Site icon ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ

Σύγχρονος Ισλαμικός Τζιχαντισμός (Μέρος 7)

Σύγχρονος Ισλαμικός Τζιχαντισμός (Μέρος 7)

2002-2019: Η ΜΠΟΚΟ ΧΑΡΑΜ ΑΠΟΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΕΙ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΠΕΡΙ ΤΟ ΤΣΑΝΤ

Η «Μπόκο Χαράμ» (στην γλώσσα Χάουσα «Η δυτική παιδεία απαγορεύεται») είναι ισλαμιστική τρομοκρατική οργάνωση η οποία δρα στην βόρειο Νιγηρία, ενώ έχει επιτεθεί σε περιοχές του Τσαντ, του Νίγηρος και του Καμερούν. Αρχηγός της οργανώσεως είναι ο Σεκάου Αμπουμπακάρ. Υπολογίζεται ότι η οργάνωση διαθέτει περί τους 8.000 μαχητές. Στόχος της είναι να απαγορεύσει ολοσχερώς όλες τις δραστηριότητες οι οποίες έχουν σχέση με τον δυτικό τρόπο ζωής, ενώ από το 2009 και ένθεν έχει ως στόχο να εγκαθιδρύσει στην Νιγηρία ένα ισλαμικό χαλιφάτο, ανατρέπουσα την κυβέρνηση της χώρας.

Μετά την ίδρυσή της το 2002 από τον Μοχάμεντ Γιουσούφ, η ραγδαία ριζοσπαστικοποίηση της Μπόκο Χαράμ οδήγησε σε μιαν βιαία εξέγερση τον Ιούλιο του 2009, οπότε οι ηγέτες εξετελέσθησαν. Η αναβίωσή της, μετά από μια μαζική απόδραση στελεχών τον Σεπτέμβριον του 2010, εσυνοδεύθη από διαδοχικές επιθέσεις, αρχικώς εναντίον ευκόλων πολιτικών στόχων και εν συνεχεία, το 2011, με βομβιστικές «επιθέσεις αυτοκτονίας» σε αστυνομικά τμήματα και στα γραφεία του ΟΗΕ στην πρωτεύουσα Αμπούτζα. Η περιοχή ετέθη σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης στις αρχές του 2012, ενώ τον επόμενον χρόνο το καθεστώς εκτάκτου ανάγκης επεξετάθη σε όλη την βορειοανατολική Νιγηρία. Μεταξύ 2009 και 2015, η Μπόκο Χαράμ εφόνευσε περισσοτέρους από 13.000 πολίτες, (10.000 των οποίων το 2014), ενώ εξετοπίσθησαν περισσότεροι από 1,5 εκατομμύριον άνθρωποι.

Η οργάνωση αρχικώς συνεδέετο με την Αλ Κάϊντα, αλλά από το 2014 υπεστήριξε το Ισλαμικόν Κράτος και τον Μάρτιον του 2015 εδήλωσεν επισήμως την υποταγή της σε αυτό. Στις 3 Ιανουαρίου 2015, οι μαχητές της Μπόκο Χαράμ εισέβαλαν στην πόλη Μπάγκα, στην βορειοανατολικήν επαρχία του Μπόρνο, όπου εδολοφόνησαν 2000 άτομα.

Το 2018, η Μπόκο Χαράμ διεσπάσθη και εγεννήθη το «Ισλαμικόν Κράτος της Δυτικής Αφρικής (ISWAP), με επικεφαλής του τον Αμπού Μούσα αλ – Μπαρνάβι, μέλος της εθνότητος Κανουρί, όπως και ο Σεκάου Αμπουμπακάρ. Το 2018, το ISWAP αγωνιζόμενο εναντίον της Μπόκο Χαράμ και του στρατού της Νιγηρίας, απεσύρθη μέσω της λίμνης Τσαντ και κατάφερε να εδραιωθεί στην παραλιμναία περιοχή, εκμεταλλευόμενο τις εκεί εθνικές αντιπαλότητες. Εδραζόμενο στην συμβολή της διασυνοριακής κυκλοφορίας μεταξύ της Νιγηρίας, του Νίγηρος, του Τσαντ και του Καμερούν, το ISWAP, επιτυγχάνει να στρατολογεί μαχητές από τρεις εθνοτικές ομάδες : τους Κανουρί (την αρχική του βάση), τους Φουλάνι και τους Μπουντούμα. (Η Μπόκο Χαράμ είναι ένα κίνημα αποτελούμενο αποκλειστικώς από Κανουρί).

Ενεργούν στο βόρειον τμήμα της λίμνης Τσαντ, στην περιοχή των τεσσάρων συνόρων (Νιγηρία, Νίγηρ, Καμερούν, Τσαντ), λέγεται ότι το ISWAP έχει αρκετούς χιλιάδες μαχητές. Ενώ το «ιστορικόν» τμήμα της Μπόκο Χαράμ εξετράπη σε ληστείες και αδιάκριτες σφαγές, το ISWAP κατόρθωσε να κερδίσει την υποστήριξη των πληθυσμών, με εντετοπισμένες και στοχευμένες επιθέσεις αλλά και υποστήριξη των τοπικών λαϊκών απαιτήσεων.

Το ISWAP ανέλαβε τον έλεγχον της μείζονος περιοχής και του ιχθυεμπορίου, εγκατέστησε δε εκεί μιαν παράλληλο εξουσία, αγωνιζόμενο κατά της ληστείας και των ζωωκλεπτών, καθώς και, (εν αντιθέσει με την Μπόκο Χαράμ), επιτρέπον «εκστρατείες εμβολιασμού». Έτι περαιτέρω, το ISWAP ελειτούργησεν ως αναπτυξιακός τραπεζίτης, παρέχον στους αγρότες την δυνατότητα να αγοράσουν σπόρους ή εργαλεία. Επίσης εβοήθησεν στην διάνοιξη φρεάτων για επαρκή ύδρευση.

Αντιθέτως προς την Μπόκο Χαράμ, της οποίας οι επιθέσεις δεν πληρούν κανέναν συνεκτικό στρατηγικόν ορισμό, το ISWAP συνδυάζει τον ανταρτοπόλεμο (με μεθόδους παρενοχλήσεως του εχθρού) και τις τακτικές στρατιωτικές επιθέσεις. Εκτιμάται ότι τώρα δύναται να επιτεθεί ακόμη και σε μεγάλες φρουρές. Τον Ιούλιον του 2019, επέπεσε κατά του στρατοπέδου Τζιλί υπερασπιζομένου από ένα ολόκληρο τάγμα, ενώ τον Δεκέμβριον του 2019 εφόρμησε στην Μπάγκα κατά μιας ταξιαρχίας.

Ο νιγηριανός στρατός, αδύναμος να κατισχύσει αμέσως κατά των τζιχαντιστών, υφίσταται ολοέν και σημαντικότερες απώλειες καθώς προσπαθεί να αποκλείσει και να «στραγγαλίσει» το ISWAP, προβαίνων σε αποκλεισμό της περιοχής που ελέγχεται από το ισλαμιστικό κίνημα. Όμως η διαρκής ασφυκτική πίεση του στρατού ωθεί έτι περαιτέρω τους τοπικούς πληθυσμούς προς το ISWAP.

Σε περίπτωση επιτυχίας της διασυνοριακής στρατηγικής του ISWAP, υπάρχει κίνδυνος να ενταχθούν μαζικώς στο κίνημα οι Άραβες του Τσαντ που ήδη αντιτίθενται στον Πρόεδρο Ιντρίς Ντεμπύ, αποδυναμώνοντες έτσι την κεντρική κρατική διαχείριση της περιφερειακής σταθερότητος.Ορισμένες αραβικές ομάδες στην περιφερειακή τσαντιανή ζώνη έχουν φιλικές σχέσεις με εκείνες εκ των φυλών της Λιβύης οι οποίες εδήλωσαν υποταγή στο Ισλαμικό Κράτος, οπότε η εκεί κατάσταση πρέπει να παρακολουθείται με μεγάλη προσοχή.

Η ΤΡΕΧΟΥΣΑ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΕΥΡΥΤΕΡΑ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΣΑΧΕΛ

Προσφάτως έχει αναφερθεί επανειλημμένως από πολυάριθμες πηγές πληροφοριών ότι, οι τοπικές «θυγατρικές» της Αλ Κάϊντα και του Ισλαμικού Κράτους, οι οποίες ευθύνονται για χιλιάδες θανάτους στην περιοχή του Σαχέλ της υποσαχαρίου Αφρικής κατά το παρελθόν έτος, συντονίζουν τις δραστηριότητές τους – συγκεκριμένως, η «Ομάς Υποστηρίξεως του Ισλάμ και των Μουσουλμάνων» (Jama’at Nasr al-Islam wal Muslimin – JNIM) και το «Ισλαμικόν κράτος στην Μεγάλη Σαχάρα» (ISGS) -. Έως τούδε η αναδυομένη συνεργασία μεταξύ των μαχητών του τζιχάντ φαίνεται ότι επικεντρώνεται περισσότερον στην αποφυγή κλιμακώσεως των εντάσεων, αντί να συγχωνεύει τις προσπάθειές τους. Ωστόσον, αυτή η (ανησυχητική) εξέλιξη θα ημπορούσε να εξωθήσει τις δυο ομάδες να προκαλέσουν ακόμα μεγαλύτερες καταστροφές στην ήδη ασταθή περιοχή και να επεκτείνουν την επιρροή τους σε ευρύτερες περιοχές της Αφρικής.

Η JNIM και το ISGS ελειτούργησαν αρχικώς από το κεντρικόν Μάλι και την βόρειο Μπουρκίνα Φάσο. Κατά το παρελθόν έτος, ήρχισαν κλιμακούμενες περισσότερον οι βίαιες και συχνές μαχητικές επιθέσεις, που πλήττουν την συνοριακή περιοχή Μάλι – Νίγηρος και τα νότια μέρη της Μπουρκίνα Φάσο. Κατά το παρελθόν έτος, περισσότεροι από 2.600 άνθρωποι εφονεύθησαν και περισσότεροι από ήμισυ εκατομμύριον μετεκινήθηκαν μόνον στην Μπουρκίνα Φάσο. Η μάστιξ της τζιχαντιστικής βίας επιπίπτει ολοέν και περισσότερον στις χώρες της παρακτίου Δυτικής Αφρικής. Το Μπενίν έχει υποστεί δυο περιστατικά επιθέσεων ισλαμιστών συμμοριτών κατά μήκος των βορείων συνόρων του, συμπεριλαμβανομένης της απαγωγής δύο Γάλλων τουριστών και μιας επιθέσεως σε αστυνομικόν σταθμό. Εν τω μεταξύ, άλλα κράτη όπως η Γκάνα, το Τόγκο και η Ακτή Ελεφαντοστού έχουν εντατικοποιήσει τα μέτρα ασφαλείας κατά μήκος των βορείων συνόρων τους.

Η γεωγραφική επέκταση των επιχειρήσεων των JNIM και ISGS θα ημπορούσε να είναι ο πρωταρχικός λόγος για τον οποίον οι δύο ομάδες ημπόρεσαν να πραγματοποιήσουν αυτές τις επιθέσεις χωρίς αλληλοεπικάλυψη. Ωστόσον, η αναφερθείσα συνεργασία μεταξύ των δύο ομάδων θα ημπορούσε τώρα να τους προσδώσει την δυνατότητα να ασκήσουν ακόμη μεγαλυτέρα πίεση στους κοινούς εχθρούς τους (συμπεριλαμβανομένων των κυβερνήσεων του Μάλι, της Μπουρκίνα Φάσο και του Νίγηρος, καθώς και διεθνών δυνάμεων όπως τα γαλλικά στρατεύματα και τα στρατεύματα της «Πολυδιαστάτου Ολοκληρωμένης Αποστολής Σταθεροποιήσεως» στο Μάλι (Multidimensional Integrated Stabilization Mission – MINUSMA) χωρίς να χρειάζεται πλέον να ανταγωνίζονται σε παρόμοιες περιοχές ή να δαπανούν αμφότερες πόρους.

Στο πλαίσιον αυτής της νέας εξελίξεως, οι δράσεις της JNIM και της ISGS θα συνεχίσουν να επεκτείνονται και να διαμορφώνουν την τροχιά του τοπικού «περιβάλλοντος ασφαλείας», καθώς και τις δράσεις των εμπλεκομένων εξωτερικών παραγόντων. Τα «γεγονότα μείζονος αντικτύπου», όπως η κατάρρευση της κυβερνήσεως της Μπουρκίνα Φάσο ή η επίσημη κατάληψη – κατάσχεση της επικρατείας από αυτές τις μαχητικές ομάδες (δράση παρομοία με όσα έπραξεν η Αλ Κάϊντα στο Μάλι το 2011), πιθανόν να ωθήσουν την Δύση να αφιερώσει περισσότερα στρατεύματα και πόρους για την αντιμετώπιση της αυξανομένης απειλής. Ενώ βεβαίως είναι ολιγότερον πιθανή, μια διακρατική επίθεση «υψηλού προφίλ» κατά μιας δυτικής χώρας συνδεομένη με την JNIM ή το ISGS επίσης θα ημπορούσε να προκαλέσει μιαν ισχυροτέρα διεθνή αντίδραση, περισσότερον από τις έως τούδε διενεργούμενες περιφερειακές επιθέσεις. Πράγματι, Αμερικανοί και Γάλλοι αξιωματούχοι έχουν προειδοποιήσει ότι, ένα τέτοιο πλήγμα δεν ημπορεί να αποκλειστεί, δεδομένου ότι η Αλ Κάϊντα και το Ισλαμικόν Κράτος έχουν χρησιμοποιήσει και άλλα απομεμακρυσμένα «κενά ασφαλείας» (όπως το Ιράκ και το Αφγανιστάν) για να εκκινήσουν επιθέσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Ευρώπη. Ομοίως, μια επίθεση «υψηλού προφίλ» σε μια γειτονική χώρα της Δυτικής Αφρικής, (όπως οι φονικοί πυροβολισμοί το 2016 σε ξενοδοχείο της Ακτής Ελεφαντοστού), θα ημπορούσε να επιφέρει παρομοίαν αντίδραση, αν και σε μικρότερον βαθμό.

Ωστόσον, εκτός από τις περιπτώσεις γεγονότων με μεγάλη επίπτωση, είναι πιθανόν πως οι δυτικές δυνάμεις δεν θα μεταφέρουν εμπράκτως και εκτενώς τις αντιτρομοκρατικές τους στρατηγικές στο Σαχέλ.

Ενώ οι Δυτικές προσπάθειες στον τομέα της ασφαλείας δυσκολεύουν τους ισλαμιστές μαχητές να εκμεταλλευθούν τα τοπικά κενά στην διακυβέρνηση του Σαχέλ, η κλιμάκωση της βίας από τους τζιχαντιστές σε ολόκληρο την περιοχή δεν εμφανίζει σημεία επιβραδύνσεως. Ήδη από την παρέμβασή της στο Μάλι το 2013, η Γαλλία ηγείται της αντιτρομοκρατικής δράσεως στο Σαχέλ, ώστε να σταματήσει την αναδυομένη τζιχαντιστική προέλαση. Αλλά τα αρχικά κέρδη των Γάλλων απωλέσθησαν βραδέως, καθώς η απειλητική τζιχαντιστική εξέγερση μετεμορφώθη τώρα σε ένα επεκτεινόμενο περίπλοκο χάος εθνοτικών και θρησκευτικών εξεγέρσεων σε όλο το Μάλι, καθώς και στην Μπουρκίνα Φάσο και στον Νίγηρα.

Από τα περίπου 24.000 ξένα και εντόπια κυβερνητικά στρατεύματα που αναπτύσσονται επί του παρόντος στο Σαχέλ, η Γαλλία παραμένει ο κύριος «εγγυητής ασφαλείας» της μείζονος περιοχής. Σήμερον, περίπου 4.500 γαλλικές δυνάμεις επιχειρούν σε ολόκληρο το Μάλι, στον Νίγηρα, στο Τσαντ και στην Μπουρκίνα Φάσο για να βοηθήσουν τις τοπικές κυβερνήσεις να αποκαταστήσουν τον έλεγχο των εδαφών τους. Με την υλικοτεχνική υποστήριξη πολλών άλλων δυτικών εθνών, η γαλλική επιχείρηση συνιστά μια μεγάλη ποικιλία στρατιωτικών πόρων, που κυμαίνονται από τις ανεπτυγμένες προκεχωρημένες χερσαίες δυνάμεις στο Μάλι μέχρι τα κλιμάκια πληροφοριών και τα αεροπορικά αποσπάσματα που επιχειρούν από το έδαφος του Τσαντ. Ωστόσον, με την τρέχουσα δύναμή της, η αποστολή εξακολουθεί να είναι ιδιαιτέρως διεσπαρμένη, δεδομένου ότι οι 4.500 άνδρες των γαλλικών δυνάμεων ουσιαστικώς καλύπτουν έναν «τομέα ευθύνης» που εκτείνεται περίπου στο ήμισυ του μεγέθους των Ηνωμένων Πολιτειών.

Η συνεχιζομένη βραδεία αλλά σταθερά επέκταση των συντονισμένων επιχειρήσεων των τζιχαντιστών θα ωθήσει την Γαλλία να αφιερώσει περισσοτέρους πόρους στην σύγκρουση, αλλά όχι όμως αρκετούς ώστε να αλλάξει άρδην το περιβάλλον ασφάλειας. Εν τω μεταξύ, οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής θα συνεχίσουν να επιδιώκουν να απαγκιστρωθούν από την περιοχή, καθώς προσπαθούν να επαναπροσδιορίσουν την στρατιωτική στάση τους ,εστιάζοντες στο πεδίον του ανατγωνισμού των «Μεγάλων Δυνάμεων». Εάν οι δυτικές δυνάμεις διατηρήσουν το τρέχον επίπεδον υποστηρίξεώς τους, οι τοπικές κυβερνήσεις στη Δυτική Αφρική ημπορεί να αισθανθούν την ανάγκη να ζητήσουν πρόσθετον βοήθεια, η οποία θα ημπορούσε να εξωθήσει την Ρωσία να καταστεί μεγαλύτερος παίκτης στο Σαχέλ.

Η δυτική απροθυμία να αυξηθεί κάποια δέσμευση για την ασφάλεια στο Σαχέλ (που μαστίζεται από τις μαχητικές ομάδες των στρατευμένων τζιχαντιστών) δημιουργεί προφανώς ευκαιρίες για την Ρωσία. Στο πλαίσιον της ευρυτέρας «διπλωματικής επιθέσεώς» της στην Αφρική, η Μόσχα έχει ήδη επιδιώξει να αναβαθμίσει τις στρατιωτικές της σχέσεις με τα παραδοσιακώς ευθυγραμμισμένα προς την Γαλλία κράτη του Σαχέλ, πρώην αποικίες της Γαλλίας. Για την Ρωσία, ένας μεγαλύτερος ρόλος ασφαλείας στο Σαχέλ, ήτοι σε μιαν περιοχή της Δυτικής Αφρικής στο νότιον άκρο της Σαχάρας, θα ημπορούσε να σημαίνει την εκ μέρους της προμήθεια στρατιωτικού εξοπλισμού και υπηρεσιών – όπως η εξάπλωση ιδιωτικών στρατιωτικών δυνάμεων ή η εκπαίδευση από τον ρωσικό στρατό- με αντάλλαγμα επιτοπίως εξορυσσόμενα ορυκτά.

Αλλά ενώ η Μόσχα ημπορεί να προσφέρει στις τοπικές κυβερνήσεις συμπληρωματικές δυνατότητες υπό την μορφή όπλων, στρατιωτικής εκπαιδεύσεως και αμέσου στρατιωτικής υποστηρίξεως, η Ρωσία είναι απίθανο να αντικαταστήσει τον ρόλο που διαδραματίζουν οι μεγαλύτερες και βαθύτερον ριζωμένες δυτικές προσπάθειες στην περιοχή που κατευθύνονται από την Γαλλία. Αναλόγως δε προς τον βαθμόν επεκτάσεως οποιασδήποτε νέας ρωσικής συμμετοχής, θα ημπορούσε να αποδειχθεί δύσκολο να συντονιστούν οι νέες ρωσικές δραστηριότητές με τις ήδη υπάρχουσες εκεί δυτικές επιχειρήσεις ασφαλείας.

Ωστόσον, μετά από τις νεότερες εξελίξεις, οι δράσεις (ή η έλλειψη δράσεων) των τοπικών κυβερνήσεων, ιδίως εκείνων του Μάλι, της Μπουρκίνα Φάσο και του Νίγηρος, θα παραμείνουν οι σημαντικότερες για να διαπιστωθεί κατά πόσον η συνεργασία αυτή των δύο τζιχαντιστικών φορέων θα επιτρέψει στους μαχητές τους να εξασφαλίσουν έτι ισχυροτέρα θέση στην υποσαχάριο Αφρική. Ανεξαρτήτως των ενεργειών των εξωτερικών παικτών, μέχρις ότου οι επιχώριες αυτές κυβερνήσεις ημπορέσουν να αντιμετωπίσουν πολλά από τα βασικά παράπονα, (πράγμα το οποίον μέχρι στιγμής έχουν αποδειχθεί ανίκανες ή και απρόθυμες να πράξουν), μια στρατιωτική και μόνον απάντηση θα αποδειχθεί ανεπαρκής για την αντιμετώπιση της αυξανομένης τζιχαντιστικής απειλής.

Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι η αναφερθείσα συνεργασία μεταξύ των ισλαμιστών μαχητών στο Σαχέλ δεν σημαίνει απαραιτήτως μιαν ευρυτέρα προσέγγιση μεταξύ της Αλ Κάϊντα και του Ισλαμικού Κράτους. Ενώ οι ομάδες φέρουν το όνομα δύο παγκοσμίων τζιχαντιστικών κινημάτων, αποτελούνται σχεδόν εξ ολοκλήρου από εντοπίους μαχητές, οι οποίοι ασχολούνται πρωτίστως με τις επί τόπου τακτικές εξελίξεις παρά με τα παγκόσμια γεγονότα. Με αυτό το σκεπτικόν, η αναφερθείσα συνεργασία καθοδηγείται από τακτικούς και επιχειρησιακούς προβληματισμούς παρά από ιδεολογική ομοφωνία ή στρατηγική καθοδήγηση από το Ισλαμικόν Κράτος και τους πυρήνες της Αλ Κάϊντα στη Συρία / Ιράκ και στο Αφγανιστάν αντιστοίχως. Και τα δύο παγκόσμια κινήματα συνεχίζουν να εκδηλώνουν την ιδική τους ιδεολογική υπεροχή και εμμένουν το καθένα τους ότι είναι το μόνο αληθές παγκόσμιο κίνημα του τζιχάντ. Ομοίως, τα ποικίλα «υποκαταστήματά» τους συνεχίζουν να ανταγωνίζονται αμέσως για επιρροή σε άλλα θέατρα, όπως στο Αφγανιστάν, στην Βόρειο Αφρική, στην Σομαλία, στην Συρία και στην Υεμένη.

Ακριβώς επειδή τώρα αυτές οι ομάδες συνεργάζονται δεν σημαίνει βεβαίως ότι θα συνεχίσουν να το πράττουν για πάντα. Η κάθε πλευρά θα ημπορούσε τελικώς να καταστεί εκτενώς ενεργώς, και αναπτύσσουσα ευρύτερον κύκλο δραστηριοτήτων και προπαγάνδας να επιδιώξει εν τέλει να υποτάξει την άλλην. Οι τοπικές ή και οι προσωπικές αντιπαλότητες μεταξύ των ηγετών θα ημπορούσαν επίσης να εμποδίσουν την συνεργασία ή να αναγκάσουν τις ομάδες να πλήξουν η μία την άλλη. Αλλά ενώ αυτή η εξέλιξη ημπορεί να μειώσει τις απειλές που παριστούν οι τζιχαντιστικές ομάδες, πολλοί άμαχοι στην μείζονα περιοχή εξακολουθούν να παραμένουν καθηλωμένοι μεταξύ διασταυρουμένων πυρών.

Αθανάσιος Κωνσταντίνου

Exit mobile version