Για να αντιληφθούμε στοιχειωδώς τις «σειριακές αντιστοιχίες» και επιδράσεις στους διαδοχικούς στοχασμούς του Περικλέους Γιαννοπούλου, των πιστών και οπαδών του, καθώς και κατόπιν των φίλων τους, ιδού ο ορισμός της Ελλάδος μέσα από το πάμφωτον όραμα του:
«Παντού φως, παντού ημέρα, παντού τερπνότης, παντού ολιγότης, άνεσις, αραιότης. παντού ευταξία, συμμετρία, ευρυθμία. παντού ευγραμμία, ευστροφία Οδυσσέως, λιγυρότης παλληκαριού. παντού ημερότης, χάρις, ιλαρότης. παντού παίγνιον ελληνικής σοφίας, διάθεσις γελαστική, ειρωνεία σωκρατική. παντού φιλανθρωπία, συμπάθεια, αγάπη. παντού ίμερος, πόθος άσματος, φιλήματος. παντού πόθος ύλης, ύλης, ύλης. παντού ηδονή Διονύσου, πόθος φωτομέθης, δίψα ωραιότητος, λίκνισμα μακαριότητος» («Ελληνική Γραμμή»).
Το ιδανικόν των Νεοελλήνων, κατά τον Περικλή Γιαννόπουλο, είναι να πλησιάζουν αυτήν την Ελλάδα και να την κάνουν ζωή. «Και όταν η ΕΛΛΑΣ σιγά, παύει κάθε ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ. Και όταν ο ΕΛΛΗΝ σιγά, καταργείται ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ. Και όταν ο ΕΛΛΗΝ μιμήται ΒΑΡΒΑΡΟΥΣ, αυτοκτονεί και ουκ έστιν επί Γης ΕΛΛΗΝ. Και ουκ έστιν επί Γης ΦΥΣΙΣ. Και ουκ έστιν ΠΝΕΥΜΑ. Και ουκ έστιν ωραίον» («Ελληνικόν Χρώμα»).
Ο θάνατος του Εθνικιστή Προδρόμου υπήρξεν εντυπωσιακώς ρομαντικός, όπως άλλωστε και ολόκληρος η αισθητική του φιλοσοφία. Γαντοφορεμένος, ιππεύων ένα ολόλευκο άτι, καλπάζει στην θάλασσα του Σκαραμαγκά και ολίγον πριν τον σκεπάσουν τα κύματα, φυτεύει μια σφαίρα στον κρόταφόν του (10 Απριλίου 1910).
Κατά τον Περικλή Γιαννόπουλο το ελληνικό φυσικό τοπίον και η παράδοση διαμορφώνουν την ελληνική ταυτότητα. Οι Έλληνες καλλιτέχνες οφείλουν να υποτάσσουν κάθε καλλιτεχνική τους έκφραση στις καθοριστικές δυνάμεις του ελληνικού τοπίου, το οποίον συνδέει το έργον τους με την πολιτισμική συνέχεια και το φυλετικόν υπέδαφος του Ελληνισμού.
Ο Γιαννόπουλος συνδέει οργανικώς τον Ελληνισμόν με το ελλαδικό τοπίον και υποστηρίζει πως η Ελλάς, το ζωντανό και ζείδωρο μείζον ιδεώδες της Δυτικής Σκέψεως, ημπορεί να εύρει την αληθή της έκφραση μόνον στα έργα που φιλοτεχνούνται από πραγματικούς Έλληνες, τους Έλληνες της Ελλάδος. Μοιραίως το ανθρώπινον πνεύμα είναι οργανικώς δεμένο με την γη από την οποία κατάγεται. Αυτά υποστηρίζει ο Γιαννόπουλος στις μελέτες του «Η σύγχρονος ζωγραφική» (1902), «Η ελληνική γραμμή» (1903) και «Το ελληνικόν χρώμα» (1904).
Στην «Ελληνική Γραμμή» θα γράψει, ασυγκράτητος για μιαν ακόμη φορά, υποσημαίνων τροχιοδεικτικώς μιαν αισθητική κανονιστική λειτουργία και σημειών με ολύμπιον εκστατικό οίστρο, αυτά τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της Ελληνικής Φύσεως που πρέπει να καθορίζουν και κάθε έκφανση της Ελληνικής Τέχνης, όπως καθορίζουν και την ψυχή, τον χαρακτήρα του Έλληνος:
«Αὐτὸς ὁλόκληρος ὁ Γήινος Γραμμικὸς καὶ Χροϊκὸς Χορός, ὁ ὑμνῶν τὴν Δόξαν τοῦ Παγκάλου Τρελλοθεοῦ τῆς Ἑλλάδος [..] σὰν τὴν παλαιάν μας τέχνην, ὅπου ὅλα φαίνονται ἀδελφά, καὶ ὅμως κανὲν δὲν ὁμοιάζει μὲ τὸ ἄλλο […] σὰν τὸν Ἕλληνα ὁ ὁποῖος εἶναι εἷς εἰς τὸ σύνολον καὶ εἰς κάθε βῆμα ποτὲ ὅμοιος, [ἡ ἑλληνικὴ γραμμὴ] ἀποδεικνύουσα καὶ αὐτὴ τὴν ὅλην μας φύσιν, ἧς ἓν τῶν ριζικῶν διακριτικῶν της εἶναι: ἡ ἑνότης τῶν σπουδαίων χαρακτηριστικῶν καὶ ἡ ἄπειρος ποικιλία τῶν δευτερευόντων […] ἡ χαρακτηριστικὴ ἑνότης τοῦ συνόλου Ἑλληνισμοῦ καὶ Ἕλληνος καὶ ἡ ἄπειρος ποικιλία τῶν μερῶν, ὅπως ἀποδεικνύεται καὶ χωρογραφικῶς καὶ χρωματικῶς καὶ γραμμικῶς».
Ο ιδιότυπος και πολύπλευρος «αισθητικός Εθνικισμός» του Περικλέους Γιαννοπούλου είναι ολιστικός και «ολοβιωματικός» (σωματικός / φυσικός – ψυχικός/συναισθηματικός – νοητικός/ πνευματικός), εμορφοποιήθη δε υπό την ακτινοβόλο επίδραση του γερμανικού ιδεαλισμού και την μύχιο ώθηση του γερμανικού αισθητικού παγανισμού, που εκρύβη πεπιεσμένος από την εκκλησιαστική απαξίωση και καταδίκη.
Με την διαπρύσιο, ιεραποστολική και κηρυγματική του ορμή ο Γιαννόπουλος προσέφερε ένα θεμελιακώς εθνοκεντρικό μήνυμα στους Έλληνες καλλιτέχνες μετά την αποτυχία της επεκτάσεως των συνόρων και την συντριβή του 1922, τους έδωσε δε ικανό στήριγμα ώστε να ορθώσουν μιαν ισχυρά μυθολογία αντιστάσεως στην παρακμιακή εκλογίκευση, μετά την ήττα και την αποσύνθεση. Μήπως όμως αυτοί στην πλειονότητά τους εστάθησαν ανώριμοι, φοβικοί ή συμβατικοί καθωσπρεπιστές; Εν πάσει περιπτώσει δεν παρέλαβαν την δάδα που τους προέτεινε, ο Εθνικιστής αιώνιος Αντίνοος της Ελληνικότητος.
Οι απόψεις του Γιαννoπούλου για την «Αγία Τριάδα του Ελληνισμού»: Αληθές – Ευγενές – Ωραίον,απηχούν εν πολλοίς τις θέσεις και την ορολογία του Γερμανού ελληνολάτρη αρχαιολόγου του 18ου αιώνος Γιόχαν Γιόακιμ Βίνκελμαν (Johann Joachim Winckelmann, 1717-1768), πατρός της κλασικής αρχαιολογίας ως ανεξαρτήτου επιστήμης, δεδομένου ότι με τις απόψεις του για την τεχνοτροπική εξέλιξη της αρχαιοελληνικής τέχνης, την ηυτονόμησε από τα άχρωμα δεσμά των φιλολογικών πηγών. Ο ίδιος άλλωστε θεωρείται από τους περισσοτέρους ερευνητές ως ο σπουδαιότερος εισηγητής του ευρωπαϊκού ελληνικού μύθου.
Το 1755 ο Βίνκελμαν εκυκλοφόρησεν το πρώτο σύγγραμμά του, με τον ενδεικτικόν τίτλο «Σκέψεις για τηn μίμηση των ελληνικών έργων στην ζωγραφική και στην γλυπτική» («Gedanken über die Nachahmung der griechischen Werke in der Malerei und Bildhauerkunst»). Εδώ εξέφρασεν για πρώτη φορά τις απόψεις του για την ανωτερότητα της αρχαίας ελληνικής τέχνης και προέτρεψε τους καλλιτέχνες όχι μόνον να διδαχθούν από αυτήν, αλλά και να την μιμηθούν. Η μίμηση, όμως, δεν έπρεπε να είναι μηχανική αλλά δημιουργική, ώστε να αποφέρει ουσιαστικούς καρπούς. Έγραψε την παροιμιώδη φράση: «Τα γενικά εξαιρετικά χαρακτηριστικά των ελληνικών αριστουργημάτων είναι τελικώς μια ευγενής απλότης και ένα ήρεμο μεγαλείον» («Das allgemeine vorzügliche Kennzeichen der griechischen Meisterstücke ist endlich eine edle Einfalt, und eine stille Größe»).
Αυτά τα χαρακτηριστικά αποτελούν κατά τον Βίνκελμαν την ουσιώδη συνθετική υπέρβαση της αντιθέσεως μεταξύ του «ωραίου της φύσεως» και του «ωραίου της τέχνης». Συμφώνως με την γνώμη του μεγάλου αρχαιολόγου, η αρχαία ελληνική τέχνη εκφράζει τον «αληθή ανθρωπισμό».
Την ιδίαν άποψη περί μιμήσεως των αρχαίων Ελλήνων, ως προϋπόθεση πρωτοτυπίας και προσπάθεια κατακτήσεως ενός ανυπερβλήτου μεγαλείου, εξέφρασεν και στο «Δοκίμιον για τις δυνατότητες αντιλήψεως του ωραίου στην τέχνη» («Abhandlung von den Fähigkeiten der Empfindung des Schönen in der Kunst») που εστάλη ως επιστολή στον Βαρώνο Φρειδερίκο φον Μπεργκ το 1763. Θεωρείται ότι τα δύο προαναφερόμενα έργα του επηρέασαν θεμελιακώς τις αισθητικές αντιλήψεις του «υστέρου Διαφωτισμού», αλλά και του «κλασικισμού» στην Ευρώπη.
Η εξιδανίκευση της ελληνικής αρχαιότητος του Βίνκελμαν ως σύνθημα για «επιστροφή στους Έλληνες» ημφισβήτησεν ρομαντικώς την ιδέαν της δήθεν πολιτισμικής «προόδου» και ήσκησεν άμεσο κριτική στον σύγχρονο πολιτισμό της εποχής του. Συμφώνως με τον Βίνκελμαν η «φυσικότης και η απλότης» της αρχαίας ελληνικής τέχνης ευρίσκονται στους αντίποδες του «ευρωπαϊκού πολιτισμού» της εποχής του, ενός πολιτισμού που διεκρίνετο για τον επιτηδευμένο τεχνητόν χαρακτήρα του και την ηυξημένη του πολυπλοκότητά.
Μετά όλα τα παραπάνω αποσπάσματα γίνεται στοιχειωδώς αντιληπτή η επιφύλαξη της περιβοήτου Γενεάς του Τριάντα γύρω από τον κίνδυνο που διέτρεχαν οι ποιητές και οι διανοούμενοι της στην προσπάθειά τους να ορίσουν την Ελληνικότητα, εάν απετόλμουν να το πράξουν με όρους του γιαννοπούλειου «αισθητικού Εθνικισμού». Το τιτάνιο προμηθεϊκόν πυρ ζητεί να το μεταλαμπαδεύσουν τολμητίες Φάουστ, περιφρονητές και του δίου του Σατανά.
Ο Περικλής Γιαννόπουλος, αληθής Πρόδρομος της «Νέας Ελλάδος» μας είχεν υποδείξει: Η ελλαδική φύση, το ελλαδικό τοπίον λειτουργούν ως σχεδόν μεταφυσικές – μυστηριακές δυνάμεις, οι οποίες ημπορούν να καθορίζουν αιτιοκρατικώς τους Έλληνες και την Ελληνικότητα. Η φύση, στην υπερ-ρομαντική της αυτή σύλληψη, καταλαμβάνει πανθεϊστικώς την θέση του Θεού – Δημιουργού, σε μιαν ολοέν και πλέον υλόφρονα, πλέον υλιστική εποχή, όπου εξέλιπεν το μεταφυσικό «κέντρον του κόσμου», ο «πολικός άξων», ο έστωρ του Γίγνεσθαι.
Αθανάσιος Κωνσταντίνου