Μέρος 4
Την παρελθούσα Κυριακή, η Γαλλία του Προέδρου Μακρόν ανεκοίνωσε την περαιτέρω ενίσχυση της δυνάμεως την οποίαν έχει αναπτύξει στο Σαχέλ για την αντιμετώπιση των τζιχαντιστών, με 600 επιπλέον άνδρες, (ενώ τον Ιανουάριον είχεν ανακοινώσει ενίσχυση με 200 άνδρες) αυξάνουσα τελικώς τον συνολικόν αριθμό των εκεί γαλλικών στρατευμάτων σε 5.100 άτομα, όπως ανεκοίνωσε το γαλλικόν Υπουργείον Αμύνης.
«Το μεγαλύτερον μέρος των ενισχύσεων θα αναπτυχθεί στην λεγόμενη “Περιοχήν των τριών συνόρων” μεταξύ του Μάλι, της Μπουρκίνα Φάσο και του Νίγηρος. Άλλο τμήμα αυτών των ενισχύσεων θα ενταχθεί αμέσως στις δυνάμεις της G5 (Νίγηρ, Μάλι, Μπουρκίνα Φάσο, Τσαντ, Μαυριτανία) του Σαχέλ, ώστε να τις συνοδεύει στην μάχη», επεσήμανε στην ανακοίνωσή της η Γαλλίς Υπουργός Αμύνης Φλοράνς Παρλί. Η Υπουργός κατά την προηγουμένη εβδομάδα μετέβη στις ΗΠΑ ώστε να αποπειραθεί να πείσει τον Αμερικανό ομόλογό της Έσπερ για την διατήρηση της αμερικανικής παρουσία στην Αφρική (sic !). Ωστόσον ο Έσπερ σε ουδεμίαν δέμευση προέβη, επισημαίνων ότι «οι συζητήσεις συνεχίζονται!».
Ο Αμερικανός Υπουργός έχει εκφράσει σαφώς την πρόθεσή του να θέσει σε εφαρμογή την «Στρατηγική για την Εθνική Άμυνα των ΗΠΑ» την οποίαν εχάραξεν ο προκάτοχός του Τζιμ Μάτις. Αυτή στρέφει την προσοχή του Πενταγώνου κυρίως στους δύο μεγάλους «στρατηγικούς αντιπάλους» της χώρας — την Κίνα και την Ρωσία — καταλείπουσα σε δευτέρα προτεραιότητα τις αντιτζιχαντιστικές επιχειρήσεις.
Η γαλλική ανακοίνωση εξεφάνθη καθώς οι τζιχαντιστικές ομάδες αυξάνουν από μερικών μηνών τις επιθέσεις τους στην περιοχή, οξύνουσες σφόδρα την χρονία περί την περιοχήν ανασφάλεια και επιφέρουσες σημαντικές απώλειες στους εθνικούς στρατούς των εμπλεκομένων χωρών.
Εξ αρχής της παρούσης σειράς άρθρων ετονίσθη ότι η στοιχειώδης κατανόηση του όλου δρωμένου στην εν λόγω περιοχή προαπαιτεί θεμελιώδη ιστορική, χωροχρονική και γεωπολιτική του αντίληψη. Στο πλαίσιο αυτό παρατίθενται τα κυριότερα συστατικά γεγονότα και πρόσωπα με αδρά χρονολογική σειρά.
Σημειωτέον ότι προ της αναδύσεως του ισλαμικού τζιχαντισμού ως κυριάρχου συνιστώσης, στην περιοχή ευρίσκετο εν εξελίξει βαρεία ένοπλος εθνοφυλετική κρίση: Τον Οκτώβριον του 2011, δύο μόλις χρόνια μετά το τέλος του τετάρτου πολέμου των Τουαρέγκ, ιδρύθη το «Εθνικό Κίνημα για την Απελευθέρωση του Αζαβάντ» – MNLA (όπου «Αζαβάντ» είναι η θρυλική και οραματική, ασαφώς οριζομένη ελευθέρα πατρίς των Τουαρέγκ). Το κίνημα αυτό περιελάμβανε διάφορα μικρότερα κινήματα των Τουαρέγκ και είχεν επικεφαλής της στρατιωτικής του δυνάμεως τον Μοχάμεντ Αγκ Ναγκίμ. Ο κορμός του Κινήματος απετελείτο από τους Ιφορά Τουαρέγκ οι οποίοι είχαν υπηρετήσει στον στρατό του Συνταγματάρχη Καντάφι. Ο πόλεμος εξέσπασε στις 17 Ιανουαρίου του 2012, στην Μενακά, όταν ο MNLA διέλυσε τις ένοπλες δυνάμεις του Μάλι.
Με αυτό το νέο κίνημα, εκτός από την αναζωπύρωση μιας ήδη υπαρχούσης λανθανούσης συγκρούσεως, διεμορφώθη και μια νέα μορφή διεκδικήσεως. Σε προηγούμενες εξεγέρσεις τους, οι Τουαρέγκ είχαν αγωνισθεί για περισσοτέρα και απροκατάληπτο δικαιοσύνη, ενώ τον Ιανουάριο του 2012 απήτησαν την κατάτμηση του Μάλι και την επί τέλους δημιουργία ενός Κράτους του Αζαβάντ. Για να περιπλέξει περαιτέρω την εξέλιξη της καταστάσεως, ο Ιγιάντ Αγκ Γαλί, ηγέτης των προηγουμένων εξεγέρσεων ο οποίος είχεν απομακρυνθεί μετά την ίδρυση του MNLA, εδημιούργησε τους «Υπερασπιστές της Πίστεως» – «Ανσάρ Ντιν», ένα ισλαμικό κίνημα με δύο συνιστώσες: μιαν Αραβική και μια Τουαρέγκ. [Πρέπει επίσης να αναφερθεί και ένα τρίτο κίνημα που ενεφανίσθη στην συνέχεια, το «Κίνημα Ενότητος και Τζιχάντ στην Δυτική Αφρική» – (MUJAO – Mouvement pour l’unicité et le jihad en Afrique de l’Ouest), το οποίον ήταν σαφώς ευθυγραμμισμένο με τις θέσεις του «Οργανισμού της Αλ Κάϊντα στο Ισλαμικό Μαγκρέμπ» (AQMI – «Al-Qaïda aux pays du Maghreb Islamique» – Tanzim al-Qâ’ida bi-Bilâd al-Maghrib al-Islâmi)].
Σε ένα κίνημα αποτελούμενο αρχικώς από Τουαρέγκ, με ένα αμυδρό μαυριτανικό στοιχείο, προσεχώρησαν ευκαιριακώς και οι ισλαμιστές μαχητές και οι ισλαμο-μαφιόζοι του MUJAO και του «Ανσάρ Ντιν», οι οποίο προοδευτικώς αντεκατέστησαν το MNLA και μάλιστα το εξεδίωξαν από τις κομβικές πόλεις του Μάλι, τις Γκαό, Τιμπουκτού και Κιντάλ.
Συνεπώς, στο Βόρειον Μάλι εξερράγησαν δύο πόλεμοι:
- Ο πρώτος, ο οποίος εσχετίζετο με τους Τουαρέγκ και τους Μαυριτανούς συμμάχους τους, ήταν, όπως προανεφέρθη, υπό την καθοδήγηση του MNLA, στόχος του οποίου ήταν η ανεξαρτησία του Αζαβάντ, δηλαδή μια επιλογή που περιελάμβανε την διαίρεση του Μάλι. Η ανεξαρτησία αυτή ανεκηρύχθη στις 6 Απριλίου 2012.
- Ο δεύτερος ήταν υπό την ηγεσία των τζιχαντιστών των Ανσάρ Ντιν και MUJAO, των οποίων ο στόχος ήταν τελείως διαφορετικός : H ίδρυση ενός ισλαμικού χαλιφάτου στο Μάλι και γενικότερον σε ολόκληρο την Σαχελιανή Σαχάριο ζώνη. Με επικεφαλής τον Λυάντ Αγλ Γαλί, έναν Ιφορά Τουαρέγκ, δηλαδή προερχόμενο από μια φυλή η οποία επρομήθευε τα περισσότερα από τα στρατεύματα του MNLA, ο Ανσάρ Ντιν απαρτίζεται από Σαχελιανούς διαφόρων εθνικοτήτων, συμπεριλαμβανομένων των Τουαρέγκ και Σαχαρίων Αράβων όπως οι Τσαάνμπα της Αλγερίας, οι αραβόφωνοι Βέρβεροι Ρεγκιμπά και οι Μαυριτανοί.
Αντιμέτωπη με αυτή την κατάσταση, η Γαλλία εδίστασε και εχρονοτρίβησε. Λειτουργικώς «παράλυτος» από την θυελλώδη προεκλογική εκστρατεία των προεδρικών εκλογών, ο Νικολά Σαρκοζί παρέμενε άπραγος, με αποτέλεσμα την κατά το ήμισυ κατάργηση του MNLA από τους Ανσάρ Ντιν και MUJAO. Ο… ερωτοπαθής σοσιαλιστής Φρανσουά Ολάντ, ο οποίος τον διεδέχθη στην προεδρία, είχε μια σαφή, σταθερά (όσον και παντελώς αβάσιμο) θέση, καθώς είχεν αποκλείσει εκ των προτέρων οποιανδήποτε «αποικιακή» στρατιωτική παρέμβαση, εμμένων σε μιαν υποθετική βοήθεια για την εκπαίδευση των φιλίων της Γαλλίας, ειρηνοφίλων «αφρικανικών δυνάμεων», οι οποίες θα ημπορούσαν να παρέμβουν … αργότερον. (Υπενθυμίζεται ότι το σπουδαιότερο… πολιτικοστρατιωτικό κατόρθωμα της θητείας του Ολάντ υπήρξε η νομιμοποίηση του γάμου και της υιοθεσίας παιδιών από ομοφυλόφιλα ζεύγη).
Μια επιτάχυνση των γεγονότων προεκλήθη στις αρχές του Ιανουαρίου του 2013, όταν εξεδηλώθη μια ισχυρά προσπάθεια των τζιχαντιστών να προχωρήσουν προς Νότον, προς την κατεύθυνση του Μοπτί και του Μπαμάκο (πρωτεύουσα του Μάλι). Στις 8 Ιανουαρίου 2013, κατελήφθη η πόλη Κόννα και, λόγω της εκτάκτου ανάγκης, ο Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας Ολάντ έδωσε εν τέλει την εύλογο και πολυαναμενομένη εντολή για στρατιωτική παρέμβαση.
Στις 11 Ιανουαρίου 2013, αρκετές τζιχαντιστικές φάλαγγες οι οποίες κατηυθύνοντο προς Νότον, ανεσχέθησαν επιτυχώς από τα δραστικότατα γαλλικά ελικόπτερα. Η επιχείρηση «Λεπταίλουρος» (Σερβάλ) είχε μόλις αρχίσει, (νομιμοποιηθείσα από το ψήφισμα 2085 του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών της 20ης Δεκεμβρίου του 2012), η οποία παρείχε βοήθεια για την ανασυγκρότηση ενός Μαλιανού στρατού, ικανού να ανακτήσει τον έλεγχο του βορείου τμήματος της χώρας.
Από τις 25 Ιανουαρίου έως τις 8 Φεβρουαρίου 2013, οι γαλλικές δυνάμεις ανέκτησαν όλο το βόρειον Μάλι και από τις 18 Φεβρουαρίου, εγκαινιάσθη η επιχείρηση «Πάνθηρ Β’», η οποία συνίστατο στη μείωση των τζιχαντιστικών στοιχείων που είχαν αναπτυχθεί και εδραιωθεί στον ορεινόν όγκο – εκγατοίκημα των Ιφορά. Στην συνέχεια, από τον Αύγουστο του 2014, η επιχείρηση «Μπαρχάν» («Μηνοειδής αμμοθίνη») ηκολούθησε την επιχείρηση Λεπταίλουρος και συνεχίζει διενεργουμένη από την ομώνυμο δύναμη.
Στις 23 Μαΐου 2014 υπεγράφη η συμφωνία ειρήνης του Κιντάλ υπό την αιγίδα της Αφρικανικής Ενώσεως και της Μαυριτανίας και, ως εκ τούτου, εξεκίνησε μια ευρυτέρα ειρηνευτική διαδικασία. Στις 15 Μαΐου 2015 υπεγράφη μια «Συμφωνία ειρήνης και συμφιλιώσεως» στο Αλγέρι, αλλά τα όπλα εσυνέχισαν να βάλλουν, καθώς η κυβέρνηση του Μπαμάκο ηρνήθη να λάβει πράγματι υπόψη της τα αιτήματα του MNLA.
Αφού απέτυχε να αποκτήσει την ανεξαρτησία ή τουλάχιστον μια πολύ ευρεία αυτονομία του Αζβάντ, το MNLA ευρέθη αποδυναμωμένο, με συνέπεια την ολοέν και σαφεστέρα απομόνωση του από τους Ιφορά ενώ, για κάποιο διάστημα, η κυριαρχία του και ο καθοδηγητικός ρόλος του στους Μαλιανούς Τουαρέγκ ήταν συνολική.
Η οργάνωση CMA («Συντονισμός των Κινημάτων του Αζαβαντ»), ήταν επίσης παράγωγον ενός Ιφορά Τουαρέγκ, του Αλγαμπάς Αγκ Ιντάλλα. Αυτός ήταν αδελφός ενός «Αμενοκάλ» – αρχηγού μιας φυλετικής ομοσπονδίας) των Τουαρέγκ Ιφορά που κατηύθυνε το HCUA («Υψηλό Συμβούλιον Ενότητος του Αζαβάντ»). Ιφορά Τουαρέγκ ήταν και ο υπαρχηγός του Ιντάλλα, ο Σεΐχης Αγκ Αουσσά που εφονεύθη στις 8 Οκτωβρίου 2016 από «έκρηξη μιας νάρκης» (;) Πρώην μέλος του «Ανσάρ Ντιν», είχε ιδρύσει το 2013 το «Ισλαμικό Κίνημα του Αζαβάντ» – MIA, το οποίον μετεξελίχθη σε HCUA τον Μάϊον του 2014, (δηλαδή πριν από την ένταξή του στην CMA). Ιφορά Τουαρέγκ ήταν επίσης και ο τότε επικεφαλής του MNLA, ο Μπιλάϊ Αγκ Ασερίφ.
Απορρίπτοντες την υπερβολικώς αυστηρά και ασφυκτική ηγεσία των Ιφορά, οι λοιποί Τουαρέγκ και οι σύμμαχοί τους σταδιακώς εχωρίσθησαν. Μεταξύ των φυλών οι οποίες αρχικώς προσεχώρησαν στο MNLA, ήσαν οι Ιντνάν, οι Ιμιντινταγάν, οι Χαμαναμάς, οι Κελ Ανσάρ και οι Νταουσσάκ (Οι Νταουσσάκ, των οποίων κέντρο είναι η Μενακά, είναι καταγωγής Σονγκάϋ, δλδ. προέρχονται από την πολεμόχαρο αυτήν φυλή καθαρών Νέγρων της Δυτικής Αφρικής).
Τον Δεκέμβριον του 2012, οι Χαμαναμάς της περιοχής Γκαό, ίδρυσαν το «Λαϊκό Μέτωπο του Αζαβάντ» (FPA), το οποίον εν συνεχεία συνεμάχησε με την «Ομάδα Αυτοαμύνης των Ιμγάντ Τουαρέγκ και των Συμμάχων» (GATIA) του Συνταγματάρχη Αγκ Γκαμού.
Τον Σεπτέμβριον του 2016, οι Νταουσσάκ εδημιούργησαν το «Κίνημα για την Σωτηρία του Αζαβάντ» (MSA), ένα αποσχισθέν κίνημα με επικεφαλής τον συνιδρυτή του MNLA Μούσσα Αγκ Αχαρατουμάν, ενώ τον Οκτώβριον του 2016, ο «Κελ Ανσάρ» διεχωρίσθη από το MNLA για να δημιουργήσει κατόπιν το «Κογκρέσο για την Δικαιοσύνη στο Αζαβάντ» (CJA) με επικεφαλής τον Χάμα Αγκ Μαχμούντ.
Κατόπιν, όλα συνέβησαν ραγδαίως, ωσάν κάθε φυλετικό ή φατριακό κλάσμα των Τουαρέγκ, ή κάθε άλλη σχετικής συγγενούς φυλής, να επεδίωκε τον σχηματισμόν της ιδικής του ομάδος για να εκδηλωθεί πολιτικώς, ώστε να δυνηθεί να ελέγξει το ιδικό του μέρος της ερήμου επί των αξόνων της διακινήσεως ναρκωτικών, (ευρισκομένης τότε στα χέρια μερικών αραβικών οικογενειών).
Το συνακόλουθο αποτέλεσμα αυτής της αποσυνθέσεως ήταν η εμφάνιση ενός πραγματικού «μωσαϊκού» ένοπλων ομάδων με φυλετική και φατριακή βάση, καθώς και μια πτώση του πολιτικού βάρους του MNLA και του CMA, που βαθμιαίως εμειώθησαν, αποτελούμενα από τους μόνους εναπομένοντες Ιφορά. Παραλλήλως παρατηρείται ισχυρά άνοδος του ισλαμικού τζιχαντισμού.
Στην συνέχεια, οι πρωταγωνιστές του πολέμου στο βόρειον Μάλι ημπορούν να ταξινομηθούν σε έξι μεγάλες συμμαχίες: το MNLA και το CMA με μια σχεδόν αποκλειστική σύνθεση από Ιφορά Τουαρέγκ, τις διάφορες λεγόμενες «Ομάδες Αυτοαμύνης» που συνεκροτήθησαν από τους μαύρους (Φουλάνι, Σονγκάϋ, Μπόζο και Μπέλλα) κληρονόμους της εθνοτικής πολιτοφυλακής «Γκάντα – Κόϋ» στον Βορρά, τους Άραβες του MUJAO, το σαλαφιστικό κίνημα με στρατολογημένους μαχητές από τους Μαυριτανούς και το Πολισάριο, το «Αραβικό Κίνημα του Αζαβάντ» (ΜΑΑ), η GATIA του Συνταγματάρχη Αγκ Γκαμού και οι Ανσάρ Ντιν υπό την ηγεσία του Ιγιάντ Αγκ Γαλί.
Αυτές οι μεγάλες και φανατικές πάνοπλες και εμπειροπόλεμες ομάδες, οι σκοποί των οποίων ήσαν εξ αρχής αντίθετοι, δεν έπαυσαν να μάχονται μεταξύ τους (με αυξομειουμένη ένταση) από τον Μάϊον του 2015 και ένθεν, δέσμιες σε έναν ανηλεή εσωτερικό μαλιανό πόλεμο στον Βορρά.
Υπενθυμίζεται για λόγους κατανοήσεως των γεωγραφικών δεδομένων, ότι, το Μάλι είναι κράτος της Δυτικής Αφρικής. Επί αποικιοκρατίας εκαλείτο «Γαλλικό Σουδάν», ευρισκόμενο βεβαίως υπό την γαλλική επικυριαρχία και επιρροή. (Επίσημος γλώσσα είναι η γαλλική, με το 80% των Μαλιαών να ομιλεί και την διάλεκτο Μπαμπαρά).
Η έκταση της χώρας είναι 1.240.192 τ.χλμ. Η χώρα δεν έχει έξοδο στην θάλασσα, εκτείνεται δε από την νότιο Σαχάρα στο Σαχέλ και στην σουδανική σαβάνα. Είναι η ογδόη σε έκταση χώρα της Αφρικής, (περίπου εννιάμισυ φορές μεγαλυτέρα της Ελλάδος) και έχει πληθυσμόν 19.658.031 κατοίκους, οπότε κατατάσσεται πληθυσμιακώς ως 61η χώρα παγκοσμίως, συμφώνως προς την εκτίμηση των Ηνωμένων Εθνών για το 2019. Οι κάτοικοι είναι Σουνίτες Μουσουλμάνοι σε ποσοστόν 90%. Κυρία εθνοτική ομάς είναι οι Μαντέ (50%).
Εν τω μεταξύ εκαθορίσθησαν (ασαφώς μεν παγίως δε) τρείς εκτάσεις αλλού άλλης εκτάσεως, τιτλοδοτούμενες «Αζαβάντ» από τους κατόχους τους: Εκείνη των Τουαρέγκ στο βορειοανατολικό Μάλι και στην νοτιοδυτικήν Αλγερία – εκείνη των «Αράβων» – Μαυριτανών στο βορειοδυτικό Μάλι και στην ανατολική Μαυριτανία – και τέλος η «ποτάμιος», στην βορεία όχθη του Νίγηρος ποταμού, στο κέντρο του Μάλι και στον βορειοδυτικό Νίγηρα.
Εντός αυτού του χαώδους και πολυωνύμου πλεκτού των ατερμόνων εθνοφυλετικών ανταγωνισμών (που «αποδιοργανώνει» όντως την αναλυτική απόπειρα εκείνων οι οποίοι αγνοούν την λεπτομερή ιστορία και την ανθρωπογεωγραφία της μείζονος περιοχής) επρόκειτο να ριζώσει ισχυρώς και να βλαστήσει ένας λυσσαλέος ισλαμικός τζιχαντισμός.
Αθανάσιος Κωνσταντίνου