Με σκοπόν την σαφεστέρα και πλέον ουσιώδη διενέργεια των πολιτικών αναλύσεών μας, είναι αναγκαίες ορισμένες «κρυσταλλωμένες» θεμέλιες διασαφηνίσεις, ώστε αυτή να γίνεται πληρέστερον κατανοητή σε έκταση και βάθος, ως ακολούθως:
«Ιδεολογία» είναι μια οργανωμένη συλλογή ιδεών. Η λέξη εχρησιμοποιήθη για πρώτην φορά από τον Γάλλο Κόμητα Αντουάν Ντεστούτ ντε Τρασύ στα τέλη του 18ου αιώνος για να ορίσει μιαν «επιστήμη των ιδεών». Ως ιδεολογία ημπορεί να θεωρηθεί ένα συνολικό συνεκτικόν όραμα, ένας συγκροτημένος τρόπος αντιμετωπίσεως των πραγμάτων, ή ένα σύνολον ιδεών το οποίον προτείνει μιαν απαρτιωμένη υφή, λειτουργία και τάξη για ολόκληρο την κοινωνία. Ο θεμελιώδης σκοπός μιας ιδεολογίας είναι να επιφέρει αλλαγή στην κοινωνία μέσω μιας ρυθμιστικής διαδικασίας (δηλαδή η ιδεολογία καλείται να απαντήσει στα ερωτήματα «πώς θα έπρεπε να είναι ο κόσμος;» και «πως θα επιτύχουμε το πρέπον;»). Οι ιδεολογίες εξ αντικειμένου έχουν την τάση να περιλαμβάνουν αφηρημένες έννοιες προς εφαρμογή στον πραγματικόν ενεστώτα κόσμο, συνεπώς εμπίπτουν συχνότατα στο πεδίον της πολιτικής.
«Θεωρία», με τη γενικοτέραν έννοιάν της, είναι μια λεπτομερής αναλυτική δομή, σχεδιασθείσα για να εξηγεί ένα σύνολο διακεκριμένων παρατηρήσεων. Μία θεωρία έχει δυο λειτουργίες:
(α) Αναγνωρίζει το σύνολον αυτών των διακεκριμένων παρατηρήσεων, ως μιαν ιδιαιτέρα ομάδα συστατικών, δρωμένων ή φαινομένων, και
(β) Διατυπώνει ισχυρισμούς περί της υποκειμένης πραγματικότητος, η οποία δημιουργεί, επιφέρει ή προκαλεί την ομάδα αυτήν των παρατηρήσεων.
«Κοσμοθεωρία»-«Κοσμοθεώρηση»-«Κοσμοθέαση», είναι ο βασικός γνωστικός προσανατολισμός ενός ατόμου ή μιας κοινωνίας, προσανατολισμός ο οποίος περιλαμβάνει το σύνολον της γνώσεως και απόψεως του ατόμου ή της κοινωνίας, (συμπεριλαμβανομένης της φυσικής φιλοσοφίας, των θεμελιωδών υπαρξιακών και κανονιστικών αξιωμάτων, ή και τα θέματα, τις αξίες, τα συναισθήματα, και την ηθική). Ο όρος αποτελεί μιαν έννοια θεμελιώδους σημασίας για την φιλοσοφία και την επιστημολογία, αναφέρεται δε σε μιαν ευρεία περί του κόσμου αντίληψη. Επιπλέον, αναφέρεται στο πλαίσιον των ιδεών και πεποιθήσεων, μέσω των οποίων ένα άτομο, μια ομάς ή ένας πολιτισμός ερμηνεύει τον κόσμο και αλληλεπιδρά με αυτόν.
Ειδικότερον η φιλοσοφική ιδέα της κοσμοθεωρίας («Weltanschauung») προέρχεται από την γερμανική θεολογική φιλοσοφία του 19ου αιώνος και κατέστη χαρακτηριστικόν της σκέψεως διαφόρων αυθεντιών, όπως ο πολύς Γκέοργκ Βίλχελμ Φρήντριχ Χέγκελ (1770-1831), ο Σαίρεν Αμπάη Κίρκεγκωρ (1813-1855) ) και ο ανυπέρβλητος Φρήντριχ Νίτσε (1844-1900).
Συμφώνως προς τον διάσημον Σκώτο ιεροκήρυκα, καθηγητή εκκλησιαστικής ιστορίας και θεολογίας, Τζέημς Ορ (1844-1913) στο βιβλίον του «Η Χριστιανική θεώρηση του Θεού και του κόσμου» / «The Christian View of God and the World» (1893), η κοσμοθεωρία ενός ατόμου έχει και θεωρητική και πρακτική πτυχή. Θεολογικώς, φιλοσοφικώς και ψυχολογικώς, ο ανθρώπινος νους δεν ικανοποιείται από την μη ολοκληρωμένη, κατακερματισμένη, αποσπασματική και μη αρτία γνώση, αλλά επιδιώκει συνοχήν και ακεραιότητα όσον αφορά στην κατανόηση της πραγματικότητος.
Ο Ντέηβιντ Νώγκλ, καθηγητής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιον Βαπτιστών του Ντάλλας γράφει: «Οι κοσμοθεωρίες γεννώνται από την προσδοκίαν του νοός να πραγματώσει μιαν ενιαία κατανόηση του σύμπαντος, συνδυάζων γεγονότα, νόμους, γενικεύσεις και απαντήσεις σε τελικά ερωτήματα», (στο βιβλίον του «Κοσμοθεωρία: H ιστορία ενός όρου» /«Worldview: The History of a Concept», εκδόσεις Eerdmans, 2002, σελίς 9).
Πρακτικώς δηλαδή, οι κοσμοθεωρίες γεννώνται από την ανάγκην των ανθρώπων να ζουν συμφώνως προς μια (σχετικώς) συνεπή απόκριση προς τον κόσμον γύρω τους, συμπεριλαμβανομένης της φύσεως, των άλλων ανθρώπων και των υπερβατικών διαστάσεων, προκειμένου να διατηρήσουν μια πιστευτή και συνεκτική ιδέα του Εαυτού τους.
Η δευτέρα κομβική πτυχή της αντιλήψεως περί κοσμοθεωρίας είναι ότι, ενώ κάθε άτομον πρέπει αναγκαστικώς να ζει και να ενεργεί συμφώνως προς την κοσμοθεωρίαν του ώστε να διατηρεί την αίσθηση του Εαυτού του, (έστω και σε εποχές γνωστικής ελλείψεως, ασυνεπείας ή εντάσεως), οι κοσμοθεωρίες μοιράζονται επίσης πλην των ατόμων και στις συλλογικότητες, όπως οι οικογένειες και τα έθνη. Στην ερμηνεία του περί της κοσμοθεωρίας στην σκέψη του Χέγκελ, ο Βίνσεντ Μακ Κάρθυ, ομότιμος καθηγητής φιλοσοφίας στο Καθολικό Πανεπιστήμιο της Πενσυλβανίας, δηλώνει επεξηγηματικότατα: «Συνεπώς, μια κοσμοθεωρία συνιστά μια γενικώς μεμοιρασμένη άποψη, την οποίαν κάποιος αποκτά αυτομάτως, συμμετέχων στην εποχήν και στην κοινωνία που συγκροτεί αυτός με τους ομοίους του …ήτοι μια κοσμοθεωρία είναι η κατανόηση που απορρεέι από την σύλληψη της εκδιπλώσεως του Πνεύματος στον εξωτερικόν κόσμο». («Η φαινομενολογία των διαθέσεων στον Κίρκεγκωρ» / «The Phenomenology of Moods in Kierkegaard», εκδόσεις Springer, 1978, σελίς 136.)
Είναι κρίσιμον, σε αυτήν την έννοιαν της συλλογικής κοσμοθεωρίας, ότι μια συγκεκριμένη παγκόσμιος κοσμοαντίληψη ημπορεί να απορροφηθεί ασυνειδήτως από ένα άτομον, ως μέρος μιας συλλογικότητος και μάλιστα η συλλογική ποιότης μιας κοσμοθεωρίας είναι ουσιώδης ακριβώς για την ιδίαν την φύση της ως κοσμοθεωρίας (Weltanschauung) και όχι απλώς μια κάποια άποψη του κόσμου. Έτσι, επί παραδείγματι, η πλειοψηφία των πολιτών αναγνωρίζει και υπακούει τον νόμον, συνήθως όχι λόγω μιας αναλυτικής αποφάσεως σχετικώς με την έμφυτο δικαιοσύνη του νόμου, αλλά επειδή είμεθα αδιαμφισβητήτως εκπολιτισμένοι και κοινωνικοποιημένοι εντός μιας κοσμοθεωρήσεως εγκλειούσης ως αρετήν την εγγενή τήρηση του νόμου, ομού με την συνειδητοποίηση των κυρώσεων που συνεπάγεται η παραβίαση του νόμου και την ενάργειαν περί την τήρησή του.
Ενσωματωμένη μέσα σε αυτήν την εγελιανήν έννοια της κοσμοθεωρίας είναι η αντίληψη ότι οι κοσμοθεωρίες διαθέτουν ένα (συχνάκις μη συναρθρωμένο) φιλοσοφικό υπόστρωμα που, κατά τον Κλέμεντ Βιντάλ (καθηγητή φιλοσοσφίας και ηθικών επιστημών στο Ελέυθερον Πανεπιστήμιο των Βρυξελλών) σε κάποιον βαθμό, σαφώς τις καθιστά όλες «φιλοσοφικές κοσμοαντιλήψεις». («Wat is een wereldbeeld?» εκδόσεις Acco, Λουβαίνη, 2008)
Έτσι, συμφώνως προς τον Βέλγο φιλόσοφο Λέο Απόστελ (1925-1995), μια κοσμοθεωρία είναι ένα περιγραφικό πρότυπο – μοντέλο της φύσεως του κόσμου, ήτοι μια οντολογία, η οποία αποτελείται από τα ακόλουθα εξ στοιχεία:
1. Μιαν οντολογική εξήγηση της φύσεως του κόσμου
2. Μια μελλοντολογία, απαντώσα στην ερώτηση «Πού πηγαίνουμε;» (και στην ζωήν αυτήν και πέραν αυτής).
3. Ένα ηθικό πλαίσιον: «Πώς πρέπει να συμπεριφερόμεθα;»
4. Μία πραξεολογία ή θεωρία της δράσεως: «Πώς πρέπει να επιτύχουμε τους στόχους μας;»
5. Μιαν επιστημολογία ή θεωρία της γνώσεως: «Τι είναι αληθές και τι ψευδές;»
6. Μιαν αιτιολογία: μια κοσμοθεωρία πρέπει να περιλαμβάνει μια περιγραφή των ιδικών της «δομικών στοιχείων», των καταβολών και της κατασκευής της.
Αυτά τα συνδεδυασμένα «συστατικά στοιχεία της κοσμοθεωρίας» μας επιτρέπουν να ενσωματώσουμε όσο το δυνατόν περισσότερα στοιχεία της εμπειρίας μας σε μιαν ενοποιημένη αντίληψη και κατανόηση του σύμπαντος.
Αθανάσιος Κωνσταντίνου