Ο Σπένγκλερ επεβεβαίωσεν την ανορθολογική θέση του, αποδίδων ένα σαφώς αρνητικό περιεχόμενο στην έννοιαν του τεχνικού πολιτισμού, ο οποίος αποτελεί μιαν θεμελιώδη έννοια της σκέψεως του Διαφωτισμού. Ο τεχνικός πολιτισμός ως «θετική έννοια» (συνδεομένη στενώς με την ιδέαν της προόδου και περιλαμβάνουσα ένα υψηλότερον στάδιον της ανθρωπότητος), πουθενά δεν εμφανίζεται ως θετική ποιότης στις πυκνές σελίδες της «Παρακμής της Δύσεως». Ο τεχνικός πολιτισμός επαρουσιάσθη εκεί ως ένα στάδιον ιστορίας στο οποίον κατέληξε η εξαφάνιση ενός πνευματικού πολιτισμού. Ο «τεχνικός πολιτισμός» είναι η εποχή κατά την οποίαν ένας «πνευματικός πολιτισμός» αρχίζει να χάνει την δύναμή του και φθίνει μέχρις ότου τελικώς εξαφανισθεί.
Ας ιδούμε εδώ με την προσήκουσα προσοχή: Κάθε «πνευματικός πολιτισμός» έχει τον ιδικόν του διάδοχο «τεχνικόν πολιτισμό». Για πρώτη φορά, προσλάβετε αυτές τις δύο λέξεις (οι οποίες έως τώρα εδημιούργησαν απλώς μιαν αόριστο ηθική διάκριση προσωπικής φύσεως) με την αρμόζουσα περιοδικήν έννοια, ως έκφραση μιας οργανικής, αυστηράς και αναγκαίας διαδοχής. Ο «τεχνικός πολιτισμός» είναι ο αναπόφευκτος καταληκτικός τόπος κάθε «πνευματικού πολιτισμού». Έχουμε πλέον αναρριχηθεί έως την κορυφήν της ιστορικής αποκαλύψεως, όπου τα τελευταία και δυσκολότερα προβλήματα της ιστορικής μορφολογίας καθίστανται περισσότερον επιλύσιμα. Ο «τεχνικός πολιτισμός» είναι η πλέον ακραία τεχνητή κατάσταση όπου ημπορεί να φθάσει ένα ανώτερο είδος ανδρών. Είναι ένα οριστικό και παρατεταμένο στιγμιότυπον που ακολουθεί την δημιουργική δράση, όπως αυτή έχει εκφρασθεί ήδη, ακολουθεί αυτό που έχει ήδη συμβεί, έχει ήδη πραγματωθεί, στην ζωή ως θάνατος, στην εξέλιξη ως στασιμότης, στο πεδίον των ψυχών και στην εκάστοτε «παιδικήν» ηλικία ενός πολιτισμικού κύκλου [στο δωρικό στοιχείο (αρχαίος – απολλώνιος κύκλος) και στο γοτθικό στοιχείο (μεταμεσαιωνικός-φαουστιανός κύκλος)] – όπου εκδηλούται ως πνευματική παρακμή, απολιθωμένη και απολιθουμένη «παγκόσμιος πόλη». Πρόκειται για ένα αμετάκλητον τέλος, το οποίον πάντοτε επανέρχεται πάλιν, με μιαν βαθεία εσωτερική ανάγκη.
Για την σκέψη του Σπένγκλερ, ο πλέον σημαίνων μεταμαρξικός μαρξιστής Γκιόργκυ Λούκατς (György Lukács ή Μπερνάτ Λέβινγκερ / Bernát Löwinger) – εδήλωσεν: «Ο Σπένγκλερ απλώς εφαρμόζει στην ιστορία την παλαιά αντίθεση την περιεχομένη στην “φιλοσοφίαν της ζωής”, αντίθεση μεταξύ ζωής και θανάτου, διαισθήσεως και λογικής, μορφής και νόμου». Αυτή η «φιλοσοφία της ζωής», υπήρξεν ένα άλλο στοιχείον του γερμανικού ανορθολογισμού, εμπεριείχε μιαν ανεπάρκεια στην κατανόηση του ανθρωπίνου δρωμένου στο σύνολόν του, πράγμα που έπρεπε να γίνει κατανοητόν από τον ερευνώντα το ιδικόν του μέλλον, συμφώνως προς τις ιδικές του ζωτικές παρορμήσεις.
Συμφώνως προς τον Λούκατς, ο συγγραφεύς της «Παρακμής» ανήγαγε » την άρνηση κάθε αντικειμενικότητος «στην έως παραλογισμού αφαίρεση, διότι επί παραδείγματι εδέχετο πως υπήρχαν διάφοροι τύποι αριθμών και διάφορα είδη μαθηματικών, συμφώνως προς τον εκάστοτε πολιτισμόν ! Μια περαιτέρω επέκταση αυτής της αντιλήψεως έχει ήδη επισημανθεί στην θεμελιώδη σπενγκλεριανή παραδοχή ότι δεν υπάρχουν καθολικές αλήθειες. Όσον αφορά στην ανωτερότητα της διαισθήσεως επί της λογικής, οι οργίλοι υλιστικοί ισχυρισμοί του Λούκατς επιβεβαιώνονται προδήλως και πάλιν στον απροκάλυπτον λόγον του Σπένγκλερ, όταν αυτός λέγει ότι η Ιστορία δεν ημπορεί να μελετηθεί βάσει της αιτιότητος και της επιστημονικής μεθόδου, αλλά πρέπει να είναι «έμπνευση» ή να γίνει αισθητή στην εξέλιξή της, δίχως να προσπαθούμε να την περιβάλλουμε σε ένα «σύστημα», αλλά χρησιμοποιούντες την ιδέαν του πεπρωμένου και των αναλογιών.
Ας ιδούμε μερικά παραδείγματα: Το μέσον με το οποίον συλλαμβάνουμε τις «νεκρές μορφές» είναι ο μαθηματικός νόμος. Το μέσον με το οποίον κατανοούμε τις μορφές ζωής είναι η αναλογία. Αργότερον ο Σπένγκλερ εδήλωσεν: «Τα μαθηματικά και η αρχή της αιτιότητος οδηγούν σε μια φυσιοκρατική διάταξη των φαινομένων. Η χρονολογία και η ιδέα του πεπρωμένου οδηγούν σε μιαν ιστορική διάταξη.»
Συνεπώς κατ’ αυτόν, η σκέψη του εικοστού αιώνος στην φυσικήν ιστορία θα διακριθεί σαφώς από εκείνην του δεκάτου ενάτου αιώνος, από την βαθείαν αποστροφήν του στο σύστημα των επιφανειακών αιτιών, το οποίον έχει τις ρίζες του στον ορθολογισμό της εποχής του μπαρόκ. Αντ’ αυτού η νέα σκέψη θα θέσει μιαν καθαρώς «φυσιογνωμική» αίσθηση. Είμεθα ιδιαιτέρως σκεπτικοί απέναντι σε όλους τους τρόπους σκέψεως που ισχυρίζονται ότι παρέχουν αιτιώδεις εξηγήσεις(θυμηθείτε τις ψυχοπαθολογικές εμμονές των μαρξιστών με την νομοτελειακή «αναγκαστικήν αιτία»). Αφήνουμε τα πράγματα να ομιλούν και εμείς οι ίδιοι αισθανόμεθα την μοναδικήν αίσθηση του πεπρωμένου τους, εξετάζοντες τις μορφές τους.
Η ανθρωπίνη νοημοσύνη δεν ημπορεί να επιτύχει κάτι περισσότερον. Το μέγιστον αποτέλεσμα που ημπορούμε να φθάσουμε είναι η ανακάλυψη μόνον των «καθαρώς υπαρχουσών μορφών», των μορφών χωρίς αιτία και χωρίς τέλος, οι οποίες και αποτελούν την βάση της μεταβαλλομένης εικόνος της φύσεως. Ο ανορθολογισμός του Σπένγκλερ είναι αρρήκτως συνδεδεμένος με τις επιθέσεις του ενάντια στις διάφορες ιδεολογίες και με την προτίμησή του για την δράση υπεράνω της σκέψεως.
Στον πρόλογον της δευτέρας γερμανικής εκδόσεως της «Παρακμής», ο Σπένγκλερ υπερησπίσθη τον εαυτόν του από τους κριτικούς οι οποίοι εχαρακτήριζαν το έργον του ως απαισιόδοξον και με αυτόν τον τρόπο εκήρυξεν την ανωτερότητα του ρεαλισμού έναντι του ιδεαλισμού, με τους εξής όρους:
«Το βιβλίον είναι ολοσχερώς γραμμένο με παραστατικόν τρόπο, σε μια γλώσσα που επιχειρεί να αναπαράγει τα πράγματα και τις σχέσεις τους με αισθητή ζωηρότητα, αντί να τα αντικαταστήσει με σειρές εννοιών, απευθύνεται δε μόνον σε αναγνώστες οι οποίοι είναι σε θέση να βιώσουν εξ ίσου παραστατικώς τους ήχους των λέξεων και τις εικόνες. Κάτι τέτοιο είναι δύσκολο, προ πάντων όταν ο σεβασμός του μυστικού – ο σεβασμός του Γκαίτε- δεν μας επιτρέπει να εκλαμβάνουμε τις εννοιολογικές αναλύσεις ως ματιές που διεισδύουν στο βάθος. Με αυτόν τον τρόπον εγείρονται κραυγές απαισιοδοξίας, με την οποίαν οι αιωνίως οπισθοδρομικοί παρακολουθούν κάθε ιδέα που είναι προορισμένη μόνον για τους σκαπανείς του αύριον. Αλλά εγώ δεν έγραψα για εκείνους που θεωρούν ως πράξη τον άγονο βασανισμόν του νου τους για την ουσία της πράξεως. Όποιος διατυπώνει ορισμούς δεν γνωρίζει το πεπρωμένο. Κατανοώ τον κόσμον για εμένα σημαίνει: Είμαι αντάξιος του κόσμου. Το ουσιώδες είναι η σκληρότης της ζωής, όχι η έννοια της ζωής όπως την διδάσκει η ιδεαλιστική φιλοσοφία της στρουθοκαμήλου. Όποιος δεν αφήνει να τον γελάσουν οι έννοιες δεν το αισθάνεται ως απαισιοδοξία, οι δε υπόλοιποι δεν παίζουν κανέναν ρόλο. Για σοβαρούς αναγνώστες που αναζητούν μια ματιά στη ζωή, όχι έναν ορισμό, αναφέρω στις σημειώσεις έναν αριθμόν έργων τα όποια ημπορούν να οδηγήσουν αυτήν την ματιά σε ευρύτερα πεδία της γνώσεώς μας, καθώς η μορφή του κειμένου μου είναι πάρα πολύ πυκνή.»
Αφ΄ ετέρου, ο Σπένγκλερ εδήλωσεν ότι η παρακμή του «Αρχαίου» πνευματικού πολιτισμού, που εκπροσωπείται από την εποχήν της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, του έδωσεν την κλείδα ώστε να κατανοήσει ποία θα ήταν η «διάθεση» εκείνων των τελευταίων χρόνων στον Δυτικόν πολιτισμό : Βεβαίως η κλείς ήταν η ταυτότης μεταξύ αυτής της εποχής και του ελληνισμού. Ιδιαιτέρως η ταυτότης μεταξύ της τρεχούσης κλιμακώσεως αυτής της περιόδου οπότε έγραφε την «Παρακμή» (η οποία χαρακτηρίζεται από τον Πρώτον Μεγάλο Πόλεμο) και την μετάβαση από τους Ελληνιστικούς στους Ρωμαϊκούς χρόνους. Ο Ρωμαϊσμός, (με την αυστηρά αίσθηση των γεγονότων, εστερημένος μεν από μεγαλοφυΐαν, αλλά ωμός, βάρβαρος, πειθαρχημένος και πρακτικός), ο Προτεσταντισμός και ο Πρωσσισμός, θα μας προσφέρουν πάντα την κλείδα (εφόσον είμεθα προσεκτικοί στις συγκρίσεις) ώστε να κατανοήσουμε το ιδικόν μας μέλλον. Και τότε ανερωτήθη – με ένα τρόπο που ομοιάζει προς πρόρρηση, προεξαγγελία αυτού που συνέβη κατόπιν με τους εθνικοσοσιαλιστές ομοεθνείς του : Ποίαν τεραστίαν σημασία είχεν το γεγονός πως οι Ρωμαίοι ήσαν βάρβαροι, χωρίς ψυχή ή φιλοσοφία, χωρίς τέχνη, «ζώα μέχρις κτηνωδίας», με φαντασία πάντα εστραμμένη προς το πρακτικό. Ήσαν το τελευταίον βήμα πριν την ανυπαρξία και το χάος, πριν από το τίποτα, πριν από το τέλος του Αρχαίου Πολιτισμού.
Αυτό ήταν το πανόραμα που εσχεδιάσθη για τον Δυτικόν πολιτισμό και ήταν παντελώς άχρηστη η προσπάθεια να το αλλάξουμε. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον εδήλωσεν αφοριστικώς:
«Όποιος δεν αντιλαμβάνεται ότι τίποτα δεν ημπορεί να μεταβάλλει αυτό το τέλος, ότι κάποιος πρέπει να θέλει αυτό ή τίποτα άλλο, ότι κάποιος πρέπει να αγαπήσει αυτό το πεπρωμένο ή πρέπει να χάσει κάθε ελπίδα για το μέλλον και για την ζωή. Κάποιος που δεν αισθάνεται το μεγαλείον το οποίον ενυπάρχει στην αποτελεσματικότητα των μεγαλοφυϊών, σε εκείνην την ενεργητικότητα και την πειθαρχία των σιδηρών φύσεων, σε αυτόν τον αγώνα με τα ψυχρότερα και πλέον αφηρημένα μέσα.Αυτός, που περιφέρεται με τον ιδεαλισμό ενός επαρχιώτη και αναζητεί τρόπους ζωής περασμένων εποχών, αυτός πρέπει να παραιτηθεί από κάθε προσπάθεια να κατανοήσει την ιστορία, να ζήσει την ιστορία, να δημιουργήσει ιστορία!».
Έτσι, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία εμφανίζεται τελικώς όχι ως ένα μοναδικό ιδιάζον φαινόμενο, αλλά ως το κανονικόν προϊόν μιας σοβαράς και ενεργητικής πνευματικότητος, εξαιρετικώς πρακτικής, ως απότοκον μιας τυπικής «τελικής φάσεως» που ήδη προϋπήρξεν αρκετές φορές, αλλά δεν είχεν εντοπισθεί έως τούδε. Τα γεγονότα και όχι οι λέξεις, οι ενέργειες και όχι οι ιδέες, είναι αυτές που υπαγορεύουν το πρότυπον όταν έχει φθάσει στην παρακμή κάθε πνευματικού πολιτισμού.
«Είμεθα τεχνικώς πολιτισμένοι άνθρωποι και όχι άνθρωποι της εποχής του γοτθικού ρυθμού και του ροκοκό. Πρέπει να υπολογίζουμε με τα σκληρά και ψυχρά γεγονότα μιας οψίμου ζωής, της οποίας οι αναλογίες δεν ευρίσκονται στην Αθήνα του Περικλέους, αλλά στην αυτοκρατορική Ρώμη. Δεν ημπορεί πλέον να γίνεται λόγος περί μιας μεγάλης ζωγραφικής και μουσικής όσον αφορά στον άνθρωπον της Δυτικής Ευρώπης. Οι αρχιτεκτονικές του δυνατότητες έχουν εξαντληθεί εδώ και εκατό χρόνια. Του απέμειναν μόνον εκτατικές δυνατότητες. Αλλά δεν βλέπω το μειονέκτημα που θα ημπορούσε να προκύψει εάν μια ικανή και γεμάτη με απεριόριστες ελπίδες γενεά πληροφορηθεί εγκαίρως ότι, πολλές από αυτές τις ελπίδες δεν ημπορούν παρά να ματαιωθούν. Ενδέχεται αυτές οι πληροφορίες να είναι οι ακριβέστερες και όποιος αξίζει κάτι θα το ξεπεράσει.»
Σχετικώς με τον δρόμον της Παραδόσεως, αυτός παρουσιάζεται στην επιχειρηματολογίαν του Σπένγκλερ με διαφόρους τρόπους. Ένας από αυτούς ήταν το όραμά του για τις γυναίκες, (ως όντα αδύναμα ή με ελαχίστην ιστορική σημασία). Ο άνδρας είναι αυτός που δημιουργεί ιστορία, η γυναίκα είναι ένα είδος σκηνικού εντός του οποίου αναπτύσσεται η ιστορική δράση που διενεργεί ο άνδρας. Ως εκ τούτου, η πολιτική πρέπει να απαγορεύεται για το γυναικείον φύλο. Είπεν εμφατικώς : «Το κράτος είναι πράγμα του ανδρός».
Εις ότι αφορά στο όραμα του περί κράτους, αναγνωρίζουμε επίσης εμφανώς τα παραδοσιακά χαρακτηριστικά: Στην Παρακμή, ο Σπένγκλερ δηλώνει ότι οι δύο θεμελιώδεις τάξεις μιας κοινωνίας είναι οι Eυγενείς και ο Κλήρος, η ιερατική τάξη, επειδή αυτές είναι οι μόνες που έχουν νόημα. Οι άλλες τάξεις, ομάδες ή συντεχνίες υπάρχουν ως γεγονότα, όχι όμως ως σύμβολα. Δεν έχουν καμία βαθείαν αίσθηση για τον πνευματικόν πολιτισμό. Οι δύο θεμελιώδεις τάξεις του πνευματικού πολιτισμού αντιμετωπίζουν η μία την άλλην, καθώς κάθε μια τους ενσωματώνει διαφορετικές συμβολολογίες : Στις δύο πρωταρχικές τάξεις εκφράζονται οι δύο όψεις της «ελευθέρας ζωής σε κίνηση», στην μια η Ύπαρξη και στην άλλη η Συνείδηση.
Για τον Σπένγκλερ κάθε αριστοκρατία είναι «ένα ζωντανόν σύμβολο του χρόνου, ενώ όλη η ιεροσύνη είναι ένα σύμβολο του χώρου. Πεπρωμένο και αγία αιτιότης (…). Ο ευγενής ζει σε έναν κόσμο γεγονότων. Ο ιερεύς ζει σε έναν κόσμο αληθειών. Αντιλαμβάνεται τα πράγματα, τα γνωρίζει, ενεργεί, σκέπτεται». Και πάλιν ο συγγραφεύς εστηρίχθη στην «φιλοσοφίαν της ζωής» για να υπογραμμίσει τι εσυμβόλιζε η κάθε τάξη και με αυτόν τον τρόπο ήταν προφανής η προτίμησή του για την αριστοκρατίαν, την οποίαν εταύτιζεν με το πεπρωμένον, με το «Γίγνεσθαι» και με την ζωή.
Και επιβεβαιώνει εμφατικώς: «Οι ευγενείς είναι η πραγματική τάξη, η πεμπτουσία του αίματος και της φυλής, ένα ρεύμα υπάρξεως με την τελειοτέρα μορφή. Έτσι οι ευγενείς είναι ανώτεροι αγρότες.Ακόμη και περί το 1250 ίσχυε σε μεγάλην έκταση στην Δύση το ρητόν: “Όποιος οργώνει το πρωί, το απόγευμα μεταβαίνει εφίππως στους ιπποτικούς αγώνες”, όπως και η συνήθεια των ιπποτών να ζητούν σε γάμο κόρες αγροτών. Σε αντίθεση προς τον καθεδρικό ναό, το κάστρο (πύργος) είναι μετεξέλιξη της αγροικίας και στην συνέχειαν της εξοχικής έδρας των ευγενών της εποχής των Φράγκων. Στα ισλανδικά έπη οι οικίες των αγροτών πολιορκούνται και εκπορθούνται όπως τα κάστρα. Οι ευγενείς και οι αγρότες είναι “φυτικοί” και παρορμητικοί, βαθέως ριζωμένοι στην γενέτειρα, αναπαράγονται στο γενεαλογικόν δένδρο, καλλιεργούντες και καλλιεργούμενοι. Σε σύγκριση με αυτούς ο κλήρος είναι η πραγματική αντι-τάξη, η τάξη της αρνήσεως, η μη – φυλή, η ανεξαρτησία από το έδαφος, η ελευθέρα, άχρονος, ανιστορική εγρήγορση. Σε κάθε αγροτικό χωρίο από τη λιθίνη εποχή μέχρις τις κορυφαίες στιγμές του πολιτισμού, σε κάθε αγροτικόν γένος, διαδραματίζεται σε μικρά κλίμακα η παγκόσμιος ιστορία. Είναι οικογένειες και όχι λαοί, υποστατικά και όχι χώρες, αλλά η βαθυτέρα σημασία του αγώνος και στις δύο περιπτώσεις είναι η ιδία: Η διατήρηση του αίματος, η διαδοχή των γενεών, το κοσμικό στοιχείον, η γυναίκα, η εξουσία.»
Μετά την ανάγνωση αυτού του χωρίου, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι για τον Σπένγκλερ η αριστοκρατία ήταν η ανωτέρα τάξη, η «κατ’ εξοχήν» τάξη, αλλά ομίλησεν επίσης για μιαν αγροτικήν ευγένεια. Και τα δύο στοιχεία καταδεικνύουν ένα παραδοσιακόν συναίσθημα, αλλά εκτός από την εξύψωση της υπαίθρου και της αγροτικής αριστοκρατίας που απορρέουν από αυτό, αναγνωρίζων αυτά ως μορφοποιημένα σύμβολα του πολιτισμού, ο Σπένγκλερ εκατηγόρησεν την «Μεγάπολη», την μεγάλη πόλη (σύμβολον της νεωτερικότητος για τον ορθολογιστή) ως καταστροφέα αυτών των αρχικών συμβόλων και ως ένα σαφές μήνυμα που εσημάδεψεν την παρακμή του Πνευματικού Πολιτισμού. Ημπορούμε να το εντοπίσουμε στο ακόλουθο εδάφιο : «Η μετάβαση από τον πνευματικόν πολιτισμό στον τεχνικόν πολιτισμό λαμβάνει χώρα, στην αρχαιότητα, προς τον τέταρτον αιώνα και στην Δύση, προς τον δέκατον ένατο. Από αυτές τις στιγμές, οι μεγάλες πνευματικές αποφάσεις δεν λαμβάνονται πλέον “σε ολόκληρον τον κόσμο”, όπως συνέβη στις εποχές του Ορφικού Κινήματος και της Μεταρρυθμίσεως, όπου δεν υπήρχεν ούτε ένα χωρίο δίχως την σημασίαν του.»
Αθανάσιος Κωνσταντίνου