“Στ᾿ Ὅσιου Λουκᾶ τὸ Μοναστήρι” – Πατρίδα, Παράδοση και Πίστη σε ένα Ξεχωριστό Ποίημα του Ἄγγελου Σικελιανού
Πόσα Ελληνόπουλα αλήθεια γνωρίζουν, έχουν ακούσει στο σχολείο τους για αυτό το υπέροχο ποίημα του Άγγελου Σικελιανού, μέσα στο οποίο περικλείονται ευλαβικά με τρόπο αριστοτεχνικό η Ορθόδοξη Πίστη, οι πανάρχαιες παραδόσεις του Λαού μας, το αιώνιο Εθνικό Ιδανικό και το στρατιωτικό Ιδεώδες της θυσίας προς την Πατρίδα; Δυστυχώς ελάχιστα… Δεν διδάσκονται τέτοια πράγματα πλέον τα Ελληνόπουλα. Δεν πρέπει στην δύστυχη αυτή εποχή της παγκόσμιας σκλαβιάς!
Το ποίημα αρχίζει με τις γυναίκες ενός χωριού, που στολίζουν τον Επιτάφιο και μοιρολογούν για την θλιβερή ημέρα, συνεχίζοντας μία παράδοση που έρχεται μέσα από χιλιάδες χρόνια και που περιγράφει ο ποιητής με τα λόγια:
“ποια να στοχάστη -έτσι γλυκά θρηνούσαν!- πως, κάτου απ’ τους ανθούς, τ’ ολόαχνο σμάλτο του πεθαμένου του Άδωνη ήταν σάρκα που πόνεσε βαθιά;”
Και έρχεται η ημέρα της Ανάστασης, η ώρα του “θανάτω θάνατον πατήσας” και τότε μία από τις γυναίκες, που είχε το παιδί της για χαμένο στον πόλεμο ακούει το δικό της χαρμόσυνο αναστάσιμο μήνυμα. Πως στην πόρτα της Εκκλησιάς είναι ο γιός της που όμως έχει δώσει για την Πατρίδα του θυσία αυτή την ίδια την σωματική του ακεραιότητα και είναι με ξύλινο ποδάρι. Και τότε η πονεμένη μάνα η “παναγία” ενός ελληνικού χωριού βλέπει τον δικό της Χριστό μπροστά της να ανασταίνεται κι αγκαλιάζει και φιλά το ξύλινο ποδάρι του στρατιώτη σημάδι της θυσίας στο βωμό για την αιωνία Ελλάδα και περιγράφει την σκηνή αυτή ο ποιητής με τα παρακάτω λόγια:
“Και να· ο λεβέντης του χωριού, ο Βαγγέλης,
των κοριτσιών το λάμπασμα, ο Βαγγέλης
που τον λογιάζαν όλοι για χαμένο
στον πόλεμο· και στέκονταν ολόρτος
στης εκκλησιάς τη θύρα, με ποδάρι
ξύλινο, και δε διάβαινε τη θύρα…”
“απ’ το στασίδι που ‘μουνα στημένος
ξαντίκρισα τη μάνα, απ’ το κεφάλι
πετώντας το μαντίλι, να χιμήξει
σκυφτή και ν’ αγκαλιάσει το ποδάρι,
το ξύλινο ποδάρι του στρατιώτη”…
Ἄγγελος Σικελιανός, Στ᾿ Ὅσιου Λουκᾶ τὸ Μοναστήρι, 1935:
Στ’ Όσιου Λουκά το μοναστήρι, απ’ όσες
γυναίκες του Στειριού συμμαζευτήκαν
τον Επιτάφιο να στολίσουν, κι όσες
μοιρολογήτρες ώσμε του Μεγάλου
Σαββάτου το ξημέρωμα αγρυπνήσαν,
ποια να στοχάστη -έτσι γλυκά θρηνούσαν!-
πως, κάτου απ’ τους ανθούς, τ’ ολόαχνο σμάλτο
του πεθαμένου του Άδωνη ήταν σάρκα
που πόνεσε βαθιά;
Γιατί κι ο πόνος
στα ρόδα μέσα, κι ο Επιτάφιος Θρήνος,
κι οι αναπνοές της άνοιξης που μπαίναν
απ’ του ναού τη θυρα, αναφτερώναν
το νου τους στης Ανάστασης το θάμα,
και του Χριστού οι πληγές σαν ανεμώνες
τους φάνταζαν στα χέρια και στα πόδια,
τι πολλά τον σκεπάζανε λουλούδια
που έτσι τρανά, έτσι βαθιά ευωδούσαν!
Αλλά το βράδυ το ίδιο του Σαββάτου,
την ώρα π’ απ’ την Άγια Πύλη το ένα
κερί επροσάναψε όλα τ’ άλλα ως κάτου,
κι απ’ τ’ Άγιο Βήμα σάμπως κύμα απλώθη
το φως ώσμε την ξώπορτα, όλοι κι όλες
ανατριχιάξαν π’ άκουσαν στη μέση
απ’ τα «Χριστός Ανέστη» μιαν αιφνίδια
φωνή να σκούξει: «Γιώργαινα, ο Βαγγέλης!»
Και να·ο λεβέντης του χωριού, ο Βαγγέλης,
των κοριτσιών το λάμπασμα, ο Βαγγέλης
που τον λογιάζαν όλοι για χαμένο
στον πόλεμο·και στέκονταν ολόρτος
στης εκκλησιάς τη θύρα, με ποδάρι
ξύλινο, και δε διάβαινε τη θύρα
της εκκλησιάς, τι τον κοιτάζαν όλοι
με τα κεριά στο χέρι, τον κοιτάζαν,
το χορευτή που τράνταζε τ’ αλώνι
του Στειριού, μια στην όψη, μια στο πόδι,
που ως να το κάρφωσε ήταν στο κατώφλι
της θύρας, και δεν έμπαινε πιο μέσα!
Και τότε – μάρτυράς μου να ‘ναι ο στίχος,
ο απλός κι αληθινός ετούτος στίχος –
απ’ το στασίδι που ‘μουνα στημένος
ξαντίκρισα τη μάνα, απ’ το κεφάλι
πετώντας το μαντίλι, να χιμήξει
σκυφτή και ν’ αγκαλιάσει το ποδάρι,
το ξύλινο ποδάρι του στρατιώτη,
-έτσι όπως το είδα ο στίχος μου το γράφει,
ο απλός κι αληθινός ετούτος στίχος-,
και να σύρει απ’ τα βάθη της καρδιάς της
ένα σκούξιμο: «Μάτια μου… Βαγγέλη!»
Κι ακόμα – μάρτυράς μου να ‘ναι ο στίχος,
ο απλός κι αληθινός ετούτος στίχος-,
ξοπίσωθέ της, όσες μαζεύτηκαν
από το βράδυ της Μεγάλης Πέφτης,
νανουριστά, θαμπά για να θρηνήσουν
τον πεθαμένον Άδωνη, κρυμμένο
μες στα λουλούδια, τώρα να ξεσπάσουν
μαζί την αξεθύμαστη του τρόμου
κραυγή που, ως στο στασίδι μου κρατιόμουν,
ένας πέπλος μού σκέπασε τα μάτια!…