Site icon ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ

Εθνικοί στοχασμοί

Εθνικοί στοχασμοί

Μέρος 5

Η θέση που καταλαμβάνει στο έργον των ποιητών αλλά και των κριτικών της Γενεάς του Τριάντα ο «Λαός», ως φορεύς του «κατ’ εξοχήν Νοήματος», είναι όντως κυρίαρχος. Βεβαίως η επιχειρηματολογία τους δεν είναι πρωτότυπος. Άλλωστε όπως επεσήμανε ευστοχότατα η κόρη του μεγάλου Έλληνος καθηγητή λαογραφίας Στίλπωνος Κυριακίδη, η αείμνηστος λαογράφος Άλκη Κυριακίδου – Νέστορος («Θεωρία της ελληνικής λαογραφίας. Κριτική ανάλυση» – 1978) ο «Λαός» υπήρξεν μια έννοια ρευστή και «πρωτεϊκή», ωσάν αίμα, ιδιαιτέρως ευεπίφορος, όλκιμος και ελατή σε ποικίλες ιδεολογικές χρήσεις και καταχρήσεις. Αυτήν την έννοιαν θα αποπειραθούμε να ιχνηλατήσουμε  στις  λεωφόρους της ιδεαλιστικής φιλοσοφίας, ακολουθούντες μεγάλους  Διδασκάλους της ευρωπαίκής σκέψεως.

Τον Λαόν ιδωμένον και ως πολιτισμική κοινότητα των συγγενών ομογλώσσων (ως Volk) «ανεκάλυψεν» για πρώτη φορά ο Γερμανός φιλόσοφος, ποιητής, θεολόγος και κριτικός της λογοτεχνίας Γιόχαν Γκότφρηντ Χέρντερ (Johann Gottfried Herder, 1744 – 1803). Αυτός ομίλησε πρωτος για την «Ψυχήν του Λαού» και τον «Χαρακτήρα του Λαού» (Volksseele, Volkscharakter), αυτός υπεγράμμισεν τον καθοριστικόν ρόλον του κλίματος στην διαμόρφωσή τους, αλλά και ετόνισεν ιδιαιτέρως την μορφοποιητικήν σημασία της γλώσσης στην σχηματοποίηση, στην διαμόρφωση της ιδιοσυγκρασίας ενός λαού.

Ο Χέρντερ προέβαλε εντόνως την αξίαν της «λαϊκής καλλιτεχνικής δημιουργίας» και επίσης ετόνισεν εμφατικώς την σαφή υπεροχή της έναντι της λογίας, «υψηλής» τέχνης. Η προφορική ποιητική δημιουργία του Λαού, η οποία μέχρι τότε ήταν περιφρονημένη ως άκομψος κληρονομία αγραμμάτων χωρικών, έρχεται στο προσκήνιον αποκτώσα ανεκτίμητον αξίαν υπό το σκιαλυτικόν φως της χερντεριανής διδασκαλίας.

Μετά τον σπουδαίον Χέρντερ η μελέτη της δημώδους γλώσσης ενός Λαού, ως «ολοκληρωμένου πνευματικού αρχετύπου» συνδέεται πλέον αρρήκτως με την θεμελίωση μιας Εθνικής Φιλολογίας. H συμβολή του στην φιλοσοφική σύλληψη της εννοίας του Έθνους, του Λαού, της Πατρίδος  έχει διαχρονικόν χαρακτήρα και ισχύει ως «αεί παρόν» για τις έννοιες αυτές, (όπως και για την έννοιαν της γλώσσης).

Ο πολυμαθής Διαφωτιστής Γερμανός σοφός έγραψεν ότι :«Ένας ποιητής είναι ο δημιουργός του Έθνους γύρω του, αυτός τους δίδει έναν κόσμο για να ιδούν και έχει τις ψυχές τους στο χέρι του για να τους οδηγήσει σε αυτόν τον κόσμο». Για τον Χέρντερ, τέτοια ποίηση είχε την μεγίστη αγνότητα και ισχύ της στα Έθνη πριν αυτά καταστούν πολιτισμένα, όπως φαίνεται προδήλως στην Παλαιά Διαθήκη, στην Έντα και στα ομηρικά έπη, για τούτο και προσεπάθησε να εύρει τέτοιες αρετές στα αρχαία γερμανικά δημοτικά τραγούδια και στην Βορεία μυθολογία και ποίηση.

Ο Χέρντερ ευρίσκετο στην καλυτέρα διανοητική φάση του, στην κορύφωση της διανοίας του  κατά την διάρκεια της εκείνης της περιόδου, όπου παρήγαγε έργα όπως το ανολοκλήρωτον «Ιδέες για την Φιλοσοφίαν της Ιστορίας της Ανθρωπότητος» (Ideen zur Philosophie der Geschichte der Menschheit), από το οποίον προέρχεται σε μεγάλον βαθμόν η Σχολή της «ιστορικής σκέψεως». Η φιλοσοφία του Χέρντερ παρουσιάζει μιαν ολοέν εντονοτέρα υποκειμενική στροφή, τονίζουσα την επιρροήν της φυσικής και ιστορικής συγκυρίας επί της ανθρωπίνης αναπτύξεως και επίσης τονίζουσα ότι «κάποιος πρέπει να προσεγγίσει την ηλικία, την περιοχήν, ολόκληρο την ιστορία και να νοιώσει τον τρόπον κάποιου άλλου, για όλα τα πράγματα κάποιου». Ο ιστορικός πρέπει να είναι ο «αναγεννημένος σύγχρονος» του παρελθόντος, και η ιστορία μια επιστήμη ως «εργαλείον του γνησιοτέρου πατριωτικού πνεύματος».

Οι ιδέες του Χέρντερ σχετικώς με τον Λαόν – Έθνος και την λαϊκήν καλλιτεχνική δημιουργία αναπτύσσονται επίσης, εκτός από τις ημιτελείς «Ιδέες», και στις «Επιστολές για την Πρόοδον του Ανθρωπισμού» («Briefe zur Beförderung der Humanität»). Ο Λαός ήταν κατ΄αυτόν το θεμελιώδες υλικόν της Ιστορίας και η αφετηρία της πολιτιστικής δημιουργικότητος. Ήταν η παραγωγική βάση επί της οποίας εδημιουργήθη η υπερδομή, το εποικοδόμημα  της λογοτεχνίας και των ιδεών. Ο Λάος είναι η πηγή απ΄ όπου εκπηδά η ιστορική κίνηση. Είναι ένα στοιχείον αντιστάσεως : ως το φυσικόν ενάντια στο τεχνητόν, το άσμα ενάντια στην φλυαρία, η αδάμαστος αγριότης ενάντια στον «ζυγόν» των Τυράννων.

Ο Χέρντερ απέδιδεν εξαιρετικήν σημασία στην έννοια της εθνικότητος όσον και του πατριωτισμού : «… αυτός που έχει χάσει το πατριωτικόν πνεύμα του έχει χάσει τον εαυτόν του και όλο το σύνολον των κόσμων για τον εαυτόν του», ενώ εδίδασκεν ότι «κατά κάποιον τρόπο κάθε ανθρωπίνη τελειότης είναι εθνική ταυτότης». Ο Χέρντερ έφθασε την «Λαϊκή (Περί Λαού) Θεωρία» στα άκρα, υποστηρίζων ανενδοιάστως ότι «υπάρχει μόνον μία τάξη στο κράτος, ο Λαός, όχι ο χύδην όχλος, ο δε βασιλεύς ανήκει σε αυτήν την κατηγορία, όπως επίσης και ο αγρότης». Η επεξήγηση πως ο Λαός δεν ήταν ο όχλος υπήρξεν μια νέα αντίληψη για την εποχήν  αυτήν, με τον δε Χέρντερ ημπορεί κάποιος να ιδεί την ανάδυση του «Λαού» ως βάσεως για την δημιουργίαν ενός αταξικού αλλά ιεραρχημένου εθνικού σώματος.

Το Έθνος ήταν κατ΄αυτόν μεμονωμένο και κεχωρισμένο, διακεκριμένο από το κλίμα, την εκπαίδευση, την επαφή με τους ξένους, την παράδοση και την κληρονομικότητα. Το Έθνος ήταν ένα άλλον είδος Δημιουργού, μια μορφοποιός συλλογική «πρωτοδύναμη». Επήνει και εδόξαζε την Θεία Πρόνοια, διότι «εκατόρθωσεν θαυμασίως να διαχωρίζονται οι εθνότητες, όχι μόνον από τα δάση και τα όρη, από τις θάλασσες και τις ερήμους, από τους ποταμούς  και τα κλίματα, αλλά ειδικότερον με τις κλίσεις, τις γλώσσες και τους χαρακτήρες τους».

Ο Χέρντερ εξήρε την φατριακή φυλετική προοπτική, γράφων ότι «ο άγριος που αγαπά τον εαυτόν του, την γυναίκα και το παιδί του με ήσυχη χαρά και λάμπει με την περιορισμένη δραστηριότητα της φυλής του, όπως και για την ζωή του, είναι κατά την γνώμη μου πλέον πραγματική ύπαρξη από την καλλιεργημένη σκιά που συνεπάρθη με την σκιά του συνόλου των ειδών », δεδομένου ότι «..κάθε εθνικότης περιέχει το κέντρον της ευτυχίας της στον εαυτόν της, όπως μια σφαίρα το κέντρον βάρους της». Χωρίς μάλιστα καμιάν ανάγκη για σύγκριση, δεδομένου ότι «κάθε Έθνος ενέχει αφ’ εαυτού το πρότυπον της τελειότητός του, εντελώς ανεξάρτητον από κάθε σύγκριση με εκείνα των άλλων», διότι «… οι εθνότητες δεν διαφέρουν στην ποίηση, στην εμφάνιση, στις προτιμήσεις, στα ήθη και στις γλώσσες; Δεν πρέπει η θρησκεία που επίσης μετέχει σε αυτά να διαφέρει μεταξύ των εθνοτήτων;»

Η βασική πεποίθηση του Χέρντερ είχεν αδρομερώς ως εξής : Το έθνος ιστορικώς καταξιούται ως η εγκυροτέρα και πλέον ανθεκτική μορφή κοινοτικού βίου, ως ένα ιδιαίτερον, εξελιγμένον είδος της Λαϊκής Κοινότητος, με τις ιδικές του πολιτισμικές παραδόσεις, με καλώς διασφαλισμένες δυνατότητες ελευθέρας ανταλλαγής απόψεων με άλλες παρόμοιες κοινότητες.  Η οντολογική υφή αυτής της κοινότητος παραπέμπει αυτομάτως στην έννοιαν της Πατρίδος και της κοινής γλώσσης, που με την εσωτερική της δυναμική καθιστά την  γενέθλιον γη  «εστίαν φανερώσεως της ζωής».

Λέγει ο Χέρντερ: «Για να εκφρασθεί ο άνθρωπος, χρησιμοποιεί λέξεις. Οι λέξεις δεν είναι ιδικά του επινοήματα, αλλά του έχουν κληροδοτηθεί δια μέσου ενός ρεύματος παραδοσιακών εικόνων. Το ρεύμα τούτο ετροφοδότησαν στο παρελθόν κάποιοι άλλοι άνθρωποι, προσπαθούντες και αυτοί να εκφρασθούν. Ο άνθρωπος έχει περισσότερα κοινά σημεία, μη απτά, με ανθρώπους τους οποίους η φύση ετοποθέτησεν σε κάποια σχετική εγγύτητα προς αυτόν, παρά με ανθρώπους που ευρίσκονται μακράν του.»

Ομιλεί για την γλώσσα ως ζώντα και δραστικόν δεσμόν ανθρώπου – κοινότητος, αλλά και για το έδαφος ως δεσμόν. Η θέση του Χέρντερ, εν πολλοίς, είναι η ακόλουθος: Τα στοιχεία που έχουν κοινά οι ανήκοντες στην ιδίαν ομάδα άνθρωποι είναι καθοριστικότερα για τον ιδιαίτερον χαρακτήρα της ύπαρξεώς τους από ότι εκείνα που έχουν κοινά με κάποιους άλλους ανθρώπους, από άλλα μέρη.

Τουτέστιν, ο τρόπος λόγου χάριν «….με τον οποίον ένας Γερμανός εγείρεται  ή κάθεται, ο τρόπος με τον οποίον χορεύει, ο τρόπος με τον οποίον νομοθετεί, ο γραφικός του χαρακτήρ, η ποίησή του, η μουσική του, ο τρόπος με τον οποίον κτενίζει την κόμην του, όπως και ο τρόπος με τον οποίον φιλοσοφεί, όλα αυτά έχουν μια κοινή, μη απτήν ιδιαιτέρα ποιότητα. Όλα διακρίνονται από μιαν πρότυπον ιδιότητα, βάσει της οποίας αναγνωρίζονται ως γερμανικά, τόσον από τον συγκεκριμένον άνθρωπον, όσον και από τους άλλους, υπό την έννοιαν ότι διαφέρουν από τις αντίστοιχες πράξεις ή πρακτικές των Κινέζων.»

Επίστευεν ότι, τρόπον τινά, οι ανθρώπινες ομάδες αναπτύσσοντο όπως τα φυτά ή τα ζώα και ότι οι οργανικές, βοτανολογικές ή κάθε άλλου είδους βιολογικές μεταφορές ήσαν καταλληλότερες ώστε να περιγράψουν αυτήν την ανάπτυξη, απ’ ότι οι χημικές και οι μαθηματικές μεταφορές των Γάλλων εκλαϊκευτών της επιστήμης που έδρασαν κατά τον δέκατον όγδοον αιώνα.

Λέγει ο Χέρντερ: «Αν θέλετε να κατανοήσετε το έργον τέχνης που έχει δημιουργήσει ένας αρχαίος Έλλην, είναι ανώφελον να θέσετε διάφορα διαχρονικά κριτήρια, που καθορίζουν επακριβώς την έννοια του ωραίου για όλα τα έργα τέχνης, και στη συνέχεια να αναλογιστείτε κατά πόσον το υπό εξέταση αρχαιοελληνικόν έργον τέχνης είναι ή δεν είναι ωραίον συμφώνως προς τα κριτήρια αυτά. Αν δεν κατανοήσετε ποίοι ήσαν οι αρχαίοι Έλληνες, τι ήθελαν, πώς έζων, αν δεν εισχωρήσετε, μέσω μιας εξαιρετικώς απαιτητικής διαδικασίας και με την μεγαλυτέρα δυνατή προσπάθεια από πλευράς φαντασίας, στα συναισθήματα αυτών των άκρως ενδιαφερόντων λαών που είναι, όχι μόνον σε χρονικόν, αλλά και σε χωρικόν επίπεδο, ιδιαιτέρως απόμακροι, αν δεν προσπαθήσετε με την φαντασίαν σας να αναπλάσετε το είδος της ζωής την οποίαν έζων αυτοί οι άνθρωποι, να κατανοήσετε τι είδους νόμους είχαν, ποίες ήσαν οι ηθικές αρχές τους, πώς ήσαν οι δρόμοι τους, ποίες ήσαν οι ποικίλες αξίες στις οποίες επίστευαν, δηλαδή αν δεν προσπαθήσετε να ζήσετε εσείς οι ίδιοι την ζωήν τους. Αν, λοιπόν, δεν προσπαθήσετε να κάνετε όλα αυτά τα πράγματα, οι πιθανότητες να κατανοήσετε όντως την τέχνη τους, να κατανοήσετε όντως τα κείμενά τους, να μάθετε πράγματι τι εννοούσε ο Πλάτων και ποίος ήταν ο Σωκράτης, είναι ελάχιστες!» Όλα αυτά ενδεχομένως ομοιάζουν σήμερον αποσαφηνισθέντα ή και  κοινότοπα, αλλά κατά τις δεκαετίες του 1760 και του 1770, οπότε και πρωτοδιετυπώθησαν, ήσαν εξόχως πρωτοποριακά.

Για τον Χέρντερ, ο Σωκράτης δεν είναι ο σοφός τον οποίον προέβαλλεν ως αιώνιον πρότυπον ο γαλλικός Διαφωτισμός, ο αρχετυπικός δηλαδή ορθολογιστής, ούτε όμως είναι και ο ειρωνικός τιμητής διαφόρων μεγαλαύχων «φωστήρων του Διαφωτισμού», εξηρτημένων από τον ορθολογισμόν, [όπως απέδωσεν ο αγαπητός διδάσκαλός του Γιόχαν Γκέοργκ Χάμαν (Johann Georg Hamann), στο έργον του «Σωκρατικά Ενθυμήματα» («Sokratische Denkwürdigkeiten»)]. Ο Σωκράτης ήταν ένας Αθηναίος πολίτης του πέμπτου π.Χ. αιώνος, που έζησεν στην Αθήνα του πέμπτου π.Χ. αιώνος, ούτε του τετάρτου, ούτε του δευτέρου, ούτε στην Γερμανία, ούτε στην Γαλλία. Ήτοι πουθενά αλλού έζησεν, παρά στην αρχαίαν Ελλάδα, και ποτέ άλλοτε, παρά στην συγκεκριμένην εποχή.

«Για να κατανοήσετε την αρχαιοελληνική φιλοσοφία, πρέπει να ημπορείτε να κατανοήσετε την αρχαιοελληνική τέχνη· για να κατανοήσετε την αρχαιοελληνική τέχνη, πρέπει να ημπορείτε να κατανοήσετε την αρχαιοελληνική ιστορία και την αρχαιοελληνική γεωγραφία, να ιδείτε τα φυτά που έβλεπαν οι αρχαίοι Έλληνες, να κατανοήσετε τον τόπον στον οποίον έζων, και ούτω καθ’ εξής.»

Καθώς  η αξία ενός πολιτισμού έγκειται στο τι ακριβώς αυτός επιδιώκει (όπως λέγει ο Χέρντερ, κάθε πολιτισμός έχει το ιδικόν του «κέντρον βάρους» – Schwerpunkt), οφείλει κάποιος να προσδιορίσει αυτό το κέντρον βάρους, «…..προκειμένου να ημπορέσει να κατανοήσει τους ανθρώπους που στηρίζουν τον συγκεκριμένον πολιτισμό. Δεν ωφελεί να κρίνει κανείς από την σκοπιάν μιας άλλης χώρας ή ενός άλλου πολιτισμού. Αν χρειασθεί να το κάνετε αυτό, τότε θα αντιληφθείτε ότι οι διαφορετικές εποχές είχαν και διαφορετικά ιδεώδη και ότι, καθένα από αυτά τα ιδεώδη ήταν με τον τρόπον του έγκυρον για την συγκεκριμένη εποχή και τον συγκεκριμένο τόπο, γιά αυτόν δε τον λόγον αποτελεί σήμερον για εμάς αντικείμενον θαυμασμού και εκτιμήσεως…»

Ο Χέρντερ είναι εμφατικώς κατηγορηματικός στην διαπίστωσή του πως «η πλέον φυσική κατάσταση του ανθρώπου είναι ο Λαός με τον μοναδικόν του εθνικό χαρακτήρα!», όμως συγκαταλέγεται στους ελαχίστους εκείνους στοχαστές ανά τον κόσμον, οι οποίοι λατρεύουν τα όντα ακριβώς ως έχουν και δεν τα καταδικάζουν επειδή δεν είναι διαφορετικά. Για τον Χέρντερ, τα πάντα είναι αξιοθαύμαστα. Θαυμάζει την Βαβυλώνα, αλλά και την Ασσυρία, την Ινδία, αλλά και την Αίγυπτο. Έχει καλήν γνώμη για τους αρχαίους Έλληνες, για τον Μεσαίωνα, για τον δέκατον όγδοον αιώνα. Αν απεχθάνετο κάτι ο Χέρντερ, τούτο είναι ο αφανισμός ενός πολιτισμού από τον άλλον. Απεχθάνετο επίσης την βία, τον καταναγκασμό, καθώς και  την απορρόφηση ενός πολιτισμού από τον άλλον, διότι ήθελε το καθετί να έχει ως όντως είναι, στον μέγιστον δυνατόν βαθμό.

Στην εποχήν του ο πολύς Χέρντερ ομίλησεν προφητικώς για τον σημερινόν εξανδραποδισμόν των Λαών, τον διενεργούμενον υπό την μορφήν της πολυπολιτισμικότητος. Οι μαζικές μεταναστεύσειςστους καιρούς μας, ενώ παρουσιάζονται ως δήθεν «λύτρωση»  από διάφορα ….οπισθοδρομικά πολιτικά σχήματα, καταδικάζουν εμπράκτως ολοκλήρους πολιτισμούς και Λαούς σε αφανισμόν. Αυτές οι αποριζώσεις αποτιμώνται από τα καθεστωτικά σχήματα ως τάχα «δημιουργικά» φαινόμενα μιας νέας παγκοσμιοποιημένης τάξεως, όπου δεν έχει θέση το Έθνος παρά η «ευρωπαϊκή» και παγκόσμιος συνεννόηση, η συνένωση των λαών και η βαρβαρότης του «πολυπολιτισμού».

Για τον Χέρντερ, μια τέτοια κατεύθυνση, πέραν του εθνοπροδοτικού της χαρακτήρος, είναι εξ υπαρχής αποτυχημένη, γιατί ομιλεί την δολία και μισάνθρωπον γλώσσα της εξωτερικής επιβολής, της αντιφυσικής υπολογιστικής ταξινομήσεως, η οποία αποτρέπει δολίως και αναγκαστικώς την ουσιώδη και βαθεία γνωριμία με τον έναν ή τον άλλον πολιτισμόν.

Λαμβανομένων υπ΄όψη των ανωτέρω ο Χέρντερ, ευλόγως θεωρείται συνθεμελιωτής ενός  πρωτολείου ελευθεριακού Λαϊκού Εθνικισμού.

Αθανάσιος Κωνσταντίνου

Exit mobile version