Οι «θεράποντες της τέχνης» της Γενεάς του Τριάντα στην προσπάθειάν τους να μορφοποιήσουν μιαν ισχυρά «Εθνική Μυθολογία» – η οποία θα ελειτούργει ως συνεκτικόν στοιχείο της κατακερματισμένης νεοελληνικής κοινωνίας- δεν ημπόρεσαν να αποφύγουν τους κινδύνους που ενεκυμόνει η οποιαδήποτε ιδεολογία: Την σχηματοποίηση, την αφαίρεση, την εξιδανίκευση και την συνακόλουθο «προβλητική» και ευχολογιακή ουτοπία.
Ζώντες όμως στην κορύφωση της εποχής των ιδεολογιών, προσεπάθησαν πράγματι να δώσουν ένα όραμα στην καταθλιπτική, κατακερματισμένη και καθημαγμένη μεταπολεμική και «μεταμικρασιατική» νεοελληνική κοινωνία. Η βιολογική απομείωση και η συρρίκνωση του Ελληνισμού εντός των ασφυκτικών ορίων του ελλαδικού κράτους μετά την Μικρασιατική Καταστροφή υπήρξεν μια συνθλιπτική πραγματικότης, την οποίαν δεν ημπορούσαν να αγνοήσουν και με την οποίαν θα έπρεπε να συμφιλιωθούν, καθώς δεν ήσαν σε θέση να την ανατρέψουν.
Έτσι, η απηνής εκδίωξη των Ελλήνων της Ιωνίας και του Πόντου από τις πατρογονικές τους εστίες, όπως και ο αναγκαστικός τους περιορισμός εντός των ελλαδικών ορίων, εθεωρήθη για λόγους παρηγορητικής παραμυθίας ένας ιδιότυπος «νόστος», μια επιστροφή στην Πατρίδα. Το γεγονός ότι σήμερα δοκιμάζεται ανηλεώς ο «Εθνικός Κανών» που εθεσμοθέτησαν «mezzoforte» αυτοί οι ποιητές και οι θεωρητικοί της «Γενεάς του Τριάντα» είναι απολύτως εύλογον και δεν πρέπει να μας ξενίζει: Δεν επροχώρησαν στον Εθνικισμό, δεν αντιμετώπισαν την υπονόμευση και την διάλυση επαναστατικώς! Δεν ανεζήτησαν καμμίαν Επανάσταση, πολλώ δε μάλλον την Εθνικήν Επανάσταση!
Ήσαν φιλότιμοι συντηρητές και όχι ανανεωτές του Εθνικού Πνεύματος! Άλλωστε μόνον διέσωσαν και υπέδειξαν με ευγένεια και κομψότητα προς τα πού ευρίσκεται ο δρόμος: Ο πραγματικός αναπροσδιορισμός της Εθνικής μας Ταυτότητος είναι μια «εν εξελίξει» διαδικασία, επίμονη, εργώδης, διαρκής και πολεμική, προϋποθέτει δε συνεχή, τολμηρό, ανιδιοτελή και ανυπόκριτο ειλικρινή διάλογο με την Παράδοση και την Ιστορία. Στον διάλογον αυτόν οι εκάστοτε ανάγκες της τρεχούσης πραγματικότητος διαδραματίζουν μεν έναν πρωταγωνιστικόν ρόλο, αλλά οι πράγματι ελεύθεροι Έλληνες Εθνικιστές, γεμάτοι από Επαναστατική Ορμή δεν επιτρέπουν στις ανάγκες να προδιαγράψουν τις ιδεολογικές τροχιές, ούτε να τους υπαγορεύσουν την πορεία του ατέρμονος πνευματικού ταξιδίου.
Η Γενεά του Τριάντα αποπειράται να θεμελιώσει αισθητικώς και ιδεολογικώς την νεοελληνική ταυτότητα στην εσωτέρα έννοια της λέξεως «Λαός».
Έχει ενδιαφέρον να παρακολουθήσουμε πώς αυτοσυστήνεται ο «Λαός» και η παράδοσή του μέσα από τον λόγο των κειμένων της εν λόγω γενεάς: Γράφει σχετικώς ο πολύς Σεφέρης:
«Μπορούμε να κάνουμε πολλές πικρές παρατηρήσεις πάνω στην άβυσσο που μπορεί κάποτε να χωρίσει τους μορφωμένους και τους καλλιεργημένους, από τη φωνή της ζωής, όταν σκεφτούμε πως για πολλούς αιώνες ο μόνος πραγματικός ποιητής που έχει το Γένος είναι ο ανώνυμος και αναλφάβητος Λαός, και πως ο μόνος σπουδαίος πεζογράφος, που ξέρω εγώ τουλάχιστον, είναι πάλι ένας ταπεινός, που μαθαίνει λίγα γράμματα στα τριάντα τόσα του χρόνια – Ο Μακρυγιάννης. Και το πιο παράξενο είναι ότι αυτοί οι αγράμματοι συνεχίζουν πολύ πιο πιστά το αρχαίο ελληνικό πνεύμα από την απέραντη ρητορεία των καθαρολόγων, που καθώς είπα, δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα ακατάλυτο φίμωτρο…» («Δοκιμές» – Α’ τόμος, σελίδα 217).
Ο καθηγητής «Ιστορίας και θεωρίας της λογοτεχνίας» στο Τμήμα Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημερώσεως του Παντείου Πανεπιστημίου, Δημήτρης Δημηρούλης, γράφει ευστόχως στο βιβλίον του: «Ο ποιητής ως έθνος», (1997) πως «η λαϊκή δημιουργία (το δημοτικό τραγούδι κι η λαϊκή ζωγραφική) αποτέλεσε για τον Σεφέρη την ιδανική εγγύηση αμεσότητας (με την απώθηση της μεσολάβησης του “πολιτισμού”), ζωντάνιας (με την άρνηση του αφηρημένου και του τεχνητού) και αυθεντικότητας». Θα προσθέσουμε απλώς πως η λαϊκή δημιουργία ήταν επίσης η «ταξική» θεώρηση στο διαβατήριο της βολεμένης κοινωνικής ατολμίας του σπουδαίου μεγαλοφυούς αστού.
Οι «ζωγραφιές» των μαχών της Εθνεγερσίας, που ζωγραφίζει ο πολεμιστής – καλλιτέχνης Παναγιώτης Ζωγράφος, ύστερα από παραγγελία του Στρατηγού Μακρυγιάννη, θεωρούνται από τον Σεφέρη («Δοκιμές Α’»): «από τα πιο πολύτιμα και από τα πιο ζωντανά μνημεία που έχουμε της λαϊκής μας ζωγραφικής -θέλω να πω από τα μνημεία εκείνα που ξεσκεπάζουν ξαφνικά εκθαμβωτικές περιοχές της ψυχής του λαού μας». Το όντως αυθεντικόν, ευρίσκει την έκφρασή του στην λαϊκή δημιουργία καθαυτήν: «Έτσι ,θα χρειάζεται πάντα, φαντάζομαι, να εξελέγχουμε ποια είναι η φύση της γλώσσας μας, όχι κοιτάζοντας μόνοι τον εαυτό μας – ο μοναχός αβοήθητος άνθρωπος είναι συχνά μαινόμενος και σπάνια βλέπει καλά – αλλά γυρεύοντας τον εαυτό μας με τη βοήθεια των λίγων κειμένων (εννοώ τα δημοτικά κείμενα) που έχουν αποδειχτεί, ως τα σήμερα τουλάχιστο, τα μόνα αυθεντικά».
Ο Σεφέρης θεωρεί τον «Λαό» ως το κέντρο, ως το ύψιστο σημείο της αισθητικής του. Από αυτήν την πηγή, την στέρνα (Εδώ στο χώμα ρίζωσε μια στέρνα/ μονιά κρυφού νερού που θησαυρίζει …, «Η Στέρνα», ποίημα αφιερωμένο στον Κωνσταντινοπολίτη δικηγόρο φίλο του Γιώργο Αποστολίδη, 1932), αντλεί ο ποιητής τα είδωλα της τέχνης του. Ο Λαός είναι ο «δάσκαλος» του ποιητή: «Κάθε φορά που η φυλή μας γυρίζει προς το λαό, ζητά να φωτιστεί από το λαό, αναμορφώνεται από το λαό, συνεχίζει την παράδοση που μπήκε θριαμβευτικά στη συνείδηση του έθνους με την ελληνική επανάσταση.».
Ο «Λαός» του Σεφέρη δεν είναι όλοι οι Έλληνες, αλλά ο ανώνυμος και αναλφάβητος Λαός. Γι αυτόν οι διανοούμενοι και οι πολιτικοί δεν ανήκουν στο αυθεντικό σώμα του ελληνικού λαού. Ούτε φυσικά το ελληνικό κράτος, (το οποίον όμως ο Σεφέρης υπηρέτησε επί μακρόν ως επιτυχημένος διπλωμάτης), εκφράζει το πνεύμα του ελληνικού Λαού. Στο Χειρόγραφο ’41 ο ποιητής προχωρεί στην ακόλουθη ομολογία:
«Στην πολιτική μου ζωή ένιωσα τις περισσότερες φορές, μεγάλη αηδία. Όμως ποτέ δεν έπαψα να δίνω, μ’ όλη τη θέρμη της καρδιάς μου, την πίστη μου στον ελληνισμό… Τον ελληνισμό τον έβλεπα να κατέχει ένα πολύ μεγάλο χώρο. Όσο για τους σύγχρονους ελλαδικούς φορείς του, αισθανόμουνα πως τον υπηρετούσαν καλύτερα οι ασπούδαχτοι από τους σπουδασμένους. Τους τελευταίους τους πρόσεξα πολύ και τους βρήκα χαλασμένους τις περισσότερες φορές. Αντίθετα, μου έτυχε να συναντήσω ανάμεσα στο λαό πραγματικούς άρχοντες.». Ο ελληνολάτρης και μεγαλοϊδεάτης λαϊκός ζωγράφος Θεόφιλος κι ο Πολέμαρχος Στρατηγός της Εθνεγερσίας Μακρυγιάννης είναι οι λαμπροί, αληθείς, αμόρφωτοι και ταπεινοί Διδάσκαλοι του ποιητή – Σεφέρη.
Και ο μέγας Οδυσσέας Ελύτης («Τα δημόσια και τα ιδιωτικά» – Το δοκίμιον αυτό αποτελεί μέρος του β’ τόμου των πεζών του, που κυκλοφορούν με τίτλον «Εν λευκώ») αναφέρεται στην «ορθογραφημένη» γλώσσα του Λαού, η οποία είναι η μόνη ικανή ν’ αποδώσει την αυστηρή «ορθογραφία» του ελληνικού τοπίου:
«Είναι μια γλώσσα με πολύ αυστηρή γραμματική, που την έφκιασε μόνος του ο Λαός, από την εποχή που δεν επήγαινε ακόμη σχολείο. Και την τήρησε με θρησκευτική προσήλωση κι αντοχή αξιοθαύμαστη, μέσα στις πιο δυσμενείς εκατονταετίες. Ώσπου ήρθαμ’ εμείς, με τα διπλώματα και τους νόμους, να τον βοηθήσουμε. Και σχεδόν τον αφανίσαμε. Από το ένα μέρος του φάγαμε τα κατάλοιπα της γραφής του και από το άλλο του ροκανίσαμε την ίδια του την υπόσταση, τον κοινωνικοποιήσαμε, τον μεταβάλαμε σε έναν ακόμα μικροαστό, που μας κοιτάζει απορημένος από κάποιο παραθυράκι κάποιας πολυκατοικίας του Αιγάλεω.» («Έν λευκώ»).
Το «Πνεύμα του Λαού» και τα «Χώματα της Ελλάδας» πρέπει να ερευνήσουν οι μορφωμένοι Έλληνες, για ν’ αποκαλύψουν, να ξαναφανερώσουν, να καταδείξουν την παναρμόνια αιωνία μορφή του Ελληνισμού. Σε αυτό το κατηγορηματικό και απαιτητικό συμπέρασμα κατέληξε ο λαμπρός αρχιτέκτων και εμβριθής θεωρητικός Δημήτρης Πικιώνης («Το πρόβλημα της μορφής», 1946). Μόνον ο απλός Λαός ήταν που διετήρησε ζωντανή την ουσία της αρχαιότητος, βαθέως κρυμμένη στην άδολη και αρχέγονη «Λαϊκή Ψυχή»: «Κι ο νους μου πάει σ’ έναν. Τον απλό τω πνεύματι, που θεία βουλή τον όρισε να ‘ναι η γη η έμψυχη όπου μέσα της θα φυλαχτεί από την εξαφάνιση της παράδοσης του Πνεύματος και του ξαναγεννημού ο σπόρος…. Ναι ζει μέσα του ο θείος σπόρος. Ζει η πανάρχαιη λαλιά του. Και ρυθμοί και μέλη και σχήματα και ουσίες απ’ τους πανάρχαιους χρόνους, όπου τούτα ήταν ορισμένο να συλληφθούνε και που αν πέθαιναν ουδ’ ο Θεός ο ίδιος δε θα μπορούσε να τα αναστήσει… Γι’ αυτό κι η βουλή του εδώ όρισε να ζούνε φυλαγμένα, μακριά από της Ιστορίας τις ακμές και τις παρακμές, στου απλού το πνεύμα και στην αχάλαστη της ψυχής του την έκπληξη, για να τα παραλάβει από κει ο ποιητής…».
«Αν θες το γνήσιο, θα πας εκεί όπου το νάμα της παράδοσης ρέει αμόλυντο. Εδώ το καθαρό κι οργανικό σχήμα… σου ξεσκεπάζει την πανάρχαιη ουσία της …» , συμβουλεύει αδελφικώς και προτρεπτικώς ο Πικιώνης τους νέους αρχιτέκτονες. Μαρτυρεί πως στην ανεπιτήδευτη και χαριτωμένη λαϊκή καλλιτεχνική δημιουργία διασώζεται «το εσώτερο πνεύμα αυτών των σχημάτων – συμβόλων» το οποίο «δεν ξεσκεπάζεται στην ψυχή που δεν έχει μέγεθος». Και συνεχίζει : «Η πνευματική τους ουσία, που είναι η ίδια των αρχαίων αρετών η ουσία, και συνάμα η για κάθε αναγέννηση ανυποκατάστατη ζύμη, δε θε ν’ αποκαλυφθεί παρ’ εις τον φιλόσοφο νου που θα “βαφτίσει” τα σχήματ’ αυτά “εις τη διπλή κολυμπήθρα του αισθήματος και της φαντασίας “». Κλείνει δε με το ακόλουθο παράθεμα από τον Ιωάννη Θεοδωρακόπουλο («Το πνεύμα του Νεοελληνισμού και η τροπή των καιρών», Αθήναι, 1945): «Η πνευματική τούτη κάρπιση είναι ζήτημα μεγάλων εσωτερικών ωδίνων ενός τόπου, που η ανάκλασή τους να σκορπίζεται σ’ όλη τη λαϊκή πραγματικότητα … εκεί όπου υπάρχουν και οι μητέρες ιδέες, οι ακίνητες έννοιες κάθε λαού, βάσεις για κάθε του δημιουργία και αμετάδοτες σ’ άλλο λαό».
Ο Πικιώνης μάλιστα συστήνει ανεπιφυλάκτως την μελέτη της «λαμπρής πραγματείας» του καθηγητή Ιωάννη Θεοδωρακόπουλου («Το πνεύμα του Νεοελληνισμού») σε «όσους θα θέλανε να δούνε το πρόβλημα του πνευματικού μας πολιτισμού, εξεταζόμενο με κριτήρια αντάξια του μεγέθους του».
Αθανάσιος Κωνστατίνου