Ποτέ δεν ρωτώ έναν άνδρα τι δουλειά κάνει, γιατί αυτό ποτέ δεν με ενδιαφέρει. Αυτά που τον ρωτώ είναι οι σκέψεις και τα όνειρά του.
Ο πολυμαθέστατος Λάβκραφτ εθεώρησεν την εξελισσομένη πολιτιστικήν παρακμή ως μια βραδείαν διαδικασία που εκτείνεται επί 500 έως 1000 έτη. Ανεζήτησεν ένα σύστημα που θα ημπορούσε να υπερβεί τους κυκλικούς νόμους της αποσυνθέσεως, [πράγμα που υπήρξεν επίσης και ένα κοσμοθεωρητικόν κίνητρον του φασισμού, όπως χαρακτηριστικώς επί παραδείγματι καταφαίνεται στο αυτοβιογραφικό βιβλίον «Η ζωή μου» (Λονδίνο, εκδόσεις Nelson, 1968) του σπουδαίου Άγγλου πολιτικού Σερ Όσβαλντ Μόσλεϊ, ο οποίος το 1932 κατόρθωσε να ενοποιήσει τα εθνικιστικά κινήματα της χώρας του σε ένα νόμιμο κόμμα, την «Βρετανική Ένωση Φασιστών» (British Union of Fascists) : «…ο φασισμός ήταν ένα κίνημα για την εξασφάλιση της εθνικής αναγεννήσεως, από ανθρώπους οι οποίοι ησθάνοντο απειλούμενοι από την παρακμή της εξαθλιώσεως και του θανάτου και ήσαν αποφασισμένοι να ζήσουν, μάλιστα δε να ζήσουν μεγαλειωδώς !»]. Ο Λάβκραφτ επίστευεν ότι ήταν δυνατόν να αποκατασταθεί μια νέα «ισορροπία» μετά την πάροδον 50 έως 100 ετών, δηλών: «Δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας για τον πολιτισμόν όσον επιβιώνει η γλώσσα και η γενική καλλιτεχνική παράδοση. Η πολιτιστική παράδοση πρέπει να διατηρείται πέραν και υπεράνω οικονομικών αλλαγών».
Το 1915 ο Λάβκραφτ ίδρυσεν ιδικόν του πολιτικό περιοδικόν με τίτλον «Ο Συντηρητικός» («The Conservative»), το οποίον εξεδόθη επί 13 τεύχη, μέχρις το 1923. Το επίκεντρον του περιοδικού ήταν η υπεράσπιση υψηλών πολιτιστικών προτύπων, ιδιαιτέρως στον τομέα της Λογοτεχνίας, αλλά αντετάχθη επίσης στον ειρηνισμόν, τον αναρχισμόν και τον σοσιαλισμόν και υπεστήριξεν έναν «μετριοπαθή, υγιή μιλιταρισμό» και τον «Πανσαξονισμόν», όρον που σημαίνει «την κυριαρχίαν των αγγλικών και συγγενιών φυλών στις μικρότερες υποδιαιρέσεις της ανθρωπότητος», [Εκδοτικόν άρθρο στον «Συντηρητικόν» Α’ τόμος, δεύτερον τεύχος, Ιούλιος 1915].
Όπως οι Νεοσοσιαλιστές στην Ευρώπη, ο Λάβκραφτ αντετάχθη στην υλιστικήν αντίληψη της ιστορίας, (εξ ίσου στην αστική και στην μαρξιστική). Έβλεπε τον κομμουνισμό «να καταστρέφει το πάθος για την ζωή» για χάρη μιας θεωρίας. («Επίλεκτες επιστολές», τόμος Δ’ σελίς 133 – * Όπου δεν ορίζεται άλλως, η αναφορά στις ιδεολογικοπολιτικές τοποθετήσεις του συγγραφέως αφορά στην ιδία βιβλιογραφικήν πηγή). Απορρίπτων την οικονομικήν αιτιοκρατίαν (ντετερμινισμόν) ως πρωταρχικόν κίνητρον της ιστορίας, είδεν υφισταμένους «φυσικούς αριστοκράτες», προερχομένους εξ όλων των τομέων ενός πληθυσμού ανεξαρτήτως της οικονομικής καταστάσεώς τους. Ο δόλιος στόχος της παρακμιακής υλιστικής –τεχνοκρατικής κοινωνίας ήταν να αντικαταστήσει την «προσωπικήν υπεροχή με εκείνην της οικονομικής θέσεως» («Επίλεκτες επιστολές», τόμος Δ’ σελίς 330-333). Παρά την δεδηλωμένην αντίθεση του Λάβκραφτ στον «σοσιαλισμό», η ευρυτέρα θέση του ήταν παρ’ όλα αυτά ουσιαστικώς ιδία με τον «ηθικόν σοσιαλισμό», που προετάθη από τον Ανρί Ντε Μαν, τον Μαρσέλ Ντεά και άλλους Ευρωπαίους Εθνικιστές της εποχής. Ο Λάβκραφτ είδε στον φασισμόν την προσφοροτέραν προσπάθεια να επιτύχει αυτή η μορφή της αναγκαίας αριστοκρατίας, στο πλαίσιον της συγχρόνου βιομηχανικής και τεχνολογικής κοινωνίας.
Ο Λάβκραφτ είδεν επίσης την, υλιστικής και ατόπου εμπνεύσεως, επιδίωξη της γενικευμένης «ισότητος» ως καταστρεπτικόν σκεπτικό, κατευθυνόμενο προς «μιαν αταβική εξέγερση» κατά του πολιτισμού, από εκείνους που είναι ανήσυχοι με τον πολιτισμό και κατ΄ουσίαν οι πραγματικοί εχθροί του. Το ίδιον κίνητρο ευρίσκετο στην ρίζα του Μπολσεβικισμού, της Γαλλικής Επαναστάσεως, της λατρείας «επιστροφή στην φύση» του Ρουσσώ, καθώς και στις ενατενίσεις των υλιστών ορθολογιστών του 18ου αιώνος. Ο Λάβκραφτ εθεώρησεν ότι η εξέγερση αυτού του τύπου είχεν παραληφθεί από τις «οπισθοδρομικές φυλές» υπό την συντονιστικήν ηγεσίαν των Μπολσεβίκων. («Επίλεκτες επιστολές», τόμος Ε’ σελίς 245).
Αυτές οι απόψεις του συγγραφέως είναι σαφώς νιτσεϊκού χαρακτήρος, αλλά ομοιάζουν έτι περαιτέρω με αυτές του τότε λίαν δημοφιλούς Αμερικανού ιστορικού συγγραφέως και δημοσιογράφου Λόθροπ Στόνταρντ (Lothrop Stoddard) στο έργον του «Η εξέγερση κατά του Πολιτισμού: Η απειλή του υπανθρώπου» («The Revolt Against Civilization: The Menace of the Underman, Λονδίνο, εκδόσεις Chapman & Hall, 1922). Είναι βέβαιον ότι ο Λάβκραφτ είχε προσεγγίσει το έργον του Στόνταρντ, λόγω της βαθυτάτης ανησυχίας του για την συντήρηση και την αναγέννηση του πολιτισμού, καθώς και της ολοσχερούς απορρίψεως κάθε μορφής ισοπεδωτικού εξισωτισμού.
Παρ’ όλον που ο Λάβκραφτ απέρριπτεν την αναγκαστικήν ισότητα, δεν υπεστήριζεν μια τυραννία καταπιέζουσα τις μάζες προς όφελος των ολίγων. Αντ’ αυτού, εθεώρησεν τον «κανόνα των προτίμων» – της «ελίτ» ως απαραίτητο μέσον για την επίτευξη των υψηλοτέρων σκοπών της πολιτιστικής πραγματώσεως. Ο Λάβκραφτ ήθελεν ειλικρινώς να ιδεί την κοινωνικήν και πνευματικήν άνοδον του μεγαλύτερου δυνατού αριθμού ανθρώπων. («Επίλεκτες επιστολές», τόμος Δ’ σελίδες 104–105). Απέρριπτεν επίσης τις κατευθυνόμενες και αντιφυσικές ταξικές διαιρέσεις ως «φαύλες», είτε προήρχοντο από το προλεταριάτο είτε από την αριστοκρατία, λέγων: «Οι τάξεις είναι κάτι που πρέπει να αποβληθεί ή να ελαχιστοποιηθεί – να μην αναγνωρίζονται επισήμως.» Ο Λάβκραφτ προέτεινε να αντικαταστήσει την ταξικήν σύγκρουση με μιαν ολοκληρωμένη, «συνθετική», καθολικήν κατάσταση που αντικατοπτρίζει το «γενικόν ρεύμα πολιτισμού». Μεταξύ ατόμου και κράτους στο κοινωνικόν του πρότυπον θα υπήρχεν ως άξων η αμφίδρομος πίστη.
Επίσης ο Λάβκραφτ εθεώρησεν τον ειρηνισμόν ως «αποφυγή και ιδεαλιστικήν αερολογία». Ανεκήρυξεν τον διεθνισμόν ως «ψευδαίσθηση και μύθον». Έβλεπε την «Κοινωνίαν των Εθνών» (τον πρόδρομον οργανισμόν του ΟΗΕ) ως μία «κωμικήν όπερα». Ιστορικώς ο πόλεμος είχεν ενισχύσει την βαθείαν «εθνική ίνα», των λαών, αλλά ο εν πολλοίς άτιμος μηχανοποιημένος πόλεμος είχεν εν μέρει αναιρέσει αυτήν την διαδικασία. Στην πραγματικότητα, η μαζική τεχνολογική καταστροφή του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου ανεγνωρίσθη ευρέως ως δυσγενετική διαδικασία. Παρ΄ όλα ταύτα, ο Ευρωπαίος, και ειδικότερον ο Αγγλοσάξων, πρέπει να διατηρήσει την υπεροχήν του μέσω της ισχύος πυρός, διότι «το βλήμα ενός εχθρού είναι γλυκύτερον από την μάστιγα του αυθέντη». Πέραν όμως τούτων, (πράγμα ανεμενόμενον από έναν πολέμιον του υλισμού), ο Λάβκραφτ απεκήρυσσεν την τυπικήν σύγχρονον αιτίαν πολέμου, αυτήν της μάχης για την εμπορικήν υπεροχήν αντί για την «υπεράσπιση της γης και της φυλής κάποιου, πράγμα που αποτελεί την ορθήν και δικαίαν αιτίαν εξοπλισμού», («Επίλεκτες επιστολές», τόμος Δ’ σελίς 31).
Επιπλέον ανεγνώριζεν την λίαν εκτεταμένην ιουδαϊκήν εκπροσώπηση στις τέχνες ως υπεύθυνον για εκείνο το οποίον, αργότερον, ο Αμερικανός νομικός και σπενγκλεριανός ιστορικός και φιλόσοφος Φράνσις Πάρκερ Γιόκεϋ (Francis Parker Yockey, 1917-1960) θα απεκάλει «παραμόρφωση του πολιτισμού». Η Νέα Υόρκη είχε «εντελώς σημιτοποιηθεί» και απωλέσθη αμετακλήτως από το «εθνικόν ύφασμα». Η σημιτική επιρροή στην λογοτεχνία, στο δράμα, στην χρηματοδότηση και στην διαφήμιση, εδημιούργησεν μια τεχνητή «κουλτούρα» και εσχημάτισεν μιαν ιδεολογία «ριζικώς εχθρικήν προς την αρρενωπήν αμερικανική στάση».
Όπως ο Γιόκεϋ, παρομοίως και ο Λάβκραφτ εθεώρησεν το φερόμενον ως «Εβραϊκό ζήτημα» ως θέμα «ανταγωνιστικής κουλτούρας-παραδόσεως», (σχετιζομένης αμέσως με τον απομονωτισμόν και την ακραίαν παραδοσιοκρατίαν του εβραϊκού έθνους), παρά ως μίαν δήθεν «βιολογικήν», εγγενή φυλετικήν διαφορά. Έτσι, οι Εβραίοι θεωρητικώς θα ημπορούσαν να αφομοιωθούν σε μιαν αμερικανική πολιτιστική παράδοση. Το ζήτημα των Νέγρων, ωστόσον, ήταν κατ΄ αυτόν ένα αληθές πρόβλημα της ανθρωπίνης βιολογίας και έπρεπε να αναγνωρισθεί με την διατήρηση «μιας απολύτου χρωματικής γραμμής», («Επίλεκτες επιστολές», τόμος Δ’ σελίδες 193-195 ).
Το προηγουμένως παρατεθέν περιληπτικόν περίγραμμα (έργων, γνωμών, πεποιθήσεων και απόψεων) του Χάουαρντ Φίλλιπς Λάβκραφτ δύναται να καταδείξει σαφώς ότι, ο πολύς συγγραφεύς ανήκει αναμφισβητήτως σε μιαν ιδιότροπον επιφανή ομάδα, εξόχων δημιουργικών ιδιοφυών ανδρών του 20ου αιώνος. Σε αυτήν πρέπει να συμπεριληφθούν σπουδαίοι εκπρόσωποι της λογοτεχνίας όπως οι ακόλουθοι : Ο Ιρλανδός Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς (William Butler Yeats, 1865–1939), ο Αμερικανός Έζρα Γουέστον Λούμις Πάουντ (Ezra Weston Loomis Pound, 1885 –1972), οι Άγγλοι Ντέηβιντ Χέρμπερτ Λώρενς (David Herbert Lawrence, 1885–1930), Χένρυ Γουίλιαμ Γουίλιαμσον (Henry William Williamson, 1895-1977), Γουίνταμ Πέρσυ Λιούις (Wyndam Percy Lewis, 1882 –1957), ο Νορβηγός Κνουτ Χάμσουν (Knut Hamsun, 1859–1952) και ο Ιάπων Γιούκιο Μισίμα (Yukio Mishima, φιλολογικό ψευδώνυμο του Κιμιτάε Χιραόκα,1925-1970).
Όλοι τους επέδειξαν ανεπιφύλακτον απόρριψη του υλισμού, της ισότητος και της πολιτιστικής παρακμής, στάση που τους ηνάγκασε να αναζητήσουν μια ζωτικήν, ιεραρχικήν εναλλακτική λύση, εχθρική τόσον στον καπιταλισμό όσον και στον κομμουνισμό. Η επιλογή τους αυτή υπήρξεν η πηγή μιας αναζητήσεως που τους οδήγησε να εκτιμήσουν και να εγκολπωθούν αντισυμβατικές και «ακραίες» ιδέες, για τις οποίες οι πολυποίκιλες καθεστωτικές κριτικές τους αφώρισαν κατά την ειωθυία τους πρακτικήν ως «λίγο – πολύ» «φασίστες».
Καμία μνήμη δεν άφησαν οι κοασμοί των προθύμων και ασημάντων επικριτών, ουδέν αποτύπωμα κατέλειπαν οι εκάστοτε καθεστωτικοί υμνωδοί, ουδεμίαν εισφορά πνευματικής δημιουργίας θα πιστωθούν οι «πολιτικώς ορθοί» ποικιλόχρωμοι, συστημικοί συναινεσίες και λόγιοι ρουφιάνοι.
Μοίρα και δικαίωμα τιμής και μνήμης, είχαν και έχουν οι πομποί αιωνίων αληθειών και οι κήρυκες των αιωνίων ιδεών, που παραμένουν εσαεί αθάνατες σε πείσμα των εκάστοτε αθλίων.
«Δεν είναι νεκρό αυτό που κείτεται αιώνια, ενώ στους παράξενους αιώνες κι’ ο θάνατος ακόμη μπορεί να πεθάνει!»
Χάουαρντ Φίλλιπς Λάβκραφτ, «Η ανώνυμη πόλη»
Αθανάσιος Κωνσταντίνου