«Σήμερον, όπως έχουν τα πράγματα, ένας δημοκράτης της παλαιάς σχολής θα απαιτούσε, όχι ελευθερία για τον τύπο, αλλά ελευθερία από τον τύπο ! Αλλά εν τω μεταξύ οι ηγέτες έχουν μεταλλαχθεί σε νεοπλούτους που πρέπει να διασφαλίσουν την θέση τους έναντι των μαζών.»
Ο Όσβαλντ Σπένγκλερ ανέπτυξε μιαν ολόκληρο εξελικτικήν θεωρία περί των κοινωνικών τάξεων, καταλήξας στο συμπέρασμά του περί σαφούς υπεροχής της Αριστοκρατίας έναντι του Κλήρου. Ωστόσον, αυτή η θεωρία χρησιμεύει επίσης ως βάση για τις επικρίσεις του κατά της αστικής δημοκρατίας και του σοσιαλισμού. Ο Σπένγκλερ επεβεβαίωσεν, όπως έχουμε αναφέρει και πάλιν, ότι οι δύο θεμελιώδεις τάξεις πολιτισμού ήσαν η Αριστοκρατία και ο Κλήρος – η ιερατική τάξη, από τις οποίες η Αριστοκρατία ήταν η αληθής τάξη, αλλά η ιεροσύνη ήταν η δύναμη που ουσιαστικώς την αντεμετώπισε κατά την διαδρομήν των ιστορικών αιώνων. Κατά την διάρκειαν της Ιστορίας, αυτή η αντιπαράθεση εσυνεχίσθη μέχρις ότου ενεφανίσθη και επαγιώθη, η πόλη (το «άστυ») και στην συνέχεια με την μετεξέλιξη της πόλεως ανήλθεν στο προσκήνιον η νεόκοπος «Τρίτη Τάξη», η Αστική. Αυτή περιεφρόνησεν τον χωρικόν επειδή ησθάνθη ευφυεστέρα, πλέον ελευθέρα και επομένως πλέον «προοδευμένη» από αυτόν, περισσότερον εξελιχθείσα στον πολιτισμό.
Επίσης, η αστική τάξη περιεφρόνησε τις δύο προηγηθείσες «θεμελιώδεις» τάξεις, επειδή εθεώρουν ότι ήσαν ιστορικώς ανώτερές της και διαρρήδην την ετοποθέτουν αξιολογικώς σε ιδιαιτέρως χαμηλότερον επίπεδο στο πνευματικό πεδίον. Αλλά για την Αριστοκρατίαν και τους ιερείς, η αστική τάξη ήταν, όπως και ο χωρικός, ένα διαδικαστικόν «υπόλοιπον», ένα «ιστορικόν σπάραγμα» και όχι μια τάξη αφ΄ εαυτής. Ενώ «ο χωρικός σχεδόν δεν υπάρχει για τις δύο προνομιούχες τάξεις», ο Σπένγκλερ είπεν πως οι αστοί υπάρχουν μόνον ως ένα υπόβαθρον, επί του οποίου κείμενες διαφορίζονται η Αριστοκρατία και ο Κλήρος, τάξεις οι οποίες συνειδητοποιούν βιωματικώς και εμπράκτως την υπεροχήν τους. Έτσι ήρχισεν ένας αγών για την συλλογικήν κυριαρχίαν και ισχύ, ήτοι για την εξουσία και τον κρατικόν έλεγχον. Εν μέσω αυτού του αγώνος η αστική «Τρίτη Τάξη», που εξεπροσώπει την οικιστική παγίωση, την πόλη και το εμπόριον θα επεζήτει την απαγκίστρωση και απελευθέρωσή της από την ύπαιθρο, η οποία διαχρονικώς εξεπροσωπείτο από τις δύο αρχέγονες κυρίαρχες τάξεις.
«Κοσμόπολη και επαρχία – με αυτές τις βασικές έννοιες κάθε τεχνικού πολιτισμού εμφανίζεται ένα εντελώς νέο μορφολογικό πρόβλημα της ιστορίας, το οποίον εμείς οι σημερινοί άνθρωποι ζούμε ακριβώς τώρα, δίχως να έχουμε κατανοήσει έστω εκ του μακράν την εμβέλειά του. Αντί ενός κόσμου, μια πόλη, ένα σημείον στο οποίον συγκεντρούται ολόκληρος η ζωή ευρυτέρων περιοχών, ενώ η υπόλοιπος χώρα αποξηραίνεται : Aντί ενός ευμόρφου και συμφυoύς με την γην λαού, ένας νέος νομαδικός τύπος, ένα παράσιτον, ο κάτοικος της μεγαλουπόλεως, ο καθαρός ρεαλιστής, ο άνθρωπος των πραγματικών δεδομένων, χωρίς παράδοση, που εμφανίζεται ως μια αμόρφως κυμαινομένη μάζα, άθρησκος, ευφυής, άγονος, με βαθείαν αντιπάθεια προς τον αγροτικόν κόσμον (και δη προς την ανωτάτη μορφή του, τους ευγενείς γαιοκτήμονες της υπαίθρου), δηλαδή ένα τεράστιον βήμα προς το μη – οργανικό, προς το τέλος. Τι σημαίνει αύτό; Η Γαλλία και η Αγγλία έχουν πραγματοποιήσει αυτό το βήμα και η Γερμανία είναι έτοιμη να το κάνει. Μετά τις Συρακούσες, την Αθήνα, την Αλεξάνδρειαν, έρχεται η Ρώμη. Μετά την Μαδρίτη, τους Παρισίους, το Λονδίνο ακολουθούν το Βερολίνο και η Νέα Υόρκη. Μοίρα ολόκληρων χωρών είναι να καταστούν επαρχία, αν δεν ευρίσκονται στον κύκλον ακτινοβολίας μιας από αυτές τις πόλεις, όπως τότε η Κρήτη και η Μακεδονία και σήμερον ο σκανδιναβικός Βορράς. Άλλοτε ο αγών για την σύλληψη της ιδέας μιας εποχής διεδραματίζετο (επί τη βάσει μεταφυσικών παγκοσμίων προβλημάτων με λατρευτικόν και δογματικόν χαρακτήρα) μεταξύ του γηίνου πνεύματος του αγροτικού κόσμου (Ευγενείς και Ιερατείον) και του «κοσμικού» πνεύματος των πατρικίων των παλαιών, μικρών και περιφήμων πόλεων της πρωίμου δωρικής και γοτθικής περιόδου. Τέτοιοι ήσαν οι αγώνες για την θρησκεία του Διονύσου -λόγου χάριν υπό τον τύραννο Κλεισθένη τον Σικυώνιο – και για την Μεταρρύθμιση, στις πόλεις της Γερμανικής Αυτοκρατορίας και στους πολέμους των Ουγενότων. Αλλά όπως αυτές οι πόλεις τελικώς υπερενίκησαν την ύπαιθρο (καθαρώς την πόλη υπενθυμίζει η συνείδηση περί του κόσμου, που είχε τόσον ο Παρμενίδης όσον και ο Καρτέσιος), έτσι τις υπερνικά η κοσμόπολη. Αυτή είναι ή πνευματική διαδικασία όλων των οψίμων εποχών, τόσον τού ιωνικού ρυθμού όσον καί τού μπαρόκ»
Ο δημιουργικός ενθουσιασμός του «αστικού ανθρώπου», ο οποίος, από τον δέκατον αιώνα στην Αρχαιότητα και στις αντίστοιχες εποχές άλλων πολιτισμών, περιλαμβάνει διαδοχικές γενεές στον κύκλο μιας νέας ζωής, προκαλεί για πρώτην φορά στην ανθρωπίνην ιστορία την ιδέα της ελευθερίας. Αυτή η ιδέα δεν προέρχεται από κάποιαν πολιτική προέλευση, πόσον μάλλον από μιαν αφηρημένη έμπνευση. Εκφράζει μόνον το γεγονός ότι, στο εσωτερικόν των τειχών της πόλεως η φυτική, η βλαστική προσκόλληση στο έδαφος τελειώνει, οπότε οι δεσμοί οι οποίοι περιορίζουν και «συστέλλουν» την ζωήν των αγροτών διαγράφονται. Στην ουσίαν, η ελευθερία έχει πάντοτε κάτι αρνητικόν.
«Απελευθερωθείτε, ελευθερωθείτε, αμυνθείτε !» Να είσαι ελεύθερος, σημαίνει πάντα να είσαι ελεύθερος «από κάτι». Η πόλη είναι η έκφραση αυτής της ελευθερίας. Το πνεύμα του πολίτη είναι η δρώσα νοημοσύνη, η διανόηση η οποία έχει καταστεί ελευθέρα, όπως και όλα όσα εμφανίζονται αργότερον στα πνευματικά, κοινωνικά και εθνικά κινήματα, υπό το όνομα της ελευθερίας, προέρχονται από το πρωταρχικόν αυτό γεγονός της απελευθερώσεως, το γεγονός ότι ο άνθρωπος κατορθώνει να απελευθερωθεί από τον αγρόν.
Έτσι, στην αριστοκρατική σκέψη, όχι μόνον εθεωρήθη η αστική τάξη ως κατωτέρα τάξη, αλλά εδόθη και μία αρνητική αίσθηση στην «αστική ελευθερία», αίσθηση επιβεβαιούσα ότι επρόκειτο για μιαν ιδέα που εδημιουργήθη από το πνεύμα των πολιτών να διαχωρισθούν από την ύπαιθρον και από τα σύμβολα της υπαίθρου, να χειραφετηθούν από τις κρατούσες αρχέγονες τάξεις. Ο Σπένγκλερ προεχώρησε με αυτήν την παρδοχήν ψηλαφών ενδελεχώς την «ιστορία» των τάξεων και το κράτος, ώστε να επιβεβαιώσει ότι, ακόμη και η «Τρίτη τάξη» είχε κάποιαν ιδιαιτέραν σημασία, αλλά αυτή ηκυρώθη οριστικώς με την είσοδον στη προσκήνιον της Τετάρτης Τάξεως : Της μάζης.
Βεβαίως η «Τρίτη τάξη» στερείται στενής, δομικής φυσικής ενότητος, σφυρηλατηθείσης από την φυσικήμ επιλογή του ιστορικού γίγνεσθαι. Ήταν η μηχανιστική συνέπεια, η μεταβολική παρενέργεια της ιστορίας, η κατ΄ εξοχήν «μη – τάξη», η διαμαρτυρία ενάντια στην ταξικήν διαίρεση, όχι συγκεκριμμένως εναντίον αυτής ή εκείνης της τάξεως, αλλά γενικώς ενάντια στην συμβολική μορφή της ζωής. Η «Τρίτη τάξη» απορρίπτει οποιανδήποτε διαφοροποίηση που δεν δικαιολογεί λόγον ή χρησιμότητα. Εν τούτοις : Η αστική ζωή γίνεται τάξη και αντιτίθεται στην αγροτική ζωή και αυτό σαφώς σημαίνει κάτι : «Eλευθερίαν της επιλογής», που συγκροτείται σε τάξη και αντιτίθεται στην υποταγή προς τον διαφορισμόν τοy φυσικού νόμου.
Όμως, θεωρουμένη «εν εαυτή», η «Τρίτη τάξη» δεν είναι απλώς ένα υπόλειμμα, ένα ιστορικόν κατάλοιπον της βιοτικής διαδικασίας, όπως φαίνεται ορωμένη από τις άλλες δύο τάξεις. Η αστική τάξη έχει σαφή όρια. Εν μέρει ανήκει και αυτή στον πνευματικόν πολιτισμό. Κατανοεί, με την καλλίστη έννοιαν, όλους τους υποστηρικτές του πνευματικού πολιτισμού. καθώς και το συλλογικόν σύνολον υπό το όνομα του λαού, του populus, του «δήμου», σύνολον στο οποίον υπάγεται και η αριστοκρατία και η ιερατική τάξη. Κατανοεί επίσης το χρήμα και το πνεύμα, το εμπόριον και την μισθωτήν εργασία, ως αναπόσπαστα λειτουργικά μέρη του συνόλου.
«Ο πολιτισμός συναντά αυτήν την έννοιαν του λαού και την εξολοθρεύει υπό την έννοιαν της “Τετάρτης τάξεως”, της μάζης, η οποία απορρίπτει τον πνευματικόν πολιτισμό στις ανεπτυγμένες του μορφές. Η μάζα είναι απολύτως άμορφη. Ακολουθεί το μίσος της για κάθε είδος μορφής, κάθε διάκριση των τάξεων, κάθε ταξινομημένη ιδιοκτησία, για την μεθοδική γνώση. Είναι ο σύγχρονος νομαδισμός του μεγάλου κοσμοπολίτη, (…) η “Τετάρτη τάξη” έρχεται να καταστεί η έκφραση της Ιστορίας όταν αυτή μεταμορφούται στο αϊστορικόν. Η μάζα είναι ο όρος της, είναι το ριζοσπαστικόν τίποτα». Αυτή η «Τετάρτη τάξη» (η οποία, όπως γνωρίζουμε, είναι το υποκείμενον της κοσμοπολίτικης ή διεθνιστικής οχλοκρατικής δημοκρατίας, εκεί όπου ο populus/λαός καθίσταται vulgus/όχλος) είναι αποτρόπαιος κατά τον Σπένγκλερ, όπως φαίνεται στο προηγούμενον απόσπασμα.
Υπάρχει επίσης ένα άλλο, λίαν επεξηγηματικόν απόσπασμα, καθώς συνοψίζει σε μια παράγραφο την θέση του Σπένγκλερ ενάντια στον ορθολογισμό και στα θεσμικά όργανα που προέκυψαν από αυτόν: «Ήλθεν μια εποχή που η πόλη ανεπτύχθη τόσον εντόνως, ώστε δεν χρειάζεται πλέον να επιβεβαιώσει την αντίθεσή της προς την ύπαιθρον, το χωρίον, την αγροτική αριστοκρατία. Τώρα είναι το στρατόπεδον με τις πρωταρχικές κοινωνικές του τάξεις το οποίον υπερασπίζεται απελπισμένο την ακαταμάχητον υπεροχή της πόλεως. Πνευματικώς αυτή η υπεράσπιση κατευθύνεται ενάντια στον ορθολογισμό, πολιτικώς κατά της δημοκρατίας και οικονομικώς ενάντια στο χρήμα».
Οι τελευταίες τρεις γραμμές του προηγουμένου εδαφίου, είναι πολύτιμες, επειδή ορίζουν την θέση του Σπένγκλερ σε μία και μόνον πρόταση. Πνευματικώς είναι ανορθολογική, πολιτικώς αντιδημοκρατική και οικονομικώς αντίθετος στο μεγάλο κεφάλαιο.
Η δύναμη των χρημάτων θεωρείται από τον Σπένγκλερ ως ένα από τα δεινά που κορυφούνται όταν φθάνει πλέον το ακροτελεύτιο στάδιον της παρακμής του πολιτισμού. Έτσι, ο τεχνικός πολιτισμός χαρακτηρίζει μιαν ιδιαζόντως «μεταθανάτιο» περίοδον ενός πνευματικού πολιτισμού, μια περίοδον κατά την οποίαν η παράδοση και η προσωπικότης έχουν ήδη απωλέσει την άμεσον εγκυρότητά τους και κάθε ιδέα για να ημπορέσει να πραγματοποιηθεί πρέπει να μετατραπεί σε χρήμα.
Λέγει : «Δεν υπάρχει προλεταριακό, ούτε καν κομμουνιστικό κίνημα, το οποίον να μην λειτουργεί προς το συμφέρον του χρήματος και να μην επιτρέπεται από το χρήμα. Και αυτό συμβαίνει δίχως οι ιδεολόγοι μεταξύ των ηγετών του να έχουν την παραμικρά υποψία για το γεγονός».
Και συνεχίζει : «Στην αρχήν αυτός που είχε εξουσία διέθετε περιουσιακά στοιχεία. Τώρα αυτός ο οποίος έχει χρήματα έχει εξουσία. Το χρήμα είναι αυτό που ενθρονίζει το πνεύμα. Η δημοκρατία είναι η τελεία ταύτιση των χρημάτων με την πολιτικήν ισχύ». Σε αυτό το μικρό απόσπασμα βλέπουμε σαφώς και προδήλως ότι ο Σπένγκλερ έβαλε στην ίδια μοίρα όλα τα δεινά του Πνευματικού Πολιτισμού, λέγων ότι τα χρήματα είναι εκείνα που ενθρονίζουν το πνεύμα (γίνεται βεβαώς κατανοητόν ότι εδώ αναφέρεται στον Ορθολογισμό) και ότι η δημοκρατία είναι αυτή που «επιτρέπει στο χρήμα την ανάληψη της πολιτικής εξουσίας».
Από τον πρωτοποριακόν στοχαστή υπεγραμμίσθη εμφατικώς ότι, η δημοκρατία ενεφανίσθη όταν ο πολιτισμός και οι θεμελιώδεις αξίες του ήσαν σε παρακμή, αλλά επίσης τότε ανεγνωρίσθη και η δύναμη του χρήματος ως ο πραγματικός «ελεγκτής» και διαιτητής της δημοκρατίας, (αποφεύγουσα ή αγνοούσα ολοσχερώς και επιδεικτικώς την όποιαν σημασία των ευχολογιακών και αφηρημένων φιλελευθέρων «αξιών» και «κανόνων» στο δημοκρατικό παίγνιον). Γράφει συναφώς : « Διά του χρήματος η δημοκρατία καθίσταται ο καταστροφεύς αυτής της ιδίας, αφού το χρήμα έχει καταστρέψει την νοημοσύνη».
Η ανηλεής αλλά ουσιωδεστάτη κριτική του Σπένγκλερ στον σύγχρονο πολιτισμόν ευρίσκει σήμερον πολυάριθμα πεδία εφαρμογής : Η κριτική του εναντίον του ανθρωποκτόνου διεθνούς χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού ο οποίος ζημιώνει, απεξαρθρώνει και εν τέλει καταστρέφει τις εθνικές οικονομίες. Η κριτική του κατά των βουλιμικών, φατριαστικών ολιγαρχιών, κυριάρχων των ΜΜΕ και ιδιαιτέρως ενός ασπονδύλου κιτρίνου τύπου, εξωνημένου στους απάτριδες πλουτοκράτες, ο οποίος αποτελεί εργαλείον ξενοκινήτου υποδουλώσεως. Επίσης η προφητική κριτική του ενάντια στο «δίκτυον παγκοσμίου επικοινωνίας» το οποίον ομογενοποιεί και χειραγωγεί χρησιμοθηρικώς και υποτακτικώς την σκέψη.
Βεβαίως, ανάλογον εξαιρετικήν επίκαιρον βαρύτητα ενέχουν:
H συνεγερτική προειδοποίησή του εναντίον της καλπαζούσης μεταναστεύσεως των «εξωτερικών προλεταριάτων» στην Ευρώπη, αλλά και του φρενήρους, ανξελέγκτου και εξοντωτικού ανταγωνισμού των αναδυομένων τριτοκοσμικών αφροασιανών χωρών, μετά το πέρας της εποχής της αποικιοκρατίας και κυριαρχίας των Λευκών Ευρωπαίων.
H προξαγγελία του σχετικώς με τον μαρασμόν και το τέλος των ιδεολογιών, καθώς και την συνακόλουθο κλιμακουμένη «δημοκρατική κατήφεια».
Η εμμονή του σχετικώς με την επικειμένη ευρυτέρα και γενικευμένη «σύγκρουση των πολιτισμών» και την συναφή επιβιωτική αναγκαιότητα των Εθνικών Ηγετών, σε κάθε πολιτικόν καθεστώς, εν όψει της πολυεπιπέδου και πολυσυνθέτου ανηλεούς καθολικής αναταραχής και των συμπαρομαρτουσών της κοινωνικών συγκρούσεων.
Η συντεταγμένη κριτική του κατά της αχαλινώτου και αλογίστου κερδοσκοπικής χρήσεως της τεχνικής, που καταστρέφει το περιβάλλον.
Οπως κάθε μεγάλον έργο, η «Παρακμή της Δύσεως», το πνευματικόν αριστούργημα του Σπένγκλερ, υπερβαίνει τόσον τις προθέσεις του συγγραφέως, όσον και την εποχήν του. Οι χωροχρονικές αποτυπώσεις και αντανακλάσεις του διαθέτουν πλανητική διάσταση και ρέουσα επικαιρότητα, ενώ δε οι συστηματικές ιστορικές του αναλογίες μεταξύ του Αρχαίου / Απολλωνίου και του Μεταναγεννησιακού / Φαουστικού πολιτισμού ενίοτε ισορροπούν ασταθώς, ουδείς δύναται να εφεσιβάλλει την ορθότητα παμπόλλων «ιστορικών του διαισθήσεων» και προρρήσεων.
Ο σαγηνευτικός απόλυτος φιλοσοφικός του σχετικισμός, στοιχειοθετεί, επιτρέπει και επιβάλλει την αναγκαία ριζική κριτική του ανισορρόπου ικριώματος του παγκοσμιοποιημένου κόσμου μας, (κόσμου «προοδευτικώς» και «μαζικώς» δημοκρατικού, σαθρού και φαντασιοπλήκτου με την «ψευδομόρφωσή» του). Ο Σπένγκλερ είναι ακλόνητος παραστάτης μας, ενώ πασχίζουμε να αναπροσδιορίσουμε με φυσικότητα και δίχως ενοχικές συγκαταβατικότητες τα συστατικά του πολιτισμού μας και τα καθήκοντά μας απέναντί του.
Στέκει δίπλα μας, διαφωτίζει ανάλγητος, καθοδηγεί ανυπόκριτος και υπενθυμίζει ωμός, πως το αληθές δικαίωμα ενός Λαού είναι να κυβερνάται ώστε να εκπληρώνει τους εσωτέρους συστατικούς του σκοπούς ! Συνεπώς επ’ ουδενί λόγω μη λησμονήσουμε ποίος ο σκοπός του Έλληνος.
«Η αισιοδοξία είναι δειλία»
Αθανάσιος Κωνσταντίνου