Μέρος 3
Ήσαν οι αρειμάνιοι Τουαρέγκ εκείνοι οι οποίοι το 2012 εξεκίνησαν τον εν εξελίξει πόλεμο του Σαχέλ. Η καινοτομία ήταν τότε ότι η μονιμότης του ιδιάζοντος «αλυτρωτισμού» τους, δεδομένη επί μεγάλο χρονικό διάστημα, μετεμοσχεύθηκε ευκαιριακώς στον ισλαμικό τζιχαντισμό με τρόπον ο οποίος ήλλαξε την φύση της αρχικώς προκυψάσης εθνοφυλετικής συγκρούσεως. Στην συνέχεια, όταν οι ισλαμιστές –τζιχαντιστές υπερέβησαν επιχιρησιακώς ή και εγκόλπωσαν τους Τουαρέγκ, η σύγκρουση εξηπλώθη σε ολόκληρο το δυτικόν Σαχέλ. Ωστόσον, ακριβής ανάλυση αυτού του νέου πολέμου είναι δύσκολο να πραγματοποιηθεί επιτυχώς, για δύο κυρίους λόγους:
• Στον Βορρά, οι περιφερειακές και τοπικές συμμαχίες γίνονται και διασπώνται μεταξύ εθνικιστών Τουαρέγκ, διακινητών (ανθρώπων, ναρκωτικών και όπλων) και ισλαμο-τζιχαντιστών.
• Ο πόλεμος διεχύθη από Βορρά προς Νότον, πρώτα στην Μακίνα και στην συνέχεια εξηπλώθη στον Νίγηρα και στην Μπουρκίνα Φάσο (παλαιότερον Άνω Βόλτα), ενώ διαπιστώνουμε σε αυτές τις περιοχές μιαν «εθνοποίηση» της συγκρούσεως με την ολοέν και αμεσοτέρα αντιπαράθεση μεταξύ νομάδων Φουλάνι και των παγίως εγκατεστημένων πληθυσμών που υποπτεύονται, (ορθώς ή εσφαλμένως), ότι το σύνολον των τέως δουλοκτητών Φουλάνι αποτελεί προσφορον έδαφος αναπαραγωγής τζιχαντιστών.
Το ζήτημα των Τουαρέγκ ενεργοποιεί σε παγία βάση τις τρέχουσες συγκρούσεις: Η χώρα των Τουαρέγκ («ΚελΤαμασέκ» στην γλώσσα τους) επεκτείνεται έως την καρδία της ερήμου Σαχάρας. Πριν από τον αποικισμό, οι Βέρβεροι νομάδες Τουαρέγκ, ήσαν πράγματι οι «άρχοντες της ερήμου». Σήμερον εμφανίζονται ως θύματα της αποαποικιοποιήσεως της Δυτικής Αφρικής, αφού ο λαός τους, υπολογιζόμενος σε περίπου δύο εκατομμύρια ψυχές, εχωρίσθη μεταξύ πέντε κρατών, τα οποία εγεννήθησαν από την «ανεξαρτησία»: Αλγερία, Μάλι, Νίγηρ, Λιβύη και Μπουρκίνα Φάσο.
Σχετικώς ομοιογενής στον Βορρά, ο πληθυσμός των Τουαρέγκ έχει αραιωθεί, κατανεμηθείς σταδιακώς μεταξύ του πληθυσμού των μαύρων αγροτών ή των νομάδων Φουλάνι της περιοχής του Σαχέλ.
Μετά την έξοδο από την παλαιά «AOF» (Afrique occidentale française -Γαλλική Δυτική Αφρική), στα κρατίδια του Σαχέλ επεβλήθη η εκδίκηση των μαύρων οικιστών – αγροκαλλιεργητών, (σαφώς πολυπληθεστέρων στις προκύψασες τεχνητές «εθνικότητες») επάνω σε αυτούς τους «λευκούς» νομάδες που κατά το παρελθόν ήσαν οι αδιαμφισβήτητοι κυρίαρχοί τους.
Έχοντες καταστεί πλέον ξένοι σε χώρες που δεν ήσαν ιδικές τους, αυτοί οι γενναίοι άνθρωποι, οι ταξιδιώτες του «απείρου χώρου» έπρεπε να δεχθούν να ιδουν τους αενάους άξονες της μετακινήσεώς τους τεχνητώς αποφραγμένους από τεχνητά σύνορα. Εξηναγκάσθησαν επίσης να συμφωνήσουν να μορφωθούν τα παιδιά τους στην γλώσσα των τέως υποτακτικών και νέων… διδασκάλων τους. Επιπλέον, προκειμένου να καταστρέψουν τον νομαδικό τρόπο ζωής τους (με βάση την ποιμενική μετακίνηση), τα κράτη που προέκυψαν από την «αποαποικιοποίηση» απεφάσισαν να τους εγκαταστήσουν με την βία, καθηλωμένους σε οικισμούς, με την κατάσχεση των μεταφορικών τους καμηλών και των ποιμνίων τους μόλις διέσχιζαν τα νέα σύνορα.
Όλα αυτά οδήγησαν στην διαρκή, αυξομειουμένη εξέγερση των Τουαρέγκ από το 1962. Ήταν τότε ο πρώτος πόλεμος του Τουαρέγκ που έλαβε χώρα στα όρη Αντάγκ, στο Μάλι, όπου το καθεστώς του Προέδρου Μοντίμπο Κεϊτά αντέδρασε εναντίον τους με μεγάλη σκληρότητα και αποφασιστικότητα, οπότε οδηγήθησαν στα αλγερινά προσφυγικά στρατόπεδα.
Στην συνέχεια, από τον Μάϊο του 1990, επί οκτώ μήνες στο Μάλι και στο Νίγηρα, διεξήχθη ένας πραγματικός «Πόλεμος Άμμου» σε ερημικά εδάφη. Κατόπιν, στις 6 Ιανουαρίου του 1991, στην πόλη – όαση Ταμανρασσέτ, υπό την αιγίδα της Αλγερίας, οι Τουαρέγκ υπέγραψαν συμφωνία καταπαύσεως του πυρός με το καθεστώς των Μαλίων του στρατηγού Μουσά Τραορέ, αλλά ο πόλεμος εσυνεχίσθη επί μερικές εβδομάδες. Τα όρη Ααΐρ ή Αΐρ (Αγιάρ στην γλώσσα των Τουαρέγκ, ορεινός όγκος και οροπέδιο, που ευρίσκoνται στον βόρειο Νίγηρα, μέσα στην έρημο Σαχάρα), κατέστησαν τότε μια «απελευθερωμένη» για τους Τουαρέγκ περιοχή. Μετά την ανατροπή του Στρατηγού Τραορέ, στις 11 Απριλίου 1992 υπεγράφη στην πρωτεύουσα Μπαμάκο ένα «εθνικό σύμφωνο» μεταξύ των αρχών του Μάλι και ενός συντονιστικού αντιπροσωπευτικού οργάνου των πολλαπλών κινήσεων των Τουαρέγκ στο Μάλι.
Τον Μάϊο του 1992, ο στρατός των Μαλίων παρεβίασεν αυτήν την συμφωνία και οι εχθροπραξίες εγενικεύθησαν. Στα τέλη του 1994, οι μαχητές Τουαρέγκ κατόρθωσαν να ελέγχουν το βόρειο Μάλι και τον Νίγηρα. Στην συνέχεια, εξαιρετικώς διχασμένοι, παρέδοσαν σταδιακώς τα όπλα τους. Στο Μάλι, στις αρχές του 2006 εξέσπασε μια νέα εξέγερση, αλλά από τον Ιούλιο του 2006, μετά από αλγερινή διαμεσολάβηση, υπεγράφησαν οι ειρηνευτικές συμφωνίες του Αλγερίου, οι οποίες έθεσαν τέλος σε αυτήν.
Στην συνέχεια, το 2008, οι ένοπλες δυνάμεις των Μαλίων αντιμετώπισαν πολλαπλές εχθρικές ενέργειες: Την ίδια στιγμή, στον βόρειο Νίγηρα, ο στρατός ηναγκάσθη να αντιμετωπίσει τους αντάρτες από το MNJ («Νιγήριο Κίνημα για την Δικαιοσύνη») του Αγαλάχι Αλάμπο. Μετά την αποτυχία αυτής της εξεγέρσεως, οι μαχητές Τουαρέγκ κατέφυγαν στην Λιβύη.
Το «πιστοποιητικόν γεννήσεως» της πολιτικής περί των Τουαρέγκ του Συνταγματάρχη Καντάφι, χρονολογείται από την ομιλία του στην κώμη Ουμπαρί, την οποίαν επαρουσίασε το 1981. Στην συνέχεια εστρατολογήθησαν στρατιωτικές μονάδες από νεαρούς Αλγερινούς, Μαλίους, Νιγηρίους και Λιβύους νεαρούς Τουαρέγκ. Μεταξύ αυτών των μαχητών εδημιουργήθη το FPLA – «Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση του Αζαβάντ» («Αζαβάντ» είναι η θρυλική και οραματική ελευθέρα πατρίς των Τουαρέγκ) το οποίον εξεκίνησε την εξέγερση τους το 1990 στο Μάλι πριν μετατραπεί στο δημοφιλές κίνημα MNLA – «Εθνικό Κίνημα Απελευθερώσεως του Αζαβάντ» το 1991. Η συγκρότηση των Τουαρέγκ σε πολιτικοστρατιωτικούς φορείς ήταν η ουσιώδης αιτία των γεγονότων του Μάλι το 2011 και το 2012. Τότε, ο τζιχαντισμός δεν ήταν ακόμη επίκαιρος.
Τον Αύγουστο του 2008, ο Συνταγματάρχης Καντάφι αναθεώρησε πλήρως την θέση του υπέρ των Τουαρέγκ για δύο λόγους : Την αδυναμία των Τουαρέγκ να διοικήσουν ένα μελλοντικό κράτος της Σαχάρας λόγω των πολλαπλών εσωτερικών τους διαιρέσεων (φατριάς, φυλής, πολιτικής, κοινωνίας) και από την γενικευμένη διολισθησή τους σε μίαν «εθνική» πάθηση, καθώς ενεπλάκησαν σφόδρα στην εμπορία ανθρώπων και ναρκωτικών.
Βεβαίως η δολοφονία του Συνταγματάρχη Καντάφι το 2011 ήλλαξε ριζικώς τα δεδομένα του προβλήματος επειδή, απειλούμενες από την επανάσταση, οι μονάδες των Τουαρέγκ εγκατέλειψαν την Λιβύη για το Μάλι όπου, στα τέλη του 2011 και στις αρχές του 2012, εξαπέλυσαν τον πόλεμο του Μάλι, γεννήτορα των σημερινών συγκρούσεων.
Αθανάσιος Κωνσταντίνου