Tην 1η Οκτωβρίου 2017 η περιφερειακή «Κυβέρνηση της Καταλονίας» (Generalitat de Catalunya) προέβη σε δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία της Καταλονίας από την Ισπανία. Αυτό το δημοψήφισμα εζητήθη για πρώτην φορά τον Ιούνιο του 2017 και ενεκρίθη από το καταλανικό κοινοβούλιο σε συνεδρίαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2017 μαζί με νόμο που όριζεν ότι η ανεξαρτησία θα είναι δεσμευτική με απλή πλειοψηφία, δίχως να απαιτείται ελαχίστη προσέλευση. Τα κόμματα της αντιπολιτεύσεως ηρνήθησαν να συμμετάσχουν στην σύνοδο και εκάλεσαν τους ψηφοφόρους τους να απομονώσουν την ψηφοφορία, εκτός από το «Καταλονία ναι ημπορούμε» («Catalunya Sí que es Pot»), που απείχεν, αλλά υπεστήριξε την συμμετοχή. Ο νόμος είναι παράνομος συμφώνως προς το «Καταλανικό Καταστατικόν της Αυτονομίας» που απαιτεί την πλειοψηφία των δύο τρίτων στο καταλανικό κοινοβούλιο για οποιανδήποτε αλλαγή στο καθεστώς της Καταλονίας.
Το ίδιο το δημοψήφισμα ήταν επίσης παράνομο, συμφώνως προς το ισπανικό Σύνταγμα. Ανεβλήθη από το Συνταγματικό Δικαστήριο στις 7 Σεπτεμβρίου 2017, ενώ η καταλανική κυβέρνηση εδήλωσεν ότι η δικαστική απόφαση δεν ισχύει για την Καταλονία, καθώς και ότι συνέλεξε 750 από 948 δήμους της Καταλονίας, συμπεριλαμβανομένης της μερικής υποστηρίξεως της Βαρκελώνης. Αυτό οδήγησε σε μια συνταγματική κρίση στην Ισπανία και εξεκίνησε μια τεραστία αστυνομική επιχείρηση.
Η ισπανική κυβέρνηση αντετέθη σε κάθε δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία της Καταλονίας, υποστηρίζουσα ότι το ισπανικόν Σύνταγμα δεν επιτρέπει την ψηφοφορία για την ανεξαρτησία οποιασδήποτε ισπανικής περιφερείας, ενώ ταυτοχρόνως θεωρεί ότι τέτοια ανεξαρτησία είναι παράνομη χωρίς τη συγκατάθεσή της. Αφ’ ετέρου η καταλανική κυβέρνηση επεκαλέσθη το δικαίωμα της αυτοδιαθέσεως για την κλήση του δημοψηφίσματος. Η καταλανική κυβέρνηση προσεπάθησε, αλλά απέτυχε να λάβει διεθνή υποστήριξη, ενώ οι Ευρωπαίοι εταίροι της Ισπανίας θεωρούν το καθεστώς της Καταλονίας ως αυστηρώς εσωτερικό ισπανικό ζήτημα.
Συνεπώς, μετά από έλεγχον της συνταγματικότητος που εζήτησε η ισπανική κυβέρνηση, το συνταγματικό δικαστήριο της Ισπανίας ακύρωσε το ψήφισμα που έδωσε το Κοινοβούλιο της Καταλονίας ώστε να διεξαχθεί μια τέτοια ψηφοφορία. Ωστόσον, η κυβέρνηση της Καταλονίας συνέχισε να υποστηρίζει την ψηφοφορία στην 1η Οκτωβρίου του έτους, όπως και έγινε. Το ισπανικόν κράτος ήρε τον νόμο για το δημοψήφισμα αμέσως μετά το πέρας του, όπως είχεν ειδοποιήσει εκ των προτέρων την καταλανική κυβέρνηση η τότε αναπληρώτρια πρωθυπουργός της Ισπανίας, υπουργός της Προεδρίας και των Περιφερειακών Διοικήσεων, Σοράγια Σάενθ ντε Σανταμαρία (Soraya Sáenz de Santamaría). Το δημοψήφισμα εξέπεσεν ως άτυπο, άκυρο και κατά το αποτέλεσμα ως μήποτε γενόμενο, ενώ εσημειώθησαν πάμπολλες και ποικίλες εσωτερικές πολιτικοκοινωνικές τριβές.
Οι καταλανικές ομάδες υπέρ της ανεξαρτησίας διατηρούν τις ενέργειές τους διαμαρτυρόμενες μόνον διαδικτυακώς επί του παρόντος, λόγω της τρεχούσης κρίσεως στον τομέα της υγείας, αλλά αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι έχουν απομακρυνθεί από τον δεδηλωμένο σκοπό τους.
Η Καταλονία είναι λίαν πιθανόν να πραγματοποιήσει εκλογές κατά το δεύτερον εξάμηνο του 2020 ή στις αρχές του 2021, γεγονός που θα προκαλέσει εντάσεις στο κίνημα υπέρ της ανεξαρτησίας και θα εμβαθύνει περαιτέρω τις υφιστάμενες διαιρέσεις. Μακροπροθέσμως , η αναμενομένη τεραστία οικονομική επιβάρυνση από την κρίση, όπως η υψηλή ανεργία, θα ενισχύσει τις εκκλήσεις των αυτονομιστικών ομάδων για ανεξαρτησία από την Μαδρίτη.
Όπως και τα περισσότερα κινήματα διαμαρτυρίας σε όλο τον κόσμο, το κίνημα ανεξαρτησίας της Καταλονίας έχει εκδηλώσει μιαν αναστολή δράσεως στους δρόμους εν μέσω της πανδημίας της COVID-19. Αλλά αυτό δεν σημαίνει βεβαίως ότι το κίνημα ανεξαρτησίας έχει τελειώσει: Πολιτικά κόμματα και συμπαθούσες ομάδες συνεχίζουν τις εκστρατείες τους στα κοινωνικά μέσα ενημερώσεως, αναφέροντα διαρκώς παράπονα σχετικά με το πώς χειρίζεται η Μαδρίτη την κρίση της υγείας και την ευαισθητοποίηση των φυλακισμένων ηγετών. Προφανώς, όπως και η πανδημία, το «πάγωμα» στις δημόσιες διαμαρτυρίες δεν θα διαρκέσει για πάντα, οπότε από το δεύτερον εξάμηνο του έτους, ο πολιτικός κύκλος στην Καταλονία είναι πιθανόν να ενεργοποιηθεί, καθώς οι επίσημοι περιορισμοί στις μετακινήσεις και στις συγκεντρώσεις θα αρθούν. Μακροπροθέσμως, η οικονομική ζημία που προεκλήθη από την πανδημία και η συνακόλουθος υψηλή ανεργία θα δώσουν στο κίνημα ανεξαρτησίας περισσότερα επιχειρήματα ώστε να ακολουθήσει μια διαφορετική πορεία από εκείνην της Μαδρίτης.
Αναμένεται βραχυπρoθέσμως μια «αδρανοποημένη» σύγκρουση και μεσοπροθέσμως ανταγωνισμό μεταξύ των υπέρ της ανεξαρτησίας διαφόρων μερών. Η κατάσταση αυτή ημπορεί να εξασθενίσει μακροπροθέσνως, αναλόγως με το πόσον κακή είναι η οικονομική κατάσταση στην Ισπανία και αναλόγως προς το αν η κεντροαριστερά κυβέρνηση στην Μαδρίτη, (η οποία θέλει να αποφύγει την σύγκρουση με την Καταλονία), καταφέρει να παραμείνει στην εξουσία.
Στους επομένους τρεις έως τέσσαρες μήνες, η πίεση για ανεξαρτησία στην Καταλονία θα «παγώσει», με επίκεντρον την πανδημία της COVID-19 και την προοδευτική άρση των μέτρων απομονώσεως. Η περιφερειακή κυβέρνηση της Καταλονίας θα συνεχίσει να επικρίνει την αντιμετώπιση της κρίσεως από την κεντρική κυβέρνηση και οι Καταλανοί πολιτικοί θα καταγγείλουν πιθανώς διακρίσεις της Μαδρίτης όσον αφορά στην κατανομή δημοσίων πόρων, αλλά αυτό δεν θα υπερβεί την επιφανειακή ρητορική. Ο Ισπανός πρωθυπουργός Πεδρο Σάντσεζ Πέρεθ-Καστεχόν (Pedro Sánchez Pérez-Castejón) είναι το κεντρικό πρόσωπο στην ισπανική πολιτική αυτήν την στιγμή. Ο περιφερειακός πρόεδρος της Καταλονίας, Ζοακίμ – «Κιμ» Τόρα ι Πλά (Joaquim «Quim» Torra i Pla) , έχει καταστεί δευτερεύων χαρακτήρας κατά την κρίση της υγείας. Έχει αγωνιστεί μεθοδικότατα ώστε να καταλήξει σε μια συνεπή θέση και πιθανότατα ευρίσκεται στους τελευταίους μήνες της προεδρίας του.
Στο παρελθόν, η αδύναμη ισπανική οικονομία, η υψηλή ανεργία και οι μη δημοφιλείς πολιτικές λιτότητος εβοήθησαν τα κόμματα υπέρ της ανεξαρτησίας στην Καταλονία, επιτρέποντάς τους να κατευθύνουν την λαϊκή οργή ενάντια στην κεντρική κυβέρνηση.
Μεσοπροθέσμως, από το τέλος του θέρους έως το φθινόπωρο, οι προ-πανδημικές πολιτικές εντάσεις στο στρατόπεδον των οπαδών της ανεξαρτησίας θα επανέλθουν στο προσκήνιον μόλις ολοκληρωθεί η χειροτέρα όλων ανθρωποβόρος κρίση της υγείας. Οι συγκρούσεις μεταξύ της «Ρεπουμπλικανικής Αριστεράς της Καταλονίας» («Esquerra Republicana de Catalunya» – ERC) και των «Ενωμένων για την Καταλονία» («Junts per Catalunya» – JxCat) θα επανεμφανισθούν, πιθανότατα δε θα επιδεινωθούν κατά τις περιφερειακές εκλογές στην Καταλονία ,στα τέλη του 2020 ή στις αρχές του 2021, όταν η ERC και οι JxCat θα συγκρούονται για να καρπωθούν την υποστήριξη από την ιδία ομάδα ψηφοφόρων. Η ERC θα αγωνισθεί για να υπερασπιστεί τις μετριοπαθείς θέσεις της σχετικώς με την ανεξαρτησία και, ειδικότερον, θα συνεχίσει την υποστήριξή της προς την ήδη εκπεφρασμένη πεποίθηση του Πέδρο Σάντσεθ. Οι JxC εν τω μεταξύ, θα αγωνισθούν κατατριβόμενοι με τις ιδικές τους εσωτερικές διαιρέσεις, καθώς ο πλέον δημοφιλής χαρακτήρ τους, ο Καρλες Πουζδέμον (Carles Puigdemont), δεν θα ημπορέσει να εκστρατεύσει κατά τα πολιτικά ειωθότα στην καταλανική επικράτεια, αφού όταν επιστρέψει στην Ισπανία από το εξωτερικό απειλείται με σύλληψη. Ανεξαρτήτως από αυτές τις διαμάχες, τα κόμματα υπέρ της ανεξαρτησίας θα κερδίσουν πιθανώς τις περιφερειακές εκλογές, λαμβανομένου ιδιαιτέρως υπόψη ότι, ο κύριος αντίπαλός τους, οι «Πολίτες» («Ciudadanos»), ευρίσκονται εν μέσω ισχυράς εσωτερικής κρίσεως.
Η μακροπρόθεσμος τροχιά του αυτονομιστικού δρωμένου, δηλαδή μετά τις εκλογές της Καταλονίας, είναι ολιγότερον σαφής. Αναμένεται η Ισπανία να σημειώσει βαθεία ύφεση και απότομο αύξηση της ανεργίας λόγω των αρνητικών επιπτώσεων της πανδημίας στις ισπανικές και ευρωπαϊκές οικονομίες. Αναμένεται επίσης ότι το δημοσιονομικόν έλλειμμα και το δημόσιον χρέος της Ισπανίας θα αυξηθούν σημαντικώς, γεγονός το οποίον θα αναγκάσει την κεντρική κυβέρνηση της Μαδρίτης να εισαγάγει μη δημοφιλή μέτρα λιτότητος για την μείωση του ελλείμματος.
Στο παρελθόν, η αδύναμη ισπανική οικονομία, η υψηλή ανεργία και οι ευλόγως μη δημοφιλείς πολιτικές λιτότητος εβοήθησαν τα κόμματα υπέρ της ανεξαρτησίας στην Καταλονία, επιτρέπουσες στα κόμματα αυτά να κατευθύνουν την λαϊκή οργή ενάντια στην κεντρική κυβέρνηση. Οι δυνάμεις υπέρ της ανεξαρτησίας θα προσπαθήσουν να επωφεληθούν από την εύθραυστο οικονομική κατάσταση στην Ισπανία, ώστε να προωθήσουν την αντι-ισπανική ρητορική, όπως προ μιας δεκαετίας.
Οι διαφορές μεταξύ της κεντρικής κυβερνήσεως της Μαδρίτης και της περιφερειακής κυβερνήσεως της Καταλονίας θα καταστούν ιδιαιτέρως σοβαρές εάν καταρρεύσει ο συνασπισμός μεταξύ του «Σοσιαλιστικού Κόμματος» και του «Ηνωμένοι Ημπορούμε» («Unidas Podemos», ενθέρμων φίλων του … ΣΥΡΙΖΑ) εξ αιτίας διαφορών ως προς τον τρόπον αντιμετωπίσεως της οικονομικής κρίσεως, οπότε μάλλον θα αναλάβει μια συντηρητική εθνική κυβέρνηση με επικεφαλής το «Λαϊκόν Κόμμα». Αν συμβεί κάτι τέτοιο, η Μαδρίτη θα αλλάξει άρδην την στρατηγική της έναντι της Καταλονίας, η οποία επί του παρόντος βασίζεται στον διάλογο και στην συνύπαρξη, θα ακολουθήσει δε μια πλέον «συγκρουσιακή» προσέγγιση, συμφώνως προς την θέληση των συντηρητικών ψηφοφόρων. Αυτό το ενδεχόμενον προφανώς θα επιδεινώσει περαιτέρω την κατάσταση, θέτον και πάλιν ερωτήματα για το μέλλον της Καταλονίας.
Εντός των επομένων μηνών, θα είναι σημαντικό να παρατηρούμε, δίκην «πολιτικού βαρομέτρου», ομάδες όπως το καταλανικό κίνημα διαμαρτυρίας «Δημοκρατικό Τσουνάμι» («Tsunami Democràtic»), το οποίον ήταν πολύ αποτελεσματικό στην διοργάνωση εκτενών διαμαρτυριών υπέρ της ανεξαρτησίας το 2019 και τις «Επιτροπές Δημοκρατικής Αμύνης» («Comites de Defensa de la Republica» – CDR). Επισημαίνεται επισης πως τα πλέον ριζοσπαστικά στοιχεία του κινήματος της ανεξαρτησίας, όπως οι «Ομάδες Τακτικής Ανταποκρίσεως» (Equipos de Respuesta Tactica) της CDR, είναι …. επιρρεπέστερα στην παραβίαση του ταμπού ενάντια στην βία.
Αθανάσιος Κωνσταντίνου
Reblogged this on Macedonian Ancestry.