Μια ενδιαφέρουσα ταινία παίχτηκε την περασμένη εβδομάδα σε (ελάχιστους δυστυχώς) κινηματογράφους της Αθήνας. Πρόκειται για το «Ο κύριος Τζόουνς» (Mr. Jones), που αναφέρεται στον Ουαλό δημοσιογράφο Γκάρεθ Τζόουνς, ο οποίος ήταν εκείνος που μπόρεσε να μεταφέρει στον «έξω κόσμο» τις τραγικές συνθήκες του λιμού που επικρατούσαν στην κατεχόμενη από τους Σοβιετικούς Ουκρανία. Η ταινία δείχνει όλες τις ραδιουργίες και τις μηχανορραφίες των μπολσεβίκων του Στάλιν προκειμένου να κρατήσουν μυστική από την υπόλοιπη ανθρωπότητα την λιμοκτονία που οι ίδιοι προξένησαν.
Είναι πολύ πιθανόν η κόπια που προβλήθηκε στην Ελλάδα να είναι κατά 25 λεπτά περίπου μικρότερη σε σχέση με την πραγματική διάρκειά της. Αυτό, βεβαίως, θα εξακριβωθεί, για το αν ισχύει, στο μέλλον. Παρά το σαφές αντικομμουνιστικό προφίλ της, θεωρώ ότι η ταινία θα μπορούσε να είναι ακόμα πιο «σκληρή» απέναντι στις σταλινικές φρικαλεότητες που έλαβαν χώρα εκείνη την περίοδο. Με αφορμή αυτή την ταινία, δίνεται η ευκαιρία να ρίξουμε μια πολύ πιο αναλυτική ματιά σε εκείνη την τραγική περίοδο.
Η Σοβιετική Ένωση έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της προκειμένου να «φιλτράρει» κάθε είδηση που αφορούσε τα όσα συνέβαιναν στην αχανή έκτασή της, προκειμένου αυτή να διοχετευτεί αργότερα στο εξωτερικό. Πρόσθετες ανταμοιβές περίμεναν εκείνους που έπαιζαν ιδιαιτέρως καλά το παιχνίδι, όπως, άλλωστε, αποδεικνύει η πολύ γνωστή περίπτωση του Γουόλτερ Ντουράντυ. Ο Ντουράντυ ήταν ανταποκριτής των New York Times στην Μόσχα από το 1922 έως το 1936, θέση χάρη στην οποία έγινε για κάποιο διάστημα σχετικά πλούσιος και διάσημος. Ο Ντουράντυ, ο οποίος είχε γεννηθεί στην Βρετανία, δεν είχε ιδεολογικούς δεσμούς με την Αριστερά, αλλά είχε υιοθετήσει την στάση του σκεπτικιστή «ρεαλιστή» με ψυχρή λογική, ο οποίος προσπαθούσε, υποτίθεται, να ακούει και τις δύο πλευρές μιας ιστορίας. «Μπορεί κάποιος να υποστηρίξει ότι η ζωοτομία ζωντανών ζώων είναι κάτι το λυπηρό και τρομερό, και είναι αλήθεια ότι όλοι οι κουλάκοι και άλλοι που αντιτάχθηκαν στο σοβιετικό πείραμα δεν είναι ευτυχείς» έγραφε το 1935. Όμως «και στις δύο περιπτώσεις τα δεινά προκαλούνται για ευγενή σκοπό»!
Αυτή η εντελώς ψυχρή στάση καθιστούσε τον Ντουράντυ εξαιρετικά χρήσιμο για το στυγνό σοβιετικό καθεστώς και τα απάνθρωπα συμφέροντά του, γι’ αυτό και έκανε ό,τι μπορούσε για να ζει κάτι παραπάνω από καλά ο Ντουράντυ στην Μόσχα. Ο Ντουράντυ διέθετε μεγάλο διαμέρισμα, αυτοκίνητο και ερωμένη, είχε την καλύτερη πρόσβαση από οποιουσδήποτε άλλους ανταποκριτές και εξασφάλισε δύο πολυπόθητες συνεντεύξεις με τον Στάλιν. Όμως η προσοχή την οποία κέρδισε λόγω των ανταποκρίσεών του φαίνεται ότι ήταν το κύριο κίνητρο για τα ευνοϊκά για την ΕΣΣΔ άρθρα του. Ο Ντουράντυ έγινε ένας από τους πιο σημαίνοντες δημοσιογράφους εκείνης της περιόδου, χάρη στις ανταποκρίσεις του από την Μόσχα. Πολλοί που ανήκαν στην ομάδα των ειδημόνων τους οποίους συμβουλεύονταν ο Φράνκλιν Ρούζβελτ αναζητούσαν νέες οικονομικές ιδέες και ενδιαφέρονταν ιδιαιτέρως για το σοβιετικό πείραμα. Αρκετοί επισκέφτηκαν το 1927 την Μόσχα, όπου εξασφάλισαν εξάωρη συνέντευξη με τον Στάλιν.
Οι ανταποκρίσεις του Ντουράντυ εναρμονίζονταν με την γενική κοσμοαντίληψή τους και προσέλκυσαν ευρέως την προσοχή. Το 1932 ο Ντουράντυ κέρδισε το βραβείο Πούλιτζερ για την σειρά των άρθρων του για «τις επιτυχίες της κολεκτιβοποίησης» και «του Πρώτου Πεντάχρονου Πλάνου». Λίγο αργότερα ο Ρούζβελτ, τότε κυβερνήτης της πολιτείας της Νέας Υόρκης, προσκάλεσε τον Ντουράντυ στο μέγαρο του κυβερνήτη στο Ώλμπανυ, όπου ο υποψήφιος πρόεδρος του Δημοκρατικού Κόμματος τον βομβάρδισε με ερωτήσεις. «Αυτή τη φορά έθεσα όλες τις ερωτήσεις. Ήταν συναρπαστικό», έλεγε ο Ρούζβελτ σε κάποιον άλλο ανταποκριτή. Χαμπάρι φαίνεται ότι δεν είχε πάρει ο μετέπειτα Πρόεδρος των ΗΠΑ και φανατικός υποστηρικτής αργότερα της εισόδου της χώρας του στον Β’ΠΠ για το τι πραγματικά φρικαλέο συνέβαινε στην κρατική υπόσταση του μελλοντικού του συμμάχου Στάλιν.
Στην πραγματικότητα, όλοι γνώριζαν την ύπαρξη λιμού, αλλά κανείς δεν τον ανέφερε. Σε αυτό οφείλεται η αξιοσημείωτη αντίδραση τόσο του σοβιετικού κατεστημένου όσο και των δημοσιογράφων στην Μόσχα στη δημοσιογραφική «παρεκτροπή» του Γκάρεθ Τζόουνς. Ο Τζόουνς ήταν ένας νεαρός Ουαλός, μόλις 27 ετών στην διάρκεια του ταξιδιού του στην ΕΣΣΔ το 1933. Πιθανώς λόγω της μητέρας του, η οποία, όταν ήταν νέα, είχε εργαστεί ως γκουβερνάντα στο σπίτι του Τζον Χιουζ, του Ουαλού επιχειρηματία ο οποίος ίδρυσε την πόλη Ντονιέτσκ, ο Τζόουνς έμαθε ρωσικά, καθώς και γαλλικά και γερμανικά στο Πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ. Στην συνέχεια εργάστηκε ως προσωπικός γραμματέας του Ντέιβιντ Λόυντ Τζωρτζ, του πρώην πρωθυπουργού της Βρετανίας. Την ίδια περίοδο άρχισε να γράφει για την ευρωπαϊκή και την σοβιετική πολιτική ως ελεύθερος επαγγελματίας κάνοντας σύντομα ταξίδια στην ΕΣΣΔ, με συνέπεια η θέση του να διαφέρει από εκείνη των ανταποκριτών στην Μόσχα, οι οποίοι χρειάζονταν την έγκριση του καθεστώτος για να διατηρήσουν την άδεια παραμονής τους.
Σε ένα από τα ταξίδια στις αρχές του 1932, πριν από την απαγόρευση των ταξιδιών, ο Τζόουνς ταξίδεψε στην ύπαιθρο όπου κοιμόταν σε «πατώματα γεμάτα έντομα» σε σοβιετικά χωριά και είδε με τα ίδια του τα μάτια την απαρχή του λιμού. Μήνες αργότερα ταξίδεψε στην Φρανκφούρτη του Μάιν, ως μέλος της συνοδείας του Αδόλφου Χίτλερ, και υπήρξε ο πρώτος ξένος ανταποκριτής που ήρθε σε επαφή με τον νεοεκλεγέντα καγκελάριο της Γερμανίας.
Την άνοιξη του 1933 ο Τζόουνς επέστρεψε στην Μόσχα, αυτή την φορά με βίζα την οποία εξασφάλισε σε μεγάλο βαθμό επειδή είχε εργαστεί για τον Λόυντ Τζωρτζ (η βίζα είχε σφραγίδα «Bestplatno» ή «Gratis», που σηματοδοτούσε επίσημη σοβιετική εύνοια). Ο Ιβάν Μάισκι, ο Σοβιετικός πρέσβης στο Λονδίνο, ήθελε ιδιαιτέρως να εντυπωσιάσει τον Λόυντ Τζωρτζ και άσκησε πίεση υπέρ του Τζόουνς. Φθάνοντας στην Μόσχα, ο Τζόουνς έκανε περιπάτους στην σοβιετική πρωτεύουσα και συναντήθηκε με άλλους ξένους ανταποκριτές και αξιωματούχους. Ο Λάιονς τον θυμόταν ως «σοβαρό και σχολαστικό ανθρωπάκο… τον τύπο που κουβαλά σημειωματάριο και την ώρα που μιλάς καταγράφει χωρίς ντροπή τα όσα λες». Ο Τζόουνς συναντήθηκε με τον Ουμάνσκι, του έδειξε μια πρόσκληση να επισκεφθεί τον Γερμανό γενικό πρόξενο στο Χάρκοβο, περιέγραψε συνοπτικά το σχέδιό του να επισκεφτεί ένα γερμανικό εργοστάσιο παραγωγής τρακτέρ και ζήτησε άδεια να επισκεφτεί επίσης την Ουκρανία. Ο Ουμάνσκι συμφώνησε. Με αυτή την επίσημη σφραγίδα της έγκρισης του ταξιδιού του, ο Τζόουνς ξεκίνησε για τον Νότο.
Στις 10 Μαρτίου επιβιβάστηκε στο τραίνο που έφευγε από την Μόσχα. Όμως, αντί να ταξιδέψει μέχρι το Χάρκοβο, ο Τζόουνς κατέβηκε από το τραίνο περίπου 65 χιλιόμετρα βορείως της πόλης. Κουβαλώντας ένα σακίδιο γεμάτο «πολλές φρατζόλες λευκό ψωμί, βούτυρο, τυρί, κρέας και σοκολάτες, που είχα αγοράσει με συνάλλαγμα από τα καταστήματα ‘’Τοργκσίν’’», άρχισε να ακολουθεί τις γραμμές του τραίνου προς την ουκρανική πρωτεύουσα. Περπατώντας επί τρεις ημέρες χωρίς επίσημο σωματοφύλακα ή συνοδό, πέρασε από 20 και πάνω χωριά και κολχόζ της αγροτικής Ουκρανίας στο αποκορύφωμα του λιμού καταγράφοντας τις σκέψεις και τις εντυπώσεις του σε σημειωματάρια τα οποία διέσωσε αργότερα η αδερφή του:
«Πέρασα τα σύνορα από τη Μεγάλη Ρωσία στην Ουκρανία. Παντού μιλούσα με τους αγρότες τους οποίους συναντούσα στον δρόμο μου. Όλοι επαναλάμβαναν την ίδια ιστορία: ‘’Δεν υπάρχει ψωμί. Δεν έχουμε ψωμί για πάνω από δύο μήνες. Πολλοί πεθαίνουν’’. Το πρώτο χωριό δεν είχε καθόλου πατάτες, ενώ τα αποθέματα παντζαριών κόντευαν να τελειώσουν. Όλοι έλεγαν: ‘’οι αγελάδες και τα βόδια πεθαίνουν, δεν υπάρχει τίποτα για να τις ταΐσουμε. Άλλοτε τρέφαμε τον κόσμο και τώρα πεινάμε. Πώς μπορούμε να σπείρουμε όταν έχουν απομείνει ελάχιστα άλογα; Πώς να δουλέψουμε στα χωράφια, όταν είμαστε τόσο αδύναμοι από την έλλειψη φαγητού;’’
»Κατόπιν προχώρησα βιαστικά για να προλάβω έναν γενειοφόρο αγρότη ο οποίος περπατούσε μπροστά μου. Τα πόδια του ήταν καλυμμένα με λινάτσα. Αρχίσαμε να μιλάμε. Μιλούσε ουκρανικά ρωσικά. Του έδωσα ένα κομμάτι ψωμί και λίγο τυρί. ‘’Δεν θα μπορούσες να τα αγοράσεις πουθενά ακόμη και με 20 ρούβλια. Δεν υπάρχουν καθόλου τρόφιμα’’.
»Περπατούσαμε και μιλούσαμε. ‘’Πριν από τον πόλεμο υπήρχε αφθονία. Είχαμε άλογα και αγελάδες και γουρούνια και κοτόπουλα. Τώρα καταστραφήκαμε… Είμαστε καταδικασμένοι’’».
Ο Τζόουνς κοιμόταν στο πάτωμα σε καλύβες αγροτών. Μοιράζονταν μαζί τους το φαγητό του και άκουγε τις ιστορίες τους. «προσπάθησαν να μου πάρουν τις εικόνες μου, αλλά τους είπα ότι είμαι αγρότης και όχι σκυλί», έλεγε κάποιος αγρότης στον Τζόουνς. «Όταν πιστεύαμε στον Θεό, ήμαστε ευτυχισμένοι και ζούσαμε καλά. Όταν προσπάθησαν να ξεφορτωθούν τον Θεό, πεινάσαμε». Κάποιος άλλος αγρότης του έλεγε ότι δεν είχε φάει κρέας για έναν χρόνο.
Ο Τζόουνς είδε μια γυναίκα να φτιάχνει χειροποίητο ύφασμα για ρουχισμό, καθώς και ένα χωριό στο οποίο οι άνθρωποι έτρωγαν κρέας αλόγου. Τελικά, έπεσε πάνω σε έναν «πολιτοφύλακα», ο οποίος ζήτησε να δει τα έγγραφά του και κατόπιν αστυνομικοί με πολιτικά, αναμφίβολα άνδρες της OGPU, επέμειναν να τον συνοδέψουν στο επόμενο τραίνο για το Χάρκοβο και να τον πάνε μέχρι την πόρτα του γερμανικού προξενείου.
Στο Χάρκοβο ο Τζόουνς συνέχισε να κρατά σημειώσεις. Παρατήρησε χιλιάδες ανθρώπους να στέκονται στην ουρά για ψωμί: «Αρχίζουν να στέκονται στην ουρά στις 3 με 4 το απόγευμα για να πάρουν ψωμί το επόμενο πρωί στις 7. Κάνει παγωνιά, η θερμοκρασία έχει πέσει πολλούς βαθμούς κάτω από το μηδέν». Ένα απόγευμα ο Τζόουνς πήγε στο θέατρο – «Κοινό: πολύ κραγιόν αλλά όχι ψωμί» – και μίλησε με ανθρώπους για την πολιτική καταπίεση και τις μαζικές συλλήψεις, οι οποίες γίνονταν στην Ουκρανία την ίδια περίοδο με τον λιμό:
«Στα εργοστάσια είναι ανελέητα αυστηροί. Αν λείψεις μία μέρα, σε απολύουν, σου παίρνουν το δελτίο ψωμιού και δεν μπορείς να βγάλεις διαβατήριο».
«Η ζωή είναι ένας εφιάλτης. Δεν μπορώ να μπω στο τραμ, μου σπάει τα νεύρα».
«Είναι χειρότερα από ποτέ. Τώρα αν πεις μια λέξη στο εργοστάσιο, σε διώχνουν. Δεν υπάρχει ελευθερία…»
«Παντού διώξεις. Παντού τρόμος. Ένας άνδρας που ξέραμε είπε: ‘’Ο αδερφός μου πέθανε, αλλά ακόμη είναι άταφος, και δεν ξέρουμε πότε θα τον θάψουμε, γιατί υπάρχουν ουρές για την ταφή’’».
«Δεν υπάρχει καμιά ελπίδα για το μέλλον».
Φαίνεται ότι ο Τζόουνς προσπάθησε να μιλήσει με τον ομόλογό του Ουμάνσκι στο Χάρκοβο, αλλά δεν τα κατάφερε. Ο Τζόουνς έφυγε αθόρυβα από την Σοβιετική Ένωση. Λίγες ημέρες αργότερα, στις 30 Μαρτίου, εμφανίστηκε στο Βερολίνο σε συνέντευξη Τύπου, την οποία οργάνωσε πιθανώς ο Πάουλ Σέφερ, δημοσιογράφος της εφημερίδας Berliner Tageblatt, ο οποίος είχε απελαθεί από την ΕΣΣΔ το 1929.
Ο Τζόουνς δήλωσε ότι σε όλη την Σοβιετική Ένωση υπήρχε μεγάλος λιμός και εξέδωσε μια ανακοίνωση: «Παντού ακουγόταν η κραυγή ‘’Δεν υπάρχει ψωμί. Πεθαίνουμε’’. Αυτή η κραυγή ερχόταν από κάθε γωνιά της Ρωσίας: από τον Βόλγα, τη Σιβηρία, τη Λευκορωσία, τον βόρειο Καύκασο,την Κεντρική Ασία…
»Στο τραίνο ένας κομμουνιστής μιλώντας μαζί μου αρνήθηκε την ύπαρξη λιμού. Πέταξα μια κόρα ψωμιού από τα δικά μου αποθέματα σε ένα πτυελοδοχείο. Ένας συνταξιδιώτης, πεινασμένος αγρότης, την πήρε από το πτυελοδοχείο και την έφαγε. Πέταξα μια φλούδα πορτοκαλιού στο πτυελοδοχείο και ο αγρότης την άρπαξε και πάλι και την καταβρόχθισε. Ο κομμουνιστής υποχώρησε. Διανυκτέρευσα σε ένα χωριό όπου κάποτε υπήρχαν 200 βόδια και τώρα υπάρχουν 6. Οι αγρότες έτρωγαν την χορτονομή για τα βοοειδή και είχαν απομείνει αποθέματα χορτονομής μόνο για έναν μήνα. Μου είπαν ότι πολλοί είχαν πεθάνει ήδη από την πείνα. Ήρθαν δύο στρατιώτες για να συλλάβουν έναν κλέφτη. Με προειδοποίησαν να μην ταξιδεύω τη νύχτα, επειδή υπήρχαν πολλοί ‘’πεινασμένοι’’ απεγνωσμένοι άνδρες.
»’’Περιμένουμε τον θάνατο’’, έτσι με καλωσόριζαν. ‘’Βλέπεις, έχουμε ακόμη τη χορτονομή μας. Πήγαινε νοτιότερα. Εκεί δεν έχουν τίποτα. Πολλά σπίτια είναι άδεια και οι ιδιοκτήτες τους είναι νεκροί’’, αναφωνούσαν».
Δύο έμπειροι Αμερικανοί δημοσιογράφοι, οι οποίοι έδρευαν στο Βερολίνο, έστειλαν ανταπόκριση με την συνέντευξη Τύπου του Τζόουνς στην New York Evening Post («’’Λιμός σαρώνει τη Ρωσία, εκατομμύρια παθαίνουν, αύξηση της παθητικότητας’’, λέει ο Βρετανός») και στην Chicago Daily News («’’Λιμός στη Ρωσία εξίσου μεγάλος με τον λιμό του1921’’, λέει ο γραμματέας του Λόυντ Τζωρτζ»). Ακολούθησαν αναδημοσιεύσεις σε ευρύ φάσμα βρετανικών εντύπων. Τα άρθρα εξηγούσαν ότι ο Τζόουνς είχε «διασχίσει με τα πόδια την Ουκρανία», όπως ανέφερε το δελτίο Τύπου του Τζόουνς, και πρόσθεταν λεπτομέρειες για την μαζική λιμοκτονία. Σημείωναν, όπως και ο ίδιος ο Τζόουνς, ότι είχε παραβιάσει τους κανόνες που συγκρατούσαν άλλους δημοσιογράφους: «Διέσχισα με τα πόδια την περιοχή της μαύρης γης», έγραφε ο Τζόουνς, «επειδή εκεί ήταν κάποτε τα πλουσιότερα χωράφια της Ρωσίας και επειδή απαγορεύεται να πηγαίνουν εκεί οι ανταποκριτές για να δουν οι ίδιοι τι συμβαίνει». Ο Τζόουνς δημοσίευσε δεκάδες άλλα άρθρα στην London Evening Standard, την Daily Express και την Cardiff Western Mail.
Όπως είναι φανερό, στην Σοβιετική Ένωση έγιναν έξαλλοι με τις αποκαλύψεις του Τζόουνς, ο οποίος έκανε θρύψαλα το παραμύθι του «ερυθρού παραδείσου» που επί χρόνια οι κομμουνιστές και οι φίλα προσκείμενοι προς αυτούς συνοδοιπόροι «σέρβιραν» στον έξω κόσμο. Στις 31 Μαρτίου, μόλις μία ημέρα μετά την συνέντευξη Τύπου του Τζόουνς στο Βερολίνο, απάντησε ο ίδιος ο Ντουράντυ».Οι Ρώσοι πεινούν, αλλά δεν λιμοκτονούν» ήταν ο τίτλος στην πρώτη σελίδα των New York Times. Ο Ντουράντυ κατέβαλε ιδιαίτερη προσπάθεια να χλευάσει τον Τζόουνς:
«Δημοσιεύτηκε στον αμερικανικό Τύπο από βρετανική πηγή μια ιστορία τρόμου για τον λιμό στη Σοβιετική Ένωση, με ‘’ήδη χιλιάδες νεκρούς και εκατομμύρια αντιμέτωπους με το φάσμα του θανάτου και της πείνας’’. Ο συγγραφέας αυτής της ιστορίας είναι ο Γκάρεθ Τζόουνς, πρώην γραμματέας του Ντέιβιντ Λόυντ Τζωρτζ, ο οποίος ήταν προσφάτως για τρεις εβδομάδες στη Σοβιετική Ένωση και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η χώρα ήταν «στα πρόθυρα μιας τρομακτικής καταστροφής», όπως έλεγε στον συγγραφέα. Ο κύριος Τζόουνς είναι άνθρωπος με οξύνοια και ευστροφία και μπήκε στον κόπο να μάθει ρωσικά, τα οποία μιλά με αξιοσημείωτη ευφράδεια, αλλά ο συγγραφέας θεώρησε την κρίση του Τζόουνς κάπως βεβιασμένη και τον ρώτησε σε τι την βάσιζε. Είχε κάνει με τα πόδια διαδρομή 65 χιλιομέτρων περνώντας από διάφορα χωριά κοντά στο Χάρκοβο και βρήκε τις εκεί συνθήκες θλιβερές. Υπέδειξα ότι αυτό ήταν ένα μάλλον ανεπαρκές δείγμα για μια μεγάλη χώρα, αλλά τίποτα δεν θα μπορούσε να κλονίσει την πεποίθησή του ότι επίκειται καταστροφή».
Στη συνέχεια του άρθρου, ο Ντουράντυ χρησιμοποιούσε μια έκφραση η οποία αργότερα έγινε διαβόητη για την κυνικότητά της: «Για να το πούμε ωμά, δεν μπορείς να κάνεις ομελέτα, αν δεν σπάσεις αυγά». Κατόπιν εξηγούσε ότι διεξήγαγε «εξαντλητικές έρευνες» και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «οι συνθήκες είναι άσχημες, αλλά δεν υπάρχει λιμός».
Αγανακτισμένος ο Τζόουνς έστειλε στον αρχισυντάκτη των New York Times επιστολή στην οποία απαριθμούσε υπομονετικά τις πηγές του – ευρύ φάσμα συνεντεύξεων, στις οποίες περιλαμβάνονταν συνεντεύξεις με περισσότερους από 20 προξένους και διπλωμάτες – και επετίθετο στους ξένους ανταποκριτές στη Μόσχα:
«Η λογοκρισία τούς μετέτρεψε σε αριστοτέχνες των ευφημισμών και των ωραιοποιήσεων. Έτσι τον ‘’λιμό’’ τον αποκαλούν ευγενικά ‘’έλλειψη τροφίμων’’ και αντί για τη φράση ‘’θάνατοι από λιμοκτονία’’ χρησιμοποιούν την πιο ήπια διατύπωση ‘’αύξηση της θνησιμότητας εξαιτίας ασθενειών οι οποίες οφείλονται σε υποσιτισμό’’».
Και εκεί έληξε το ζήτημα. Ο Ντουράντυ επισκίασε τον Τζόουνς. Ήταν πιο διάσημος, τον διάβαζε ευρύτερο κοινό, θεωρούνταν πιο αξιόπιστος. Επιπλέον, δεν αμφισβητήθηκε από άλλους. Αργότερα ο Λάιονς, ο Τσάμπερλιν και άλλοι δήλωσαν μετανιωμένοι που δεν είχαν παλέψει σκληρότερα εναντίον του. Όμως, εκείνη την περίοδο κανείς δεν υπεράσπισε τον Τζόουνς, ούτε καν ο Μάγκεριτζ, ένας από τους λίγους ανταποκριτές στη Μόσχα ο οποίος είχε τολμήσει να εκφράσει παρόμοιες απόψεις. Όσο για τον ίδιο τον Τζόουνς, η επίσημη εκδοχή είναι ότι τον απήγαγαν και τον δολοφόνησαν Κινέζοι ληστές ενώ έκανε ρεπορτάζ στο Μαντζούκουο το 1935. Το αν πίσω από την δολοφονία του κρυβόταν τελικά η μυστική σοβιετική αστυνομία δεν έγινε ποτέ γνωστό.
Η διατύπωση «οι Ρώσοι πεινούν, αλλά δεν λιμοκτονούν» έγινε η κοινώς αποδεκτή άποψη. Βόλευε τους πρακτικούς πολιτικούς και διπλωματικούς υπολογισμούς εκείνης της περιόδου. Καθώς το 1934 διαδέχθηκε το 1933 και στη συνέχεια το 1935 διαδέχθηκε το 1934, οι ηγέτες της Γαλλίας και της Μεγάλης Βρετανίας ανησυχούσαν όλο και περισσότερο για τον Χίτλερ και λιγότερο ή καθόλου για τον Στάλιν. Εκτός από τον Εντουάρ Εριό, αρκετοί άλλοι Γάλλοι πολιτικοί, όπως οι πρώην πρωθυπουργοί Ζαν-Λουί Μπαρτού και Πιερ Λαβάλ, πίστευαν ότι η άνοδος του Εθνικοσοσιαλισμού απαιτούσε γαλλοσοβιετική συμμαχία.
Στο βρετανικό υπουργείο Εξωτερικών ο Λώρενς Κόλιερ θεωρούσε επίσης ότι μια βρετανοσοβιετική συμμαχία μπορεί να ήταν αναγκαία. Απαντώντας σε ερώτηση, ο Κόλιερ, εξηγούσε: «Η αλήθεια είναι φυσικά ότι έχουμε κάποιες πληροφορίες για συνθήκες λιμού… και ότι δεν είμαστε υποχρεωμένοι να μην τις δημοσιοποιήσουμε. Όμως δεν θέλουμε να τις δημοσιοποιήσουμε, επειδή η σοβιετική κυβέρνηση θα δυσανασχετούσε και οι σχέσεις μας με αυτή θα επηρεάζονταν αρνητικά».
Φαίνεται, λοιπόν, ξεκάθαρα ότι η επιτακτική ανάγκη καταπολέμησης της Γερμανίας και του τότε καθεστώτος της «δικαιολογούσε» την σκανδαλώδη απόκρυψη των φρικαλεοτήτων και των απάνθρωπων συνθηκών που το σοβιετικό καθεστώς και ο «πατερούλης» Στάλιν επεφύλασσε στους υπηκόους του. Κλείνουμε, λέγοντας ότι το βραβείο Πούλιτζερ που πήρε ο αδίστακτος συνεργάτης της σταλινικής Σοβιετικής Ένωσης Ντουράντυ δεν του αφαιρέθηκε ποτέ, παρά τις μετέπειτα αποκαλύψεις τόσο για την αληθινή φύση του καθεστώτος που υπερασπιζόταν όσο και για την πραγματικότητα του λιμού στην Ουκρανία, τον οποίο ο ίδιος διέψευδε με τα γραφόμενά του.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΣΤΟΡΑΣ