«Όποιος σε δυσφημίζει, θέλει να συκοφαντήσει εμάς,
το Κόμμα και την εργατική τάξη.
Όσοι είναι πολύ ανόητοι και τυφλοί για να το καταλάβουν αυτό
θα πέσουν θύματα του εχθρού…
Στέκεις στην κορυφή του Κόμματος μας!»
Ποίημα γραμμένο προς τιμήν του
Ανατολικογερμανού ηγέτη Βάλτερ Ούλμπριχτ
15/06/1961 «Ουδείς σκοπεύει να κτίσει κάποιο τείχος !» – Βάλτερ Ούλμπριχτ
13/08/1961 Τα σύνορα κλείνουν με συρματόπλεγμα.
15/08/1961 Τοποθετούνται οι πρώτοι πλίνθοι του τείχους.
Κάποτε τα ονόματά τους προέβαλαν με γιγαντιαία γράμματα σε ερυθρά πανό, τα πορτρέτα τους μετεφέροντο με ιερατικήν ευλάβεια σε πάμπολλες θριαμβικές παρελάσεις και μαζικές τελετές. Καμία κυβερνητική ή κρατική εγκατάσταση δεν εκρίνετο ως αποδεκτή δίχως τις «αγιογραφικές» φωτογραφίες τους ανηρτημένες στους τοίχους. Ουδεμία «εθνική» εορτή δεν ημπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς αυτούς. Ενέπνεαν δέος και φόβον. Ακόμη και οι εγγύτεροι φίλοι τους ομιλούσαν επιφυλακτικώς όταν εισήρχοντο μαζί τους σε ένα δωμάτιο. Ωστόσον, σε καμίαν από τις αντίστοιχες χώρες – «πατρίδες» τους δεν θαυμάζονται πλέον καθόλου, αλλά περιφρονούνται (ούτε καν μισούνται). Αυτοί ήσαν οι άνδρες που εγένοντο γνωστοί ως «μικροί Στάλιν» – ο Βάλτερ Ούλμπριχτ (Walter Ulbricht) της «Λαοκρατικής “Δημοκρατίας” της Γερμανίας» (Ανατολικής), ο Μπολέσλαβ Μπιέρουτ (Bolesław Bierut) της Πολωνίας, ο Μάτιας Ράκοσυ (Mátyás Rákosi) της Ουγγαρίας.
Ακόμη και στο αποκορύφωμα της δυνάμεώς τους, ουδείς εξ αυτών διέθετε κάποτε απόλυτον δύναμη. Οι τεχνητές και κατευθυνόμενς «λατρείες» που εδημιουργήθησαν γύρω από τα πρόσωπά τους, ήσαν απλές σκιώδεις εκδοχές της λατρείας που εδημιουργήθη γύρω από το πρόσωπο του «Πατερούλη» Στάλιν. Οι σύντροφοί του τον εδόξαζαν συχνάκις ως «την μεγάλη μεγαλοφυΐα, τον συνεχιστή της αθάνατης υπόθεσης του Λένιν», κάτι που δεν είχε ειπωθεί ποτέ για τα κωμικοτραγικά ανδρείκελα – μιμητές του της Ανατολικής Ευρώπης του Μπολσεβικισμού.
Βεβαίως, ουδείς ιστορικός απολογισμός της μεταπολεμικής Ανατολικής Ευρώπης ημπορεί να είναι πλήρης και ακριβής δίχως μια σύντομον εξέταση των ανδρών αυτών, των οποίων τα ονόματα και τα πρόσωπα υπήρχαν κάποτε ανηρτημένα στις λεωφόρους και στους μεγάλους δρόμους των αντιστοίχων «σοσιαλιστικών χωρών» τους. Από τους τρεις προαναφερθέντες, ο Βάλτερ Ούλμπριχτ ήταν ίσως ο τα ελάχιστα υποσχόμενος ως νεαρός. Υιός ενός πτωχού ράπτη, ο Ούλμπριχτ εγκατέλειψε το σχολείον ενωρίς και έγινε ξυλουργός. Προσεχώρησε στην «Εκπαιδευτική Ένωση Νέων Εργαζομένων», μια σοσιαλιστική λέσχη του είδους που απεθάρρυνε το ποτό και το χαρτοπαίγνιον, ενθαρρύνουσα παραλήλως τις σοβαρές συζητήσεις και τις εκδρομές της Κυριακής στην ύπαιθρο. Τα μέλη της ενώσεως έδεναν ερυθρά μανδήλια στις εκδρομικές βακτηρίες τους και τραγουδούσαν μαρξιστικά άσματα καθώς περιπατούσαν στα μονοπάτια. Αυτή η πρώιμη εμπειρία φαίνεται πως άφησε τον μελλοντικό Γενικόν Γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος με μία σχεδόν φανατικώς πουριτανικήν ηθική και έναν βαθύ σεβασμό για τα μεγάλα και συνάμα βαρέα βιβλία.
Όπως και η υπόλοιπος γενεά του, ο Ούλμπριχτ κατετάγη στον γερμανικόν στρατό το 1915. Αλλά … ελιποτάκτησεν το 1918 –απεχθανόμενος βαθύτατα τον στρατό– και εντυπωσιάσθη ισχυρώς από την σύντομον εργατική επανάσταση που εγνώρισε στην Λειψία εκείνο το έτος. Την ιδία περίπου περίοδον ανεκάλυψε τον μαρξισμό. Όπως γράφει ένας από τους βιογράφους του : «Eίχε πλέον διαθέσιμη εδώ, μια φαινομενικώς απλή, πειστική συνταγή που του επέτρεψε να κατηγοριοποιήσει και να εξηγήσει ό,τι έμαθε, ήκουσε και είδε. Εδώ ήταν η “αλήθεια” – η αλήθεια την οποίαν οι άρχουσες τάξεις είχαν την τάση να καταπιέζουν και να κρατούν μακρυά από τους λαούς»
Ο Ούλμπριχτ επρόκειτο να παραμείνει σε αυτήν την πολύ απλή και πολύ σαφή πίστη για το υπόλοιπον της ζωής του. Όταν οι σκηνοθετημένες δίκες της Μόσχας εξεκίνησαν στα τέλη της δεκαετίας του 1930, υπεστήριξε θερμώς τον Στάλιν για την δίωξή του «ενάντια στους τροτσκιστές κατάσκοπους του ναζιστικού φασισμού». Δεν ηνοχλήθη ποτέ από το γεγονός ότι πολλοί από τους Γερμανούς συντρόφους του διελύθησαν στα διαβόητα Γκουλάγκ και ίσως αυτό δεν ήταν τυχαίον : Ο Ούλμπριχτ επωφελήθη αμέσως από την σύλληψη δεκάδων κορυφαίων κομμουνιστών – ανδρών καλύτερον μορφωμένων και εμπειροτέρων αυτού- καθώς η «εξαφάνισή» τους διευκόλυνε την ιδικήν του άνοδο στην εξουσία. Το 1938, μετά από μιαν ιδιαιτέρως μοχθηρά και λυσσαλέα σειρά συλλήψεων των … απειθάρχων, κατέστη εκπρόσωπος του γερμανικού κομμουνιστικού κόμματος στην «Κομιντέρν» και μετεκόμισεν στην Μόσχα.
Ακόμη και μετά την υπογραφήν του Συμφώνου Στάλιν-Χίτλερ, το 1939, παρέμεινε πιστός στην υποστήριξή του προς τον Στάλιν. Αυτή η στιγμή προεκάλεσεν μια μεγάλη κρίση μεταξύ των Γερμανών κομμουνιστών, οι περισσότεροι από τους οποίους ήσαν εμπαθείς και αυθεντικοί «αντιναζί». Ο Ούλμπριχτ υπήρξεν ένας από τους ολίγους που δεν εδίστασαν ούτε αμφεταλαντεύθησαν. Ακόμα και όταν ο Στάλιν εξαπέστειλεν αρκετές εκατοντάδες Γερμανών κομμουνιστών στα γερμανικά στρατόπεδα συγκεντρώσεως, κατόπιν γερμανικού αιτήματος, ο Ούλμπριχτ συνέχισε να αγωνίζεται «ενάντια στον “πρωτόγονο”αντιφασισμό» τους, (δηλαδή αντιφασισμό που δεν επέτρεπε ενδιάμεσες «αποχρώσεις» όπως «συμφωνίες με τους φασίστες»). Ίσως τότε εκέρδισεν την εμπιστοσύνη του παρανοειδούς αλλά και δαιμονίου Σοβιετικού δικτάτορος.
Βεβαίως δεν ήταν κάποιο ιδιαίτερο προσωπικόν χάρισμα του Ούλμπριχτ, το εφαλτήριον που τον έφερε στην εξουσία : Ένας Γερμανός αξιωματικός που τον συνήντησε σε ένα σοβιετικό στρατόπεδο, ενεθυμείτο ότι παρ’ όλον που «υπάρχουν κομμουνιστές που ημπορούν να συμπεριφερθούν αρκούντως καλώς με την συντροφία των αξιωματικών… τα τυφλώς αφοσιωμένα κομματικά εξαρτήματα με τους ξυλίνους “διαλεκτικούς” μονολόγους τους, όπως ο Ούλμπριχτ, είναι απλώς αφόρητα.»
[Εκτός αν αναφέρεται διαφορετικώς, οι παρατιθέμενες πληροφορίες για τον διαβόητον Ούλμπριχτ προέρχονται από την λεπτομερεστάτη βιογραφία του «Ulbricht», έργον της Καρόλας Στερν (Carola Stern). Καρόλα Στερν ήταν το όνομα με το οποίον η Έρικα Άσμους (Erika Assmus, 1925-2006) ενεφανίσθη ως δημοσιογράφος και εν συνεχεία συγγραφεύς και πολιτική τηλεοπτική σχολιάστρια, αφού υπεχρεώθη να διαφύγει ταχύτατα (ως «διαφωνούσα») από την «Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας» (Ανατολική Γερμανία) στην «Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας» («Δυτική Γερμανία») το 1951.]
Η Ελφρήντε Μπρύνινγκ [(Elfriede Brüning, 1910-2014), μία διάσημος Γερμανίς κομμουνίστρια δημοσιογράφος και μυθιστοριογράφος, που εχρησιμοποίησεν επίσης το φιλολογικό ψευδώνυμον Έλκε Κλεντ (Elke Klent)] εγνώρισε τον Ούλμπριχτ πριν από τον πόλεμο, στις συναντήσεις του κόμματος που διοργάνωναν οι γονείς της στο οπίσθιον δωμάτιο του καταστήματός τους. Εγραψε στα απομνημονεύματά της, («Και εκτός τούτου αυτό ήταν η ζωή μου» – «Und außerdem war es mein Leben»), Βερολίνο, 2004, σελίς 28) : «Ήταν πάντα βιαστικός, ποτέ δεν αντάλλαξε προσωπικά λόγια μαζί μας. “Πραγματικά κρυώνεις και μόνο που τον κοιτάς”, είπε η μητέρα μου.».
Ο …τρισχαριτωμένος και προσηνής αυτός άνθρωπος, δεν ημπορούσε να προβεί σε βραχείες μόνον ομιλίες και στα επόμενα χρόνια παρεδόθη κυριολεκτικώς στην «απαγγελία» μακροσκελεστάτων μονολόγων με ασαφέστατα, αφηρημένα και γενικευτικά θέματα, όπως η «ευτυχία της νεολαίας» [ίσως οριακώς πλέον διασκεδαστική από τις διάσημες μακρές ομιλίες του, οι οποίες ήσαν αφιερωμένες σε θέματα όπως «Τα καθήκοντα των πολιτικών τμημάτων των σταθμών μηχανών και ελκυστήρων» ή «Τα καθήκοντα των συνδικαλιστικών μελών στη δημοκρατική οικοδόμηση της οικονομίας».] Αυτές οι αποχαυνωτικές πολύωρες και ανούσιες … μπουρδολογίες του, (εκφραζόμενες με την λεπτή κωμική φωνή του) στην συνέχεια εδημοσιεύθησαν σε…. μεγάλους τόμους «σοσιαλιτικής σοφίας», όπως το μνημείον ανουσίου πολυλογίας και ανοησίας «Περί ζητημάτων της σοσιαλιστικής οικοδομήσεως στην Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία» («Zu Fragen des sozialistischen Aufbaus in der DDR»), εκδοθέν στην Δρέσδη το 1968].
Όμως, επειδή ήταν σιωπηρώς κατανοητό από τους πάντες ότι, αυτός ο «τιτάν του πνεύματος» ήταν ο άνθρωπος της ΕΣΣΔ στην Γερμανία, η εξουσία του εσυνέχισεν αδιαμφισβήτητος μέχρι τον θάνατον του Στάλιν.
Με την πάροδον του χρόνου, ο «χαρισματικός Ούλμπριχτ» απεπλήρωσε φιλοτίμως την πίστη της σοβιετικής ηγεσίας σε αυτόν : Μετά την γερμανικήν εισβολή ανέλαβε το γερμανόφωνο πρόγραμμα του «Ράδιο Μόσχα» και συνέτασσε ηττοπαθείς προκηρύξεις προς τους στρατιώτες της Βέρμαχτ. Από το 1943 υπηρέτησε στο μέτωπο με αντικείμενο τηνραδιοφωνική προπαγάνδα ενώ το ίδιο έτος κατέστη συνιδρυτής της «Αντιφασιστικής Επιτροπής – “Ελεύθερη Γερμανία”», αποτελουμένης από Γερμανούς εξορίστους κομμουνιστές ή φιλοκομμουνιστές συμπατριώτες του αιχμαλώτους πολέμου. Κατά την πρώιμο περίοδον της Σοβιετικής κατοχής της Γερμανίας, δεν ηνέχθη καμίαν συζήτηση για τους μαζικούς βιασμούς (περίπου 2.500.000 Γερμανίδων κάθε ηλικίας) και τις λεηλασίες του Ερυθρού Στρατού. Συμφώνως προς έναν από τους κομματικούς του συναδέλφους «…ο φόρτος εργασίας του Ούλμπριχτ άφησεν εκπλήκτους ακόμη και τους εχθρούς του. Συνεχίσαμε να αναρωτώμεθα : Πώς ημπορεί να συνεχίζει ο Ούλμπριχτ ; Δώδεκα ή δεκατέσσαρες, μερικές φορές δεκαέξ ώρες την ημέρα …». Βραδέως, ωστόσον, ήρχισαν να συνειδητοποιούν άπαντες ότι «αυτό “δεν ήταν τόσο εντυπωσιακόν, καθώς προφανώς ελάμβανε γενικές κατευθυντήριες οδηγίες από τους Σοβετικούς. Η ικανότης του ευρίσκετο απλώς στην εφαρμογήν αυτών των οδηγιών σε συγκεκριμένους τομείς.» Αυτός ήταν ο …. ένδοξος «εργολάβος του Τείχους του Αίσχους», ο οποίος εκυβέρνησε την κομμουνιστική χώρα πρότυπο, «αναστημένη από τα ερείπια», όπως έλεγε ο εθνικός της ύμνος!
Προς το τέλος της ζωής του, το προσωπικόν του ύφος κατεδείκνυεν ότι μιμείται τον Στάλιν : Μέχρις και εορτασμοί των γενεθλίων του εορταζοντο με πομπές, τελέσεις και ποιήματα, αφιερωμένα στην …. «δόξα» του ! Εάν η μίμηση είναι η σοβαροτέρα μορφή κολακείας, τότε όντως ο Ούλμπριχτ ήταν ένας πελώριος και ανυπέρβλητος κόλαξ.
Εν συγκρίσει προς τον Ούλμπριχτ, ο Πολωνός Μπολέσλαβ Μπιέρουτ (Bolesław Bierut) ήταν ένας χαρακτήρ πολύ περισσότερον σκιώδης – τόσον σκιώδης και σκοτεινός, ώστε αμφισβητείται ακόμη και η γενέτειρά του. Πιθανότατα ήλθεν από την ανατολική Πολωνία, μια περιοχή που ήταν τμήμα της Ρωσικής Αυτοκρατορίας έως το 1917, φαίνεται δε ότι εφοίτησεν σε σχολή ρωσικής γλώσσης. Όπως οι γονείς του Στάλιν, έτσι και οι γονείς του Μπιέρουτ ήλπιζαν να γίνει ιερεύς. Αλλά επειδή συμμετείχεν στις απεργίες που εξέσπασαν σε ολόκληρο την Ρωσικήν Αυτοκρατορία το 1905, απηλάθη από το σχολείον του και έπρεπε να εργασθεί. Ορισμένες πηγές πιστεύουν ότι ημπορεί να ενετάχθη στους τέκτονες, όμως άλλες διαφωνούν επ’ αυτού. Πάντως άπαντες συμφωνούν ότι, ενετάχθη στο κόμμα λίαν ενωρίς και επίσης ότι παρηκολούθησε το «Διεθνές Σχολείον Λένιν» της «Κομιντέρν» στην Μόσχα κατά την δεκαετίαν του 1920.
Προ του Β΄ Μεγάλου Πολέμου δεν κατείχεν υψηλή θέση στο πολωνικό κομμουνιστικό κόμμα και δεν ήταν καθόλου γνωστός στην χώρα του.Αντιθέτως, όπως ο Ούλμπριχτ, έγινε αξιόπιστος πράκτωρ της Κομιντέρν και εταξίδευσεν για λογαριασμόν του σοβιετικού κομμουνιστικού κόμματος στην Αυστρία, στην Τσεχοσλοβακία και στην Βουλγαρία. Κάποιαν στιγμή μάλιστα κατέστη και ηγετικόν μέλος του βουλγαρικού (sic!) κομμουνιστικού κόμματος. Η «δουλειά» του στην Σόφια, όπως και οπουδήποτε αλλού, ήταν προφανώς να διασφαλίζει ότι οι τοπικοί κομμουνιστές ηγέτες υπήκουαν στην σταλινική «γραμμή» Το ότι ήταν πληρωμένος πράκτωρ της σοβιετικής επιρροής είναι πέραν πάσης αμφιβολίας.
[Ιδείτε τά έργα του κομμουνιστή και συνεργάτη της υπηρεσίας πληροφοριών, ιστορικού, καθηγητή στο «Ιστορικό Ινστιτούτο» του Πανεπιστημίου της Βαρσοβίας και στο «Ινστιτούτο Επιστημονικών Πληροφοριών και Βιβλιολογικών Σπουδών» της Σχολής Ιστορίας του Πανεπιστημίου της Βαρσοβίας, Αντρζέϊ Γκαρλίτσκι (Andrzej Garlicki, 1935-2013) : «Μπολέσλαβ Μπιέρουτ» (Βαρσοβία, 1994), ειδικότερον τις σελίδες 1-20, του επίσης στρατευμένου κομμουνιστή, κολχόζνικου, ερυθρού στρατιώτη, ιστορικού και καθηγητή πολιτικής επιστήμης στο Πανεπιστήμιον της Σιλεσίας στο Κατοβίτσε και στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιον Νομικής και Διοικήσεως, γεννηθέντος το 1924, Αντρζέϊ Βέρμπλαν (Andrzej Werblan, «Σταλινισμός στην Πολωνία» (Βαρσοβία, 2009),στις σελίδες 122–31 και τέλος στο έργον «Ο βρώμικος Μπολέσλαβ» (Βαρσοβία, 2001) του Πιότρ Λιπίνσκι (Piotr Lipiński), ιστορικού και δημοσιογράφου, ειδικευομένου στην μεταπολεμική πολωνικήν ιστορία και στα γεγονότα της σταλινικής περιόδου.]
Αλλά το πραγματικόν «μυστήριον» του Μπιέρουτ περιβάλλει τις δραστηριότητές του κατά τον Δεύτερο Μεγάλο Πόλεμο. Είναι γνωστόν ότι το 1939 ευρίσκετο στην Βαρσοβία, ότι μετά την γερμανικήν εισβολή διέφυγεν στην ΕΣΣΔ και ότι έζησε στο Κίεβον μέχρις τον Μάϊον του 1941. Αυτό ήταν ένα όλως ασυνήθιστο μέρος για έναν Πολωνό κομμουνιστή εκείνη την περίοδο: Οι περισσότεροι από αυτούς είχαν φθάσει στις νέες σοβιετικές περιοχές της δυτικής Ουκρανίας και της δυτικής Λευκορωσίας, όπου τους εδόθησαν σημαντικές πολιτικές ή πολιτιστικές θέσεις ή και σε άλλα μέρη της ΕΣΣΔ. Μετά το 1941, τα πράγματα καθίστανται έτι «σκοτεινότερα» : Μια εμπιστευτική βιογραφία του Μπιέρουτ, η οποία συνετάχθη από το διεθνές τμήμα του σοβιετικού κομμουνιστικού κόμματος το 1944, δηλώνει ότι από την στιγμήν που η Γερμανία εισέβαλε στην ΕΣΣΔ, «ελλείπουν πληροφορίες για τον Μπιέρουτ». («Πολωνία-ΕΣΣΔ: Δομές υπαγωγής: Έγγραφα της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ενώσεως» Βαρσοβία, 1995, σελίδες 59–61).
Επίσης ένας στρατευμένος και υψηλόβαθμος, επιφανής Πολωνός κομμουνιστής ο Γέρζυ Μοράβσκι (Jerzy Morawski, 1918-2012) που τον συνήντησε κατά την περίοδον της Βαρσοβίας, ενεθυμήθη και εδήλωσεν δημοσία τον Ιούνιον του 2007 ότι : «….δεν ήξερα τίποτα για το παρελθόν του. Απλώς… εμφανίσθτηκε εμπρός μας.»
Ο Μπιέρουτ ήταν πιθανότατα στο Μπιάλυστοκ όταν εξεκίνησεν η γερμανική εισβολή στην Σοβιετικήν Ένωση τον Ιούνιον του 1941 και πιθανώς εταξίδεψεν από εκεί στο Μινσκ. Αλλά εκεί χάνεται η … φανερά συνέχεια της πορείας του. Είχε μιαν ερωμένη και παιδί στο Μινσκ, έχων εγκαταλείψει από πολλού την πρώτη γυναίκα και τα παιδιά του, (όπως εσυνήθιζαν πολλοί κομμουνιστές επαναστάτες λόγω … επαναστατικών συνθηκών). Επίσης μετέβη να εργασθεί για την γερμανική διοίκηση της πόλεως, όπου πιθανότατα ελειτούργησεν ως σοβιετικός πράκτωρ. Φήμες ότι ο Μπιέρουτ είχε συνεργασθεί με την Γκεστάπο ή και ότι διήλθεν ένα μέρος του πολέμου στο Βερολίνο, εκυκλοφόρησαν επί πολύ καιρό (ιδέ «Ο βρώμικος Μπολέσλαβ», σελίς 41).
Έτσι έχουν λοιπόν οι θρυλούμενες ιστορίες ότι ο Μπιέρουτ ήταν απλώς ένας υπάλληλος της τρομεράς και δολοφονικής σοβιετικής μυστικής αστυνομίας Νι-Κα-Βε-Ντε (NKVD), από την αρχήν έως το τέλος της σταδιοδρομίας του.
Τόσον ο διαβόητος Σοβιετικός – Ρωσοεβραίος αποστάτης, Συνταγματάρχης της NKVD Αλεξάντερ Μιχαήλοβιτς Ορλώφ ή Λεβ Λαζάρεβιτς Φέλντμπιν (Алекса́ндр Миха́йлович Орло́в ή Лев Лазаревич Фельдбин, 1895-1973), όσον και ο ουκρανοεβραϊκής καταγωγής Πολωνός αποστάτης και συνεργάτης της CIA, Γιόζεφ Σβιάτλο ή Ισαάκ Φλάϊσφαρμπ (Józef Swiatło ή Izaak Fleischfarb, 1915-1994), περιέγραψαν τον Μπιέρουτ ως αναμφισβήτητον πράκτορα της NKVD (ιδέ Γκαρλίτσκι «Μπολέσλαβ Μπιέρουτ» σελίδες 16–19, και Λιπίνσκι «Ο βρώμικος Μπολέσλαβ» σελίς 40).
Ο Βλαντίσλαφ Γκόμουλκα (Władysław Gomułka,1905-1982) ο κύριος ενδοκομματικός αντίπαλος και κυβερνήτης – διάδοχος του Μπιέρουτ, είπε στον Χρουστσώφ ως Γενικό Γραμματέα του ΚΚΣΕ για τις φήμες περί «ναζιστή πράκτορα», αλλά ο Χρουστσόφ τον απέπεμψε σκαιώς!
Και τα δύο στοιχεία ημπορεί να είναι αλήθεια: Ο Μπιέρουτ ημπορεί απλώς μερικές φορές να είχεν «αλλάξει πλευρά». Είναι γνωστόν ότι ο τρισπαμπόνηρος Στάλιν ηυνόησε την προώθηση ανθρώπων που είχαν κάποιο βαθύ πρόβλημα χαρακτήρος και συμπεριφοράς ή κάποιο αποτρόπαιο μυστικό, καθώς ήθελεν να έχει ένα επιπλέον μέσον ελέγχου των υφισταμένων του. Δεδομένου ότι ο Στάλιν διετήρει εν γένει ελαχίστην εμπιστοσύνη στους Πολωνούς κομμουνιστές, θα ημπορούσε να προτιμά έναν πιθανό «συνεργάτη των φασιστών» όπως ο Μπιέρουτ, παρά έναν αληθινό φανατικόν πιστό, όπως ο Ούλμπριχτ. Ο καθείς ημπορεί να απωλέσει την πίστη του … ακόμη και στον κομμουνισμό, αλλά ο ισχυρός και συμπαγής εκβιασμός παραμένει για πάντα!
Όποιος και εάν είναι ο λόγος, ο Μπιέρουτ είχεν ασυνήθως καλές και στενές επαφές με την σοβιετικήν ηγεσία, καθώς και ιδιαίτερες «γραμμές επικοινωνίας» με αυτήν, που δεν ήσαν απαραιτήτως ανοικτές ή εμφανείς σε άλλους εξόχους κομμουνιστές συντρόφους του. Παρέμεινεν επίσης, (από Σοβιετικής απόψεως), αξιοπίστως υποτακτικός. Ο Βρετανός «Εργατικός» πολιτικός, διάδοχος του Τσώρτσιλ, Άντονι Ήντεν (Anthony Eden) είδε μια συνάντηση μεταξύ Μπιέρουτ και Στάλιν και εχαρακτήρισεν τον Πολωνό κομμουνιστή ως «υπηρέτη». Ο Βλαντίσλαφ Γκόμουλκα – ο σημαντικότερος κομματικός αντίπαλος του Μπιέρουτ, (οπότε ως εκ τούτου μη απολύτως αξιόπιστος μάρτυς) ισχυρίζετο ότι είδε τον Στάλιν να φωνάζει στον Μπιέρουτ, «Τι είδους γα….ένοι κομμουνιστές είσαστε», τον Οκτώβριον του 1944, όταν ο Μπιέρουτ ετόλμησε να προτείνει πως μια ολοκληρωτική επίθεση εναντίον της πολωνικής αντιναζιστικής αντιστάσεως, ενδεχομένως δεν ήταν σωστή πολιτική. Κάποιοι Πολωνοί κομμουνιστές ήθελαν ακόμη να λειτουργήσουν συνεργούντες με τους μη κομμουνιστές Πολωνούς αντάρτες, αλλά ο Στάλιν δεν ηρέσκετο καθόλου σε αυτήν την ιδέα, οπότε εν τέλει δεν ηρέσκετο ούτε ο Μπιέρουτ. Συνεμορφώθη λοιπόν με τα αιτήματα του «Πατερούλη» για εκκαθάριση των αντιστασιακών του πολέμου, καθώς και με τις απαιτήσεις του για εκκαθάριση του εσωτερικού του κόμματος (το 1949), για εξόντωση του υπολειπομένου πολωνικού σώματος των αξιωματικών (που διεσώθησαν από την σφαγή στο Κατύν) και για επιβολή του «σοσιαλιστικού ρεαλισμού» στους Πολωνούς καλλιτέχνες και αρχιτέκτονες. Εν τέλει ουδεμία υφίσταται αναφορά πως ο Μπιέρουτ αψήφησε ή παρήκουσε τον Στάλιν για οιοδήποτε θέμα.
Ο «Πατερούλης» είχεν απόλυτο δίκαιον όταν εκφωνών τον επικήδειον του Λένιν ανέφερε μεταξύ άλλων : «Εμείς οι κομμουνιστές δεν είμαστε κοινοί άνθρωποι. Είμαστε φτιαγμένοι από άλλη πάστα». Επίσης οφείλουμε να του αναγνωρίσουμε εξαίρετο αίσθηση του χιούμορ όταν κάποτε είπεν : «Η χαρά είναι το πιο αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό της Σοβιετικής Ένωσης!»
[Υπενθυμίζεται ότι η νυν αχαλίνωτος κτηνωδία (συγκεκαλυμμένη ή μη) της καπιταλιστικής πλουτοκρατίας δεν είναι επαρκής αιτία επιλήσμονος στάσεως έναντι της κωμικοτραγωδίας του κομμουνιστικού ανυπάρκτου «υπαρκτού σοσιαλισμού»].
Αθανάσιος Κωνσταντίνου