H «Παρακμή της Δύσεως» προκάλεσε μεγάλη αναταραχή στο αναγνωστικό κοινό και μετέτρεψε σχεδόν αμέσως τον άγνωστο και άσημον Σπένγκλερ, σε έναν διάσημο συγγραφέα. Ωστόσον, ο κεντρικός στόχος του Σπένγκλερ στην «Παρακμή της Δύσεως» ήταν να προσδιορίσει τα χαρακτηριστικά που θα εξεδηλούντο όταν ο Δυτικός πνευματικός πολιτισμός έφθανε στο στάδιον της παρακμής (και συμφώνως προς τον συγγραφέα, την στιγμήν που έγραφε το έργον του, αυτή η εποχή είχεν ήδη αρχίσει).
Για να εξηγήσει το όραμά του για την ιστορία και πώς θα ήταν η κοινωνική ζωή και λειτουργία κατά την διάρκεια της παρακμής, όρισεν αρχικώς την έννοιαν του Πολιτισμού. Για τον σκοπόν αυτόν, ο Σπένγκλερ ανέπτυξε μια σφοδρή κριτική εναντίον του τότε κρατούντος – κυριάρχου σχεδίου της δυτικής ιστοριογραφίας, (δηλαδή το σχέδιον Αρχαία Εποχή-Μεσαίων-Σύγχρονος Εποχή. Σημειωτέον ότι εκείνη την εποχή η έννοια της Συγχρόνου Εποχής δεν είχε προστεθεί ακόμα). Η βάση αυτής της κριτικής ήταν η παραδοχή πως η ιστορική διαδικασία δεν είναι «καθολική» και επομένως δεν αναπτύσσεται ομοιομόρφως για όλη την «ανθρωπότητα», αφού, κατά πρώτον, δεν υπάρχει ούτε μία ανθρωπότης, αλλά πολλές «ανθρωπότητες» που αναπτύσσονται μέσα σε διαφορετικούς «πολιτισμούς».
Ο Σπένγκλερ επεσήμανε την ύπαρξη 8 πολιτισμών, επικεντρώνων το μεγαλύτερον μέρος της προσοχής του στον Δυτικό (ή «Φαουστικό») και στον Αρχαίον (αποκαλούμενο επίσης «Απολλώνιο»). Στο σπεγκλεριανό σχήμα, κάθε πολιτισμός εμφανίζεται ως μια οντότης μέσα στην οποίαν ανεπτύχθη η ιστορία μιας ομάδος ανθρώπων οι οποίοι εμοιράζοντο ένα όραμα ή μιαν «αίσθηση» του κόσμου, μοναδική σε αυτούς και ριζικώς διαφορετική από αυτήν των ατόμων από άλλους πολιτισμούς. Συμφώνως προς το όραμα του Σπένγκλερ, κάθε πολιτισμός ανεπτύχθη με τον ίδιον τρόπο όπως ένα ζωντανό ον, δηλαδή διερχόμενος από τα στάδια της γεννήσεως, της νεότητος, της ωριμότητος και τελικώς του γήρατος ή της αποσυνθέσεως, που οδηγεί αναποφεύκτως στον θάνατο. Με βάση αυτό το σκεπτικό, ο Σπένγκλερ εδήλωσεν ότι οι διαφορετικοί πολιτισμοί δεν προχωρούν προς το άπειρον ή προς ένα συγκεκριμένο ιδεώδες (κοινωνική ή οικονομική ισότης, παγκόσμιος ειρήνη, εποχή Λόγου… ή οτιδήποτε άλλο), αφού η ζωή τους, δηλαδή η ιστορία ενός εκάστου εξ αυτών, φθάνει κάποτε στο τέλος και μόλις φθάσει εκεί, δεν ανακάμπτει ποτέ ούτε αναγεννάται.
Η πραγματικότης εκφράζεται σαφέστατα: Είναι γνωστόν ότι κάθε οργανισμός έχει τον ιδικόν του ρυθμόν, το σχήμα του, την καθορισμένη διάρκεια του και το ίδιο συμβαίνει σε όλες τις εκδηλώσεις της ζωής του. Κανείς εχέφρων άνθρωπος δεν θα υποθέσει ότι μια εκατονταετής δρυς πρόκειται να αρχίσει την εξέλιξή της τώρα. Κανείς δεν θα πιστέψει ότι ένας σκώληξ τον οποίον βλέπει να αυξάνεται καθημερινώς, θα συνεχίσει να αυξάνεται επί μερικά έτη ακόμη. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ο καθείς κατέχει με απόλυτον βεβαιότητα την αίσθηση ενός ορίου, το ίδιον όμως συμβαίνει με το αίσθημα των οργανικών μορφών. Αλλά όταν πρόκειται για την ιστορία μεγάλων ανθρωπίνων μορφών, κυριαρχεί μια απεριορίστως ασήμαντη αισιοδοξία για το μέλλον. Στην συνέχεια, όλη η ιστορική και οργανική εμπειρία είναι μειωμένη και ο καθείς επιτυγχάνει να ανακαλύψει στο παρόν, (όποιο και αν είναι αυτό), τα συμπτώματα ή τις μυήσεις μιας υπερόχου γραμμικής «προόδου», όχι επειδή το αποδεικνύει η επιστήμη, αλλά απλώς επειδή είναι βαθέως επιθυμητόν από αυτόν. Έπειτα υπάρχουν απεριόριστες δυνατότητες – ουδέποτε με φυσικόν όρο – και εκκινούσα από την κατάσταση της στιγμής, σκιαγραφείται μια αφελής κατασκευή του τι πρόκειται να ακολουθήσει.
Αλλά η «ανθρωπότης» δεν έχει τέλος, δεν διαθέτει μιαν ιδέα, δεν έχει κάποιο σχέδιο. Όπως δεν υπάρχει τέλος ή σχέδιο στα είδη των πεταλούδων ή των ορχιδεών. Η «ανθρωπότης» είναι μια ζωολογική έννοια ή μια ματαία λέξη. Ο Σπένγκλερ μας εξωθεί να αφήσουμε αυτό το τεχνητό και κατεστημένο φάντασμα να εξαφανισθεί από τον κύκλο των προβλημάτων τα οποία αφορούν στην ιστορική μορφή και οι αληθινές μορφές θα εμφανισθούν με εκπληκτικήν αφθονία. Υπάρχει εδώ ένας απίστευτος πλούτος, ένα βάθος και μια κινητικότης των ζωντανών ανθρώπων, οι οποίοι μέχρι τώρα έχουν παραμείνει κρυμμένοι και συμπιεσμένοι κάτω από μια κενή «ευλογημένη» και κατεστημένη φράση, ένα ξηρό, άπνουν, αφηρημένο, δήθεν σχέδιο ή κάτω από προσωπικά σφαλερά «ιδανικά» και σκοπιμότητες των «υπερ–ανθρωπιστών» δήθεν διανοουμένων.
Αντί για τη μονότονο εικόνα μιας καθολικής ιστορίας, εκδιπλουμένης σε ευθεία γραμμή, (η οποία διατηρείται μόνον επειδή κλείνουμε τους οφθαλμούς μας απέναντι στον συντριπτικόν αριθμό των αδιαμφισβητήτων γεγονότων), βλέπουμε το θαυμάσιο φαινόμενο των πολλαπλών ισχυρών πολιτισμών, οι οποίοι ανθίζουν με αληθώς κοσμικό σφρίγος. Ανθίζουν και καρποφορούν σε μια μητέρα γη τους, με την οποίαν καθείς από αυτούς είναι ηνωμένος καθ’ όλην τη διάρκειαν της υπάρξεώς του. Καθείς από αυτούς τους πολιτισμούς αποτυπώνει με τον ιδικόν του χωριστό και μοναδικό τρόπο το κυρίαρχον θέμα του, το οποίον είναι ο άνθρωπος, η ιδική του μοναδική και χωριστή του μορφή. Ο καθείς πολιτισμός έχει την ιδικήν του ιδέα, τα πάθη του, την ιδικήν του ζωή, την θέλησή του, το συναίσθημά του και τέλος έχει τον ιδικόν του προδιαγεγραμμένον θάνατο.
Αυτή η αντίληψη που αναφέραμε ανωτέρω αντιστοιχεί στην εισαγωγή της «Παρακμής της Δύσεως» και εδώ ημπορούμε να διαπιστώσουμε ήδη κάποια εντυπωσιακά στοιχεία: Πρώτον, ο Σπένγκλερ ήταν σαφώς αντίθετος με την σημερινή, διάχυτο, γενικευμένη και πολιτικοϊδεολογικώς «ορθή» (κατά την «πολιτικήν ορθότητα»), επιβεβλημένη ή αναγκαστικώς επιβαλλομένη ιδέαν της «προόδου». Επίσης, επετέθη απροκαλύπτως στην έννοιαν της «ανθρωπότητας» ως μια μορφή υπούλου παγκοσμιοποιήσεως του «ατόμου», ως αφηρημένου και αντιφυσικού, αυθαιρέτου ενοποιητικού ορισμού όλων των ανθρωπίνων ομάδων. Επιπλέον, διαπιστώνουμε έναν βέβαιον ιστορικό σχετικισμό, στην ξεκάθαρη παραδοχή του περί της υπάρξεως πολιτισμών εντελώς διαφορετικών μεταξύ τους. Με αυτήν την έννοια, ας παραθέσουμε κυριολεκτικώς κάποια άλλα ενδιαφέροντα εδάφια:
«Όταν ο Πλάτων ομιλεί για την ανθρωπότητα, εννοεί τον Έλληνα σε αντίθεση προς τους βαρβάρους. Αυτό ανταποκρίνεται απολύτως στον ανιστορικόν τρόπο της αρχαίας ζωής και σκέψεως και υπό αυτήν την προϋπόθεση οδηγεί σε συμπεράσματα που είναι σωστά και σημαντικά για τους Έλληνες. Όταν όμως φιλοσοφεί ο Καντ, λόγου χάρη για ηθικά ιδανικά, υποστηρίζει την ισχύ των θέσεων του για τους ανθρώπους όλων των ειδών και εποχών. Απλώς δεν το λέγει ρητώς, διότι για αυτόν και τους αναγνώστες του είναι αυτονόητον. Στην αισθητική του δεν διατυπώνει την αρχή της τέχνης του Φειδία ή της τέχνης του Ρέμπραντ, αλλά της τέχνης γενικώς. Όμως όποιες αναγκαίες μορφές της σκέψεως και αν διαπιστώνει, πρόκειται μόνον για τις αναγκαίες μορφές της δυτικής σκέψεως. Μια ματιά στον ’Αριστοτέλη και τα ουσιωδώς διαφορετικά συμπεράσματά του θα έπρεπε να μας είχαν διδάξει ότι, εδώ αυτοστοχάζεται ένα πνεύμα το οποίον δεν είναι ολιγότερον διαυγές, άλλα προδιατεθειμένο διαφορετικώς. Για την ρωσική σκέψη οι κατηγορίες της δυτικής σκέψεως είναι τόσον ξένες όσον ξένες είναι για την δευτέρα οι κατηγορίες της κινεζικής ή της ελληνικής σκέψεως. Μια πραγματική και πλήρης κατανόηση των πρωτογενών λέξεων της αρχαιότητος είναι για μας εξ ίσου αδύνατη όπως είναι και η κατανόηση των αντιστοίχων ρωσικών η ινδικών για τον σύγχρονο Κινέζο η Άραβα, με τις εντελώς διαφορετικές τους διάνοιες, η φιλοσοφία από τον Βάκωνα μέχρι τον Καντ έχει απλώς την αξία ενός αξιοπεριέργου.»
«Αυτό το στοιχείον το οποίον στερείται ο Δυτικός στοχαστής και το οποίον ακριβώς δεν πρέπει κατά κύριον λόγο να του λείπει είναι η σαφής κατανόηση ότι, τα συμπεράσματά του έχουν ιστορικό – σχετικό χαρακτήρα, δηλαδή ότι δεν είναι παρά η έκφραση ενός μοναδικού τρόπου υπάρξεως και μόνον αυτού. Ο Δυτικός στοχαστής αγνοεί τα απαραίτητα εκείνα όρια εντός των οποίων περικλείεται η εγκυρότης των ισχυρισμών του. Δεν γνωρίζει και συνεπώς δεν συνειδητοποιεί ότι, οι “αιώνιες αλήθειες” του, είναι αληθινές ποκλειστικώς και μόνον για αυτόν, είναι δε αιώνιες μόνον για το ιδικόν του όραμα του κόσμου. Δεν πιστεύει ότι είναι καθήκον του να αφήσει τους άλλους να εξετάσουν τους πολιτισμούς που παρήγαγαν άνθρωποι άλλων πολιτισμών, οι οποίοι τοποθετούνται προς τους πολιτισμούς τους με την ιδίαν βεβαιότητα όπως αυτός προς τον ιδικόν του.»
Ο μεγάλος στοχαστής μας εξωθεί να καταστήσουμε φιλοσοφία του μέλλοντός μας ακριβώς αυτό: Με την συνθετική αντίληψη περί της ποικιλότητος και της βαρυνούσης σημασίας όλων των πολιτισμών, να αξιώσουμε τον εαυτόν μας, αλλά και να ολοκληρώσουμε με απόλυτον αρτιότητα τον ιδικόν μας πολιτισμόν. Αυτό σημαίνει οπωσδήποτε κατανόηση της γλώσσης των ιστορικών μορφών και του ζωντανού κόσμου. Τίποτα εδώ δεν είναι διαρκές, τίποτα καθολικό. Ας μην ομιλήσουμε περισσότερον για μορφές σκέψεως, για την αρχή του τραγικού, για το πρόβλημα του κράτους. Η παγκόσμιος «εγκυρότης» ήταν και είναι πάντα ένα σφαλερό ή και ψευδές συμπέρασμα, το οποίον επιστοποιήσαμεν ως «αλήθεια», επεκτείνοντες βιαίως ή και δολίως στους άλλους, αυτό που είναι μόνον για εμάς.
Ο Σπένγκλερ γράφει: «Αυτή η ιδέα ανήκει στις αλήθειες στις οποίες δεν χωρεί αμφισβήτηση μόλις διατυπωθούν με πλήρη σαφήνεια. Ανήκει στις εσωτερικές αναγκαιότητες του πολιτισμού της δυτικής Ευρώπης και της αισθήσεως του κόσμου η οποία την διακρίνει. Είναι κατάλληλη να αλλάξει εκ βάθρων τις αντιλήψεις για την ζωή εκείνων οι οποίοι την κατενόησαν πλήρως, δηλαδή την υιοθέτησαν εσωτερικώς. Είναι μια τεραστία εμβάθυνση του φυσικού και αναγκαίου μας κοσμοειδώλου το γεγονός ότι τώρα ημπορούμε να παρακολουθήσουμε την κοσμοϊστορική εξέλιξη, στην οποίαν ευρισκόμεθα και την οποίαν μέχρι τώρα εμάθαμε να θεωρούμε αναδρομικώς ως ένα οργανικόν όλον, σε γενικές γραμμές επίσης προοπτικώς. Κάτι τέτοιο το ονειρεύετο μέχρι τώρα μόνον ό φυσικός με τους υπολογισμούς του. Επαναλαμβάνω και πάλιν ότι και στην ιστορία αυτό σημαίνει την αντικατάσταση της πτολεμαϊκής απόψεως μέ την κοπερνίκειο άποψη, δηλαδή μια απροσμέτρητος διεύρυνση του ορίζοντος της ζωής».
Ετόνισεν όλες αυτές τις ιδέες λέγων: «Δεν υπάρχουν αιώνιες αλήθειες, κάθε φιλοσοφία είναι μια έκφραση της εποχής της και μόνον». Αυτά τα στοιχεία που εμφανίζονται ήδη από τις πρώτες σελίδες της «Παρακμής της Δύσεως» προδίδουν μιαν ανορθολογική τάση στο έργον του. Είναι απολύτως κατανοητό το γεγονός ότι ο μεγάλος Ουγγροεβραίος μπολσεβίκος θεωρητικός György Bernát Löwinger – Gyorgy Luckács πλαισιώνει τον Σπένγκλερ στην ευρυτέρα τροχιά του γερμανικού ανορθολογισμού. Το ανορθολογικόν ρεύμα είχεν ριζώσει βαθέως στην Γερμανία από τον δέκατον ένατον αιώνα, όταν ορισμένοι διανοούμενοι ήρχισαν να ανακοινώνουν την παρακμή των πολιτιστικών αξιών που εκληρονόμησαν από τον Διαφωτισμό και την Γαλλική Επανάσταση (μεταξύ αυτών σημαντικότερος ήταν ο Φρειδερίκος Νίτσε, δηλαδή μία από τις κύριες πηγές εμπνέυσεως του Σπένγκλερ). Στην πολιτική σφαίρα, αυτές οι ιδέες εκυριάρχησαν μεταξύ των πλέον συντηρητικών ή και αντιδραστικών τομέων της γερμανικής κοινωνίας. Ως εκ τούτου, δεν είναι καθόλου περίεργον ότι, οι ιδέες του Σπένγκλερ ευρίσκουν μιαν ισχυρά ηχώ τους σε αυτούς τους τομείς.
Ο ιστορικός σχετικισμός, είναι σαφώς ένα από τα στοιχεία που υπάρχουν στο ανορθολογικόν ρεύμα και εχρησιμοποιήθη επίσης από τον Σπένγκλερ, ακόμη και ως επιχείρημά του για την υπεράσπιση του έναντι των επικρίσεων που εξέπεμψεν εις βάρος του ο κατεστημένος γερμανικός ακαδημαϊκός κόσμος -ιδίως λόγω της αλαζονείας του συγγραφέως στην περιγραφή των συμπερασμάτων του ως «αδιαμφισβητήτου αληθείας».
Στον πρόλογο της δευτέρας γερμανικής εκδόσεως της «Παρακμής της Δύσεως» εδήλωσεν τα εξής: «Έτσι λοιπόν, τον πυρήνα αυτών πού εύρηκα ημπορώ να τον χαρακτηρίσω μόνον ως “αληθινόν”, αληθινόν για εμένα, και, όπως πιστεύω, επίσης για τα καθοδηγητικά πνεύματα της επομένης εποχής, όχι αληθινόν «καθ’ εαυτόν», δηλαδή ανεξαρτήτως από τις προϋποθέσεις του αίματος και της ιστορίας, διότι τέτοια αλήθεια δεν υπάρχει. Αλλά αυτά πού έγραψα εκείνα τα ταραγμένα χρόνια ήσαν πάντως μια πολύ ατελής έκφραση εκείνων τα οποία έβλεπα καθαρώς εμπρός μου- έτσι το έργο πού απέμενε για τα επόμενα χρόνια ήταν, να δώσω στις σκέψεις μου την πειστική μορφή πού μπορούσα να επιτύχω, με την διάταξη των στοιχείων και την γλωσσική έκφραση».
Αθανάσιος Κωνσταντίνου