Μέρος 5
Στην ευρυτέρα υποσαχάριο περιοχή της βορειοδυτικής Αφρικής, στο δυτικόν Σαχέλ της παγίας θεματολογίας μας, κατά την πρώτη μετά Χριστόν χιλιετία ενεφανίσθησαν διάφορες ιεραρχικώς οργανωμένες κοινωνίες, όπως επί παραδείγματι αυτή της αυτοκρατορίας της Γκάνα. Κατόπιν ήκμασεν η μεγάλη αυτοκρατορία του Μάλι, η οποία, κατά τον ΙΔ’ αιώνα, εξετείνετο από τον Ατλαντικόν Ωκεανό μέχρις την σημερινή Νιγηρία. Η ικανή οικονομική ευμάρεια του Μάλι οφείλετο στο γεγονός ότι ήλεγχε το μεγαλύτερον μέρος του διασαχαρίου εμπορίου (διεξαγομένου δια των δρομάδων καμηλών). Φαίνεται πως από έκτοτε προέρχεται η προαιωνία, όσον και αμοιβαία, σφοδρά αντιπάθεια των «λευκών» καμηλοβατών Βερβέρων Τουαρέγκ προς τους Αφρικανούς Μπαμπάρα και Φουλάνι, δυο από τις βασικότερες νεγρικές φυλές που συνθέτουν τον πληθυσμό του Μάλι.
Περί το 1100 ένα καραβάνι από νομάδες Τουαρέγκ έστησε τα αντισκηνά του σε μιαν όαση, σε απόσταση ολίγων χιλιομέτρων από τον ποταμό Νίγηρα. Αυτός ο ταπεινός καταυλισμός των Βερβέρων Τουαρέγκ, εντός των επομένων δύο αιώνων ανεδείχθη ως η σημαντικοτέρα αφρομουσουλμανική πρωτεύουσα και κατέστη ένα από τα μεγαλύτερα στρατηγικά, οικονομικά, αλλά και πολιτισμικά κέντρα της τότε εποχής. Τα βερβερικά καραβάνια εκκινούντα από τις βορειοαφρικανικές ακτές της Μεσογείου θαλάσσης, ώστε
να μεταφέρουν στην ανθούσα Τιμπουκτού (κατά την παραδοσιακήν αφήγηση ακριβώς εντός πενήντα δύο ημερών), πλήν των άλλων εμπορευμάτων και το πολυτιμότατον ορυκτόν άλας που εξωρύσσετο στις αρχαίες αποξηραμένες λίμνες κεντρικώς της Σαχάρας. Στην Τιμπουκτού κατέληγαν επίσης (μέσω του Νίγηρος ποταμού) και οι έμποροι του Νότου με ελεφαντοστούν, χρυσόν και δούλους.
Το 1325, στον κολοφώνα της δόξης της, πέραν από το νυν Μάλι, η αυτοκρατορία της Τιμπουκτού, υπό τον μεγαλομανή και ημιπαρόφρονα Κανκάν Μούσα, επεξετείνετο στα ενδότερα της Νοτίου Μαυριτανίας, της Σενεγάλης, της Γκάμπια, της Βορείου Γουϊνέας,και του δυτικού Νίγηρος, ενώ είχεν υπό τον έλεγχόν της τα δύο τρίτα της παγκοσμίου παραγωγής χρυσού. Εκείνη την περίοδον ο πολύς Μούσα εταξίδευσε στην Μέκκα και εχάρισε άφθονες ποσότητες χρυσού, ώστε προεκάλεσε την πτώση της τιμής του κατά την επομένη της επισκέψεώς του δεκατία.
Όμως η σημασία της Τιμπουκτού κατά την εποχήν της ακμής της δεν εξηντλείτο μόνον στα πάμπολλα υλικά πλούτη της : Ο Μαυριτανός περιγηγητής Λέων ο Αφρικανός αναφέρει ότι το 1494 στην εκεί αυτοκρατορική αυλή, εκτός από τους πολυαρίθμους αυλικούς, συνωστίζετο επίσης ένας τεράστιος αριθμός ιερέων, νομομαθών και ιατρών. Κατά τον 16ον αιώνα, το εν πέμπτον των εκατόν χιλιάδων κατοίκων αυτού του πνευματικού κέντρου του ισλαμικού κόσμου, ησχολείτο αδιαλείπτως με την μελέτη του ισλαμικού Δικαίου και της Θεολογίας, με έστορά του το τέμενος Σανκορέ. Τότε η Τιμπουκτού ήγγισεν το απόγειόν της ως ο μεγαλύτερος εμπορικός κόμβος και συνάμα κέντρον του ισλαμικού πολιτισμού της εσωτέρας Αφρικής.
Κατά την ιδίαν περίπου χρονική περίοδο οι ναυτικές χώρες της Ευρώπης ήνοιξαν νέους εμπορικούς δρόμους παραπλέουσες την Δυτική Αφρική, ιδρύουσες αρχικώς σταθμούς εμποροναυτικού ελέγχου και κατόπιν τις μόνιμες αποικίες τους. Αυτό το δρώμενο είχεν ως παρελκόμενον αποτέλεσμα την θραύση του μονοπωλιακού ελέγχου του εμπορίου από τις παρασαχελιανές αυτοκρατορίες και την πτώχευση πολλών από τους κρατούντες πληθυσμούς των Βεδουίνων νομάδων – διαμετακομιστών. Με την ραγδαίαν αλλαγή της διεθνούς εμπορικής λειτουργίας η Τιμπουκτού, ο «μαργαρίτης της ερήμου», εμαράνθη οριστικώς και περιέπεσεν στην ιστορική λήθη.
[Σημειωτέον ότι οι πρώτοι Ευρωπαίοι εξερευνητές έφθασαν στην Τιμπουκτού τον δέκατο ένατο αιώνα όταν πλέον η πόλη είχεν ήδη παρακμάσει. Ο Σκώτος Γκόρντον Λέηκ θεωρείται ο πρώτος Λευκός Ευρωπαίος που μετέβη εκεί και κατά την εκείθεν επιστροφή του εφονεύθη. Ο Γάλλος συγγραφεύς Ρενέ Καγιέ αφίχθη εκεί μεταμφιεσμένος σε Μαυριτανό το 1828 μετά λίαν μακρά περιπλάνηση. Αυτός κατέστησε την Τιμπουκτού διάσημο στην Ευρώπη. Ο Γερμανός Χάϊνριχ Μπαρτ περιπλαλώμενος επί πενταετίαν εισήλθεν στην πόλη το 1853, επίσης μεταμφιεσμένος σε Άραβα, για να μην εξοντωθεί.]
Από τα τέλη του δεκάτου ενάτου αιώνος το Μάλι κατέστη τμήμα της Γαλλικής Δυτικής Αφρικής, έως το 1960, οπότε έφυγαν οι Γάλλοι κυρίαρχοι και προσετέθη στον παγκόσμιον Άτλαντα ως ανεξάρτητος χώρα.
Ως ανεξάρτητος χώρα το Μάλι, με πρόεδρο – δικτάτορα τον φανατικό σοβιετόφιλο Μοντιμπό Κεϊτά, επορεύθη βαίνον επί εισαγομένων (και ευλόγως μη αφομοιωθεισών) σχέσεων παραγωγής «σοσιαλιστικού τύπου». Υπεράνω του επιπέδου του πολυκαταστήματος ολόκληρος η οικονομία …. εκρατικοποιήθη! Εκτός από την κρατικήν επιχείρηση βάμβακος, όλα τα λοιπά μείζονα οικονομικά και παραγωγικά μεγέθη κατέρρευσαν. Εύλογον αποτέλεσμα : Κλιμακούμενα σκληρότατα μέτρα αφορήτου λιτότητος, αναπόφευκτος κοινωνική δυσαρέσκεια και εν τέλει (αναίμακτο) στρατιωτικό πραξικόπημα από έναν άλλον γηγενή …. «σωτήρα», τον Μούσα Τραορέ.
Μέχρις του 1979 ο Τραορέ αντεμετώπισεν επιτυχώς, τέσσαρες απόπειρες στρατιωτικών πραξικοπημάτων από ισαρίθμους διεκδικητικούς «μνηστήρες» της εξουσίας του, οπότε κατόπιν ενεκαινίασε μιαν περίοδον πολιτικής «εξομαλύνσεως» : Επέτρεψε την λειτουργία ενός (και μόνον !) κόμματος-συγκροτήματος των αφοσιωμένων πραιτωριανών του, ενώ ο ίδιος παρέμεινε πρόεδρος – δημοκρατικός δικτάτωρ. Κατά την δεκαετίαν 1980, ο Τραορέ, εστράφη βραδέως και σταθερώς προς την «Δύση». Η επίδραση των αποκαμωμένων Σοβιετικών απεμειώθη και … ήρχισαν οι ιδιωτικοποιήσεις.
Όμως, οι παρατεταμένες ξηρασίες κατά τα έτη 1983-1984 (που είχαν ολέθριες συνέπειες στην φθίνουσα μαλιανή οικονομία), ομού με το κλιμακούμενο αποσχιστικό κίνημα των αδαμάστων Τουαρέγκ στον σαχάριο Βορρά, εξώθησαν την χώρα σε αποσύνθεση. Οι αρειμάνιοι Τουαρέγκ περιφρονούντες παντελώς τα τεχνητά «σύνορα» στην έρημόν «τους», ήρχισαν επιθέσεις σε στρατιωτικά φυλάκια κοντά στο Γκάο. Οι Σονγκάϋ, οι Νέγροι ιστορικοί τους εχθροί, απήντησαν αναλόγως, προεκλήθησαν σφαγές και, ως φυσική συνέπεια, το πολυπαραγοντικό αντάρτικο «εξερράγη».
Αλλά και περάν από τον επιτυχή και πολυαίμακτον ανταρτοπόλεμο των Τουαρέγκ, η χώρα, λόγω της αθλίας οικονομικής της καταστάσεως, εσείσθη από άκρου εις άκρον από διαδηλώσεις και αιματηρές συγκρούσεις. Τότε, τον Μάρτιον του 1991, επενέβη ο στρατός υπό την ηγεσία του Αμαντού Τουρέ, και αφού εξετελέσθησαν εμφανώς εξήντα μέλη της κυβερνήσεως του Τραορέ, (ομού με άγνωστον αριθμόν ανεπισήμως … εκκαθαρισθέντων) ανέλαβεν τον ρόλον του μεταβατικού «σωτήρος» ο Αμαντού Τουρέ.
Πράγματι, τον Ιούνιον του 1992 προεκηρύχθησαν (πολυκομματικές αυτήν την φορά) εκλογές που ανέδειξαν ως πρόεδρο τον Άλφα Ουμάρ Κοναρέ. Αυτός επορεύθη πολύ καλύτερον από τους προκατόχους του. Στην πρώτη του πενταετία κατόρθωσε να «εκτονώσει» αισθητώς το ένοπλο αντάρτικο των Τουαρέγκ, προβαίνων σε μια σειρά παραχωρήσεων, ευφυώς βασισθεισών στην οικονομική βοήθεια διεθνών οργανισμών αρωγής. Απόδειξη περί την κυβερνητικήν δεξιοτεχνία του είναι και το ότι εκέρδισεν και τις εκλογές του ’97. Παρ’ όλα ταύτα, όπως ανεφέρθη, η ειρήνευση στον σαχαριανό Βορρά εξηκολούθησεν να είναι εξόχως εύθραυστος, καθώς έως και σήμερον στις περιοχές γύρω από την Τιμπουκτού και την Γκάο εξακολουθούν να διενεργούνται σποραδικές επιθέσεις από Τουαρέγκ, διαφόρους ισλαμοτζιχαντιστές αντάρτες ή και απλώς ληστές.
Οι μεγάλες εθνοφυλετικές και θρησκευτικές ομάδες που προανεφέρθησαν, (οι στόχοι των οποίων ήσαν εξ αρχής, από της συναντήσεώς τους, αντιφατικοί), αντιτίθενται και πάλιν μεταξύ τους σε έναν νέο κύκλον ενόπλου αντιπαραθέσως, από τον Μάϊον του 2015 με έναν εσωτερικό πόλεμο στον Βορρά. Το 2015, μετά το Αζαβάντ στο βόρειον τμήμα της χώρας, ηκολούθησε το κεντρικόν Μάλι, στην ιστορική Μακινά της διοικητικής περιοχής του Μοπτί, όπου και επεξετάθη η πολεμική «πυρκαϊά».
Η περίπτωση της Μακινά είναι πολύ διαφορετική από εκείνην του σαχάριου και σαχελιανού Αζαβάντ. Αποτελεί μεγάλο τμήμα του εσωτερικού δέλτα του Νίγηρος ποταμού. Ένεκα τούτου καθίσταται εν μέρει πλημμυρισμένη κατά ένα μέρος του έτους, γεγονός που γεννά ιδιαιτέρως γόνιμες πλημμυρισμένες περιοχές, τις οποίες επιθυμούν όλες οι πλευρές : οι αγρότες Ντογκόν (± 45% του πληθυσμού), Σονγκάϋ ή Μπαμπάρα, καθώς και οι κτηνοτρόφοι Φουλάνι (± 30% του πληθυσμού).
Από το έτος 2018, στην περιοχή της Μακινά εξεδηλώθησαν επανειλημμένως και συχνότερον, πολυαίμακτες και θανατηφόρες συγκρούσεις μεταξύ των ασπόνδων εχθρών Φουλάνι και Ντογκόν.
[Ειδικώς οι Ντογκόν αποτελούν έναν λαό με ιδιαιτέρως ισχυρά ταυτότητα, υπήρξαν δε αντικείμενον πολυαρίθμων εθνογραφικών μελετών που εξεκίνησαν από το 1907 με τις περιηγησεις του Πλοιάρχου Λουί Ντεσπλάν και εσυνεχίσθησαν το 1957 με το έργον της Μονσερά Παλώ Μαρτί «Οι Ντογκόν».
Το 1965 ηκολούθησε το εκδοθέν σπουδαίον πόνημα των Μάρσελ Γκριόλ και Ζερμέν Ντιτερλέν «Εθνολογία των Ντογκόν». Αυτοί οι δύο Γάλλοι ανθρωπολόγοι, έζησαν από το 1946 μέχρι το 1950 με τη φυλή των Ντογκόν στο Μάλι στη Δυτική Αφρική. Οι δύο Ευρωπαίοι έπεισαν τέσσαρες από τους ανωτάτους ιερείς των Ντογκόν να τους αποκαλύψουν τις ιερότερες παραδόσεις της φυλής τους. Οι ανθρωπολόγοι έμειναν κυριολεκτικώς έκπληκτοι με αυτά που ήκουσαν. Στο κέντρον των παραδόσεων των Ντογκόν ήταν ένα άστρο, ο Σείριος, για τον οποίον εγνώριζαν πολύ περισσότερα από το αναμενόμενο. Επί παραδείγματι εγνώριζαν ότι ο Σείριος έχει δίδυμο άστρο, τον «λευκό νάνο» Σείριο B, ο οποίος είναι …. αόρατος δια γυμνού οφθαλμού από την Γη, εγνώριζαν δε επίσης ότι ο Σείριος Β είναι εξαιρετικώς βαρύς. Συμφώνως προς τους ιερείς το άστρον αυτό απετελείτο από μιαν ουσία «βαρύτερη από όλο το σίδερο της γης». Επιπλέον, όχι μόνον εγνώριζαν ότι η περιφορά του λευκού νάνου στην τροχιά του περί τον Σείριο Α διαρκεί επί 50 χρόνια, αλλά εγνώριζαν και ότι η τροχιά του είναι ελλειπτική (!) καθώς ακόμη και την θέση του Σειρίου Α μέσα στην έλλειψη.
Η εργογραφία περί των Ντογκόν συμπληρούται επαρκώς από τον Ζαν Γκαλλέ με το έργο του «Πομένες και αγρότες της Γκουρμά – Η κατάσταση στο Σαχέλ» (1975) (από την (Σειρά έργων του «Κέντρου Σπουδών Τροπικής Γωγραφίας»), και την μελέτη του Βενεδίκτου Τιμπώ το 2005, «Χωρικά ζητήματα μεταξύ Φουλάνι και Ντογκόν στο Μοντόρο του Μάλι», περιοδικό «Ξηρασία» (Sécheresse), τεύχος 16 (3): σελίδες 165-174.]
Η χώρα των Ντογκόν που επεκτείνεται στην Μπουρκίνα Φάσο, ευρίσκεται νοτιοδυτικώς του Νίγηρος ποταμού και είναι διοικητικώς τμήμα της περιοχής του Μοπτί. Η «καρδία» της αποτελείται από το οροπέδιον της Μπαντιαγκάρα, το ύψος του οποίου κυμαίνεται από 300 έως 600 μέτρα και το οποίον οριοθετείται από μιαν απότομο «φυσική τειχοποιία», ένα πραγματικό φράγμα, αποτελούμενο από ποικιλομεγέθεις βράχους και λίθους και συνορεύον με ένα στενό οροπέδιο καλλιεργησίμου εδάφους. Προστατευόμενοι από αυτό το φυσικό φρούριο, οι Ντογκόν κατόρθωσαν να επιβιώσουν, περιβαλλόμενοι από έναν εχθρικό και αρπακτικό μουσουλμανικό κόσμο.
Προ οκτώ αιώνων, οι πρόγονοι των Ντογκόν εμοιράζοντο με άλλες φυλετικές ομάδες την περιοχήν του Μαντέ προς Δυσμάς του ποταμού Νίγηρος. Όταν όμως το Ισλάμ ήρχισεν εξαπλούμενο, δίκην πυρκαϊάς, σε όλη την Δυτικήν Αφρική, οι Ντογκόν που είχαν ήδη από καιρού αναπτύξει τις ιδικές τους θρησκευτικές και κοσμολογικές αντιλήψεις και δεν τις ήλλαζαν επ’ ουδενί, εξηναγκάσθησαν νά αναζητήσουν ασφαλές καταφύγιο μακράν της αφορήτου ισλαμικής πιέσεως. Έτσι εξεκίνησεν το μεταναστευτικόν ρεύμα που έμελλε να καταλήξει στην γεωγραφική προστατευτικήν αγκάλη του ιλλιγγιώδους κρημνού της Μπαντιαγκάρα.
Αφικνούμενοι εκεί, οι Ντογκόν διεπίστωσαν ότι το έδαφος κατείχετο ήδη: Μια φυλή αδιευκρινίστου προελεύσεως, την οποίαν η προφορική παράδοση των Ντογκόν περιγράφει ως ιδιαιτέρως μικρόσωμο και μελανόδερμο, είχεν ήδη εγκατασταθεί στην περιοχή. Επρόκειτο για τους Τελλέμ, ζώντες ως τρωγλοδύτες σε ειδικώς διαμορφωμένα σπήλαια, κοιλότητες και υπόσκαφες κατασκευές, κρεμώμενες στον κάθετο βράχο. Ορισμένα υπολείμματα αυτών των πρώτων κατοικιών επιβιώνουν και σήμερα, σε σημεία του κρημνού και δη χωρίς καμμίαν απολύτως πρόσβαση. Η εξήγηση αυτού του φαινομένου αποτελεί ένα πρώτο σημείον διαφωνίας των ανθρωπολόγων, μεταξύ αυτών που υποστηρίζουν ότι οι Τελλέμ απλώς κατερριχήθηκαν από το χείλος του κρημνού μέχρις εκεί με σκοινία και κάποιων άλλων που προτείνουν μια πλέον σύνθετο θεωρία. Κατ’ αυτήν, το κλίμα της περιοχής κατά τον δέκατο-δωδέκατο αιώνα ήταν σαφώς υγρότερον από σήμερον, εξασφαλίζον τις προϋποθέσεις μιας πλουσίας βλαστήσεως. Ουδεμία σχέση με την σημερινή ξηρότητα και τις ισχνές καλλιέργειες σόργου και κρομμύων, με τις οποίες λίαν εργωδώς επιβιώνουν τώρα οι πληθυσμοί της περιοχής.Τότε, ο βαραθρώδης κρημνός και τα πέριξ αυτού εδάφη ήσαν κατάφυτα με δένδρα, κλήματα και άλλα αναρριχητικά φυτά, επιτρέποντα και την ανάλογον πρόσβαση στα κοιλώματα και στις εσοχές του καθέτου βράχου.
Μερικοί θιασώτες αυτής της θεωρίας, συνδέουν τους μικροσώμους Τελλέμ με τους σημερινούς Πυγμαίους και υποστηρίζουν πως οι πρώτοι ουσιαστικώς δεν είναι παρά οι πρόγονοι των τελευταίων, που υπεχρεώθησαν από τους Ντογκόν να αποχωρήσουν από την κοιτίδα τους αναζητούντες νέα πατρίδα στα δάση της Κεντρικής Αφρικής. Εν τέλει ασχέτως της περί αυτού ιστορικής αληθείας, βέβαιον είναι ότι από τον δέκατον τρίτον αιώνα, οι Ντογκόν ερρίζωσαν στον κρημνότοπον αυτόν και έκτοτε ποτέ δεν μετεκινήθσαν πάλιν.
Προφανώς η εγκατάσταση των Ντογκόν στην άνυδρο περιοχή των βράχων της Μπαντιαγκάρα δεν υπήρξεν αβίαστος επιλογή. Επισημαίνεται ότι η εκεί εγκατάστασή τους είναι στην πραγματικότητα το αποκορύφωμα μιας μακράς διαδικασίας αποσύρσεως από την αμείλικτο αρπακτική μουσουλμανική επέκταση, η οποία εκλιμακώθη, οδηγούσα σε μία φρενήρη εις βάρος τους δουλοθηρία. Οι παραδόσεις των Ντογκόν αναφέρουν σαφώς ότι κατάγονται «από την Δύση» και ότι έπρεπε να διαφύγουν από έναν «έφιππο εχθρό». Όταν έφθασαν στους βράχους της Μπαντιαγκάρα, εδραιώθησαν εκεί, παρενοχλούμενοι όμως συνεχώς από δουλοθηρικές επιδρομές. Δεδομένου ότι το ιερό Κοράνιον απηγόρευε την αγοραπωλησία μουσουλμάνων ως δούλων, οι Ντογκόν ήσαν ολοέν και περισσότερον τα θύματα του δουλεμπορικού δρωμένου, επειδή είχαν παραμείνει αποφασιστικώς αμετακίνητοι παγανιστές.
Οι δουλοθήρες – δουλέμποροι ήσαν κυρίως Φούλανι, των οποίων ο εποικισμός στην περιοχή, ειδικώς στη Γκούρμα, είχεν εκκινήσει κατά τον 17ον αιώνα. Έχουμε αναφέρει ήδη, αλλά είναι σημαντικό να επαναλάβουμε ότι, μεταξύ του τέλους του 17ου αιώνος και του πρώτου ημίσεως του 19ου αιώνος, το Σαχέλ της Δυτικής Αφρικής κατεστράφη κατά την διάρκειαν τριών τζιχάντ: Tων Φουλάνι του Ουσμάν νταν Φόντιο που ήρχισεν το 1804 και διεξήχθη στην χώρα των Χάουζα – Του Σέκου Αχμάντου που κατέστρεψε την Μακινά από το 1818 – και του Ελ-Χατζ Ομάρ που επεξετάθη σε ολόκληρο την περιοχή του «βρόχου» («κεκαμμένου εσωτερικού δέλτα») του Νίγηρος ποταμού, από το 1852. Και πάλιν, κύρια εμπόδια στην επέκταση αυτή ήσαν οι ανιμιστές Μπαμπάρα του βασιλείου Σέγκου και οι Ντογκόν που έζων νοτίως της Μακινά. Αυτοί απωθήθησαν σταδιακώς προς το οροπέδιον και τους βράχους της Μπαντιαγκάρα, όπου επεβίωσαν μόνον χάριν της εντόνου αντιστάσεως που προέβαλαν. Εν τούτοις, απώλεσαν σχεδόν ολοσχερώς την πρόσβαση στο γεωργικό και ποιμενικό οροπέδιον, το οποίον κατέλαβαν οι δεινοί κτηνοτρόφοι Φουλάνι. Οι τρέχουσες συγκρούσεις μεταξύ των Φουλάνι και των Ντογκόν, προέρχονται αμέσως και ευθέως από αυτά τα ιστορικώς μεμακρυσμένα επεισόδια, ασήμαντα και παρωχημένα στον δυτικόν νου, αλλά εντελώς παρόντα και ζωηρά στην τοπική μνήμη.
Το 1893, ο Γάλλος Στρατηγός Λουί Αρσινάρ κατέκτησε την περιοχή, οπότε οι Ντογκόν έχοντες αντιληφθεί ότι η άφιξη των Γάλλων τους προσέφερε ειρήνη, σταδιακώς κατήλθαν από το βραχώδες ενδιαίτημά τους όπου είχαν καταφύγει με σκοπόν να εγκατασταθούν στην πεδιάδα που κατείχαν οι Φουλάνι. Ωστόσον, επί δύο ή τρεις δεκαετίες, λόγω της δημογραφικής αυξήσεως των Ντογκόν, της εμπλοκής τους με την κτηνοτροφία και εξ αιτίας της κλιματικής επιδεινώσεως, η συγκατοίκηση των δύο λαών κατέστη ολοέν και δυσχερεστέρα. Ως εκ τούτου, οι απορρέουσες πολλές συγκρούσεις ωφελούν τους τζιχαντιστές εκ των Φουλάνι, καθώς ισχυροποιούνται από τους εν αίματι αδελφούς τους και ομοθρήσκους τους. Όσον αφορά στους Ντογκόν, αυτοί θεωρούν τους Φουλάνι ως αρπακτικούς εισβολείς που επιδιώκουν να επανεκκινήσουν μια κατάκτηση τεθείσα «εν αναμονή» λόγω του γαλλικού αποικισμού.
Κατηγορούμενοι από τους Ντογκόν ότι υπεστήριζαν πάντοτε τους τζιχαντιστές, οι Φούλανι υπήρξαν τακτικά θύματα εκτεταμένων εκτελέσεων ή ακόμη και μαζικών σφαγών. Η κατηγορία αυτή δεν ήταν αβάσιμος, διότι οι τζιχαντιστές της Μασινά ουσιαστικώς είναι Φουλάνι.
Όσον αφορά στις επιθέσεις του 2015 και του 2016, οι οποίες εξαπελύθησαν στο Μπασσάμ της Ακτής του Ελεφαντοστού, στην Ουαγκαντουγκού της Μπουρκίνα Φάσο, στο Μπαμακό και στην Σεβαρέ του Μάλι, αυτές όντως διεπράχθησαν από τους Φουλάνι της Μακινά.Τον Ιανουάριον του 2015, ένας Φουλάνι από την Μακινά, ο Αμαντού Κουφά,(του οποίου το πραγματικόν όνομα είναι Αμαντού Ντιαλλό) εδημιούργησεν το «Μέτωπον Απελευθερώσεως της Μακινά» (FLM), το οποίον ελειτούργησε και ως εκκολαπτήριον των «Υπερασπιστών της Πίστεως» – «Ανσάρ Ντιν», γνωστών τοπικώς ως «Κατίμπα Μακινά» (Στρατιά της Μακινά). Ωστόσον, ο Αμαντού Κουφά ενεπέθεσε την προσπάθειάν του στην εθνοτική ομάδα των ομογενών του Φουλάνι και μόνον.
Μάλιστα στις αρχές Νοεμβρίου του 2018, εδημοσίευσεν ένα βίντεο στο οποίον ενεφανίσθη παραλλήλως με τον Ιγιάντ Αγκ Γαλί, τον αρχηγόν του κινήματος «Ανσάρ Ντιν» και με τον Τζαμέλ Οκατσά, ιθύνον μέλος της Αλγερινής Αλ Κάϊντα. Σε αυτό το βίντεο, με το οποίον ανεκοίνωσε την συνένωση των διαφόρων περιφερειακών τζιχαντιστικών ομάδων στην «Ομάδα Υποστηρίξεως για το Ισλάμ και τους Μουσουλμάνους» (GSIM), εζήτησε από τους απανταχού Φουλάνι να εξεγερθούν λέγων : […] σας καλώ να πράξετε αυτό, όπου και αν ευρίσκεστε : στην Σενεγάλη, στο Μάλι, στον Νίγηρα, στην Ακτή του Ελεφαντοστού, στην Μπουρκίνα Φάσο, στην Νιγηρία, στην Γκάνα και στο Καμερούν».
Αθανάσιος Κωνσταντίνου