«Είχα ντουφέκι αλάθευτο, περήφανο σαν άτι,
που μήνες δεν παραίτησε τ’ ασάρκωτό μου χέρι,
κι όσες οι τρίχες μου έφαγε τόσων οχτρών το μάτιּ
φτάνει η Αραπιά, το πέταξα κι αδράζω το μαχαίρι!
Ήταν μαχαίρι γονικό, σα σκύλος μπιστεμένο,
κι είχε απ’ τα χρόνια τα παλιά, τα κλέφτικα, συνήθεια
να κυνηγάη τις άπιστες καρδιές σα λυσσασμένοּ
είδα, πολλοί ήταν, τό ΄μπηξα στης Δέσπως μου τα στήθια.
Στης Δέσπως που μου πείνασε, που δίψασε μαζί μου,
που λάμπανε απ’ τα κάλλη της τα κορφοβούνια, οι λόγγοι…
Μα τι; Τη Δέσπω θα θρηνάη και τα άρματα η ψυχή μου;
Δεν κλαίω για κείναּ χάθηκε, σας λέω, το Μεσολόγγι!»