Λίγες ημέρες μετά την προβολή της εξαιρετικής εγχώριας κινηματογραφικής ταινίας «Έτερος Εγώ», από ιδιωτικό τηλεοπτικό σταθμό, ήρθε και η ανάλογη προβολή της ομώνυμης σειράς. Στην κριτική για την ταινία έγραφα πως «δεν γνωρίζω εάν η εγχώρια τηλεοπτική σειρά με τον παρόμοιο τίτλο, που πρόκειται να προβληθεί την επόμενη εβδομάδα για τέσσερις βραδιές στον ίδιο τηλεοπτικό σταθμό, θα κινείται στο ίδιο θαυμάσια δομημένο σκεπτικό κλίμα προβληματισμού της ταινίας. Και αυτό, γιατί είναι προφανές πως το πρωτότυπο πάντοτε είναι καλύτερο της αντιγραφής».
Τώρα, που παρακολούθησα και την σειρά, καταλαβαίνω ότι είχα κάνει λάθος, καθώς η τηλεοπτική σειρά «Έτερος Εγώ – Χαμένες Ψυχές» δεν είναι «αντιγραφή» της ταινίας, αλλά αποτελεί την νοητή συνέχειά της, την οποία μπορείς να παρακολουθήσεις ακόμη κι αν δεν έχεις προηγουμένως δει την ταινία.
Στην ταινία ουσιαστικός Πρωταγωνιστής ήταν ο Πυθαγόρας. Στην σειρά Πρωταγωνιστεί, επί της ουσίας, ο Θησέας. Για την ακρίβεια, οι Άθλοι του. Πριν, όμως, προσπαθήσω να εντρυφήσω, στο μέτρο του δυνατού, στα νοήματα, τους συμβολισμούς και τους γρίφους της εξίσου εξαιρετικής αυτής σειράς, ας θέσω κάποιους προβληματισμούς.
Τι είναι αυτό που χρειάζεται ένας Αγνός, Χαρισματικός, Ολόφωτος, Ευλαβής Άνθρωπος για να μπορέσει να επανιεροποιήσει και να επανεκκινήσει με μεγαλύτερη ορμή και ισχύ την δραστηριότητά του ως μυστηριακού πνεύμονα του Έθνους των Ελλήνων; Μπορεί με την θέληση και την αποφασιστικότητά του, με το προσωπικό παράδειγμά του, να αποκαθάρει έναν Ιερό Τόπο από τα βάρη και την ασχήμια της απογοήτευσης, της ανίας, της ρουτίνας και των λοιπών πτωτικών συνηθειών που σωρεύει ο Θεός Χρόνος πάνω στους ώμους των κουβαλητών του;
Ένας από τους πιο βασικούς λόγους που αστοχεί εξολοκλήρου ο σύγχρονος τρόπος συμπεριφοράς να προσφέρει τόσο το νόημα της Αυθεντικής και Ανθεκτικής Ζωής όσο και την κατεύθυνση της προσπάθειας προς το Καλό και το Υγιές σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, είναι η κυριαρχία της αποιεροποίησης των Θεϊκών Θεσμών, των Διαχρονικών Προσώπων, των Αγίων Τόπων, των Ηρωικών και Πολιτιστικών Αποθεμάτων του Έθνους μας. Η διανοητική παρακμή και σαπίλα της εποχής μας έγκειται στην περαιτέρω επιβάρυνση της πνευματικής στάθμης των Ελλήνων με την μίζερη νοοτροπία της κυρίαρχης κατάστασης, που θεωρεί ότι τίποτα εκτός της ύλης δεν υπάρχει, καθώς και ότι τίποτα το Ηθικό, Θείο, Ουράνιο, Ευτυχές, δεν έχει Αξία.
Ποια είναι, όμως, τα όρια ανάμεσα στην πραγματικά Ηρωική Θέωση του Μύστη της Αρχέγονης Αλήθειας και Παράδοσης και στις παρανοϊκές εμμονές, που κάνουν «ζημιά» εναντίον του Μινώταυρου, που κατατρώει τις καρδιές μας, ανάλογη με αυτή που κάνει σε μια λίμνη ένα βότσαλο που ρίχνεται μέσα σε αυτήν; Ακόμη κι αν εξοντώσεις τον σύγχρονο Μινώταυρο, που θεωρείς ότι κατασπαράσσει τα νιάτα του Έθνους μας, θα έχει μείνει αλώβητος ο λαβύρινθος των σφαγών τους και πολύ περισσότερο το σύστημα που τον δημιούργησε.
Όλος αυτός ο προαναφερόμενος εισαγωγικός προβληματισμός σκέψης αποτελεί την αφετηρία βάσης για τα όσα εξελίσσονται στο «Έτερος Εγώ – Χαμένες Ψυχές». Ένας κατά συρροήν δολοφόνος ακολουθεί τους Άθλους του Θησέα και βάζει στο στόχαστρό του άτομα, που ενώ θα έπρεπε να σαπίζουν στις φυλακές, τα «παραθυράκια» και οι ατέλειες του ανθρώπινου νόμου τους άφησαν εκτός.
Οι ιδιότητες των έξι θυμάτων του είναι χαρακτηριστικές: βιαστής, παιδεραστής, πόρνη που εν γνώσει της μετέδιδε νοσήματα στους πελάτες της, ληστής-δολοφόνος, μαστροπός, τοκογλύφος. Οι εξοντωτικές του πράξεις εναντίον αυτών των ατόμων, οδηγούν την Αστυνομία να ζητήσει ξανά την βοήθεια του εγκεκριμένου εγκληματολόγου Δημήτρη Λαΐνη (πόσο μοιάζει με το όνομα και την προσωπικότητα του Δημήτρη Λιαντίνη…) για να διαλευκάνει την υπόθεση.
Ξεφεύγοντας, για μία ακόμη φορά, από την στενή τυποποίηση οριοθέτησης της σειράς ως «αστυνομικού θρίλερ» ή «φιλμ μυστηρίου», οι «Χαμένες Ψυχές» δίνουν άφθονο σπόρο για την καλλιέργεια του νου. Εξαιρετικοί διάλογοι και αντιπαραθέσεις για τις Ψυχές, τα Συναισθήματα, τις Αναμνήσεις, την Πίστη, δίνουν έναν αναμφίβολα φιλοσοφικό χαρακτήρα στην πλοκή της υπόθεσης.
Ο ίδιος ο σκηνοθέτης της ταινίας και της σειράς σε συνέντευξή του υποστήριζε ότι «Δεν μπορείς εσύ με μια Αρχή να ανατρέψεις μια Αξία, όπως η ταφή του νεκρού» φέρνοντας ως τρανταχτό παράδειγμα την αντιπαράθεση-σύγκρουση της Αντιγόνης με τον Κρέοντα. Η ασυμφωνία του Θείου Νόμου με τον Ανθρώπινο βρίσκεται εκ νέου στο κεντρικό κάδρο του έργου, καθώς ο δεύτερος πολλές φορές μοιάζει με έναν παραμορφωτικό καθρέφτη της Αλήθειας και της Δικαιοσύνης.
Τι γίνεται, όμως, όταν η όλη κατάσταση «ξεφεύγει»; Η ροή της ταινίας και η συνοδευτική σκληρότητά της, φέρνουν στην επικαιρότητα την τραγικότητα της πασίγνωστης ρήσης του Μεγάλου Φιλοσόφου Φρειδερίκου Νίτσε: «Όποιος παλεύει με τέρατα πρέπει να προσέξει μην γίνει κι ο ίδιος τέρας. Κι όταν κοιτάζεις πολύ ώρα μία άβυσσο, η άβυσσος κοιτάζει κι αυτή μέσα σου»…
Όλα αυτά γίνονται πολύ περισσότερο αντιληπτά και κατανοητά στο εκπληκτικό τέλος της σειράς και στον πραγματικά συγκλονιστικό διάλογο του κατά συρροήν δολοφόνου με τον Λαΐνη και τους δύο αστυνομικούς. Η κοινωνία απέναντι στην Ανθρωπότητα. Η ομολογία ενοχής (;) έχει ουσία και δεν αποτελεί τυπική διαδικασία. Οι Αρχαίοι Έλληνες μιλούσαν για να εξελιχθούν και να ολοκληρωθούν ως Άνθρωποι κι όχι απλά για να περάσει η ώρα τους. Οι Χαμένες Ψυχές ησυχάζουν μόνο όταν τις θυμάσαι. Ποιο είναι το Δίκαιο και ποιο το άδικο; Πώς (παρ)ερμηνεύεται η έννοια των κατορθωμάτων του Θησέα; Πού βρίσκονται οι Άθλοι και πώς βρίσκονται οι άθλιοι; Ποια είναι η διαχωριστική γραμμή ανάμεσά τους; Ποια είναι τελικά τα κριτήρια για να μπορέσεις να γίνεις Μύστης και με ποιον τρόπο θα κατορθώσεις να φτάσεις στην Θέωση; Αυτά και άλλα ερωτήματα απασχολούν το μυαλό όσων βλέπουν και ακούν με μεγάλη προσοχή τις επίμαχες στιχομυθίες των πρωταγωνιστικών χαρακτήρων της σειράς.
Ο επίλογος, μετά τους τίτλους τέλους, μας προϊδεάζει για την επόμενη συνέχεια, καθώς ένας νέος κύκλος επεισοδίων, με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Έτερος Εγώ – Κάθαρσις», ετοιμάζεται, κάνοντας προφανώς (επι)στροφή στις συνθήκες δημιουργίας της υπόθεσης της πρώτης ταινίας. Οπωσδήποτε, θα την παρακολουθήσουμε κι αυτήν με τεράστιο ενδιαφέρον και προσήλωση.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΣΤΟΡΑΣ