζων κατά μήκος του ποταμού Νίγηρος και στις προσχωσιγενείς πεδιάδες του, (Μπαμπάρα, Σονγκάϊ, Ντζέρμα, Γκουρμάντσε, Ντογκόν κλπ.) υπήρξαν τα μόνιμα θύματα – στόχοι της αρπακτικής αντιπαραθέσεως μεταξύ δύο εξόχως επιθετικών δυνάμεων, εκείνης των θρυλικών Τουαρέγκ στον Βορρά και εκείνης των Φουλάνι στον Νότο. Η διπλή θήρα των αδυνάτων από τους δύο «βουλιμικούς» κυριάρχους, οδήγησε στην λεηλασία και καταστροφή των χωρίων και στην φρενήρη απομάκρυνση – φυγή των κατοίκων τους, οι οποίοι κατέστησαν ευκόλως θύματα των δουλοκτητών και δουλεμπόρων Αράβων.
Στην περιοχήν του βρόχου του Νίγηρος, οι επιδρομές των Τουαρέγκ εξαπελύοντο από την έρημο βορείως του ποταμού, ενώ εκείνες των Φουλάνι από τρία εμιράτα, (το Νταλλόλ, το Λιπτάκο και το Γκβάντο στην περιοχή Σάϊ).
[Νταλλόλ: «κοιλάς» στη γλώσσα των Φουλάνι. Η περιοχή είναι όντως μια κοιλάς που κατά την εποχήν των βροχών διασχίζεται από ορμητικούς εποχιακούς χειμάρους.]
Αυτή η σκληρά ιστορική πραγματικότης εξηγεί σαφέστατα τον μηχανισμόν της γενικευμένης υποταγής σε ολόκληρο την κοιλάδα του Νίγηρος, διότι οι πληθυσμοί των μονίμων οικιστών – αγροκαλλιεργητών υπετάγησαν εκουσίως στις νομαδικές κυρίαρχες αρπακτικές ομάδες, ώστε να περισωθούν από τις διαρκείς δουλεμπορικές επιδρομές τους.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, προς Δυσμάς, οι Σονγκάϊ επέλεξαν να είναι υπήκοοι των Τουαρέγκ, ανταλλάσσοντες την αυτονομίαν τους ώστε να προστατευθούν από τις επιθέσεις των Φουλάνι, (κυρίως εκείνων εκ των εμιράτων Λιπτάκο και Γκβάντο). Με την πάροδον του χρόνου, μεταξύ των περιοχών Γκάο και Μένακα του νυν ανατολικού Μάλι, ορισμένοι από τους κλάδους των Σονγκάϊ υπετάγησαν αυτοβούλως στους Τουαρέγκ, κατόπιν δε συνεχωνεύθησαν και σχεδόν εξομοιώθησαν με τους προστάτες τους. Αναλόγως έπραξαν οι Ιμγάντ συγχωνευόμενοι με τους κυριάρχους τους και σχηματοποιούντες τους Τουαρέγκ Ιφόρα, αλλά και οι Νταουσσάκ σχηματοποιούντες τους Τουαρέγκ Κελλεμιντέν Κελ Αταράμ («εκείνους από την Δύση»). Καθώς η περιοχή ολοκλήρου της βορείας όχθης του Νίγηρος ήταν εξ ολοκλήρου υποτελής τους, οι Τουαρέγκ διενεργούσαν τις επιδρομές τους στην νοτία όχθη του ποταμού.
Ανατολικότερον, στην βορεία όχθη του Νίγηρος ποταμού, οι Ντζέρμα ευρίσκοντο στην ιδία κατάσταση με τους γείτονές τους Σονγκάϊ, αλλά, λόγω της εκεί διαφορετικής γεωγραφικής θέσεως των εγγύς αρπακτικών νομάδων, επέλεξαν δύο διαφορετικά συστήματα προστασίας. Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίον οι Ντζέρμα του Νότου κατέστησαν υποτελείς των Φουλάνι για να προστατευθούν από τους Τουαρέγκ, ενώ οι Ντζέρμα του Βορρά εζήτησαν από τους Τουαρέγκ να τους υπερασπισθούν εναντίον του Φουλάνι!
Η αρπακτικότης των Φουλάνι ήταν διαφορετική από εκείνην των Τουαρέγκ, διότι εδικαιολογείτο ψυχοδιανοητικώς από τον ισλαμισμό. Έτσι, όταν οι Φουλάνι του Νταλλόλ επετέθησαν κατά των Ντζέρμα, (που ήσαν ψυχολάτρες, διαρκώς λεηλατούμενοι και «δικαίως» πωλούμενοι ως δούλοι), το όλον δρώμενο ήταν παντελώς διαφορετικό από το να καθιστούν οι Φουλάνι τα θύματά τους απλώς υποτελείς, που έπρεπε να ελέγχονται και να κυβερνώνται. Διαφορετικές ήσαν οι επιδρομές των Τουαρέγκ, οι οποίες είχαν ως στόχο μόνον την λεηλασία και δεν εδικαιολογούντο από κανένα θρησκευτικό προτρεπτικό μήνυμα.
Στα τέλη του 19ου αιώνος, στην αρχή της αποικιακής περιόδου, ο γαλλικός στρατός παρημπόδισε επιτυχώς την επέκταση των αρπακτικών νομαδικών λαών και παγίωσε την πολιτικογεωγραφική κατάσταση. Ωστόσον, σε ολόκληρο το Δυτικό Σαχέλ, η γαλλική αποικιοκρατία είχε δύο αντιφατικές συνέπειες: Απελευθέρωσε μεν τους «νοτίους» από την «βορεία» αρπακτικότητα και καταστροφή, αλλά ταυτοχρόνως συνεκέντρωσε επιδρομείς και «επώασε» πολυάριθμες επιδρομές εντός των διοικητικών ορίων της «Γαλλικής Δυτικής Αφρικής» («Afrique Occidentale Française»). Με τις μεταπολεμικώς επελθούσες ανεξαρτησίες και τον εξοβελισμόν της Λευκής κυριαρχίας, τα εσωτερικά διοικητικά όρια αυτής της τεραστίας πληθυσμιακής ομάδος κατέστησαν τα σύνορα των κρατών εντός των οποίων, οι «νότιοι» καθώς ήσαν οι πλέον πολυάριθμοι, εκυριάρχησαν πολιτικώς επί των «βορείων», συμφώνως με τους νόμους των «εθνοτικών» εκλογικών μαθηματικών.
Η βαρυτέρα και πλέον παραταθείσα συνέπεια αυτής της ιδιαζούσης ανθρωπογεωγραφικής καταστάσεως ήταν ότι, στο Μάλι, στον Νίγηρα και στο Τσαντ, οι μαχητικοί και εμπειροπόλεμοι Tουαρέγκ και οι Τούμπου, ηρνήθησαν να καταστούν υποτελείς των νοτίων πρώην υποτακτικών τους και εξηγέρθησαν ενόπλως κατά των μετα-ανεξαρτησιακών κυβερνήσεων. Αυτό το γεγονός οδήγησε σε τέσσαρες δεκαετίες σφοδροτάτων και αιματηρών πολέμων (1963-2008): Εκείνους του Μάλι και του Νίγηρoς εξαπολυθέντες από τους Τουαρέγκ, καθώς και εκείνους του Τσαντ, εξαπολυθέντες από τους Τούμπου και τους συγγενείς τους Ζαχάβα ή Μπέρι (οι αρπακτικοί «Μαύροι Νομάδες» των παλαιών αραβικών κειμένων).
Το σαφέστατα διαφορετικό εθνοφυλετικό υπόβαθρο και το πολιτισμικό δυναμικό των διαφόρων εμπλεκομένων λαών και εθνικών ομάδων, πολλαπλασιαζόμενα «εκθετικώς» από την επίδραση της ισλαμικής μαχητικής θρησκείας, συνεχίζει να εκδηλούται ως αυξομειουμένη ανειρήνευτος και αιματηρά ρήξη πληθυσμών και συμφερόντων τους.
Η λεπτομερής εξέταση των ήδη γεγονότων, των νυν δρωμένων και των διαφαινομένων μελλοντικών τάσεων είναι κοπιώδης, οχληρά και ανιαρά. Ομοιάζει με την απραξία παθολογικού λογιωτατισμού, είναι όμως απαραίτητο βήμα της ορθής προπαρασκευής του αγώνος και δη των αποφάσεων Στρατηγικής – Εθνικής κλίμακος.
«…δεν επαινώ εκείνους που επικρίνουν το να κάνουμε πολλές συσκέψεις για πολύ σπουδαία ζητήματα. Νομίζω, αντίθετα, πως δυο πράγματα είναι τα πιο ενάντια στη φρόνηση, η βιασύνη κι η οργή, από τα οποία το πρώτο συντροφεύει, συνήθως, την ανοησία και το δεύτερο την απαιδευσία και τη στενοκεφαλιά» (Θουκυδίδου Ξυγγραφή – Γ’ 42 / «Δημηγορία Διοδότου»)
Αθανάσιος Κωνσταντίνου