Είναι προφανές ηθικό χρέος κάθε Έλληνος και συνάμα αποστολή κάθε Εθνικιστή, να τιμά ενεργώς τις αξιολάτρευτες και θαυμαστές μεγάλες προσωπικότητες των εθνικών ιστοριογράφων Σπυρίδωνος Ζαμπέλιου και Κωνσταντίνου Παπαρρηγοπούλου, οι οποίοι στην αφετηρία του νεωτέρου εθνικού βίου, αφιέρωσαν την ζωή τους σε επίμοχθες και χρονοβόρες μελέτες, ώστε να αποδείξουν και να υποστηρίξουν την Ελληνικότητά μας με αδιαμφισβήτητα επιστημονικά μέσα, παρέχοντες σε εμάς ακλόνητα τεκμήρια αυτογνωσίας και περίλαμπρο φάρο οραματισμών. Ο αναγεννηθείς Ελληνισμός έσφυζεν από ζωηρότητα, διακατεχόμενος από πίστη και οραματικόν πάθος υπό το σέλας της Μεγάλης Ιδέας.
Η ήττα της Πατρίδος μας στον ατυχή Ελληνοτουρκικόν πόλεμο του 1897 υπήρξεν ένα επιπόλαιον προεξαγγελτικό πλήγμα εναντίον της Μεγάλης Ιδέας, η οποία συνετρίβη και τελικώς ενεταφιάσθη μετά την τρομερά Μικρασιατική Καταστροφή το 1922. Η διάσημος «Γενεά του Τριάντα» ανέλαβε το επίπονον έργο να αναπροσδιορίσει την «Ελληνικήν Ταυτότητα» υπακούουσα στην τότε νεωτεριστική επιταγή ώστε να επιτύχει την επανενεργοποίηση και αναζωογόνηση της Παραδόσεως [όρα το δοκίμιον του Αμερικανού ποιητή και λογοτεχνικού κριτικού Τόμας Στερνς Έλιοτ «Tradition and the Individual Talent» (1919)] και λαμβάνουσα υπόψη την νέα πραγματικότητα που εδημιούργησε για τον Ελληνισμόν η επελθούσα Μικρασιατική Καταστροφή.
Ο Γιώργος Σεφέρης ως ο επιτυχέστερος εκφραστής της γενιάς αυτής (καθώς ήταν ο πλέον «βολεμένος», τυχερός κοινωνικοοικονομικώς και ουδέποτε διεκινδύνεψε εμπράκτως κάτι περισσότερον από … μακροχρόνια ταξίδια αναψυχής), συνέθεσε την ιδιαιτέρα προβληματική του περί της φερ’ ειπείν «αυτονομίας» του έργου τέχνης από τις σταθερές αξίες του υποστασιακού Ελληνισμού.
Η Γενεά του Τριάντα προσέφερε στην Πατρίδα μας δύο τροπαιούχους «νομπελίστες» ποιητές (Σεφέρης, Ελύτης), με το έργον της διετύπωσεν ισχυρώς και απετύπωσε με γλυκερότητα τον «Κανόνα της Ελληνικότητος», ο οποίος… ευτυχώς ελειτούργησεν μέχρις τις ημέρες μας. Στην παγίωση αυτού του κανόνος συνέβαλαν βεβαίως και οι στενοί φιλικοί δεσμοί της Γενεάς του Τριάντα με Άγγλους και Αμερικανούς συγγραφείς (Λόρενς Ντάρελ, Χένρι Μίλερ).
Οι μυθοπλάστες της «Γενεάς του Τριάντα» αξιοποιούντες το βήμα που τους παρείχε το λογοτεχνικό περιοδικό του Γιώργου Κατσίμπαλη «Τα Νέα Γράμματα», προέβαλαν τον αφυπνιστικό και συνάμα «φωτοερεβώδη» Μύθο της Ελλάδος μέσα στην ίδια την Ελλάδα. Ο Αμερικανός συγγραφεύς Χένρι Μίλερ με το έργον του «Ο Κολοσσός του Μαρουσιού» (1941) και ο Άγγλος Λόρενς Ντάρελ με τα έργα του «Στοχασμοί για μια θαλάσσια Αφροδίτη» (1953), «Το κελί του Πρόσπερο» (1962) και «Τα ελληνικά νησιά» (1978), προέβαλαν στην εν πολλοίς πνευματικώς υλόφρονα, κυρίως προτεσταντική, Δύση τον «Μύθον» της Ελλάδος, την οιονεί δρώσα εικόνα της ως απτού επιγείου παράδεισου και εξύμνησαν το ελληνικόν φως, ακολουθούντες ουσιαστικώς τις υποδειξιακές υποθήκες των Ελλήνων φίλων τους (Γιώργος Κατσίμπαλης, Γιώργος Σεφέρης). Αργότερον, νεότεροι Έλληνες και Αγγλο-αμερικανοί συγγραφείς ήντλησαν συχνάκις αρκετά στοιχεία αυτού του «αναπλασμένου παράδεισου» των καλών αυτών φίλων του Ελληνισμού, οπότε τον εφηύραν και πάλιν, εκ νέου, για τις μέλλουσες γενεές.
Ο Σεφέρης ενεφανίσθη πάντοτε διστακτικός στον ορισμόν της Ελληνικότητος! Γράφει σχετικώς («Δοκιμές Α’»): «Είναι μεγάλος λόγος να μιλάει κανείς για την “ελληνικότητα” ενός έργου. Μεγάλος και ωραίος. Όταν θελήσουμε όμως να καθορίσουμε τι πράγμα είναι αυτή η “ελληνικότητα”, θα δούμε πως είναι και δύσκολος και επικίνδυνος».
Ο Σεφέρης είχεν απόλυτο επίγνωση ότι, σε έναν τέτοιον ορισμό ελλόχευεν ο κίνδυνος της σχηματικής, αφηρημένης και διανοητικής συλλήψεως της ελληνικότητος. Για να τον αποφύγει ο λεξιμάγος ποιητής και πονηρός διπλωμάτης, επεστράτευσε την «φύση», κι εδώ έχει πλήρη επίγνωση ότι διολισθαίνει στο μυστικισμό. Γράφει σχετικώς: «Όλο το ζήτημα είναι πόσο βαθιά και πόσο αληθινά ο Έλληνας θα ατενίσει τον εαυτό του και τη φύση του, που δεν μπορεί να μην είναι μέσα στη μεγάλη φύση, την ελληνική. Κι εδώ βέβαια οι δρόμοι είναι σκοτεινοί, μήτε φελάν οι συνταγές.»
Βεβαίως γνωρίζει καλώς ότι δεν ημπορεί να αποφύγει στο τέλος να δώσει έναν ορισμό. Στην προσπάθειά του αυτήν καταλήγει σε μιαν εξόφθαλμο ταυτολογία: «ελληνικό είναι ότι δημιουργείται από Έλληνες».
Σε αντίστοιχη παρατήρηση του Κωνσταντίνου Τσάτσου ο Σεφέρης διευκρινίζει : «Ο ελληνισμός της λογοτεχνίας μας θα έχει ακριβώς τη σύνθεση των χαρακτηριστικών των αληθινών έργων που θα έχουν γίνει από Έλληνες. Δηλαδή τη σύνθεση όλων των άξιων, των γνήσιων, των νομοθετικών έργων που θα έχουν γίνει στην ελληνική γλώσσα από εκείνους που την έζησαν ζωντανά.»… Ευφυολόγες, πολιτικά ορθές, «ατραυματικές», καθωσπρεπικές και κάπου γλυκερές αοριστολογίες και υπεκφυγές από έναν μεγάλον τεχνίτη της γλώσσης.
Ενώ ο Σεφέρης υπήρξεν ιδιαιτέρως διστακτικός στην διατύπωση οποιουδήποτε ορισμού της Ελληνικότητος, ο Τσάτσος ενεφανίσθη πολύ τολμηρότερος : Για αυτόν υφίστανται συγκεκριμένα «κατ’ αρχήν» σαφή κριτήρια Ελληνικότητας. Έγραψε σχετικά στα 1938: «Άλλοι πλησιάζουμε την ιδέα της ελληνικότητας από το δρόμο της φύσης, άλλοι από το δρόμο της ιστορίας. Άλλοι ερχόμαστε προς αυτήν από την ποίηση και την τέχνη της ή και από τη διαδοχή των θρησκειών της. Γι’ αυτό μπορεί σε πολλά να διαφωνούμε αναμεταξύ μας. Είναι όμως τόσον αδιάσειστη η εσωτερική της ενότητα, που δεν μπορεί να μη συναντηθούμε σε μερικά καίρια σημεία. Μια αρετή φωτός που διώχνει τις σκιές, τη θαμπάδα και το μυστήριο. Που δίνει σαφήνεια στις γραμμές και στα περιγράμματα. Που φέρνει τα αντικείμενα σε απόσταση μιας χειρολαβής κοντά μας. Μια αρετή μέτρου, που δεν ανέχεται τα υπερβολικά μεγέθη, που θυσιάζει τα τιτανικά και τα γιγάντια στα ολύμπια και στα ανθρώπινα. Που στην ψυχή βάζει όρια σε κάθε ξέσπασμα… Ένα μέτρο σταθερό και όμως εύκαμπτο». (Στο δοκίμιον του Κωνσταντίνου Τσάτσου «Πριν από το ξεκίνημα» – 1938).
Ακόμη και ο Σεφέρης δέκα χρόνια αργότερον, μεταπολεμικώς, δεν θα διστάσει τελικώς να αποδώσει μια «λειτουργία ενανθρωπισμού στο ελληνικό φως», «στα κυρίως ελληνικά τοπία». Γράφει σχετικώς («Μια σκηνοθεσία για την “Κίχλη”», 1949): «…έχω ένα πολύ οργανικό συναίσθημα που ταυτίζει την ανθρωπιά με την ελληνική φύση. Πρέπει να πω πως αυτό το συναίσθημα … μού είναι κάποτε αρκετά επίπονο. Είναι το αντίθετο από την κατάσταση της ανυπαρξίας, την κατάργηση του εγώ, που νιώθει κανείς μπροστά στη μεγαλοπρέπεια ορισμένων ξένων τοπίων. Δεν θα μου περνούσε ποτέ από το νου να ονομάσω “μεγαλοπρεπή” τα κυρίως ελληνικά τοπία που σκέπτομαι. Είναι ένας κόσμος : γραμμές που γίνουνται και ξεγίνουνται, σώματα και φυσιογνωμίες, η τραγική σιωπή ενός προσώπου. Τέτοια πράγματα δεν εκφράζουνται εύκολα, και βλέπω τα παιδιά έτοιμα να ξαναπιάσουν την πρόγκα: «Ο τυμβωρύχος του Γιαννόπουλου ! Τι να γίνει, πιστεύω πως υπάρχει μια λειτουργία ενανθρωπισμού στο ελληνικό φως…» [στην 55η σελίδα του Β’ τόμου (1948 – 1971) των «Δοκιμών» – Οι Δοκιμές αποτελούν δοκίμια του Σεφέρη, στα οποία ανέπτυσσεν τις απόψεις του για τα σύγχρονά του προβλήματα της γλώσσης και της λογοτεχνίας].
Και ο μέγας γλωσσοπλάστης, ο Έφεδρος Ανθυπολοχαγός του Αλβανικού Μετώπου, Οδυσσεύς Ελύτης γράφει πάλιν, πολύ αργότερον, για το ελληνικό τοπίο: «…ένα τοπίο δεν είναι, όπως το αντιλαμβάνονται μερικοί, κάποιο, απλώς σύνολο γης, φυτών και υδάτων, είναι η προβολή της ψυχής ενός λαού επάνω στην ύλη» («Εν λευκώ», 1995).
Η ελληνική φύση είναι για τον Ελύτη δραστήριος, ενεργός φορεύς ενός μυστικού νοήματος:«….Αυτά όλα, ρωτάω και ρωτιέμαι ο ίδιος, ήταν τοπίο; Ήταν μονάχα φύση ; Ή μήπως όχι ; Ή μήπως ήταν η αρχή και το τέλος του κόσμου, το άλφα και το ωμέγα του ανθρώπου, ο ίδιος ο Θεός – κι ότι που ετοιμαζόμουν να πω : ο Θεός να με συγχωρέσει!» («Ανοιχτά Χαρτιά», 1974). Και συνεχίζει ολίγον αργότερον: «ή όλα αυτά ήταν κάτι άλλο, και όχι απλά και μόνο “ρύση”, ή τότε… ή τότε η ελληνική φύση πραγματικά έπρεπε να’ ναι κάτι άλλο εκείνη. Να ‘ναι φορτισμένη με μυστικά μηνύματα (όπως μας το έλεγαν μερικοί και διστάζαμε να το πιστέψουμε), και να παίρνει για τούτο δικαιωματικά μέσα μας το νόημα και το βάρος μιας μυστικής αποστολής.»
Ο κήρυξ της Γενεάς του Τριάντα Γιώργος Θεοτοκάς, είχε πολύ ενωρίτερον οδηγηθεί σε ένα ιδιαίτερον είδος «εδαφικής αιτιοκρατίας» («Η διαύγεια», Νοέμβριος 1931): «Η Ελλάδα είναι όλο πνεύμα. Είναι η γη των αγνών και καθαρών ιδεών. Η θέα της Ελλάδας είναι μια απολύτρωση της σκέψης, μια κάθαρση της ψυχής. Δεν υπάρχει θέση εδώ για τα βαθειά και σκοτεινά διανοητικά οικοδομήματα, για τα συννεφιασμένα συστήματα, για τις πομπώδεις και μεγαλόστομες εξάρσεις, για τους αγέρωχους και βάναυσους χρωματισμούς. Θαρρείς πως ο τόπος μας διώχνει μακριά του ό,τι περιττό και διατηρεί μονάχα την υπέρτατη ουσία της. Εδώ όλα είναι απλά, τόσο όμορφα, τόσο βαθιά απλά, που η απλότητά τους ονομάστηκε θαύμα.»
Εδώ πρέπει να δηλώσουμε απροκατάληπτοι και με σαφή ακριβολογία: Οι αυτάρεσκοι και κοσμοπολίτες αστοφιλελεύθεροι διανοούμενοι, καθώς και τα «εξεγερμένα» «ξαδέρφια» τους της μαρξολενινιστικής αριστεράς θα είχαν εξορκίσει οριστικώς τον Περικλή Γιαννόπουλο και θα εξηφάνιζαν οριστικώς κάθε ίχνος του, αν αυτός δεν εξήσκει πολύ μεγάλην επίδραση στην «Γενεά του Τριάντα» και μέσω αυτής στην εκ μέρους της τελική διαμόρφωση του «Εθνικού Λογοτεχνικού Κανόνος» [Ο Σεφέρης αρνείται την επίδραση που ήσκησε στο έργον του ο Περικλής Γιαννόπουλος («Δοκιμές Β’», σελίς 15), ενώ ο Ελύτης ομολογεί ειλικρινώς και ανδροπρεπώς τις οφειλές του σ’ αυτόν («Ανοιχτά Χαρτιά», σελίς 354)- αυτή είναι μια από τις διαφορές ενός μεγαλοαστού διπλωματικού γραφιά με έναν πολεμιστή, πέραν από την ανυπερβλήτως μαγευτική ποιητική γλώσσα και των δύο τους].
Ο μοναδικός Γιώργος Κατσίμπαλης όμως, δεν αποκρύπτει τον θαυμασμόν του για τον Περικλή Γιαννόπουλο, αφιερώνων μάλιστα ένα ειδικόν τεύχος των «Νέων Γραμμάτων» (1938) στα δοκίμιά του πάνυ Έλληνος και ελληνολάτρη ιδανικού αυτόχειρα [Κίλι, «Αναπλάθοντας τον παράδεισο: Το ελληνικό ταξίδι 1937-1947»…,σελ. 100-102)].
Εδώ κρίνεται σκόπιμο να παρατεθούν απανθισματικώς κάποια αποσπάσματα από τις τελευταίες σελίδες του «Κολοσσού του Μαρουσιού», όπου ο Χένρι Μίλερ ομιλεί για το ανεξίτηλον στίγμα που του κατέλειπε η εμπειρία του στην Ελλάδα, καθώς και ο αξεπέραστος Γιώργος Κατσίμπαλης:
«Οι άνθρωποι φαίνονται να εκπλήσσονται και να γοητεύονται όταν μιλάω για την επίδραση που είχε πάνω μου αυτό το ταξίδι μου στην Ελλάδα. Λένε ότι με ζηλεύουν και ότι εύχονται να μπορέσουν μια μέρα να πάνε κι αυτοί εκεί. Γιατί δεν πάνε; Διότι κανένας δεν μπορεί να χαρεί την εμπειρία που ποθεί αν δεν είναι έτοιμος γι’ αυτή. Οι άνθρωποι σπάνια εννοούν αυτό που λένε….
Άλλοι άνθρωποι είναι πιο γρήγοροι στο συντονισμό οράματος και δράσης. Αλλά το θέμα είναι ότι τελικά αυτόν τον συντονισμό τον κατάφερα στην Ελλάδα. Ξεφούσκωσα, επανήλθα στις κανονικές ανθρώπινες αναλογίες, έτοιμος να δεχτώ τη μοίρα και προετοιμασμένος να δώσω όσα έλαβα….
Καθώς στεκόμουν στον τάφο του Αγαμέμνονα βίωσα μιαν αληθινή αναγέννηση. Δε με νοιάζει καθόλου τι σκέφτονται οι άνθρωποι ή τι λένε όταν διαβάζουν μια τέτοια δήλωση. Δεν έχω καμιά επιθυμία να προσηλυτίσω κανέναν στον δικό μου τρόπο σκέψης. Ξέρω τώρα πως όποια επιρροή μπορεί να έχω στον κόσμο θα είναι αποτέλεσμα του παραδείγματος ζωής που δίνω και όχι των γραπτών μου. Ο φίλος μου ο Κατσίμπαλης για τον οποίον έγραψα αυτό το βιβλίο, θέλοντας να δείξω την ευγνωμοσύνη μου σ’ αυτόν και στους συμπατριώτες του, ελπίζω να με συγχωρέσει που υπερέβαλα συγκρίνοντας τις αναλογίες του με εκείνες του Κολοσσού….
Όταν σκέφτομαι τον Κατσίμπαλη να σκύβει για να κόψει ένα λουλούδι από το άγονο έδαφος της Αττικής, αναδύεται μπροστά μου ολόκληρος ο ελληνικός κόσμος, παρελθών, παρών και μέλλων. Ξαναβλέπω τους απαλούς, χαμηλούς λοφίσκους όπου θάβονταν οι επιφανείς νεκροί· βλέπω το βιολετί φως στα σκληρά χαμόδεντρα, τα φαγωμένα βράχια, τους τεράστιους βράχους στις ξερές κοίτες των ποταμών να λαμπυρίζουν σαν μαρμαρυγή· βλέπω τα νησάκια να επιπλέουν πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, στεφανωμένα με εκθαμβωτικές λευκές κορδέλες· βλέπω τους αετούς να εφορμούν από τα επιβλητικά απόκρημνα βράχια στις απρόσιτες βουνοκορφές, τις ζοφερές σκιές τους να σχηματίζουν αργά το φωτεινό χαλί της γης αποκάτω· βλέπω τις σιλουέτες των μοναχικών ανθρώπων να ακολουθούν τα ποίμνιά τους πάνω στη γυμνή ραχοκοκαλιά των λόφων και τα δέρατα των ζώων τους όλα με χρυσαφί τρίχωμα όπως τις ημέρες του μύθου· βλέπω τις γυναίκες να μαζεύονται στα πηγάδια μέσα στους ελαιώνες, τα φορέματά τους, τους τρόπους τους, την κουβέντα τους…· βλέπω τη μεγάλη πατριαρχική φιγούρα του παπά, το τέλειο συνταίριασμα αρσενικού και θηλυκού, τη θωριά του ήρεμη, ειλικρινή, γεμάτη ειρήνη και αξιοπρέπεια· βλέπω το γεωμετρικό σχέδιο της φύσης να ερμηνεύεται από την ίδια τη γη σε μια σιωπή εκκωφαντική… Η ελληνική γη ανοίγει μπροστά μου σαν το Βιβλίο της Αποκάλυψης. Ποτέ δεν ήξερα ότι η γη εμπεριέχει τόσα πολλά· περπατούσα με παρωπίδες, με διστακτικά, αβέβαια βήματα·ήμουν περήφανος και αλαζονικός, ευχαριστημένος που ζούσα τη λάθος, περιορισμένη ζωή της πόλης. Το φως της Ελλάδας μου άνοιξε τα μάτια, διαπέρασε τους πόρους μου, διεύρυνε ολόκληρη την ύπαρξή μου. Γύρισα πίσω στον κόσμο, έχοντας βρει το πραγματικό κέντρο και το πραγματικό νόημα της επανάστασης.»
Αθανάσιος Κωνσταντίνου