«Αναμφιβόλως, όλη η ιστορική εμπειρία καταμαρτυρεί την αλήθειαν ότι, ο άνθρωπος δε θα είχεν επιτύχει το εφικτόν εάν δεν είχε κατ΄επανάληψη προσπαθήσει να φθάσει στο ανέφικτο»
Μαξ Βέμπερ
Η εξουσία παχύνει, ναρκώνει, ανακυκλώνει γνωστά φθαρέντα πρόσωπα, υπάρχει δι’ εαυτήν ως αυτοεκπληρούμενος θέσμιος σκοπός, ενίοτε δε πάσχει από ακραία αχρωματοψία χαρακτήρων και δρωμένων. Η ανακύκλωση γνωστών και «δοκιμασθέντων» – «βολικών» προσώπων είναι η ασφάλειά της, χωρεί δε παραλλήλως με την προσέλκυση νέων, αγνώστων προσώπων έως ότου καταστήσει και αυτά… γνωστά και φθαρέντα. Στην εποχήν μας, εποχήν της ταχύτητος διαδικτυακής μεταδόσεως σε «πραγματικόν χρόνο», μοιραίως και ευλόγως η διαδικασία αυτής της μετατροπής διενεργείται ταχύτατα, τα δε ζωηρά πρόσωπα των αφοσιωμένων Συναγωνιστών μας, μεταπίπτουν προοδευτικώς σε παγιωμένα ανέκφραστα «προσωπεία».
Ομιλούμε για τους ιδικούς μας Συναγωνιστές και συντρόφους, οι οποίοι μετηλλάγησαν ή μεταλλάσσονται. Για αυτούς οι οποίοι καθίστανται ακίνητες ψηφίδες του πολιτικού ψηφιδωτού, δίχως την ζείδωρο λάμψη των ιδεών. Για αυτούς με τα πολυάνθιστα επαναστατικά όνειρα και την άκαρπο αφύπνιση, οι οποίοι μετατρέπονται σε δυνητικά υπομόχλια της κάθε εξουσίας και σε θλιβερούς αυλοκόλακες. Για αυτούς που… προαυλίζονται απεριορίστως στο προαύλιον του κατέργου των «αφεντικών», προς τα οποία και ηυτομόλησαν.
Βιώνουμε λοιπόν την «απομάγευση» του Εθνικισμού μας (εδώ επέλεξα ενσυνειδήτως την χρήση του ιδιαζόντως σημαντικού όρου «Απομάγευση» – «Entzauberung» του μεγάλου Γερμανού στοχαστή Μαξ Βέμπερ στο έργον του «Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού»), ήτοι βιώνουμε την ολοσχερή εξάλειψη της υπερβατικότητος της Ιδέας μας και, έτι βαθύτερον, την ζοφερά καθολικήν απαλοιφή της νοηματικής συνοχής του Κόσμου της ανθρωπίνης υπάρξεως, νοουμένης είτε ως ατόμου είτε ως συλλογικότητος. Ο «απομαγευθείς» σύγχρονος κόσμος (εναντίον του οποίου απέτυχεν η εβολιανή μας «Εξέγερση») ολοκλήρωσε τον «εξοβελισμόν της μαγείας ως τεχνικής σωτηρίας». Ο σύγχρονος κόσμος απερρόφησε και μετεβόλισε μιαν ουσιώδη αλλαγή στις σχέσεις ουρανού και γης. Μιαν αλλαγή που αφήρεσε βιαίως την οιανδήποτε επιρροή του πνευματικού στοιχείου επί του εγκοσμίου και ήλλαξε πλήρως την τάξη του Κόσμου και των ανθρώπων.
Η μεταφυσική αίγλη η οποία σε παλιότερες εποχές ενέδυε τα όντα και τα πράγματα, υπεχώρησεν άρδην και συνειδητοποιούμε ότι ο Κόσμος μας είναι πλέον γυμνός από νοήματα. Παλαιότερον ο ποταμός ήταν η υδατίνη οικία μιας θεότητος, τα δένδρα και τα σπήλαια μας εψιθύριζαν κάποια μυστικά, ενώ η χαραυγή εσήμαινε κάτι. Τώρα πλέον δίχως τέτοια κρυμμένα μηνύματα, η περιβάλλουσα φύση δεν εμφορείται από μυστικούς σκοπούς και νοήματα: Είναι απλώς ένα γυμνό σύμπαν που αδιαφορεί για τον άνθρωπο, όπου εξαιτίας της επελάσεως του εξορθολογισμού η μαγεία εχάθη. Αυτό το μηχανιστικό αποτράβηγμα των υπερόχων μεταφυσικών πέπλων απεκάλεσεν ο Βέμπερ «Απομάγευση του Κόσμου». Σε αυτόν τον κόσμο δεν χωρεί πλέον μια Κοσμική Πίστη η οποία ημπορεί να είναι ισχυροτέρα από την φωτιά ! Επομένως βιώνουμε την «απομάγευση» του Εθνικισμού μας, της Πίστεώς μας.
Βεβαίως εβιώσαμεν ήδη την θλιβερώς σωβούσα απομυθοποίηση του Εθνικισμού μας, καθώς η διαχείρισή του απετυπώθη κατωτέρα των περιστάσεων. Κριτές του και όψιμοι υποψήφιοι διαχειριστές του, κάποιοι άνθρωποι οι οποίοι παίρνουν πάρα πολύ σοβαρά… τον εαυτόν τους! Κενόν εμπνεύσεως, ανυπαρξία σχεδίων, απουσία οραμάτων, έλλειψη απόψεων, θλιβεροί αυτοσχεδιασμοί προσωπικής προβολής, ημιμαθής και αβαθής προσέγγιση των ελληνικών ζητημάτων, έλλειμμα ευρωπαϊκής αντιλήψεως, στενόμυαλη αβαθής ιδεοληψία και μεγαλόστομος ανυπόστατος λαϊκισμός στην θέση της ζώσης Εθνικιστικής θεωρίας… Όμως ο Εθνικισμός χωρίς θεωρία και ιδεολογική στοιχείωση δεν είναι Εθνικισμός! Στέκει απλώς ως αβαθές και διάτρητο σύμφυρμα πολυσυλλεκτικών, μη αφομοιωμένων πνευματικών δανείων. Δίχως καν στοιχειώδη πολιτικό ρεαλισμό και χωρίς ένα έστω σκιώδες περίγραμμα προγράμματος εξουσίας.
Ατελής ή και στρεβλή διατήρηση των ιδεολογικοπολιτικών κεκτημένων, καθώς και παντελής απουσία νέων ιδεών… Ουδεμία ευαισθησία και πρόταση ως προς την παραπαίουσα παραγωγική διαδικασία ή τις αναξιοπαθούσες λεγεώνες απολυθέντων του ιδιωτικού τομέως, ουδείς ουσιώδης τρόπος και καμμία σκέψη συνδρομής προς τους ελαχίστους επιχειρούντες (ακόμη) Έλληνες εντός του καθημαγμένου αντεθνικού οικονομικού περιβάλλοντος της λαθροβιούσης αγοράς… Ουδεμία ανάσχεση στην φθίση της εθνικής παιδείας και στην καταστροφή του ελληνικού πολιτισμού, καθώς η αποδόμηση που επέφεραν οι άθεοι και κωμικοτραγικοί «αμερικανομπολσεβίκοι» συνεχίζεται αδιαπτώτως επί ημερών των κρατούντων φιλελευθέρων οικουμενιστών, ενώ τους εκάστοτε ανεπαρκείς καθοδηγητικούς διανοητές της Πολιτείας, διαδέχονται διαρκώς ανεπαρκέστεροι… ομού με μυριάδες μικρά ή μεγάλα έλκη στον εθνικό κορμό.
Όπως απορρέει από την μελέτη της μεταπολεμικής πολιτικής ιστορίας, συχνότατα και ειδικώς σε περιόδους γενικευμένης κρίσεως, [η οποία επινέμεται και εν τέλει καταλαμβάνει και την νομιμοποιητική βάση (θεσμική-αφηρημένη, αλλά και εμπρόσωπη-πραγματική) του εκάστοτε πολιτικού συγκροτήματος (είτε αυτό αποτελεί κρατούν είτε διεκδικητικό – φιλόδοξο σύστημα εξουσίας)], αναδύονται χαρισματικές ηγεσίες για να αναπληρώσουν τα προκύψαντα κενά και να σφραγίσουν τα προκληθέντα ρήγματα,. Όμως, κατά την μεταψυχροπολεμική περίοδο, υπό την κλιμακουμένη πίεση της φρενήρους εξαπλώσεως των «media» (μαζικών – mass και κοινωνικών – social) καθώς και της επεκτάσεως των λεγομένων «επικοινωνιακών στρατηγικών» εις βάρος της ουσίας της πολιτικής, ο όρος «χαρισματικός» έχει γίνει αντικείμενο καταχρήσεως, στρεβλώσεων και παρανοήσεων.
Με τον όρον «χαρισματική Ηγεσία» αναφερόμεθα σε κάτι πολύ περισσότερον από έναν…. φωτογενή επικεφαλής που αποδίδει στο «γυαλί» ή έχει ταλέντο στα έξυπνα και εύστοχα «αποφθέγματα». Πράγματι ο όρος «χαρισματική Ηγεσία» αναφέρεται σε εκείνες τις περιπτώσεις στις οποίες ο Ηγέτης ως φυσικό πρόσωπο διαδραματίζει τόσον βαρύνοντα και καθοριστικόν ρόλο (εντός του πλαισίου μιας συγκεκριμένης ιστορικής συγκυρίας και εξ αιτίας μιας συγκεκριμένης κοινωνικής πραγματικότητος), ώστε να αποτελέσει αφ’ εαυτού την ακλόνητο παγιοποιητική βάση ενός πολιτικού συγκροτήματος, την στιγμήν κατά την οποίαν όλες οι συλλογικές λειτουργίες και δομές του συγκροτήματος έχουν φθαρεί, αδυνατίσει, στρεβλωθεί ή καταρρεύσει.
Το προαναφερόμενο συγκεκριμένο φαινόμενο δεν είναι καθόλου άγνωστο ή πρωτότυπο. Η εδραζομένη στο χάρισμα κυριαρχία είναι ένας από τους τρεις τύπους που αναφέρει στην κλασική του διάκρισή ο πολύς Βέμπερ, ήδη από τις αρχές του προηγουμένου αιώνος, στην δεκάτη παράγραφο («Χαρισματική Κυριαρχία» – Charismatische Herrschaft), του τρίτου κεφαλαίου («Οι τύποι της κυριαρχίας» – Die Typen der Herrschaft) του περιβοήτου έργου του «Οικονομία και κοινωνία» (Wirtschaft und Gesellschaft). Σημειωτέον βεβαίως ότι το εν λόγω συγκεκριμένο φαινόμενο δεν είναι αρνητικόν (όπως καταγγέλουν οργίλοι διάφοροι… προοδευτικοί «υπερδημοκράτες»): Σε περιόδους καταρρεύσεως του υφισταμένου πολιτικού οικοδομήματος, είναι πιθανόν μία ηγετική μορφή να ημπορέσει να οδηγήσει σε πράγματι σωτήριες επαναστατικές λύσεις, εξ ίσου όπως ημπορεί να οδηγήσει το όλον δρώμενο σε σφαλερές ή σκοτεινές ατραπούς.
Και εδώ ακριβώς εντοπίζεται η «κλεις» της Ιστορίας: Η «χαρισματική ηγεσία» δεν διαρκεί για πάντα. Δεν είναι παρά ένα μεταβατικό στάδιον, κατά την στιγμήν της κρίσεως, στάδιον το οποίον έχει ως αναγκαίον και σχεδόν νομοτελειακόν του σκοπό να προετοιμάσει την συνέχεια και μετεξέλιξη του δρωμένου, δηλαδή να δημιουργήσει την επομένη κανονικότητα.
Η οποιαδήποτε «χαρισματική» Ηγεσία ή μια Ηγεσία με ψήγματα «χαρίσματος», (καθώς σπανιότατα οι επιστημονικές τυπολογίες απαντώνται στην πραγματική ζωή ως αμιγείς και απολύτως πραγματωθείσες καταστάσεις), οφείλει να μεταπέσει λίαν ταχέως στο στάδιον της κανονικότητος, αυτό το στάδιον που ο Βέμπερ ονόμασε «καθημερινοποίηση του χαρίσματος». Στηριζομένη στο προσωπικόν χάρισμα, η κυριαρχία του χαρισματικού Ηγέτη οφείλει (εάν θέλει να συνεχίσει υπάρχουσα), να οικοδομήσει νέους θεσμούς και σταδιακώς να αυτοαναιρεθεί, μετατρεπομένη εν τέλει σε μια κυριαρχία εξασκούσα μεν την εξουσίαν της, αλλά στηριζομένη σε ανανεωμένες στέρεες και λειτουργικές συλλογικές δομές.
Η χαρισματική μορφή κυριαρχίας στηρίζεται επί των ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών και επί των ποιοτήτων, οι οποίες διακρίνουν τον Ηγέτη. Αυτός ξεχωρίζει από τα άλλα μέλη της συλλογικότητος και της κοινωνίας, διότι κινείται και προσφέρει έναν νέο αξιολογικό προσανατολισμό, ένα νέο αξιακό σύστημα, προσφέρον καινοτομία και ριζικήν ανατροπή της κρατούσης «τάξεως πραγμάτων». Τα χαρακτηριστικά αυτά τοποθετούν πράγματι το νέο αξιακό σύστημα σε περίοπτο θέση. Η αποδοχή και «νομιμοποίηση» της χαρισματικής κυριαρχίας και η υπακοή στην εξουσία της επέρχεται διότι αναγνωρίζονται στον Ηγέτη αυτά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Οι υπήκοοι του τον ακολουθούν, τον υπηρετούν και τον αποδέχονται διότι αντιλαμβάνονται την ανωτερότητά του. Όπως αναφέρει ο σπουδαίος Γερμανός στοχαστής Στέφαν Γκεόργκε : «O Ηγέτης είναι ένα δένδρο θρεμμένο από χιλιάδες ρίζες».
Η μορφή οργανώσεως την οποίαν εκλαμβάνει στην πράξη η χαρισματική κυριαρχία, είναι ρευστή, αβίαστος και χαλαρά, ενώ στελεχούται είτε από άτομα έχοντα ένα δικό τους ιδιαίτερον χάρισμα, είτε από άτομα τα οποία μοιράζονται ένα κοινό χάρισμα. Αυτά τα άτομα δεν επιλέγονται βάσει της κληρονομικότητος ή των οικογενειακών δεσμών με τον Ηγέτη (όπως συμβαίνει στην παραδοσιακή κυριαρχία).
Η υποταγή, όπως και η νομιμοποίηση αυτής της κυριαρχίας, όπως και στην παραδοσιακή, αποδίδεται στο άτομο, στον Ηγέτη, είναι δηλαδή προσωπική. Ο ίδιος ο Ηγέτης είναι η οργάνωση, ενώ και η κυριαρχία ταυτίζεται με το πρόσωπό του. Όπως είναι φυσικόν, η επακόλουθος διάρκεια αυτής της μορφής οργανώσεως είναι πολύ περιορισμένη, καθώς τερματίζεται με τον θάνατον ή την αποχώρηση του Ηγέτη. Οταν φύγει ο Ηγέτης, η οργάνωση που ταυτίζεται με την ύπαρξή του καταλύεται ως «χαρισματική μορφή οργανώσεως». Αυτό που ακολουθεί είναι η «καθημερινοποίηση», η «συντηρητικοποίηση» του χαρίσματος, όπου η οργάνωση προσλαμβάνει πλέον μία σταθερά – συμπαγή μορφή, δηλαδή αναγκαστικώς γραφειοκρατικοποιείται.
Κατ’ αναλογίαν προς αυτό το οποίον ο πολύς Βέμπερ απεκάλεσε «καθημερινοποίηση του χαρίσματος», ένας άλλος κλασικός της κοινωνιολογίας, ο Γαλλοεβραίος Νταβίντ Εμίλ Ντυρκέμ τονίζει ότι την στιγμήν της εξάρσεως των συλλογικών παθών, λίαν συντόμως και αναγκαστικώς, θα την ακολουθήσουν «η αποθάρρυνση και η διάψευση των ελπίδων».
Στα καθ’ ημάς, λέγεται συχνάκις, μάλλον αφοριστικώς, ότι στην Ελλάδα το ηγεσιακόν σύστημα ήταν πάνοτε προσωποκεντρικό και ότι οι Έλληνες αρέσκονται να ενεργούν πολιτικώς, «συρόμενοι» και κατευθυνόμενοι από «δημαγωγούς» και «λαοπλάνους» Ηγέτες, δίχως να πολυασχολούνται με την ουσίαν της πολιτικής, χωρίς ουδεμίαν ισχυρά ιδεολογική συγκρότηση και δίχως βαθέως παγιωθείσες κομματικές ταυτότητες.
Πρόκειται για μιαν γενικευτικήν άποψη, εξαιρετικώς επιπολαία και πρόχειρο, η οποία εστιάζει μόνον στις δήθεν «χαρισματικές» προσωπικότητες των μικροπολιτικών «ηγετών» της προσφάτου μεταπολιτευτικής ελληνικής Ιστορίας, αγνοούσα τους αληθείς Εθνικούς Ηγέτες της μετεθνεγερσιακής διαχρονίας. Επιπλέον, αγνοείται απολύτως το γεγονός ότι τα μεταπολιτευτικά κόμματα (αντίστοιχα των ψευδοχαρισματικών «ηγετικών» τους προσωπικοτήτων), ηδραιώθησαν όχι χάριν της προσωπικότητος του ξενοκινήτου «ηγέτη» τους, αλλά καθώς εκυβέρνησαν επί μακρόν, διεμόρφωσαν επιτηδείως νέους θεσμούς εντός της ελληνικής κοινωνίας (είτε και μετεσχημάτισαν δραστικώς τους παλαιοτέρους) ενώ, κυρίως, επηρέασαν κατά τρόπον καθοριστικόν τις ηθικοκοινωνικές αντιλήψεις και στάσεις του μεγαλυτέρου μέρους των πολιτών, διαπλάθοντα την κυρίαρχο πολιτική καλλιέργεια, καθώς και την ιδία την αυτοεικόνα της ελληνικής κοινωνίας.
Βεβαίως όλα αυτά τα διαρθρωτικά συστατικά του πολιτικού σκηνικού κατέρρευσαν στα τελευταία χρόνια της γενικευμένης κοινωνικοοικονομικής και ιδεολογικοπολιτικής κρίσεως. Είναι μάλλον ενωρίς να ειπεί κάποιος τι θα καταλάβει την θέση τους.
Πόσον θα διαρκέσει η αφανιστική συρρίκνωση της Πολιτικής; Πόσον θα διαρκέσει η καλπάζουσα «Απομάγευσή» της; Θα συνεχίσει υφιστάμενος ο άθλιος πολιτικαντισμός της ψοφοδεξιάς και της αριστεράντζας, καθώς και η μικροπολιτική του εξωτερίκευση; Θα μετεξελιχθεί η υφέρπουσα αποδόμηση του Εθνικιστικού Κινήματος;
Η τρέχουσα παραφιλολογική «ηγεσιολογία» του εθνικιστικού χώρου προσομοιάζει προς ιδιοπαθή νευροψυχιατρική επιδημία, που αν έπρεπε να της αποδοθεί ορισμός, αυτός θα ήταν «απόγνωση διπολικού εγωκεντρισμού». Αφορά σε όλους αυτούς που είτε διακηρύσσουν το «φρικτό λάθος» τους να στηρίξουν την Ηγεσία του Κόμματος, είτε ότι «ουδέποτε την εστήριξαν» και «δεν ήταν αυτό που νομίζαμε». Γιατί το πράττουν; Προφανώς, κάποιος τους ερωτά ή κάποιος τους εξωθεί να προβούν σε… πηγαίες εκμυστηρεύσεις. Άραγε εκείνοι γιατί απαντούν;
Η αυτοκριτική στην πολιτική είναι μία ενδοσκοπική διεργασία. Χωρεί και διενεργείται επί τα ένδον των πολιτικών σχηματισμών, ώστε αυτοί ανανήπτοντες από τα λάθη και τα πάθη τους, να προχωρούν και να ενεργούν αρτίως και ευστόχως. Όταν ελλείπει, εγκυστώνει τα σφάλματα, βραβεύει τους ανεπαρκείς και αθωώνει τους δολίους κατ΄ εξακολούθηση. Όταν δημοσιοποιείται, όζει σηπεδονώδης και εξόχως απογοητευτική.
Δυσώδης λοιπόν η ακολουθία των αυτοκριτικών αποκαλύψεων, των συνακολούθων και παρεπομένων της. Εφ΄όσον βεβαίως πρόκειται περί αυτοκριτικής. Άλλως πρόκειται περί προϊούσης εγκεφαλοπαθείας που οδηγεί νομοτελειακώς σε πλήρη αποβλάκωση ή περί «σκοπουμένου δόλου» με ζοφώδη κίνητρα. Δηλαδή αφορά σε στοιχεία πλήρως αντίθετα με την ρώμη, την υγεία και την τιμή της Εθνικιστικής ιδεολογίας.
Επισκοπουμένη πανοραμικώς η πολυσυλλεκτική σύναξη των «απομαγευμένων» υπενθυμίζει συσσωρευμένους πάγκους μικροπωλητών σε λαϊκή εμποροπανήγυρη. Πάγκους από όπου διαλαλείται το ιδεολογικοπολιτικόν «εμπόρευμα», [τώρα μάλιστα που από το τέως ευπώλητο κραταιό λάβαρο του Εθνικισμού φαίνεται ότι εν πολλοίς απέμεινε μόνον ο ιστός (και αυτός ανά χείρας των τελευταίων αφοσιωμένων πιστών)], παρεχόμενον υπό μορφήν εκπτώσεων και δόσεων.
Αδίκως όμως χαίρονται οι διάφοροι εθνικοπατριώτες γυρολόγοι που ωρύονται: «Εδώ o καλός πατριωτισμός, ντόπιος κι όχι εισαγόμενος, αγιασμένος κι ενωτικός. Ελάτε όλοι!».
Αναρωτάται κανείς, κατανοούν άραγε πόσον απαξιωτικώς τους εκθέτει αυτός ο ψυχαναγκασμός των δηλώσεών τους περί δήθεν εντίμου ρεαλισμού και πραγματικών αναγκών (δηλαδή κατ’ ουσίαν δηλώσεων περί «απομαγεύσεως»); Συναισθάνονται πόσον απογυμνώνει την ιδεολογικοπολιτική τους ευτέλεια αυτή η προσπάθεια αποποιήσεως ευθυνών και συγκαλύψεως πεποιθήσεων !
Είναι ματαία οιαδήποτε αυταπάτη, ασχέτως των ενδεχομένως ευγενεστέρων κινήτρων: Δεν είναι εφικτή καμμία επική ή λυρική προσέγγιση της πολιτικής ανεπαρκείας οποθενδήποτε προερχομένης. Παραφράζοντες τον Μπήρμαν θα ηδυνάμεθα να ειπούμε: «τα στοιχειά αδυνατούν να πλεχθούν σε στιχάκια».
Επίσης, ο «αφελής» ή ο «εξαπατημένος» ψηφοφόρος δεν είναι ούτε αθώος εθελοντής, ούτε βεβαίως ρομαντικός και άδολος ιδεολόγος! Είναι απλώς ανώριμος μωρόπιστος ή και φαντασιόπληκτος μωροφιλόδοξος. Ανεύθυνος άνθρωπος με σαθρό και ιδεοληπτικό πολιτικό κριτήριο. «Αεί επιρρεπής» στην αβίαστο επανάληψη του «λάθους» (έστω και άλλου είδους) και στον εκ των υστέρων θρήνο της…. εκάστοτε απωλείας.
Μήπως άραγε η κατόπιν εορτής «ιερεμιάς» μερικών εκ των καθ’ έξιν επικριτών του Εθνικιστικού Κινήματος σημαίνει ότι επίστευσαν τάχα αυτό που, «όπως απεδείχθη», δεν έπρεπε να πιστεύσουν; Γιατί δηλαδή δεν επίστευσαν το «σφάλμα» κάποιοι άλλοι Εθνικιστές αγωνιστές; Μήπως δεν ήσαν τόσον ευφυείς όσον οι υπότροποι αρνητές και κριτές; Μήπως ετύγχαναν… αμοιβών και επέμειναν εντίμως και αξιοπρεπώς στην επιλογήν τους;
Ούτως ή άλλως ουδέναν Εθνικιστή ενδιαφέρει ούτε τι εψήφισαν ούτε τι πρόκειται να ψηφίσουν οι άχρωμοι και ημιδιαφανείς δεκαρολόγοι και «ευλαβείς»… ζητωπατριώτες. Αλλά βεβαίως η απρεπής πατριδεμπορία δεν δύναται να πείσει ούτε καν τους οιουσδήποτε ενδιαφερομένους.
Στην ψυχοπαθητική ανακύκλωση ποικίλων συμπεριφορών «πολιτικής υπνοβασίας» επικάθηται επιπλέον η στερεοτυπική επαναληψιμότης διαφόρων άλλων συμπεριφορών, αδόλων (;) μεν – παραταίρων δε, αλλά και ιδιαιτέρως σημαντικών για την περαιτέρω περιθωριοποίηση και καταδίκη του Εθνικιστικού Κινήματος, ως δήθεν συναθροίσεως… δαιμονισμένων και εγκληματιών.
Συνεπώς, αδίκως και βλακωδώς γογγύζουν και οι διάφοροι εκ του ασφαλούς «καθαρολόγοι» και επίμονοι, δήθεν ακλόνητοι «πιστοί», με μόνη τους ιδεολογικοπολιτική δραστηριότητα τον ατέρμονα μηρυκασμό καταγγελιών, ύβρεων και αφορισμών κατά παντός αντιπάλου ή «αντιπάλου».
Στο εύλογο και επιβεβλημένο, συνακόλουθο διαγνωστικό ερώτημα «τις ωφελείται;» υπάρχει τουλάχιστον μια βεβαία απάντηση (μη αποκλειομένων βεβαίως και ετέρων συμπληρωματικών απαντήσεων): Όσοι άφρονες και παράφρονες καθεστωτικοί, εξωτερικεύουν λυσσαλέως και ατιμωρητί τις φιλέκδικες και σαδιστικές εγκληματικές τους φαντασιώσεις κατά του Εθνικισμού.
Συνεπώς οι ποικίλοι εθνικιστικοί τραγέλαφοι, πατριωτικοί ιππαλεκτρυόνες και διάφορα άλλα αλληλοκατηγορούμενα διαγενετικά υβρίδια πολιτικής φαντασίας, δεν λειτουργούν ως αποτρόπαια κατά των αντιπάλων του Εθνικιστικού Κινήματος, αλλά μάλλον ως πολλαπλασιαστές της ισχύος τους! Οι θλιβερές περιπτώσεις κατά τις οποίες κάποιος υπερβαίνει τα εσκαμμένα, ενώ με αναίδεια και θράσος ζητεί ή κάμνει πράγματα που δεν αρμόζουν στην θέση και τις ικανότητές του, αποδίδονται από την θυμοσοφία του Λαού μας με την φράση «χόρτασε η ψείρα και βγήκε στον γιακά…»
Αν ημπορεί κάτι να προσφέρει σήμερον ο Εθνικισμός, είναι να σφυρηλατήσει τους κανόνες που θα επιβάλλουν σε όλους του πολίτες να καταστούν ενεργό μέρος της πολιτικής. Να ανεβάσει την πολιτική από το άψυχο επίπεδο της καθημερινής τριβής με τους «απλούς» τάχα εφημέρους ανθρώπους, στο πάνθεον των χαρισματικών Ηγετών. Διότι, πράγματι, ουδείς δύναται να σώσει μια Πατρίδα δίχως τον Λαόν της και η εξουσία χωρίς Ηγεσία είναι ανίερη ιστορική βλασφημία και βουλιμική Ύβρις. Αυτή σωρεύει εκθετικώς μιαν απερίγραπτον οργή, της οποίας η εκτόνωση «επί δικαίων και αδίκων» θα είναι δυσεπίσχετος.
«Τι θα πει φως; Να κοιτάς με αθόλωτο μάτι όλα τα σκοτάδια!» – Νίκος Καζαντζάκης – «Ασκητική»
Αθανάσιος Κωνσταντίνου