Η «λογοτεχνία του φανταστικού» είναι ένα λογοτεχνικόν είδος με όλως ιδικήν του μορφήν και ιδικά του σύμβολα. Ο όρος «φανταστικόν», ο οποίος την διαχωρίζει από τα άλλα είδη, αναφέρεται συνήθως σε δρώμενα και φαινόμενα που δεν έχουν συμβεί, δεν συμβαίνουν, ούτε και θα ημπορούσαν να συμβούν, συμφώνως με τις προδιαγραφές της επιστήμης και τις αποδεκτές αποδείξεις της ιστορίας. Βεβαίως το ιδιαίτερον φιλοσοφικόν υπόβαθρον του φανταστικού, χαρακτηρίζεται πάντοτε από την εκετεταμένη σύγκρουση ορθολογικού – ανορθολογικού, ίσως δε σχετίζεται και με την ανάγκην «μεταστοιχειώσεως» και αναδημιουργίας του Κόσμου, με την ελευθερία και τις δυνατότητες που παρέχει η φαντασία.
Οι ρίζες του «φανταστικού» ανάγονται προφανώς στην προϊστορία του ανθρώπου και συνδέονται αρρήκτως με το στοιχείον του «τερατώδους» που εχαρακτήριζεν το πρωτόγονον περιβάλλον (γιγαντιαία ζώα, εκτενείς οικολογικές ανακατατάξεις, ουράνια φαινόμενα, ακατάπαυστος περί υπάρξεως αγών). Ο άνθρωπος βιώνων διαρκώς αυτό το ακατανόητον περιβάλλον συνθλιτικής πιέσεως της «φυσικής επιλογής», [μέσα στο οποίον νυχθημερόν και ανά πάσαν στιγμήν επιβεβαιούται το μυστικόν και απερινόητον του Κόσμου (κυρίως με την επέλευση της γεννήσεως και του θανάτου)], υποχρεούται να «φαντασθεί» την ύπαρξη μιας «άλλης πραγματικότητος», η οποία λειτουργεί πέραν του περιορισμένου και στενού ορίζοντος της συνήθους αντιληπτικής και βιωματικής καθημερινότητός του. Η «άλλη αυτή πραγματικότης» υπονομεύει ασυναισθήτως την περιρρέουσα πραγματικότητα, αμφισβητεί, τροποποιεί και αναιρεί την γνώση του ανθρώπου για αυτήν, κυρίως όμως αποδεικνύει το «πεπερασμένον» της υπάρξεως και της παρεμβάσεώς του.
O Σαίξπηρ στον Αμλετ του λέγει διά στοματος του ήρωος στον πιστόν ακόλουθόν του Οράτιο (1.5.167-168) «Υπάρχουν περισσότερα πράγματα στον ουρανό και στην γη Οράτιε από όσα έχεις ονειρευθεί στην φιλοσοφία σου» Αυτά τα «περισσότερα πράγματα», αυτές οι ασύλληπτες δυνάμεις είναι που υποστασιοποιούν το φανταστικόν στοιχείο και προσδιορίζουν την λογοτεχνίαν του ως κεχωρισμένον είδος. Τα εξωπραγματικά, τα «μη ρεαλιστικά» του σύμβολα, δημιουργούν λογικώς ανερμήνευτα, «εξωλογικά» φαινόμενα και συμβάντα, τα οποία συνθέτουν την μυθολογία του. Το φάντασμα του βασιλέως Δαρείου, ο οποίος επιστρέφει από την Χώρα των Νεκρών στους Πέρσες του Αισχύλου, όπως ακριβώς και ο νεκρός Δανός βασιλεύς, πατήρ και ομώνυμός του Αμλετ, προσυπογράφουν με την παρουσίαν τους την ύπαρξη του «άλλου» Σύμπαντος.
Το «φανταστικόν» εμφανίζεται ισχυρώς σε περιόδους οπότε παρατηρούνται μείζονες διαφοροποιήσεις, αναταραχές και ανθρωπογραφικά «ρήγματα» (επαναστάσεις, πόλεμοι, λοιμοί, μεγάλα επιτεύγματα και ανακαλύψεις). Τότε αφυπνίζονται τα λησμονηθέντα, αρχέγονα «κτήνη και τέρατα». Η επανεμφάνισή τους τροφοδοτεί αφειδώς την φανταστική λογοτεχνία, η οποία τελικώς δεν είναι τίποτε περισσότερον ή ολιγότερον παρά μία αντανάκλαση, ένα «είδωλον», ένα απείκασμα της κοινωνικοπολιτικής πραγματικότητος, ορωμένης μέσως ενός ισχυρώς παραμορφωτικού κατόπτρου.
Για εμάς τους Ευρωπαίους, οι Αμερικανοί (ειδικώς εκείνοι του Βορρά) αποτελούν έναν νέον, ιδιότυπον, ανάμεικτον «λαό», χαρακτηρίζονται δε ως ιστορικώς άπειροι και αφελείς. Όμως οι ΗΠΑ είναι το πρώτο Δυτικόν «έθνος» – κράτος στο οποίον εσχηματοποιήθη και διεμορφώθη η σύγχρονος κοινωνία, ενθαρρυνομένη να εκδηλώσει (σχεδόν αμέσως) κάθε αντίδραση, αμφισβήτηση, καταγγελία, αυτό-περιθωριοποίηση και καλλιτεχνική πάλη εναντίον του «μεσολαβητικώς» ενημερουμένου κόσμου της μαζικής επικοινωνίας, η μετάβαση του οποίου από τον 19ον στον 20ον αιώνα προητοιμάζετο ήδη. Βεβαίως, όλα αυτά τα χαρακτηριστικά της ρευστής και «ελατής» αμερικανικής πολυσυλεκτικής συλλογικότητος, ευρίσκοντο σε επαφή με τους Ευρωπαίους της εποχής εκείνης, οι οποίοι με τον ιδικόν τους τρόπο κατανοήσεως των ζωτικών φαινομένου, θα ημπορούσαν να φέρουν τους Λευκούς Αμερικανούς ευρωπαϊκής καταγωγής εγγύτερον στους παραδοσιακούς προγόνους τους.
Εκείθεν του Ατλαντικού υπήρχεν όντως τέτοια βαθυτέρα ψυχοπνευματική ανάγκη, εκδηλωθείσα εντόνως στο κίνημα των Βορειοαμερικανών δημοσιογράφων και συγγραφέων όπως οι Έντγκαρ Άλλαν Πόε (Edgar Allan Poe), Ρόμπερτ Έρβιν Χάουαρντ (Robert Ervin Howard) και Χάουαρντ Φίλλιπς Λάβκραφτ (Howard Phillips Lovecraft), κίνημα τόσον γνωστόν σήμερον και δυστυχώς προσφερόμενο απλώς ωε ένα άλλο ιδιόμορφο θελκτικό καταναλωτικό είδος. Αυτοί οι διανοούμενοι δεν ήσαν κάποια παράταιρα, ιδιότροπα και .. ανόητα όντα, απλώς αντετέθησαν σε μια κοινωνία η οποία με εκουσίως αυτοκτονικόν τρόπο παρητήθη από όλα όσα της ήσαν απαραίτητα για να εκδηλώσει αυτό που πράγματι και εγγενώς ήταν.
Είναι απολύτως λογικόν ότι, αυτή η πρωτοποριακή αντίδραση έλαβεν χώρα σε στενούς λογοτεχνικούς κύκλους στις Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς αφ΄ ενός εκεί ήταν το πρώτο Δυτικόν κράτος στο οποίον εσταθεροποιήθη εμπράκτως η «αστική δημοκρατία» της δικαιωματικής «ελευθερίας γνώμης» και κατά συνέπειαν, το πρώτον κράτος όπου η «Σύγχρονη Κοινωνία» έγινε ο κυρίαρχος συνθλιπτικός και αδίστακτος καταπιεστικός εφιάλτης, όπου ο «αριθμός» υπερισχύει αδιστάκτως και ανελεήτως της ποιότητος. Και αφ΄ ετέρου, η ιστορική και κοινωνική νεωτερικότης του υπό σχηματισμόν λαού των ΗΠΑ εδημιούργησεν ένα «κενόν παρελθόν» σε ανθρώπους οι οποίοι «φυσικώ τω λόγω» και εγγενώς εχρειάζοντο ή και ήθελαν να έχουν μια σχέση με αυτό το παρελθόν.
Αυτή η εύλογος υπαρξιακή «ιστορική αγωνία», αυτό το «έλειμμα του παρελθόντος», εξώθησεν τους πρωτοπόρους αντιδρώντες διανοουμένους να βυθισθούν στις πλέον αρχαίες παραδόσεις και στις βαθύτερες και σκοτεινότερες πτυχές της ανθρωπίνης υπάρξεως. Αυτή ακριβώς η ψυχοπνευματική τους διεργασία αντανακλάται στα γραπτά τους και περιλαμβάνει τις σκέψεις τους, στην πλέον φαντασιακή και αντισυστημική αναζήτηση του παραδοσιακού στοιχείου, όπως χαρακτηριστικώς φαίνεται στην φράση από την εισαγωγή της όμορφης ιστορίας του Χάουαρντ, «Ο Μαύρος Λίθος» : «Λέγουν ότι, τα βρωμερά όντα των Αρχαίων Καιρών παραμονεύουν στις λησμονημένες από την Γη σκοτεινές γωνίες και πως οι Πύλες ακόμη ανοίγουν μερικές νύκτες, ολότελα ορθάνοικτες σε μερικές φυλακισμένες μορφές της Κολάσεως».
Η αντανάκλαση των βαθέων εσωτερικών αναζητήσεων, η μαρτυρία περί της περιθωριοποιήσεως, η επίθεση στον γύρω τους κόσμο, αποτελούν μια περίεργη συμπεριφορική και πνευματική «σταθερά» αυτής της Σχολής Αμερικανών συγγραφέων που εκκινεί από τον Έντγκαρ Άλλαν Πόε και φθάνει στον ευρύτερον κύκλο του Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ. Αυτοί οι συγγραφείς έζησαν μιαν υπερβολική, εκκεντρική, «ακραία» και κατά καιρούς μη δημοφιλή ζωή, συχνάκις δε είχαν επαφές, μυητικές ενασχολήσεις και κατατριβές με τις πλέον ερμητικές των παραδόσεων. Η αισθητική και σχεδόν πάντοτε υπερφορτωμένη τους αναφορά και λατρεία του τρόμου, των κακών προθέσεων, του υπερφυσικού, του αθανάτου, του αμετακινήτου, του αενάου, του δυνατού, του αΰλου, των ονείρων, της νυκτός, του εσωτερικού και του μυθικού στοιχείου, κατέστησαν παντελώς αδύνατο για τους (αποτελούντες το ευρύ κοινό) ασθενείς μιας ορθολογικής, ποσοτικοποιημένης και τεχνοκρατικής τεχνητής κοινωνίας να τους αποδώσουν προσοχή. Να δώσουν προσοχή στην πρώτη τολμηρά σπίθα της πνευματικής αντιθέσεως, την οποίαν αυτοί επέδειξαν με θάρος και πρωτοτυπία. Αντιθέσεως πορείας σε μίαν δολίως προκατασκευασμένη «λεωφόρο», η οποία καθημερινώς αποδεικνύεται ότι είναι η πλέον απρόσφορος, ανεπαρκής και ακατάλληλος για την υπαρξιακή αυτοπραγματοποίηση του ανθρώπου.
Αντικοινωνικοί συνεπώς οι εν λόγω δημιουργοί. Αντικοινωνικοί προς την κοινωνία που κατέστησε διασήμους τους … χρυσοθήρες, δηλαδή εν τέλει τον εμπράγματο πλούτο . Υπήρξεν όμως η «περιθωριακή», η «παρεξηγημένη» ομάς αυτών των συγγραφέων που απεφάσισαν να είναι «Λάτρεις και Ανιχνευτές της Παραδόσεως» και πράγματι το κατώρθωσαν να είναι. Αναμφιβόλως, η «ιστορική αγωνία» και η θεσμοθετημένη ιδρυματοποίηση της ομάδος αυτής στο ευρύτερον αμερικανικό κοινωνικό περίγραμμα, οδήγησαν αυτούς τους άνδρες με την ιδιαιτέρα ψυχοπνευματική ευαισθησία να εύρουν έναν ιδιότυπον σύνδεσμο με το απόμακρο.
Ο Πόε εβυθίσθη στην αναζήτηση του απομεμακρυσμένου, του αΰλου έως τις βαθύτερον κεκρυμμένες ενστικτώδεις λειτουργικές ίνες του ανθρώπου. Οι ιστορίες του ημπορούσαν να προκαλέσουν έξαρση, ταραχή, τρόμον, έλξη και αγωνία, ταυτοχρόνως με έναν υπερβατικόν φόβο, διότι στις αφηγήσεις του, από το «Βαρέλι του αμοντιγιάδο» έως το «Τελευταίον ωρολόγιο», αντικατοπτρίζει τις πλέον απεχθείς φρίκες που ήταν ικανός να γεννήσει και να υποστεί ο άνθρωπος της εποχής του.
Τα γνωστότερα έργα της μυθοπλασίας του Πόε αφορούν στο είδος του «Γοτθικού» διηγήματος. Τα πλέον επαναλαμβανόμενα θέματα του ασχολούνται με ζητήματα θανάτου, συμπεριλαμβανομένων των φυσικών σημείων του θανάτου, των επιπτώσεων της αποσυνθέσεως, των ανησυχιών της προώρου ταφής, της νεκροφανείας και αναζωογονήσεως των νεκρών , και του πένθους. Πολλά από τα έργα του γενικώς θεωρούνται μέρος του «σκοτεινού ρομαντισμού», μιας λογοτεχνικής αντιδράσεως στον «υπερβατισμό» τον οποίον ο Πόε απεχθάνετο εντόνως. Αναφέρετο στους οπαδούς του υπερβατικού κινήματος ως «σκότος προς χάριν του σκότους» ή «μυστικισμός προς χάριν του μυστικισμού». Πέρα από τον πολυεπίπεδο και πολύπλευρο φανταστικόν τρόμο, ο Πόε ανεκάλυψεν επίσης την «επιστημονική φαντασία», περιλαμβάνων στην συγγραφή του αναδυόμενες τεχνολογίες, ενώ επίσης η μυθοπλασία του περιλάμβανε συχνά στοιχεία της τότε διαδεδομένης ανθρωπολογικής «φρενολογίας» (του Γερμανού ιατρού Φραγίσκου Ιωσήφ Γκαλ) και «φυσιογνωμικής» ή «ανθρωποσκοπίας» (του Ελβετού πάστορος Γιόχαν Κάσπαρ Λαβάτερ).
Είχεν επίσης έντονο ενδιαφέρον για την κρυπτογραφία. Ήδη τον Ιούλιον του 1841, ο Πόε είχε δημοσιεύσει ένα δοκίμιον με τίτλον «Ολίγα λόγια για την μυστική γραφή». Η επιτυχία του Πόε στην κρυπτογραφία εβασίσθη όχι μόνον στη βαθεία κρυπτογραφική γνώση του, αλλά και στην ευρυτάτη εγκυκλοπαιδική του μόρφωση. Οι έντονες αναλυτικές του ικανότητες, οι οποίες είναι τόσον εμφανείς στις ιστορίες των αστυνομικών του ερευνητών (υπήρξεν και «πατήρ» του αστυνομικού μυθιστορήματος), του επέτρεψαν να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη διάδοση των κρυπτογραφημάτων. Ο διάσημος Αμερικανοεβραίος Γουίλιαμ Φρέντερικ Φρήντμαν (William Frederick Friedman), ο κύριος στρατιωτικός κρυπτολόγος της Αμερικής, επηρεάσθη τα μέγιστα από τον Πόε. Το αρχικόν ενδιαφέρον του Φρήντμαν περί κρυπτογραφίας προήλθεν από την παιδική του ανάγνωση του «Χρυσού κοριού» («The Gold-Bug»), ένα ενδιαφέρον που αργότερον εχρησιμοποίησε για την αποκρυπτογράφηση του κωδικογραφικού μηχανήματος της Ιαπωνίας «Πρφύρα» κατά τον Β’ Μεγάλο Πόλεμο.
Στις ιστορίες του υφίσταται πάντοτε κάποιο «ταξίδι», μια «περιπλάνηση» στις πλέον άρρητες επιθυμίες, στις βαθύτερες τάσεις και στους φόβους των ανθρώπων. Ο Πόε ήταν αναμφιβόλως μέγας γνώστης των αδυναμιών, ανικανοτήτων και αναπηριών αυτού του όντος που ημπορούμε να ονομάσουμε «σύγχρονος μικρός άνθρωπος», με τον στραγγαλισμόν από τους φόβους του και την απροθυμία του να τους ξεπεράσει, διότι κατά τον «ανθρωπάκο» αυτόν ό,τι δεν είναι ικανό να εξορθολογισθεί, δεν ημπορεί να είναι μια ζωντανή πραγματικότης και εάν εκδηλωθεί ως τέτοια είναι κάτι φοβερόν και πρέπει αμέσως να απορριφθεί και να καταδικαστεί. Και ο Έντγκαρ Άλαν Πόε αφιερώθη στο να καταδείξει στους συγχρόνους του και στους διαδόχους του, τις πνευματικές του δυστυχίες και την έλλειψη δυνάμεώς του να ζήσει, ως αρνητικά οδηγά σημεία παιδεύσεως και αποφυγής. Ο Πόε ανεγνώσθη πολύ, εθαυμάσθη και εμισήθη ταυτοχρόνως. Η πολυδιάστατος και πολυσύνθετος γραφή του κατακλύζεται από πάμπολλες λεπτομέρειες και αναρίθμητες ανεπιτήδευτες αναφορές σε κατ’ αυτόν «αυτονόητα» ή «γνωστά» δεδομένα, τα οποία πόρω απέχουν από την γνωστική και πληροφοριακή «αποθήκη» του μέσου αναγνώστη (τότε, πολύ δε περισσότερον τώρα). Εις ότι αφορά τις βαθύτερες αφηρημένες έννοιες ηθικής, θρησκευτικής και πνευματικής υφής τις οποίες θίγει, δεν υφίσταται ούτε καν υποψία τους στο νου του μέσου, αμαθούς και υποκριτή ηθικολόγου που θα τον διαβάσει, δεδομένο που πολλαπλασιάζεται εκθετικώς με την παρεμβολήν της μεταφραστικής παραθλάσεως.
[Χαρακτηριστικώς επ΄ αυτού αναφέρω ότι, προ πολλών ετών, επληροφορήθην για μια παρωδια τρόμου, που ανεφέρετο στην «Αίρεση του Άμων Τιλλάντο» (sic!). Tο όνομα της αιρέσεως μου ηκούσθη πρωτόγνωρο, λίαν μυστηριωδες και ζοφερό, επιφέρον στον νου μου πιθανές συνδέσεις με …. αιγυπτιολογικά μυστήρια. Αυτό συνέβαινε μέχρις ότου έμαθα πως ο όρος αυτός ήταν ….μεταφραστική παρωδια του τιτλου «Cask of Amontillado» («Βαρέλι του αμοντιγιάδο») του μεγάλου Πόε ! Στην πρώιμο εφηβεία μου πάντως (παρά την επαρκή αγγλομάθειά μου) το όνομα «Αμοντιλλάντο» αντήχει στον νου μου ωσάν μια μυστηριωδης λεξη. Λόγω της γκροτέσκας αιρέσεως του … «Αμωνος Τιλλάντο», αντελαμβανόμην την λεξη ως ονομα. Εθεώρουν οτι η ιστορια του Ποε μιλαει για καποιον «Αμοντιλλάντο», που διέθετε κάποιο ….. καταραμένο βαρέλι ή ήταν κάποιο φανταστικόν ον, μυστικιστικός όρος ή κάτι αναλόγως μυστήριον ! Φευ: Με την στοιχειώδη γευσιγνωστική εμπειρία και την εισαγωγική γνώση της ισπανικής φθογγώσεως, αντελήφθην ότι το «Amontillado» δεν είναι «Αμοντιλλάντο» αλλά «Αμοντιγιάδο», καθόλου υπερβατικόν, αλλά λίαν φυσικό και υπαρκτό όν, ενας αθώος γευστικότατος ισπανικός οίνος που ονόματι υποδεικνύει ότι έχει το γευστικόν ύφος της Μοντίγια (Montilla), μιάς ομόρου περιοχής της Ανδαλουσίας στα βορειοανατολικά σύνορά της…]
Αναμφιβόλως, ο Πόε υπήρξεν ένας εκ των σπουδαιοτέρων δημιουργών του 19ου αιώνος και πιθανώς όλων των εποχών. Παρά τα ανεξάντλητα πάθη το κατώρθωσεν να διακριθεί τόσον ως εκπρόσωπος του αμερικανικού ρομαντισμού όσον και ως πρωτοπόρος μυθιστοριογράφος του τρόμου και του αστυνομικού διηγήματος. Μεταφραστής, ποιητής, πεζογράφος, κριτικός έργων. Υπήρξεν «τα πάντα». Διέθετε μια μοναδική ικανότητα να διεισδύει στα μύχια της ανθρωπίνης ψυχής και να την μελετά. Παρά την μείζονα ευφυία, την εμπειρία ζωής του και την πολυεπίπεδο γνώση του δεν ανεκάλυψε τις χρειώδεις απαντήσεις για την ιδική του ψυχή, ούτε στην κατάχρηση του αλκοόλ, ούτε στα εξαντλητικά τυχερά παίγνια. Για την ιδική μας ψυχή ήταν όμως παρών. Όλα του τα έργα υπανίσσονται το υπερβατικό και εκφράζουν το μυστήριον, την αγωνία, τον φόβο, την περατότητα, τον θάνατο. Δηλαδή όσα στοιχεία περιείχεν η ζωή του. Μόνον ένα στοιχείο δεν περιέχουν : Tην ελπίδα ότι όλα ημπορούν να ανατραπούν και πως η θέληση για ζωή θα νικήσει την μοίρα. Όμως ο μεγαλοφυής και πολυμαθέστατος Πόε ουδέποτε ηθέλησεν ή επεδίωξεν κάτι τέτοιο.
Η επιθυμία του να φθάνει πάντα στις βαθύτερες υφές, στις λεπτοφυέστερες δομές του κόσμου γύρω του, τον έκανε να πραγματοποιήσει το έργον εκείνο που αργότερον εχαρακτηρίσθη ως το αριστούργημά του, το αμφιλεγόμενον δοκίμιόν του «Εύρηκα – Ένα πεζογραφικόν ποίημα», γραφέν το 1848. Σε αυτό του το δοκίμιον φυσικής και κοσμολογίας, ο Πόε επεχείρησε να προβεί σε μία ζώσα και ζωηρά ανατομία της φύσεως του Σύμπαντος. Το «Εύρηκα» είναι ένα ιδιαιτέρως πυκνό δοκίμιον, το οποίον ημπορεί μεν για τον αναγνώστη της σήμερον να φαίνεται ακόμη και αφελές, αλλά η ψυχοδιανοητική προσπάθεια του Πόε να αποκαλύψει τις ρίζες, την ουσία και τον τελικόν προορισμόν του Κόσμου, αξίζει τον βαθύτερο σεβασμό μας, καθώς όταν δίδει μιαν ενιαία ερμηνεία στην ανάλυσή του, δεν διαιρεί το «Κοσμικόν Πεπρωμένο» και την «Ουσίαν» του Κόσμου, αλλά τα αφομοιώνει σε μιαν Ολότητα που περιλαμβάνει τα μέρη, εξαπολύων έτσι ένα ακόντιον από την «Ενότητα του Πεπρωμένου της Δημιουργίας» ενάντια στο κρατούν ορθολογικό ρεύμα, (είτε αναγωγικό είτε επαγωγικό), ήτοι στο ρεύμα το οποίον εκυριάρχει στην ερμηνείαν του Κόσμου εκείνην την εποχή.
Το «Εύρηκα» περιελάμβανε μια κοσμολογική θεωρία η οποία προέβλεψεν την κοσμογονική θεωρία της «Μεγάλης Εκρήξεως» (Big Bang) προ 80 ετών, καθώς και την πρώτη εύλογον λύση στο «παράδοξον του Όλμπερς (Olbers)».
[Το παράδοξον του Olbers περιεγράφη από τον Γερμανό αστρονόμο Heinrich Wilhelm Olbers το 1823. Αυτός ισχυρίσθη ότι ένα άπειρο Σύμπαν έπρεπε να περιέχει άπειρον πλήθος αστέρων και εφ΄όσον το Σύμπαν είχε και άπειρον ηλικίαν, τότε αυτό το γεγονός θα είχε δώσει στο αστρικόν φως άπειρον χρόνο ώστε να φθάσει σε εμάς. Συνεπώς, ο νυκτερινός ουρανός όφειλε να είναι πλημμυρισμένος από άπειρον ποσότητα φωτός όλων αυτών των αστέρων. Ο Πόε προέτεινεν ότι, το πεπερασμένον μέγεθος του παρατηρησίμου Σύμπαντος επιλύει το φαινομενικόν παράδοξο. Ειδικότερον, επειδή το Σύμπαν είναι πάρα πολύ παλαιόν και η ταχύτης του φωτός είναι πεπερασμένη, μόνον πεπερασμένος αριθμός άστρων ημπορεί να παρατηρηθεί από την Γη (αν και ολόκληρον το Σύμπαν ημπορεί να είναι άπειρο στον διαστημικόν χώρον). Η πυκνότης των αστέρων σε αυτόν τον πεπερασμένον όγκο είναι αρκούντως χαμηλή, ώστε οποιαδήποτε οπτική επαφή από την Γη είναι απίθανον να φθάσει οπωσδήποτε σε έναν αστέρα.]
Ο Πόε απέφυγε την «επιστημονική μέθοδο» στο «Εύρηκα» και αντ’ αυτού το συνέγραψεν από καθαρά διαίσθηση. Για τον λόγον αυτόν, το εθεώρησεν έργον τέχνης και όχι επιστήμης, επέμενε ότι ήταν αλήθεια και το εθώρει ως το αριστούργημα της σταδιοδρομίας του. (Παρ΄ όλα αυτά, το «Εύρηκα» είναι γεμάτο επιστημονικά λάθη. Συγκεκριμένως, οι προτάσεις του Πόε ηγνόησαν τις Νευτώνειες αρχές σχετικώς με την πυκνότητα και την περιστροφή των πλανητών).
Στο τέλος του δοκιμίου αυτού, ο Πόε ενσωματώνει όλα τα μέρη του Κόσμου και όλες τις στιγμές του σε μίαν ολοκληρωμένη σύνθεση πανθεϊστικού χαρακτήρος, συμπέρασμα του πλέον φανατικού λάτρου του «Μεγάλου Θεού Πανός», [την απολογητική περί του οποίου συνέγραψεν ο ολιγότερον γνωστός αλλά σπουδαίος Ουαλός συγγραφεύς Άρθουρ Μάχεν – φιλολογικόν ψευώνυμο του Άρθουρ Λουέλην Τζόουνς (Arthur Machen – Arthur Llewellyn Jones), σχετιζόμενος εντόνως με τον λογοτεχνικόν κύκλο του Λάβκραφτ, μεγαλοφυής και πολυμαθής άνδρας με παράδοξα έθιμα και παραδοξότερες αφηγήσεις, καθώς και με πολυποίκιλες εσωτεριστικές ενασχολήσεις].
Ο τυπικός πρωταγωνιστής των έργων του Πόε είναι γενικώς ένας υπερήφανος, εύμορφος, μελαγχολικός, διανοούμενος, εξαιρετικώς ευαίσθητος, ιδιότροπος, λίαν εσωστρεφής, απομονωμένος, «σκοτεινός» και μερικές φορές κατά τι ψυχοπαθής αριστοκράτης, από αρχαία και πλουσία οικογένεια Πρωτοπόρων της Νέας Αγγλίας, ο οποίος συνήθως έχει μελετήσει εις βάθος τις «παράξενες» γνώσεις και μυστικές τέχνες, έχει δε μια σκοτεινή φιλοδοξία να εισχωρήσει στα απηγορευμένα μυστικά του Σύμπαντος. Εκτός από ένα συνήθως παράξενον όνομα, αυτός ο χαρακτήρ προφανώς δεν διαθέτει πολλά χαρακτηριστικά της παλαιάς γοτθικής νουβέλας, διότι δεν είναι ούτε ο διαβολικός «κακός» ούτε ο προβλέψιμος και τυποποιημένος ήρως του ρομαντικού μυθιστορήματος. Εμμέσως όμως, διαθέτει κάποιον είδος εντόνου γενεαλογικής συνδέσεως με τον τυπικό «βυρωνικόν» ήρωα, με τις φιλόδοξες, «σκοτεινές», αντισυμβατικές και αντικοινωνικές ιδιότητές του. Οι όλως εξειδικευμένες ποιότητες των ηρώων του φαίνεται να προέρχονται από την ψυχολογία του ιδίου του Πόε, ο οποίος μετά βεβαιότητος διέθετεν ένα μεγάλον μέρος της καταθλίψεως, της ευαισθησίας, της μοναξιάς, της φρενοβλαβούς φιλοδοξίας και της υπερβολικής ιδιοτροπίας που αποδίδει στα μοναχικά αλλά και υψηλόφρονα θύματα της Μοίρας τα οποία εδημιούργησεν με την γραφίδα του.
Όμως, όλα τα ίχνη αυτών των ανθρωπίνων ιδιοτήτων και πραγμάτων καλύπτονται πλήρως από μιαν ιδιαιτέρως ισχυρά και έμφυτο αίσθηση του φανταστικού, του νοσηρού και του τρομερού, αναβλύζουσα από κάθε κύτταρο του φλοιού του καλλιτέχνη, έδρα του μοναδικού δημιουργικού πνεύματός του. Τούτη η αίσθηση έχει εν πολλοίς σφραγίσει το μακάβριον έργον του με την ανεξίτηλο σφραγίδα της ανωτέρας ιδιοφυίας. Οι παράδοξες ιστορίες του Έντγκαρ Άλλαν Πόε είναι ζωντανές με κάποιον τρόπο που ελάχιστες ιστορίες ημπόρεσαν ποτέ να επιτύχουν.
Αθανάσιος Κωνσταντίνου