Site icon ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ

Φανταστική λογοτεχνία – Ηρωική φαντασία

Φανταστική λογοτεχνία - Ηρωική φαντασία

Μέρος  2

Ο Χάουαρντ Φίλλιπς Λάβκραφτ εγεννήθη το 1890 και απέθανε το 1937, (σε ηλικίαν 47 ετών), στο Πρόβιντενς του Ροντ Άϊλαντ της Νέας Αγγλίας. Υπήρξεν αφοσιωμένος μελετητής των αρχαιοτήτων της πόλεώς του και η καταγωγή του ήταν ο λόγος της εμμόνου αγγλοφιλίας του. Η υγεία του δεν ήταν ιδιαιτέρως σταθερά (μάλιστα από παιδί είχε «κνίδωση εκ ψύχους», μια βασανιστική αλλεργική δερματοπάθεια,  σε οποιανδήποτε θερμοκρασία κάτω των 20°C και αργότερον στην ζωή του, κάτω των 30°C).

Μεγάλο μέρος των μυθιστορημάτων του ανήκει στο βασίλειον του υπερφυσικού και εξωκοσμικού, αποδίδεται δε στις ιδιαιτερότητες της παιδικής του ηλικίας. Ως παιδί ήταν πολύ ντροπαλός, ενώ ως ενήλικος υπήρξεν απόμακρος και σχεδόν απομονωμένος. Ήταν υψηλόκορμος και αδύνατος, χλωμός, με λίαν ζωηρούς οφθαλμούς. Ο χαρακτήρ του ήταν ευγενικός. Η ομιλία του απεκάλυπτε ένα εξόχως πλούσιον λεξιλόγιο και μιαν άμεσο χρήση των λέξεων, στοιχείο καταφανές στα μυθιστορήματά του. Στις δύο δεκαετίες κατά τις οποίες διήρκεσεν η συγγραφική του ζωή, κατέστη όντως διδάσκαλος του «φανταστικού», ενώ στην εποχήν του δεν υπήρχεν ισότιμός του στην Αμερική.

Σε αντίθεση με τον Πόε, ο Λάβκραφτ δεν βυθίζεται στις βαθύτερες σκοτεινές ουσίες του Ανθρώπου, αλλά μόνον στα όνειρα και στις επιθυμίες του, ειδικώς δε σε αυτά που αναζητούν την ένταξη και την απαρτίωσή τους στο παρελθόν. Για να επαληθεύσουμε αυτό το ιδιάζον χαρακτηριστικόν του, αρκεί να εξετάσουμε δύο έργα του, την βραχεία νουβέλα «Η περίπτωση του Τσαρλς Ντέξτερ Ουώρντ» («The Case of Charles Dexter Ward») και την μεγαλυτέρα «Η ονειρική αναζήτηση της  Αγνώστου Καντάθ – Οι ονειρικές περιπέτειες του Ράντολφ Κάρτερ» («The Dream-Quest of Unknown Kadath -The Oneiric Adventures of Randolph Carter»). Καθ’ όλην την λογοτεχνική σταδιοδρομία του Λάβκραφτ, τα έργα του εκχυλίζουν από μυθικά, αφύσικα, διαχρονικά στοιχεία που αναμιγνύονται με εκτενείς αναφορές στους προγόνους, συστατικά που προσεγγίζονται πλήρως αν και με διαφορετικήν άποψη, από τον επίσης Αμερικανό Χάουαρντ.

Αμφότεροι οι ανωτέρω συγγραφείς δημιουργούν συνεχώς μια γέφυρα ανάμεσα σε μια μετρία, σχεδόν μισητή πραγματικότητα και σε ένα έργον του παρελθόντος ή του μέλλοντος, πάντοτε φανταστικό ή τρομακτικό, αλλά ποτέ μέτριο ή χλωμόφαιο και άτονο. Τόσον ο Λάβκραφτ  όσον και ο Χάουαρντ είχαν επαφές με το έργον του μεγάλου συγγραφέως και αποκρυφιστή Άρθουρ Μάχεν, (πράγμα που δεν είναι εμφανές μόνον στις αναφορές της λογοτεχνικής κριτικής, αλλά και στην δομή του εσωτερικού τους κόσμου, όπως εκδηλώνεται στις σελίδες των έργων τους).

Οι μυθολογίες που τροφοδοτούν το βασικό περίγραμμα των έργων αμφοτέρων, αφορούν τόσον σε πολυποίκιλα υπονοούμενα, όσον και στα παγιωμένα «παραδοσιακά» ονόματα : της φανταστικής πόλεως Άρκαμ (Arkham),στην κομητεία Έσσεξ της Μασαχουσέτης, του Πανεπιστημίου Μισκατόνικ (Miskatonnic) αυτής της πόλεως, της παλαιάς βιβλιοθήκης όπου ευρίσκεται το «Βιβλίον των Νεκρών» – μαύρο γριμόριο «Νεκρονομικόν», (έργον του ημιπαράφρονος Υεμενίτου Άραβος Αμπντούλ αλ Χαζρέντ, το όνομα του οποίου είναι αφ΄εαυτού μια τελετουργική βλασφημία, κάτι αμυδρώς ολιγότερον αυτών που περιέχονται στην Μυθολογία του οκταποδομόρφου Θεού Κθούλου).

Το έργον του Λάβκραφτ βρίθει από αξιοπερίεργα και εμπνευσμένα στοιχεία, όπως οι διάφοροι παραδοξώνυμοι ήρωες και τα φανταστικά ή μυθικοϊστορικά γεωγραφικά ονόματα των πολυαρίθμων τόπων [του οροπεδίου της Λενγκ, της Λεμουρίας, της ονειρικής Χρυσής Πόλεως Καντάθ στην οποίαν ζουν οι Μεγάλοι Παλαιοί θεοί, της χαμένης πόλεως των Παλαιών στην Ανταρκτική, της Ιρέμ των Κιόνων στην έρημον της Αραβίας, της καταραμένης Μναρ, της Ούλθαρ με τις ιερές γάτες, της μαγευτικής Σελεφαΐς, της υποθαλασσίου – βυθισμένης στον Ειρηνικόν- τρομακτικής πόλεως Ρ’λυέ  στην οποίαν «κοιμάται» ο Κθούλου, της Λεμουρίας, της Άσγκαρντ και του Βάναχάϊμ (αντιστοίχων κατοικιών των δύο φυλών αρχαίων γερμανικών θεών Αίζιρ και Βάνιρ), της Υπερβορείας, της Ατλαντίδος και του Τουράν]. Υπάρχουν επίσης ποικίλοι θανατηφόροι κατακλυσμοί, τεράστιες φυσικές καταστροφές, εκτεταμένοι πόλεμοι και καταστροφικοί κύκλοι, που ουσιαστικώς συνιστούν τα δηλωτικά χαρακτηριστικά και «παραδοσιακά αποτυπώματα» των οιονεί τελετουργικών αντιπαραθέσεων δύο όλως αντιθέτων  τρόπων κατανοήσεως της υπάρξεως.

Στην δημιουργία του μοναχικού στοχαστή χρησιμοποιείται μία λεπτολόγος παράξενη γλώσσα, συνοδευομένη από την μεθοδικήν εμφάνιση εσωτερικών και παραδοσιακών συμβόλων, ολοσχερώς ακατανόητος σε έκταση και βάθος από τους αμαθείς, ημιμαθείς ή και ανοήτους συγχρόνους τους. Υπάρχει η «Αργυρά Κλεις», την οποίαν αναζητεί ο Ρόμπερτ Κάρτερ κατά το περιπετειώδες ταξίδι του στην μετά θάνατον ζωήν, (αντιμετωπίζων τις τρομερότερες μορφές φρίκης σε ένα παρατεταμένο όνειρο στο τέλος του οποίου, όταν αφυπνισθεί, εντός της μεθυπνίου αναμνήσεώς του ανακαλύπτει την αληθή φύση της ονειρικής Χρυσής Πόλεως Καντάθ, αποτύπωμα από τις χρυσές αντανακλάσεις των στεγών της ηρέμου  παραδοσιακής πόλεως της Νέας Αγγλίας όπου ευρίσκεται).

Χρυσή Πόλη,  Χρυσός και «Χρυσή Εποχή», ένα ακόμη παραδοσιακό κοσμολογικό «ησιόδειο» στοιχείον το οποίον συνδέει τον Κάρτερ / Λάβκραφτ με τον παλαιότερον από τους μεγάλους μεταϊστορικούς κύκλους. Στοιχείον που συνδέεται με ένα μαγικοϊστορικό, μυθολογικό και φανταστικό παρελθόν, καθώς και με  μια διαχρονική, μεγάλη μαρτυρία απορρίψεως της κοινωνίας των βολικών και βολεμένων «ανθρωπάκων», η οποία  με έναν απερισκέπτως επιπόλαιον και  ηλίθιον τρόπο αρνείται να ταυτισθεί με το παρελθόν της.

Ένα σημειολογικώς σπουδαίον δείγμα  αυτής της ιδιομόρφου πνευματικής δυναμικής, ευρίσκεται στο έργον του Λάβκραφτ «Η περίπτωση του Τσαρλς Ντέξτερ Ουώρντ». Αυτό αφορά στην κλιμακωτήν απορρόφηση της προσωπικότητος του νεαρού Τσαρλς από τον πάππο Ουώρντ, μετά από παρατεταμένες και εσωτεριστικές μελέτες του νέου. Ουσιαστικώς δεν είναι τίποτε περισσότερον από την πραγματοποίηση, την ενσάρκωση της γοητείας που αισθάνεται ο Λάβκραφτ για την ευκτέα πλήρη παράδοση της νεολαίας στο διαχρονικό και συνάμα άχρονο παρελθόν, συχνάκις γεμάτο από αμαρτωλές και μη καθωσπρεπικές (συμφώνως προς την «σύγχρονη» οπτικήν) ιδιότητες, όπως στην περίπτωση του πάππου Ουώρντ. Παρ’ όλα ταύτα, ο Λάβκραφτ επιδεικνύει τον ανυπόκριτον θαυμασμόν του για ό,τι η περιβάλλουσα κοινωνία καταδικάζει με δαιμονολογικό, δεισιδαίμονα, προληπτικό και υποκριτικώς σεμνότυφο ή τάχα ευαίσθητον τρόπο.

Η «υπόθεση Ουώρντ» είναι στην πραγματικότητα η «υπόθεση Λάβκραφτ» : H εμφανής μισανθρωπία του, ο αβρός αλλά έκδηλος μισογυνισμός του, η περιφρόνησή του για περιστασιακούς γείτονες, ο «δακτύλιος αντιπαθείας» που περιβάλλει τον Λάβκραφτ, είναι ο αντίκτυπος των αντιθέσεών του και το εναντίον του εκδηλωθέν «εικονοκλαστικόν κίνημα» του ευτελούς και ασημάντου ενάντια στο μεγαλειώδες και αιώνιον. Αλλά ο Ουώρντ επέτυχεν αυτό που λαχταρούσε, (εν αντιθέσει προς τον Λάβκραφτ), επειδή εύρηκε τον πρόγονόν του, έστω και εάν αυτό τον οδήγησε στον θάνατόν του, (ο φίλος του και οι ιατροί εδήλωσαν τον νεαρό Ουώρντ ως νεκρόν), όμως  ο Λάβκραφτ δεν τον αναφέρει σαφώς ως νεκρόν, επειδή Ουώρντ και Λάβκραφτ είναι το ίδιον πρόσωπο. Πρόσωπο βυθισμένο στην αναζήτηση του παραδοσιακού, χωρίς κανέναν φόβον χυδαίας ηθικής κριτικής ενός κοινωνικού περιβάλλοντος που αμφότεροι (ήρως και συγγραφεύς) απορρίπτουν με αηδία.

Για τούτο ο Λάβκραφτ εμφανίζεται, μαζί με τους περισσοτέρους εκ των οικείων συνεργατών του, βαθέως συνδεδεμένοι με τους μυητικούς κύκλους, εστραμμένοι στην αναζήτηση και στην μετάδοση των παραδόσεων που η εποχή τους δεν ήθελε να κάνει αποδεκτές, ούτε καν συμβολικώς. Και με την στάση του αυτήν ο Λάβκραφτ διενήργησε μιαν απολύτως εσκεμμένη μάχη για να καταρρίψει την κοινωνίαν εκείνην η οποία τον περιέσφιξε και τον εβύθισε στους πλέον θανατηφόρους εφιάλτες. Την κοινωνία της δήθεν «δημοκρατικής», αναγκαστικής μετριοκρατίας, όχι απλώς ως «κανονιστικό» πολιτικό πλαίσιον, αλλά ως ζωτικόν περιορισμό και υπαρξιακόν άχθος.

Βεβαίως για πολλούς από τους θαυμαστές του, τα τρομακτικότερα πράγματα που έγραψεν ο Λάβκραφτ δεν εσχετίζοντο με τον τερατώδη ανθρωποκτόνο Κθούλου, εσχετίζοντο με την πολιτικήν ! Διότι η πολιτική θεώρηση που διέθετεν αυτός ο «Κύριος» του ελλοχεύοντος, παραλόγου, μεταφυσικού τρόμου, εστηρίζετο σταθερώς στην πραγματικότητα και στον καθαρόν λόγο.

Όπως πολλοί από τους διανοουμένους οι οποίοι εστράφησαν στην «Αριστερά» ή στην «Δεξιά» πολιτική στις αρχές του 20ου  αιώνος, ο Λάβκραφτ, ησχολήθη με τον αντίκτυπον του καπιταλισμού και της τεχνολογίας στην κοινωνία και στον πολιτισμόν. Τονίζεται πως ο οικονομικός ανταγωγισμός του καπιταλισμού απλώς αντικατοπτρίζεται στον μαρξισμό, αποτελεί το κατοπτρικόν είδωλόν του, καθώς και οι δύο προέρχονται από τον ίδιο σύγχρονο υλιστικό «Πνεύμα των Καιρών» (Zeitgeist) και διατηρούν βαθείες κοινές ρίζες.

Εκκινούσα περί τα τέλη του 19ου  αιώνος, μια διαδεδομένη δυσαρέσκεια προς τον υλισμόν οδήγησε στην αναζήτηση μιας εναλλακτικής μορφής κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένων και εναλλακτικών θεμελιώσεων του σοσιαλισμού, δυσαρέσκεια που κατέλαβεν και τους κορυφαίους σοσιαλιστικούς νόες της Ευρώπης, όπως ο Ζωρζ Σορέλ (Georges Sorel). Αυτό το ιδεολογικόν ρεύμα που ενεφανίσθη στις αρχές του 20ου  αιώνος ονομάσθη «Νεοσοσιαλισμός» και «Σχεδιοκρατία» ή «Κεντρικώς Σχεδιασμένη Οικονομία». Οι πλέον εξέχοντες υποστηρικτές του περιελάμβαναν τον Μαρσέλ Ντεά (Marcel Déat, 1894-1955)  στην Γαλλία και τον Ανρί ντε Μα (Henri De Man, 1885-1953) στο Βέλγιον. Ο Νεοσοσιαλισμός, με την σειρά του, επηρέασεν την άνοδο του Ευρωπαϊκού Εθνικισμού (των διαφόρων εθνικών παραλλαγών  του και ιδίως του γαλλικού και ιταλικού φασισμού), όπως επισημαίνει εμφατικώς ο διάσημος Πωλονοεβραίος ιστορικός και πολιτικός επιστήμων Ζηβ Στέρνχελ (Zeev Sternhell) στο εμπεριστατωμένο βιβλίο του «Ούτε Αριστερά ούτε Δεξιά: Φασιστική Ιδεολογία στην Γαλλία» (εκδόσεις Πανεπιστημίου Πρίνστον 1986)

Οι Νεοσοσιαλιστές εφοβούντο κυρίως ότι η υλική αφθονία και ο ελεύθερος χρόνος που υπεσχέθη ο σοσιαλισμός, θα οδηγούσαν στην παρακμή και στην κοινοτοπία, εκτός εάν ενετάσσοντο σε ένα ιεραρχημένο όραμα για τον πολιτισμό και την εκπαίδευση.

Αυτό ήταν, επί παραδείγματι, το επίκεντρον στο έργον του διασήμου Όσκαρ Ουάϊλντ (Oscar Wilde, 1854-1900) «Η ψυχή του ανθρώπου  υπό τον σοσιαλισμό» («The Soul of Man under Socialism»,1891), όπου οραματίσθη έναν «ατομικιστικόν σοσιαλισμό» που θα απελευθέρωνε την ανθρωπότητα από την οικονομικήν ανάγκη, ώστε να επιδιώξει την αυτοπραγμάτωση και τις υψηλότερες πολιτιστικές και πνευματικές δραστηριότητες, ακόμα και εάν αυτές δεν απετέλουν τίποτα περισσότερον από μιαν ήσυχη περιεργασία  του Κόσμου.Τέτοιες ανησυχίες δεν ημπορούν να απορριφθούν ως παρηκμασμένη και θηλυπρεπής επιτήδευση κάποιων λεπταισθήτων δανδήδων της βρετανικής αυτοκρατορίας. Τις εμοιράζοντο σκληροί και δοκιμασμένοι άνδρες, όπως επί παραδείγματι ο διάσημος Νεοζηλανδός, «Εργατικός» πολιτικός Τζων Άλφρεντ Αλεξάντερ Λη (John Alfred Alexander Lee, 1891-1982), ένας μονόχειρ ήρως του Πρώτου Μεγάλου Πολέμου, (ο οποίος περισσότερον από οποιονδήποτε άλλον προσεπάθησε να πιέσει την Κυβέρνηση των Εργατικών του 1935 να τηρήσει τις εκλογικές της υποσχέσεις σχετικώς με τις τραπεζικές και κρατικές πιστώσεις). Ο Λη οραματίζετο μιαν μορφήν σοσιαλισμού που δεν κατευθύνεται ως αυτοσκοπός πρωτίστως σε «σωρούς αγαθών και εργασία δικαίως κατανεμημένη», αλλά σχηματοποιείται ως μέσον επιτεύξεως «υψηλοτέρων  επιπέδων υπάρξεως».

Είναι αναντίρρητο ιστορικό δεδομένο ότι, αυτές τις  νεοσοσιαλιστικές ανησυχίες εμοιράζοντο επίσης οι φασίστες και εθνικοσοσιαλιστές θεωρητικοί. Η καταπολέμηση των αποχαυνωτικών και ισοπεδωτικών επιπτώσεων του πλούτου και του ελευθέρου χρόνου, όπως και η επιμέλεια και διαπαιδαγώγηση των χαρακτήρων και των προτιμήσεων των μαζών ήσαν οι επιδιωκόμενοι στόχοι των οργανώσεων «Μετά την Εργασία» («Dopolavoro») στην φασιστική Ιταλία και «Δύναμη δια της Χαράς» («Kraft durch Freude»)  στην εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία, όσον ενοχλητική και εάν είναι αυτή η διαπίστωση για τους σοσιαλιστές της Αριστεράς.

Ενώ φαίνεται απίθανον ότι ο Λάβκραφτ εγνώριζεν επαρκώς αυτόν τον ιδεολογικόν αναβρασμό στον ευρωπαϊκό σοσιαλισμό, κατέληξε σε παρόμοια συμπεράσματα επί ορισμένων  βασικών τομέων της κοινωνικής και εθνικής ζωής.

Ο Λάβκραφτ, (όπως και άλλοι συγγραφείς που απέρριψαν τον μαρξισμό), εθεώρησεν ότι τόσον η δημοκρατία όσον και ο κομμουνισμός «ήσαν παραπλανητικοί για τον Δυτικόν πολιτισμό», (όπως  ομολογεί ανεπιφυλάκτως σε επιστολή του της 27ης Οκτωβρίου 1932 , στον στενόν φίλο του, φιλόλογο και μουσικοσυνθέτη Άλφρεντ Γκάλπιν (Alfred Galpin, 1901-1983) –  [όρα Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ – «Επίλεκτες Επιστολές», τόμος Δ’, εκδόσεις «Οίκος Άρκαμ», Γουισκόνσιν 1976, σελίς 93]

Αντ ‘ αυτού, (όπως γράφει στην ιδίαν επίστολή) o Λάβκραφτ: «…Συνεπώς ευνοώ ένα είδος φασισμού ο οποίος ωστόσον δύναται, ενώ βοηθά τις επικίνδυνες μάζες σε βάρος των ασκόπως πλουσίων, να διατηρεί τα ουσιώδη του παραδοσιακού πολιτισμού και να αφήνει την πολιτικήν ισχύ στις χείρες μιας μικράς και καλλιεργημένης (αν και όχι υπερβολιώς πλουσίας) αρχούσης τάξεως, σε μεγάλον βαθμό κληρονομικής αλλά υποκειμένης σε σταδιακήν αύξηση, καθώς άλλα άτομα ανεβαίνουν στο πολιτιστικόν της επίπεδον».

Ο Λάβκραφτ εφοβείτο ειλικρινώς ότι, ο σοσιαλισμός, όπως ο καπιταλισμός, θα ανοίξει τον δρόμο για την καθολική προλεταριοποίηση των μαζών και την επακόλουθον ισοπέδωση του πολιτισμού. Έτσι προέτεινε την πλήρη απασχόληση και την συντόμευση της εργασίμου ημέρας μέσω της μηχανοποιήσεως της εργασίας, υπό την πολιτιστικήν καθοδήγηση ενός αριστοκρατικού σοσιαλιστικού-φασιστικού καθεστώτος.

[Αυτή  η οξυδερκής αντίληψη στην οποίαν έφθασεν ανεξαρτήτως ο Λάβκραφτ, απετέλει μέρος της νέας οικονομικής σκέψεως της εποχής. Στην Αγγλία, η φαβιανή-σοσιαλιστική επιθεώρηση «Η Νέα Εποχή», που εξεδίδετο από τον «συντεχνιακόν σοσιαλιστή» Άλφρεντ Ρίτσαρντ Όρατζ (Alfred Richard Orage,1873-1934) κατέστη η τράπεζα συζητήσεων περί την θεωρίαν της «Κοινωνικής Πιστώσεως» ή «Κοινωνικής Διαχειρίσεως»  του Ταγματάρχου και μηχανικού Κλιφορντ Χιού Ντάγκλας (Clifford HughDouglas, 1879-1952), η οποία προετάθη ως εναλλακτική λύση στο σύστημα χρηματοδοτήσεως του χρέους, με το ζήτημα της «κοινωνικής πίστεως» προς όλους τους πολίτες μέσω ενός «Εθνικού Μερίσματος», επιτρέποντος την πλήρη κατανάλωση της παραγωγής. Οι οπαδοί αυτών των απόψεων εστόχευαν επίσης στην ενίσχυση της μηχανοποιήσεως της εργασίας για την μείωση των ωρών εργασίας και την αύξηση του ελεύθερου χρόνου, κάτι που επίστευαν  ότι θα ηυνόει την άνθηση του πολιτισμού. Τόσον ο μέγας Έζρα Πάουντ, όσον και ο εν πολλοίς άγνωστος σήμερον, σπουδαίος Νεοζηλανδός θεωρητικός τέχνης, ποιητής και πεζογράφος Ρεξ Φαίρμπερν (Rex Fairburn, 1904-1957) ήσαν επίσης ένθερμοι οπαδοί της θεωρίας της «Κοινωνικής Πιστώσεως»,  επειδή την έκριναν ως το καλύτερον οικονομικόν σύστημα για τις τέχνες και τον πολιτισμό.  (Αυτές οι ιδέες έχουν ανανεώσει την σημασία τους, καθώς η οκτάωρος εργάσιμος ημέρα, κέρδος μακροχρονίων αγώνων του πρωίμου εργατικού κινήματος, καθίσταται σπανιότης στις ημέρες μας).]

Ο Λάβκραφτ κατετρίβετο με την εξάλειψη των αιτίων της κοινωνικής επαναστάσεως και υπεστήριξεν τον περιορισμόν της τεραστίας συσσωρεύεσεως του πλούτου, αναγνωρίζων ταυτοχρόνως την ανάγκην διατηρήσεως των μισθολογικών ανισοτήτων, αλλά βάσει των προσόντων, της ικανότητος και της αξίας των εργαζομένων. Μείζων προβληματισμός του υπήρξεν η εξάλειψη των «εμπορικών ολιγαρχών», σκοπός ο οποίος στην πράξη ήταν ο σκοπός της «Κοινωνικής Πιστώσεως» και των Νεοσοσιαλιστών.

Ενώ εθεώρει ότι ο  πρωταρχικός στόχος ενός έθνους πρέπει να είναι η ανάπτυξη υψηλών αισθητικών και πνευματικών προτύπων, ο Λάβκραφτ ανεγνώριζεν ότι, μια τέτοια κοινωνία πρέπει να βασίζεται στην παραδοσιακή κοινωνικήν οργάνωση «τάξεως, θάρρους και ανθεκτικότητος», ο δε ορισμός του για τον πολιτισμόν ήτο ότι αυτός αφορά σε έναν  κοινωνικόν οργανισμόν «αφιερωμένο σε έναν υψηλό ποιοτικό σκοπό», διατηρούμενον από το προαναφερθέν ήθος.

Αθανάσιος Κωνσταντίνου

Exit mobile version