«Για μια πραγματικά αποτελεσματική οργάνωση των εθνικά προσανατολισμένων δυνάμεων, μία από τις προϋποθέσεις είναι η υπέρβαση της προσωποκρατίας. Η προσωποκρατία είναι μία από τις δυστυχείς προδιαθέσεις του λαού, ειδικά στα στρώματα της διανόησης του, αυτό δε συνεχίζεται μέχρι σήμερα κι επαληθεύεται επίσης μεταξύ των ομάδων που βρίσκονται ιδεολογικά πιο κοντά μας, με ορατά και αξιοθρήνητα αποτελέσματα κατακερματισμού, διάχυσης της ενέργειας, στρέβλωσης.
Ενώ η ανάγκη της στιγμής πρέπει να είναι η πειθαρχία των συντονισμένων σ’ ένα συμπαγές σύμπλοκο δυνάμεων, συντονισμένων πρωταρχικά όχι με βάση τα άτομα, αλλά με την ιδέα και την ίδια την δράση, εξακολουθεί μέχρι σήμερα να ισχύει πολύ συχνά η τάση να πορεύονται τα άτομα στον δικό τους δρόμο, να σχηματίζουν τη δική τους ομαδούλα, χρησιμοποιώντας τις παραπάνω ιδέες για να επιδειχθούν, για να εξασφαλίσουν προνόμια, για να δημιουργήσουν μια συγκεκριμένη σφαίρα επιρροής.
Έτσι, αν και σε περιορισμένες αναλογίες, τείνει να πολλαπλασιάζεται το ζιζάνιο της φιλαρχίας, που δίχως μισόλογα, συνιστά την αντίθεση κάθε αληθινής ιεραρχίας, η οποία μη αναγνωρίζοντας προσωποκρατίες, καθορίζει αντικειμενικά την εξουσία της, που εκδηλώνεται μέσω υπερατομικής ευθυγράμμισης προς μιαν αρχή και μια λειτουργία, βέβαια δε διατηρώντας τον καθένα στην σωστή θέση του, χωρίς απορρίψεις, υπεκφυγές κι ελιγμούς.
Την ίδια στιγμή, βλέπουμε σήμερα ευρέως διαδεδομένη την τρέλα της αντιπαράθεσης, με το ύφος μιας αντίδρασης την οποία θα αποκαλούσαμε υστερική. Εδώ που τα λέμε, το ένα πράγμα συναρτάται με το άλλο : ο ατομικισμός και η προσωποκρατία συνιστούν ομοίως την βάση της αντίδρασης αυτής. Για να προβληθούν αισθάνονται την σχεδόν υστερική ανάγκη επίθεσης ενάντια στον ένα ή στον άλλο, της αντιπαράθεσης πεποίθησης προς πεποίθηση, συνθήματος προς σύνθημα, ακόμη κι όταν μια ήρεμη και αντικειμενική επιμελής εξέταση μπορεί εύκολα να καταδείξει ότι οι λόγοι για σύγκρουση είναι ελάχιστοι, ότι οι αντιθέσεις δεν οφείλονται σε δογματική και πνευματική άποψη, αλλά ουσιαστικά σε μιαν εχθρότητα, σ’ έναν παράγοντα παράλογο και συναισθηματικό.
Δεν αναγνωρίζουν ότι, συνολικά εδώ λειτουργεί απλά ένα «σύμπλεγμα κατωτερότητας», διότι ποιος είναι πραγματικά βέβαιος για την αξία του και εξ αιτίας της ιδέας του δεν αισθάνεται την ανάγκη να επιτεθεί στην αριστερά και στην δεξιά για να «επιβεβαιωθεί», δεν υπόκειται σε μια συγχυτική αντιδραστικότητα, δεν ψάχνει για κάθε πιθανή δικαιολογία για να πει τα δικά του ή να αντιταχθεί; Όποιος, αντίθετα, συνεχίζει την πορεία του, σύμφωνα με το ύφος μιας συγκεντρωμένης έντασης και μιας δράσης κατευθυνόμενης στο ουσιαστικό και στο θετικό, όχι στο συμπτωματικό και στο αρνητικό.
Όπως είπαμε, τα αποτελέσματα είναι προφανή, όπως επίσης είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από εποικοδομητικά, ώστε σήμερα να καταλήγουν σ’ ένα γενικό προσανατολισμό. Για παράδειγμα, στο πεδίο ενδιαφέροντος του τύπου, σε κλίμακα όχι διαφορετικής βάσης, βλέπουμε τώρα να προκύπτει ένα κι αμέσως μετά άλλο ένα νέο περιοδικό, επειδή συνήθως το ένα ή το άλλο πρόσωπο θέλει να εξασφαλίσει την δική του προσωπική σφαίρα επιρροής και «δικαιοδοσίας». Όμως ποιά άλλα αποτελέσματα θα μπορούσαν να επιτύχουν αν κάθε μία από αυτές τις ξεχωριστές δυνατότητες ήσαν οργανωμένες ενιαία, με βάση μια θεμελιώδη δογματική διευκρίνιση και κατόπιν μ’ ένα ύφος πειθαρχίας δεσμευμένης σε δραστική απροσωπία;
Το σύστημα των «ομάδων» των καθορισμένων από προσωπικά συμφέροντα, το οποίο όμως ορίζεται από αληθινές ιδέες -ή σήμερα εξ αιτίας μας αντί των ιδεών με απλά συνθήματα – έχει μια τέτοιαν αποτελεσματικότητα, ώστε μπορεί να διαμορφώνει ολότελα τη στάση μιας θεμελιώδους προσέγγισης.
Έτσι, δύσκολα μπορεί να φανταστούμε ότι υπάρχουν ελεύθερες υπάρξεις που πορεύονται κατ’ ευθείαν στο δρόμο τους. Αντί γι’ αυτό αναζητείται «ποιος βρίσκεται πίσω από αυτόν», προσπαθεί κανείς να ανακαλύψει στην υπηρεσία ποιών συμφερόντων, ποιών «συνδυασμών», ποιών ομάδων η μικροομάδων βρίσκονται οι ιδέες που κάποιος υπερασπίζεται, τα πράγματα που λέει ο καθένας. Οπότε, προκύπτει μια φυσική μετάβαση σε κουτσομπολιά και φήμες, ο ξεπεσμός σ’ ένα αμελητέο επίπεδο συνωμοσίας κι εντυπωσιασμού, γιατί αυτό το επίπεδο ταιριάζει επίσης καλύτερα – και πάλι – σε αντιπαραθέσεις, επιθέσεις και προσωποκρατίες.
Εδώ είναι ανώφελο ν’ αναφέρουμε παραδείγματα που όλοι γνωρίζουν. Είναι επίσης ανώφελο να τονίσουμε πόσο συχνά μια τέτοια στάση καχυποψίας και συνωμοσίας, διαστρεβλώνει τα πράγματα κι αυτό βοηθά το παιχνίδι των αντιπάλων, ρίχνοντας όλο το βάρος σ’ αυτό που για κάποιον μπορεί να είναι μόνον ένα μέσο, επ’ ουδενί όμως το τέλος και το καθοριστικό κίνητρο.
Πάντα κομμάτι του ίδιου ατομικισμού αποτελεί ο σεχταρισμός (έμμονος, μονοδιάστατος, αποξενωτικός απομονωτισμός) και η σύλληψη περί των «μολύνσεων». Για παράδειγμα, γράψτε σ’ ένα έντυπο αντί για ένα άλλο : αυτό συχνά δημιουργεί αυτόματα ασυμβατότητες, δεδομένου ακριβώς του συστήματος των προσωποκρατούμενων ομάδων: Να δούμε τι ιδέες θα υπερασπιστούν, να πιστοποιήσουμε αν ένας συγγραφέας παραμένει συνεκτικός έστω προς τον εαυτό του, και μόνον αυτό να θεωρούμε ως ουσιώδες και σοβαρό – αυτό σε πολλούς φαίνεται δύσκολο. Υποκρίνονται ωστόσο, πως «είναι ομάδα», ακόμη κι όταν δεν υπάρχει δική τους αιτία.
Οι αντικειμενικοί σκοποί είναι ο ίδιοι μόλις απομακρυνθούν από τις ψεύτικες άκαμπτες «αδιαλλαξίες» : ΨΕΥΤΙΚΕΣ, γιατί πάνω απ’ όλα εξαρτώνται από τα πρόσωπα.
Οι στρεβλώσεις που αναφέρθηκαν εν συντομία είναι κατακριτέες σε οποιοδήποτε πολιτικό κλίμα. Αλλά στην τρέχουσα στιγμή συνιστούν μια πολυτέλεια που πραγματικά δεν πρέπει να ανεχθούμε.
Ο βαθμός στον οποίο μπορούν αυτές να εξαλειφθούν ή να μειωθούν, σύμφωνα με μια νέα βαρύτητα και ένταση, θα είναι επίσης μια πραγματική πρόοδος στο κίνημα της Εθνικής Αναγέννησης.»
Julius Evola – «Rivolta Ideale» / 1951
Το ανωτέρω κείμενο, η διαφωτιστική και πικρόχολη ακρίβεια του οποίου είναι ξεκάθαρες, γράφτηκε από τον διδάσκαλο Έβολα το 1951, ως άρθρο στην εβδομαδιαία επιθεώρηση «Ιδεαλιστική Εξέγερση», μεταπολεμική έκδοση του «Ιταλικού Κοινωνικού Κινήματος» (MSI). Το εκδιδόμενο στην Ρώμη πολιτικό, λογοτεχνικό και τεχνοκριτικό έντυπο, κυκλοφόρησε από τον Απρίλιο του 1946 έως και τον Ιούλιο του 1953. Ήταν συνώνυμο του σπουδαιότερου έργου του «προφήτη της πατρίδας» Αλφρέντο Οριάνι και διευθυνόμενο από τον αξέχαστο Τζιορτζιο Αλμιράντε, τον ηγέτη του MSI, φιλοξένησε δε συχνά κείμενα του βαρώνου Έβολα. Αυτά τα κείμενα του στην «Ιδεαλιστική Εξέγερση» το 2001 συγκεντρώθηκαν με φροντίδα του καθηγητή Πιέρο ντι Βόνα σ΄ ένα τόμο («Εκδόσεις di Ar»). Μέσα τους η σκέψη του μεγάλου καθοδηγητή παραμένει ξεκάθαρη, ζωογόνα, συμβουλευτική και διαχρονικά επίκαιρη.
Αθανάσιος Κωνσταντίνου
Reblogged this on Macedonian Ancestry.