Το «Άνθρωποι και ερείπια» είναι η μετωπική επίθεση του Διδασκάλου Έβολα ενάντια στον κυρίαρχο υλισμό της εποχής μας και στην… ιερά ψευδαίσθηση της «προόδου». Για τον Έβολα -και πολλούς άλλους υποστηρικτές του παραδοσιακού πνεύματος- ζούμε τώρα σε μιαν εποχή αυξανομένων συγκρούσεων και διεθνώς εξαπλουμένου κοινωνικού χάους: Είναι η «εποχή του αλληλοσπαραγμού» – «Kali Yuga» των Ινδουιστών ή το παλαιοτευτονικό «Λυκόφως των Θεών» – «Ragnarøkkr».
Μια συνομιλία του σοφού μάντη – σαμάνου (rishi) Μαρκαντέγια στο γραμμένο στα σανσκριτικά γιγάντιο ινδικό έπος και γενικότερα λογοτεχνικό έργο, «Μαχαμπαράτα» προσδιορίζει με ζοφερή ακρίβεια μερικές από τις ιδιότητες της Κάλι Γιούγκα:
«Σε σχέση με τους κυβερνήτες – οι κυβερνήτες θα γίνουν παράλογοι και θα επιβάλουν φόρους άδικα. Δεν θα βλέπουν πλέον ως καθήκον τους να προωθούν την πνευματικότητα, ή να προστατεύουν τους υπηκόους τους, θα καταστούν απειλή γιά τον κόσμο. Οι άνθρωποι θα αρχίσουν να μεταναστεύουν, αναζητώντας χώρες όπου το στάρι και το κριθάρι αποτελούν την βασική πηγή τροφής. Στις ανθρώπινες σχέσεις – η πλεονεξία, η φιλαργυρία, ο θυμός και η οργή θάναι συνηθισμένα. Οι άνθρωποι θα επιδείξουν ανοικτά εχθρότητα ο ένας προς τον άλλον. Θα εμφανισθεί άγνοια του καθήκοντος του δικαίου (dharma). Οι άνθρωποι θα έχουν σκέψεις αναίτιας δολοφονίας και δεν θα βλέπουν τίποτα σφαλερό σε αυτή τους τη νοοτροπία. Η ακολασία θα αντιμετωπισθεί ως κοινωνικά αποδεκτή και η σεξουαλική επαφή θα θεωρείται ως η κεντρική απαίτηση της ζωής, μ’ αποτέλεσμα ακόμη και 13-16 χρονών κορίτσια να εγκυμονούν. Η αμαρτία θα αυξηθεί εκθετικά, ενώ η αρετή θα εξασθενίσει και θα πάψει να ακμάζει. Οι άνθρωποι θα παίρνουν όρκους μονάχα για να τους σπάσουν κατόπιν πολύ σύντομα. Θα εθισθούν σε τοξικά ποτά και φάρμακα. Οι άνθρωποι θα βρίσκουν τις εργασίες τους αγχωτικές και θ’ αποτραβιώνται γιά να ξεφύγουν από την εργασία. Οι σκιαλύτες δάσκαλοι (Gurus) δεν θάναι πλέον σεβαστοί και οι μαθητές τους θα προσπαθούν να τους θίξουν. Οι διδασκαλίες τους θα υβρισθούν και οι οπαδοί της σεξουαλικής επιθυμίας και ικανοποίησης θα αποσπάσουν τον έλεγχο του νου από όλα τ’ ανθρώπινα όντα.Οι Βραχμάνοι δεν θα είναι σοφοί και τιμημένοι, οι πολεμιστές (Kshatriyas) δεν θα είναι γενναίοι, οι κτηνοτρόφοι και έμποροι (Vaishyas) δεν θάναι ακριβοδίκαιοι στις συναλλαγές και οι εργατοτεχνίτες και αγρότες (Shudras) δεν θάναι τίμιοι και απαλλαγμένοι έπαρσης στα καθήκοντά τους, αλλά και προς τις άλλες κάστες.»
Σε μια τέτοια εποχή, η κοινωνική παρακμή είναι τόσον διαδεδομένη ώστε εμφανίζεται πλέον ως φυσική συνιστώσα όλων των πολιτικών θεσμών. Ο Έβολα υποστηρίζει ότι οι κρίσεις οι οποίες κυριαρχούν στην καθημερινή ζωή των κοινωνιών μας αποτελούν μέρος ενός μυστικού αποκρυφιστικού πολέμου για την άρση της υποστηρίξεως των πνευματικών και παραδοσιακών αξιών, προκειμένου να μετατραπεί ο άνθρωπος σε άβουλο και παθητικό όργανο των ισχυρών.
Ο Έβολα θεωρείται συχνά ως ο «πνευματικός πατέρας» του μεταπολεμικού ευρωπαϊκού Εθνικισμού, αλλά η προσεκτική εξέταση του ιστορικού αρχείου αποκαλύπτει ότι ο Έβολα είναι σαφώς μια πολύ πιο πολύπλοκη, πολυεπίπεδη και πολυσύνθετη προσωπικότης. Αν και είχε δεδηλωμένες φιλοφασιστικές απόψεις δεν έγινε ποτέ μέλος του κόμματος, (του οποίου τα σπουδαιότερα στελέχη τον απεθαύμαζαν). Υπήρξε δε ένας άφοβος κριτικός του φασιστικού καθεστώτος για την διστακτικότητά του, ενώ συνάμα προτιμούσε ως κοινωνικό πρότυπο ένα αυστηρό σύστημα καστών με βάση την πνευματικότητα και την διάνοια, πέραν από τον πεπερασμένο και ανεπαρκή βιολογικό φυλετισμό των εθνικοσοσιαλιστών.
Στο κατευθυντήριο αυτό κείμενό του συνέλαβε και παρουσιάζει περιληπτικά τις δυνάμεις της ιστορίας ως αποτελούμενες από δύο αντιθετικές ομάδες: Την πολυπληθή «Ομάδα καταστροφής» της ιστορίας, υπόδουλη κοντόφθαλμα και στενόκαρδα σε μιαν αντι-φυσική και αντι-ιστορική τυφλή πίστη στο υλιστικό «Μέλλον της Προόδου» και την ολιγομελή αντίπαλή της ομάδα, συνισταμένη από εκείνα τα πρόσωπα των οποίων το κατευθυντήριο σύνθημα είναι η «Αιωνία Παράδοση». Αυτά τα πρόσωπα στέκονται σε ένα υψηλότερο επίπεδο, ορθά ανάμεσα σε αυτόν τον κόσμο των ερειπίων και είναι σε θέση να εγκαταλείψουν αυτό που πρέπει να εγκαταλειφθεί, ώστε να μην παραβιάζεται αυτό που πραγματικά είναι ουσιώδες. Μεταξύ άλλων γράφει ο μεγάλος στοχαστής:
“[…] ο ανατρεπτικός χαρακτήρας εντοπίζεται και στον Μαρξισμό και στην εμφανή νέμεσή του, τον Καπιταλισμό. Έτσι είναι παράλογο και αξιοθρήνητο για όσους παριστάνουν ότι εκπροσωπούν την πολιτική «Δεξιά», να αποτυγχάνουν να εγκαταλείψουν τον σκοτεινό και μικρό κύκλο, που προκαθορίζεται από την δαιμονική δύναμη της οικονομίας – ένας κύκλος που περιλαμβάνει τον Καπιταλισμό, τον Μαρξισμό και όλες τις ενδιάμεσες οικονομικές βαθμίδες.
Αυτό πρέπει να υπερασπίζονται σταθερά αυτοί οι οποίοι στην εποχή μας αντιτίθενται στις δυνάμεις της Αριστεράς: Δεν υπάρχει τίποτα πιο προφανές από το οτι ο σύγχρονος Καπιταλισμός είναι εξίσου ανατρεπτικός με τον Μαρξισμό. Η υλιστική θεώρηση της ζωής, επί της οποίας βασίζονται αμφότερα τα συστήματα, είναι πανομοιότυπη. Τα ιδανικά τους (συμπεριλαμβανομένων και των προτάσεών τους) είναι ποιοτικώς πανομοιότυπα, συνδέονται με έναν κόσμο το κέντρο του οποίου αποτελείται από την τεχνολογία, την επιστήμη, την παραγωγή, την «παραγωγικότητα» και την «κατανάλωση». Και όσο μιλάμε μόνον για οικονομικές τάξεις, για κέρδος, για μισθούς και για παραγωγή, όσο πιστεύουμε οτι η πραγματική ανθρώπινη πρόοδος προκαθορίζεται από ένα συγκεκριμένο σύστημα διανομής του πλούτου και των αγαθών, αλλά και ότι γενικά η ανθρώπινη πρόοδος μετράται με τον βαθμό της ευμάρειας ή της ανέχειας – τότε δεν προσεγγίζουμε ούτε καν το θεμελιώδες, ακόμα και αν ενδεχομένως διατυπωθούν καινούργιες θεωρίες πέραν του Μαρξισμού και του Καπιταλισμού.
Αντιθέτως η αφετηρία μας πρέπει να είναι η ολοκληρωτική απόρριψη της αρχής που διατυπώθηκε από τον μαρξισμό και η οποία σήμερα συνοψίζει την παγκόσμια ανατροπή στην εργασία: «Η οικονομία είναι το πεπρωμένο μας».
Οφείλουμε να διακυρήξουμε με ένα ασυμβίβαστο τρόπο ότι, σε ένα κανονικό πολιτισμό η οικονομία και τα οικονομικά συμφέροντα -εννοούμενα ως υλικές ανάγκες, καθώς και τα ολίγο έως πολύ τεχνητά συμπληρώματά τους- πάντα είχαν και πάντα θα έχουν μία δευτερεύουσα λειτουργία.
Πρέπει επίσης να υποστηρίξουμε ότι είναι ανάγκη να αναδυθεί επάνω από την οικονομική σφαίρα μία τάξη ανώτερων πολιτικών, πνευματικών και ηρωικών αξιών, ένα σύστημα το οποίον ούτε θα ξεχωρίζει ούτε θα ανέχεται οικονομικές τάξεις και δεν θα γνωρίζει τον διχασμό μεταξύ «καπιταλιστών» και «προλεταρίων». Μία μόνον κατ’ όνομα τάξη, με όρους της οποίας θα ορίζονται τα πράγματα, για τα οποία αξίζει να ζεί και να πεθάνει κάποιος.
[…] Ωστόσον, πρέπει να παραδεχθούμε ότι, μια αντι-αστική στάση αφ’ εαυτής, έχει λόγον υπάρξεως. Δεν εννοώ αστική τόσον με την έννοια της οικονομικής τάξης, αλλά μάλλον την ομόλογή της: Υπάρχει ένας διανοητικός κόσμος, μια τέχνη, μια συνήθεια και γενική άποψη της ζωής που, έχοντας διαμορφωθεί στον τελευταίο (19ον) αιώνα, παράλληλα με την επανάσταση της «Τρίτης Τάξης» (της αστικής), εμφανίζονται ως κενά, παρακμιακά και διεφθαρμένα. Η αποφασιστική αντιμετώπιση όλων αυτών είναι μία από τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την επίλυση της παρούσας κρίσης του πολιτισμού μας.
Έτσι, εκείνες οι προσπάθειες να αντιδράσουμε ενάντια στις πιο ακραίες πτυχές της παγκόσμιας υπονόμευσης είναι πράγματι πολύ επικίνδυνες, όταν στοχεύουν μόνο σε ιδέες, συνήθειες και θεσμούς της αστικής εποχής. Αυτό ισοδυναμεί με την παροχή πυρομαχικών στον εχθρό. Η αστική νοοτροπία και το αστικό πνεύμα, με τον κομφορμισμό του, τις ψυχολογικές και ρομαντικές του αποφύσεις, την ηθικολογία, και τις ανησυχίες του για μιαν ήσσονος σημασίας ασφαλή ύπαρξη, στην οποία ένας θεμελιώδης υλισμός βρίσκει την αποζημίωση του στον συναισθηματισμό και στην ρητορική των μεγάλων ανθρωπιστικών και δημοκρατικών λέξεων -όλα αυτά έχουν μόνο μια τεχνητή, περιφερειακή και επισφαλή ζωή, άσχετα πόσον αποφασιστικά επιβιώνει λόγω της αδράνειας σε πλατειά κοινωνικά στρώματα από πολλές χώρες του «ελεύθερου κόσμου».
Ως εκ τούτου, δηλώνω ότι η αντίδραση στο όνομα των ειδώλων, στον τρόπο ζωής, και στις μέτριες αξίες του αστικού κόσμου, όπως συμβαίνει με την μεγάλη πλειοψηφία των σύγχρονων υποστηρικτών του «νόμου και της τάξης», σημαίνει ότι η μάχη έχει χαθεί από την αρχή.
Ωστόσον, ακριβώς όπως η αστική τάξη στους προηγούμενους πολιτισμούς ήταν κοινωνικά μια ενδιάμεση κατηγορία, ευρισκομένη από τη μια πλευρά μεταξύ των πολεμιστών και της πολιτικής αριστοκρατίας, και από την άλλη του απλού «λαού» – παρόμοια, υπάρχει σε γενικές γραμμές μια διπλή δυνατότητα (η μια θετική, η άλλη αρνητική) για την υπέρβαση της αστικής τάξης – η δυνατότητα εκείνη της λήψης μιας αποφασιστικής στάσης ενάντια στον αστικό τύπο, στον αστικό πολιτισμό και στο πνεύμα και τις αξίες του.
Η πρώτη πιθανότητα αντιστοιχεί σε μια κατεύθυνση που οδηγεί ακόμη χαμηλότερα, προς μιαν υλιστική και κολεκτιβοποιημένη υπο-ανθρωπότητα, κάτω από την σημαία του μαρξιστικού ρεαλισμού, προς κοινωνικές και προλεταριακές αξίες κατά την «αστικής παρακμής». Είναι πράγματι δυνατόν να συλλάβουμε μιαν εκκαθάριση του οποιουδήποτε σχετίζεται με τον συμβατικό, υποκειμενικό, και «εξωπραγματικό» κόσμο ο οποίος ήταν γενικά αστικός, κατευθυνόμενοι όχι υψηλότερα, αλλά χαμηλότερα απ’ ότι είναι κατάλληλο για το φυσιολογικό ιδανικό της προσωπικότητας.
Αυτό συμβαίνει όταν το τελικό αποτέλεσμα είναι το μαζικό άτομο (ο «μαζάνθρωπος»), η «συλλογικότητα» της σοβιετικής ιδεολογίας, στο μηχανοποιημένο και άψυχο κλίμα που την συνοδεύει. Σε αυτήν την περίπτωση, το αποτέλεσμα της εκκαθάρισης του αστικού κόσμου μπορεί να συνεισφέρει μόνο σε περαιτέρω οπισθοδρόμησης: Οδεύουμε προς ότι είναι υποκάτω και όχι επάνω από το πρόσωπο. Είναι το αντίθετο από ότι συνέβη στους μεγάλους «αντικειμενικούς» (για να χρησιμοποιήσω την έκφραση του Γκαίτε) πολιτισμούς, οι οποίοι προώθησαν την ανωνυμία και την περιφρόνηση για το άτομο, όμως στο πλαίσιο των ανώτερων, ηρωικών και υπερβατικών αξιών.
Ομοίως, αν είναι σωστή η επίμοχθη προσπάθεια προς την κατεύθυνση ενός νέου ρεαλισμού, μπορούμε να ιδούμε ξεκάθαρα το λάθος εκείνων που θεωρούν ως πραγματικές μόνον τις κατώτερες βαθμίδες της πραγματικότητος. Αυτό συμβαίνει όταν ο ρεαλισμός έχει ουσιαστικά διατυπωθεί με οικονομικούς όρους (όπως συμβαίνει στον κομμουνισμό). Το ίδιο ισχύει και για κάποιες τάσεις που έχουν προκύψει στις τέχνες ή στις παρυφές της φιλοσοφίας και οι οποίες συμπαρετάχθησαν με κινήματα της αριστεράς, υποδυόμενες μιαν αντισυγκαταβατική στάση προς την πραγματική κοινωνία. Μία από αυτές τις τάσεις αυτοαποκαλείται «νεο-ρεαλισμός», ενώ μια άλλη είναι ο ριζοσπαστικός υπαρξισμός, εμπνευσμένος από τον Σαρτρ και την κλίκα του. Σ’ αυτήν την φιλοσοφία, η «ύπαρξη» ταυτίζεται με τις πλέον ρηχές μορφές ζωής. Αυτό το είδος της υπάρξεως διαχωρίζεται από οποιαδήποτε ανώτερη αρχή, γίνεται απόλυτο, και διατηρείται στην αγωνιώδη και άφωτη αμεσότητά του.
Αυτό το είδος υπαρξισμού έχει το αντίστοιχό του στην ψυχανάλυση, ένα δόγμα που απορρίπτει και στιγματίζει ως εξωπραγματική την συνειδητή και κυρίαρχη αρχή του προσώπου, θεωρώντας αντ’ αυτής ως «πραγματική» την άλογη, ασυνείδητη, συλλογική και «νυκτερινή» διάσταση της ανθρώπινης ύπαρξης: Με αυτήν την βάση, κάθε ανώτερη λειτουργία αντιμετωπίζεται ως παράγωγό και εξάρτημα αυτής της διάστασης.
Αυτό συμβαίνει επίσης στο κοινωνικό και πολιτιστικό επίπεδο, όπου ο μαρξισμός προσπαθεί να απεικονίσει ως απλό «εποικοδόμημα» οτιδήποτε δεν μπορεί να θεωρηθεί ως κοινωνική και οικονομική διαδικασία. Προφανώς είμαστε στην ίδια γραμμή σκέψης, όταν ο υπαρξισμός διακηρύσσει την πρωτοκαθεδρία της «ύπαρξης» επί του «Είναι», αντί ν’ αναγνωρίσει ότι η «ύπαρξη» αποκτά νόημα μόνον όταν είναι εμπνευσμένη από κάτι πέραν από τον εαυτό της.
Υπάρχει συνεπώς μια ακριβής, ορατή παράλληλος μεταξύ τέτοιων διανοητικών ρευμάτων και επαναστατικών, κοινωνικοπολιτικών κινημάτων, γιατί αυτό το οποίο αντιμετωπίζουμε είναι η εκδήλωση, στον ατομικό τομέα, αυτού που εκδηλώνεται στο κοινωνικό και ιστορικό πεδίο ως μια ανατρεπτική μετατόπιση της ισχύος προς τις μάζες, η αντικατάσταση του ανώτερου με το κατώτερο, καθώς και η απομάκρυνση κάθε αρχής της εθνικής κυριαρχίας που δεν προέρχεται «εκ των κάτω». Ο υπαρξιστικός και ψυχαναλυτικός «ρεαλισμός», μαζί με παρόμοιες τάσεις, υποδεικνύουν μιαν ανθρώπινη εικόνα η οποία αντανακλά αυτές τις σχέσεις στο άτομο. Μια τέτοια εικόνα εμφανίζεται ως ακρωτηριασμένη, διαστρεβλωμένη και ανατρεπτική. Οπότε μπορούμε να την θεωρούμε ως αποτέλεσμα κάποιας σύμφωνης ομοιότητος, καθώς πολλοί διανοούμενοι παρομοίων κλίσεων επιδεικνύουν συμπάθεια προς τα αριστερά κοινωνικά ρεύματα, ακόμη κι όταν οι πολιτικοί ηγέτες αυτών των ρευμάτων δεν θρέφουν τα ίδια συναισθήματα γι ‘ αυτούς.
Ωστόσον, υπάρχει και μια δεύτερη δυνατότητα: Κάποιος μπορεί να συλλάβει μια ρεαλιστική άποψη κι έναν αγώνα ενάντια στο αστικό πνεύμα, ενάντια στον ατομικισμό, και στον ψευδή ιδεαλισμό, (μια άποψη που είναι πιο ριζοσπαστική από ότι ο αγώνας της Αριστεράς εναντίον τους), αλλά συνάμα και μιαν άποψη προσανατολισμένη προς τα πάνω και όχι προς τα κάτω. Όπως έχω πει σε προηγούμενο κεφάλαιο, η διαφορετική αυτή δυνατότητα συναρτάται με μιαν αναβίωση των ηρωικών και αριστοκρατικών αξιών, όταν γίνονται αντιληπτές φυσικά και καθαρά, δίχως ρητορεία ή έπαρση: Ανασκοπώντας εκ των υστέρων, ήδη την έχουν παραδειγματίσει οι τυπικές πτυχές του Ελληνικού, Ρωμαϊκού και Γερμανορωμαϊκού κόσμου.
Είναι πράγματι δυνατόν να κρατήσουμε μιαν απόσταση από όλα όσα έχουν μόνον έναν ανθρώπινο και ιδιαίτερα υποκειμενικό χαρακτήρα. Να αισθανόμαστε περιφρόνηση για τον αστικό κομφορμισμό και τον μικρόψυχο εγωισμό και την ηθικολογία του. Να ενσαρκώνουμε το ύφος μιας απρόσωπης δραστηριότητος. Να προτιμούμε ότι είναι ουσιώδες και πραγματικό με μιαν υψηλότερη αίσθηση, απαλλαγμένοι από τις παγίδες του συναισθηματισμού και από ψευδοδιανοητικές υπερδομές- και επιπλέον όλα αυτά πρέπει να γίνουν ενώ στέκουμε ορθοί, ενώ νοιώθουμε στην ζωή την παρουσία εκείνου που οδηγεί πέρα από τη ζωή και ενώ αντλούμε από αυτό ακριβή πρότυπα συμπεριφοράς και δράσεως.
Κάθε τι που είναι αντι-αστικό υπ’ αυτήν την έννοια δεν συγκλίνει προς τον κομμουνιστικό κόσμο. Αντίθετα, είναι η προϋπόθεση για την ανάδειξη των νέων ανδρών και ηγετών, ικανών να ορθώσουν αληθινά φράγματα ενάντια στην παγκόσμια ανατροπή, σε συνδυασμό με την δημιουργία ενός νέου κλίματος, ενός κλίματος που θα είναι προικισμένο με τις δικές του μοναδικές εκφράσεις, ακόμη και σε όρους καλλιέργειας και πολιτισμού.
Είναι λοιπόν ύψιστης σημασίας να αναγνωρίζουμε ξεκάθαρα την αντίθεση μεταξύ των δύο δυνατοτήτων ή κατευθύνσεων της αντι-αστικής στάσης οι οποίες προαναφέρθηκαν. Αυτό υπήρξε ιδιαίτερα αληθές στην Ιταλία. Στο παρελθόν, ο φασισμός υιοθέτησε μια αντι-αστική στάση και στο πλαίσιο της ανανέωσης που επρόκειτο να εισάγει, επιθυμούσε την έλευση ενός Νέου Ανθρώπου, ο οποίος έπρεπε ν’ αποκοπεί από το αστικό ύφος της σκέψης, του αισθήματος και της συμπεριφοράς.
Δυστυχώς, αυτή ήταν μία από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο φασισμός δεν ξεπέρασε ποτέ την συνθηματολογία του. Αυτά τα στοιχεία στο φασισμό που, παρ’ όλα, παρέμειναν αστικά ή κατάντησαν αστικά με μεταδοτική μόλυνση, αποτελούσαν μια από τις αδυναμίες του. Σε ότι αφορά στο παρόν, με σπάνιες εξαιρέσεις, ο μέσος Ιταλός κομμουνιστής δεν είναι τίποτα άλλο, παρά ένας αστός που βγαίνει στους δρόμους (ο ίδιος ο Λένιν είπε ότι ένας προλετάριος, αριστερός για τον εαυτό του, τείνει να μετατραπεί σε αστό), όπως ακριβώς και ένας ψευτο-χριστιανός και ένα μέλος του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος δεν αντιπροσωπεύουν τίποτε άλλο πέραν από την αστική τάξη στο ναό. Ακόμη και εκείνοι που αποκαλούν τους εαυτούς τους μοναρχικούς, μπορούν να εννοήσουν μόνον έναν αστό – βασιλιά. Το χειρότερο κακό για την Ιταλία είναι η αστική τάξη: ο αστός-ιερέας, ο αστός-εργάτης, ο αστός-«ευγενής», ο αστός-διανοούμενος. Αυτός ο τύπος είναι ασταθής, είναι μια ουσία δίχως μορφή, στην οποία δεν υπάρχει «επάνω» ή «κάτω».
Το σύνθημα και η προσταγή της συσπειρώσεως πρέπει να είναι: «Σβήστε το παρελθόν!» Μόνον ακολουθώντας αυτό το απόφθεγμα θα αποφευχθεί η στροφή προς τη λάθος κατεύθυνση.”
Αθανάσιος Κωνσταντίνου