Γιατί πρέπει σήμερον να μελετούμε τον Όσβαλντ Σπένγκλερ; Ο συγγραφεύς της «Παρακμής της Δύσεως» έγραψε κάποτε ότι το έργον του απευθύνετο στους άνδρες της δράσεως – και όχι στους κριτικούς – και ότι στόχος του ήταν να παρουσιάσει μιαν εικόνα του κόσμου η οποία ημπορεί να μας συνοδεύσει στην ζωή, παρά να προσφέρει κάποιο υλικόν σκέψεως στους επαγγελματίες φιλοσόφους. Και στην εισαγωγή του στο έργον του «Τα έτη της αποφάσεως» / «Τα αποφασιστικά χρόνια» επεβεβαίωσε: «Δεν δίδω κάποιαν προαιρετική εικόνα για το μέλλον, πόσο μάλλον ένα πρόγραμμα για την υλοποίησή του, αλλά μια σαφή εικόνα των γεγονότων όπως είναι και όπως θα είναι. Βλέπω μακρύτερον απ’ ότι άλλοι.»
Αν συγκρίνουμε τις περιγραφές του τεχνικού πολιτισμού με τους μεταμοντέρνους και «ρευστούς» καιρούς μας, δεν ημπορούμε παρά να δώσουμε πίστη στα λόγια του. Η μορφολογική του προοπτική της ιστορικής εξελίξεως – μαζί με μια παράξενη και μοναδική ικανότητα αντιλήψεως – του επέτρεψε να εκφράσει διαισθήσεις ασυνηθίστου προσεγγίσεως και βάθους. Βεβαίως αυτό που μας προσφέρει πλουσιοπαρόχως ο Σπένγκλερ είναι μια χαρτογράφηση του κύκλου των πολιτισμών, η δυνατότης να οριοθετήσουμε το σημείον πολιτιστικής μεταπτώσεως, όπου και είναι απόλυτος η ανάγκη, καθώς οφείλουμε να καταλάβουμε τι πρέπει να αντιμετωπίσουμε.
Ας το αντιληφθούμε: Κανείς δεν ημπόρεσε, ούτε ημπορεί να προβλέψει το μέλλον, ούτε καν ο πολύς Σπένγκλερ. Στην πρόβλεψη των μεγάλων στοχαστών οι οποίοι κατά καιρούς ετόλμησαν να μελλοντολογήσουν, υπάρχουν πάντοτε ανεπάρκειες και σφάλματα. Αλλά ο Σπένγκλερ υπήρξεν ένας εξαιρετικώς οξυδερκής, όσον και απότομος παρατηρητής και κάποιες φορές, ακόμη και όταν βραχυπροθέσμως έκαμε λάθος, μεσομακροπροθέσμως απεδείχθη σωστός.
Για τον Σπένγκλερ, τα «Αποφασιστικά χρόνια» είναι εκείνη η ταραχώδης περίοδος που εκκινεί από τον Πρώτον Μεγάλο Πόλεμο, στην οποίαν αναπτύσσονται τα δύο φαινόμενα που προσπαθεί να αναλύσει σε αυτό το έργον του: Η «παγκόσμιος επανάσταση του λευκού κόσμου» και η «παγκόσμιος επανάσταση με την έγχρωμη επιλογή». Το πρώτο φαινόμενον συνίσταται στην εξέγερση των αστικών μαζών εναντίων των Παραδοσιακών ελίτ. Το δεύτερο σε μια παγκόσμιο εξέγερση στοχεύουσα να τερματίσει την υπεροχή του Λευκού Ευρωπαίου.
Ο Σπένγκλερ έως τούδε φαίνεται ότι…. ευτυχώς κάμει κάποια λάθη! Επί παραδείγματι, η ανάλυση της «επαναστέσεως των εγχρώμων» είναι υπερβολικώς απλοϊκή και τείνει να εξετάσει αυτό που τώρα αποκαλούμε «Τρίτο Κόσμο» ως κάτι ομοιογενές, ευρισκόμενο σε αντίθεση με μιαν ομοιογενή Δύση. Επίσης η ζοφερά υποθετική συμμαχία την οποίαν βλέπει μεταξύ του δυτικού προλεταριάτου και του Τρίτου Κόσμου δεν έχει ακόμη υλοποιηθεί επαρκώς, εκτός από πολύ συγκεκριμένες, περιορισμένες περιπτώσεις καθεστωτικών «αλληλεγγύων» και καθεστωτικών «αντιρατσιστών». Ακόμη, δεν κατάφερε να προβλέψει την μεταρρυθμιστική κοινωνικο – οικονομική κίνηση των δυτικών κοινωνιών και την «συναινετική» αποδυνάμωση της ταξικής πάλης.
Μεταξύ των τμημάτων του μείζονος έργου του τα οποία έχουν μισηθεί πολύ, είναι εκείνα στα οποία εκφράζει την απροκάλυπτο περιφρόνησή του εναντίον του σοσιαλμανούς κράτους προνοίας – το οποίον θεωρεί ως σύμπτωμα φθινούσης κοινωνικής ζωτικότητος- και εναντίον των συνδικαλιστικών αγώνων. Αυτές είναι σελίδες του που περιέχουν ένα συγκεκριμένο τόνο ενός απανθρώπου αντιδραστικού τέρατος. Αλλά ακόμη και εδώ είναι απαραίτητον να αναγνωρίσουμε τις ακριβείς του διαισθήσεις και εμπνεύσεις.
Πρέπει να εντοπίσουμε την ακριβή διάγνωσή του σχετικώς με την παρακμή της ατομικής ευθύνης και την αναγωγή της σε οχλομαζικές διαδικασίες, οι οποίες θα καθίσταντο διαδεδομένες μόνον δεκαετίες αργότερον: Εκδικητική φρενίτις προς ένα κράτος τροποποιημένο σε ανίκανη μηχανή προνοίας, υπερτροφία της θυματοποιήσεως των «αδικημένων» δραστών, καθώς και παραληρηματική συναισθηματική διολίσθηση του πολιτικού λόγου. Δηλαδή φαινόμενα τα οποία συνοδεύονται από αυτήν την κοινωνική «βρεφοποίηση», τον συλλογικό παλιμπαιδισμό της ανευθυνότητος και εκείνες τις καταθλιπτικές παθολογίες που είναι τόσον χαρακτηριστικές στις μεταμοντέρνες και εμποροκρατούμενες πολυπολιτισμικές κοινωνίες μας.
Η ανάλυση της «Παρακμής της Δύσεως» αποκτά πραγματικώς προφητικές παρυφές, προβλέπουσα το αντιαποικιακό κίνημα («αποαποικιοποίησης») και επισημαίνουσα ότι το Ισλάμ, με τον πολεμικό και αρρενωπό δογματισμό του, θα επικρατούσε του Χριστιανισμού στον Τρίτο Κόσμο. Επίσης εσημείωνε ευστόχως ότι, οι τότε (μεσοπολεμικώς) αναδυόμενες μεγάλες δυνάμεις – οι ΗΠΑ, η Σοβιετική Ρωσία, η Ιαπωνία, ο Τρίτος Κόσμος – είναι εξωευρωπαϊκές και ότι ευρίσκονται σε ισχυρά αλληλεπίδραση μεταξύ τους (σε αυτό που αργότερον θα απεκαλείτο «πολιτική των μεγάλων συνασπισμών»), όπου και έγκειται ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την Ευρώπη.
Αναλόγως προφητικός υπήρξεν όταν ανεκοίνωσε την επερχομένη ερήμωση της υπαίθρου και την φρενήρη αστική οικιστική ανάπτυξη, προειδοποιών σχετικώς με τις μετεγκαταστάσεις βιομηχανιών στον Τρίτο Κόσμο, προβλέπων τον καθοριστικό ρόλο που θα διεδραμάτιζεν η χρηματοπιστωτική κερδοσκοπία εις βάρος της παραγωγικής οικονομίας, περιγράφων την εμφάνιση αυτού που αργότερον απεκλήθη «κοινωνία του θεάματος» (με την ανελέητη κριτική του για το «panem et circenses») και τέλος προβλέπων την γήρανση του λευκού ευρωπαϊκού πληθυσμού.
Ο Σπένγκλερ επιφυλάσσει τις πικρότερες επικρίσεις του για την αλαζονεία της «αποριζωμένης αστικής νοημοσύνης», των «διανοουμένων», των ταγών της κοινής γνώμης και των μέσων ενημερώσεως. Δεν περιφρονεί τις αναφορές στην «βασιλεία του τρόμου» την οποίαν εξέφραζε το σοβιετικόν καθεστώς (μάλιστα σε μιαν εποχή που η φρίκη του δεν ήταν δεν ήταν ακόμα γνωστή), το οποίον εξεδήλωσε την ιμπεριαλιστική του φάση και την πολιτική των συμμαχιών στον Τρίτο Κόσμο.
Με μοναδική οξυδέρκεια, ανεκοίνωσεν ότι, παρά τα εγκλήματά του, το καθεστώς αυτό θα διατηρούσε άθικτον το κύρος του μεταξύ των διανοουμένων και των μαζών των Δυτικών, οι οποίοι είναι βλακωδώς πρόθυμοι να πιστέψουν στις ουτοπίες. Οι σελίδες του αφιερωμένες στο ευαγγέλιον της «ταξικής πάλης» («τίποτα δεν συγκολλάται περισσότερον ή καλύτερον από το μίσος») είναι μια ανάλυση εκείνου του ισχυρού πολυωνύμου που διαπερνά ολόκληρη την αμνημόνευτο πορεία της ιστορίας και τον οποίον ο μέγας Νίτσε είχεν ήδη αναγνωρίσει ως έναν από τους αποτελεσματικοτέρους κινητήρες του: οργή-πικρία-μίσος.
Ο ταξικός πόλεμος, λέγει ο Σπένγκλερ, είναι ένας σκοπός χωρίς μέλλον: «δεν είναι η κατασκευή κάτι καινουργούς, αλλά η καταστροφή όσων υπάρχουν. Η μεθοδική αποθάρρυνση είναι το εργαλείον του, καθώς και η αναδημιουργία της “τάξεως” ως μαχητικού στοιχείου. Και αν αυτή δεν υπάρχει, πρέπει να δημιουργηθεί.» Αναγνωρίζοντες αυτό το τελευταίον ημπορούμε να κινηθούμε και προς την αναγνώριση της συγχρόνου αντανακλάσεώς του, τον ζήλον με τον οποίον κάποιοι επιμένουν σήμερον ότι, η Ευρώπη πρέπει να καταστεί λιμήν αφίξεως για όλους τους εκδιωχθέντες της γης, για όλους «της γης τους κολασμένους».
Ωστόσον, για τον Σπένγκλερ, δεν φαίνεται ότι η επαναστατική Λερναία Ύδρα θα έχει την τελευταία λέξη. Με κάπως διφορούμενες γραμμές, επισημαίνει ότι «η παγκόσμιος επανάσταση, ανεξαρτήτως από το πόσον ισχυρά είναι στην αρχή, δεν καταλήγει στην νίκη ή στην ήττα, αλλά στην παραίτηση των μαζών που προωθούνται. Τα ιδανικά τους δεν είναι αμφιλεγόμενα. Καθίστανται βαρετά. Καταλήγουν να μην κινητοποιούν κανέναν ώστε να ασχοληθεί μαζί τους (…) Μια “μη αστική” κοινωνία ημπορεί να διατηρηθεί μόνον από την τρομοκρατία και μόνον επί μερικά έτη. Στο τέλος της, όλοι έχουν ταλαιπωρηθεί από αυτήν, δίχως να αναφέρουμε ότι εν τω μεταξύ οι αυθέντες των εργατών έχουν γίνει νέοι αστοί».
Ο Σπένγκλερ είδε το λυκόφως του ανυπάρκτου «υπαρκτού σοσιαλισμού», την τελική μη βιωσιμότητα ενός συστήματος βασισμένου στον εξαναγκασμό, στην εσωτέρα επιθυμία των προλεταριακών μαζών να γίνουν αστοί. Μάλιστα, προσέθεσε: «Ο αιών της λατρείας του εργάτη, 1840 – 1940, έρχεται αμετάκλητα στο τέλος του».
Εκείνοι που ακόμη και σήμερον ψάλλουν την «Διεθνή» είναι όσοι δεν έχουν καταλάβει τα χρόνια που ζούμε. Ο χειρωνακτικώς εργαζόμενος επανεντάσσεται σε ολόκληρο το Έθνος, όχι ως το κακοπαθημένο ή άσωτο παιδί του, αλλά ως η κατωτέρα τάξη της αστικής κοινωνίας. Οι αντιθέσεις που επεξεργάζεται ο ταξικός αγών είναι και πάλιν οι μόνιμες διαφορές υψηλού και χαμηλού, όλοι δε είναι ικανοποιημένοι από αυτό.
Στο τέλος, οι εντάσεις αραιώνονται, εκτονώνονται και μαραίνονται στους «άρτους και θεάματα» της νέας εποχής. Και ο Σπένγκλερ θέτει τον δάκτυλο επί τον τύπο των ήλων, προσδίδων έμφαση στην μικροαστική κοινή ταυτότητα του κομμουνισμού και του καπιταλισμού, ηνωμένων αρρήκτως στο οικονομοκρατικό τους όραμα της πραγματικότητος : «Ο “καπιταλισμός” και ο “σοσιαλισμός” έχουν την ίδια ηλικία, έχουν στενό συσχετισμό, έχουν προκύψει με τον ίδιον τρόπο, βλέπουν τα πράγματα με τις ίδιες τάσεις. Ο σοσιαλισμός δεν είναι τίποτα περισσότερον από τον καπιταλισμό της κατωτέρας τάξεως».
Ίσως το εντυπωσιακότερον σφάλμα του Σπένγκλερ – ή αυτό που του αποδίδεται συχνότερον – είναι η πρόβλεψή του για μια γενική αποσύνθεση των κοινοβουλευτικών κομματοκρατικών συστημάτων και η εμφάνιση ενός νέου «Καισαρισμού». Όπως στην αρχαία Ρώμη, ο κύκλος των επαναστάσεων και των εμφυλίων πολέμων που ήρχισαν μετά τους πολέμους του Αννίβα και των αδελφών Γράκχων τον 2ο αιώνα π.Χ. τελικώς έληξε στην Αυτοκρατορία του Αυγούστου, με τον ίδιον τρόπο οι σπασμοί της Δύσεως κατά τον δέκατον ένατον και τον εικοστόν αιώνα σημαίνουν το τέλος της παραδοσιακής τάξεως και το πέρασμα σε μια φάση «τεχνικού πολιτισμού», που αφήνει τον δρόμο σαφώς ανοικτό στην έλευση του Καισαρισμού.
Ο Σπένγκλερ περιγράφει τον Καισαρισμό ως την εποχή του ιμπεριαλισμού, του υλισμού, της υπεροχής της τεχνολογίας, της δυνάμεως των μέσων ενημέρωσης. Είναι η εποχή της «δευτέρας θρησκευτικότητος»: εκφυλισμένες μορφές θρησκευτικής εμπειρίας, κατασκευασμένες από αμαλγάματα και συγκρητισμούς. Είναι η εποχή του θανάτου του πνεύματος που αρχικώς εζωογόνησεν τους λαούς: Οι παραδοσιακοί πολιτικοί θεσμοί, αν και τυπικώς διατηρούνται, δεν έχουν πλέον κανένα νόημα ή ειδικόν βάρος και ο μόνος καθοριστικός παράγων είναι η ψυχρή, τεχνοκρατική, εκ του μακράν ασκουμένη προσωπική εξουσία του Καίσαρος.
Αυτή η πρόβλεψη από τον Σπένγκλερ, ο οποίος στην εποχήν του εσκέφθη περί του ιστορικού δρωμένου λαμβάνων υπ’ όψη του προσωπικότητες «καισαρικού τύπου», όπως ο Λένιν ή ο Μουσολίνι, θα διαψευσθεί τελικώς από τα γεγονότα : Από την ήττα του ολοκληρωτισμού σε δύο φάσεις (1945 και 1991) και από τον συνακόλουθο τελικό θρίαμβο των αστοπλουτοκρατικών κοινοβουλευτικών δημοκρατιών. Ωστόσον, μια πλέον προσεκτική ανάγνωση μας οδηγεί σε επανεξέταση της σημερινής συναφείας της προβλέψεώς του με ορισμένες ιστορικές πτυχές.
Τι να σκεφθεί κανείς για την ιδεάν του αυτήν στο πλαίσιον της εξελισσομένης παγκοσμιοποιήσεως ή της σχεδόν «αυτοκρατορικής» υπεροχής των Ηνωμένων Πολιτειών; Μήπως δεν έχουν επισκιαστεί οι δημοκρατικοί θεσμοί από την δυτικού τύπου φιλελευθέρα δημοκρατική «διακυβέρνηση», από την εξουσία των δυνάμεων του χρήματος οπίσω από τα προσκήνια των εμπειρογνωμόνων; Δεν υπάρχει μία διεθνής κάστα, εκείνη των Πλουτοκρατών Διεθνών Επικυριάρχων, της οποίας η εξουσία ασκείται πέραν από τα σύνορα και τους πολιτικούς ελέγχους; Δεν ολισθαίνουμε προς ένα «νέο καθεστώς», το οποίον κάποιοι έχουν ήδη ονομάσει «χειμώνα της δημοκρατίας»; Δεν υπάρχει σήμερον μια αυξανομένη έκκληση για μια «πραγματική δημοκρατία»;
Ή τι να σκεφθεί άραγε κανείς για την ιδέαν του γύρω από τη «δευτέρα θρησκευτικότητα», εν όψει του «νεοεποχίτικου» πνευματισμού (που εξελίχθη με κριτήρια παρόμοια και συμβατά προς εκείνα της διαφημιστικής διαμορφώσεως… της γεύσεως του καταναλωτή); Σε ένα πολιτικόν έργο μεγάλης επιρροής («Empire», 2000), οι νεο-μαρξιστές συγγραφείς Antonio Negri και Michael Hardt, επεβεβαίωσαν ότι είμεθα στο μέσον της διαδρομής μιας αυτοκρατορίας: Η παλαιά διεθνής τάξη των εθνικών κρατών αντεκαταστάθη από μια παγκόσμιο διακυβέρνηση χωρίς χωροτοπικούς περιορισμούς ή χρονικότητες, από μια παγκοσμιοποιημένη βιοπολιτική μηχανή η οποία δεν γνωρίζει κάτι «εξωτερικόν» προς αυτήν! Έχει εγκολπωθεί και επεξεργάζεται τα πάντα στο εσωτερικόν της!
Είναι αλήθεια ότι όλα αυτά δεν είναι ο Καισαρισμός για τον οποίον ομίλησεν ο Σπένγκλερ, αλλά από ορισμένες απόψεις δεν σταματούν να μας υπενθυμίζουν την τρομακτική περιγραφή του.
Αθανάσιος Κωνσταντίνου