«Παρακμή της Δύσεως», ομοιότητες και αντιθέσεις της με την σύγχρονο ιστοριονομία, την παραδοσιακήν αντίληψη και την ουτοπική μυθιστοριογραφία.
(Τμήμα πρώτον)
Το μείζον έργον του Όσβαλντ Σπένγκλερ «Η Παρακμή της Δύσεως» ενεφανίσθη κατά τα έτη που εξέσπασεν ο Πρώτος Μεγάλος Πόλεμος, ο δε συγγραφεύς του εκατηγορήθη για την πολύπλευρο και σκληρά απαισιοδοξία του. Στο πόνημά του ανέφερε ότι ένας πολιτισμός συμπεριφέρεται όπως ένας ζωντανός οργανισμός : Γεννάται, αναπτύσσεται, ωριμάζει και καταλήγει να αποθάνει. Το βιβλίον αυτό είναι μία από τις πρώτες συνόψεις της ιστορίας η οποία, (εναντίον στην αισιοδοξία του προοδευτισμού που εκυριάρχει μέχρι τότε στην ευρωπαϊκή σκέψη), αντιλαμβάνεται το άμεσον μέλλον του πολιτισμού μας ως μιαν αγωνιώδη διαδικασία που θα τελειώσει σε πλήρη εξαφάνιση. Είναι προφανές ότι μια τέτοια στάση απέναντι στο άμεσο μέλλον μας, στάση που είναι κοινή και με την αντι-ουτοπική σκέψη, ότι θα επηρέαζεν δυναμικώς την λογοτεχνίαν της συγχρόνου προβλέψεως, της «διηγηματικής μαντικής».
Γράφει ο Σπένγκλερ στην περιβόητον «Παρακμήν» του : «Σε αυτό το βιβλίον διενεργείται για πρώτην φορά η απόπειρα προκαθορισμού της ιστορίας. Το ζητούμενον είναι να παρακολουθήσουμε το πεπρωμένον ενός πολιτισμού, και μάλιστα του μόνου που ευρίσκεται σήμερον στην ολοκλήρωση του σε αυτόν τον πλανήτη, του δυτικοευρωπαϊκού-αμερικανικού, στα στάδια που ακόμη δεν έχουν διανυθεί.» Αντεπροσώπευσε, με αυτήν την έννοιαν, μια πρόβλεψη των τελικών σταδίων του πολιτισμού μας, η οποία, έπρεπε αναποφεύκτως, να συμβεί. Επομένως, το μέλλον της Δύσεως δεν ήταν μια αόριστος πορεία προς τα εμπρός, προς την κατεύθυνση της θέλησεώς μας ή των ιδανικών μας, αλλά, όπως εξηγεί και ο Σπένγκλερ αργότερον, είναι ένα εντελώς φυσιολογικό φαινόμενον της ιστορίας, περιορισμένο στην έκταση και στην μορφήν του, το οποίον ημπορεί να μελετηθεί και να σχεδιασθεί στα βασικότερα χαρακτηριστικά του.
Η ιστορία : Έχει ειπωθεί για τους αρχαίους ότι δεν είχαν σαφή εικόνα του χρόνου, ούτε καν όταν έγραψαν ιστορία. Αυτή απεμειώθη συχνότατα, σε λογιστικού τύπου ιστορικές καταγραφές και λογαριασμούς, που ολίγον έως πολύ παριστούν τοπικά χρονικά. Έτσι η ιστορία, όπως την αντιλαμβανόμεθα σήμερα, δεν ήταν έμπνευση, αλλά όντως έκειτο μέσα στον Δυτικό μας πνευματικό πολιτισμό. Επί παραδείγματι στους Έλληνες η ιστορία, ως ένας οργανισμός αρθρωμένος σε περιόδους και συντεταγμένος προς ένα τέλος, προς έναν σκοπό, ήταν κάτι άγνωστον. Και άλλοι πολιτισμοί, όπως εκείνος της Ινδίας, επίσης δεν είχαν την αίσθηση του χρόνου όπως έχει εκείνος της Δύσεως. Δεν υπάρχει ούτε ιστορία της Ινδίας, «όσον αφορά στην ιστορία ως συνείδηση μίας ζωτικής εξελίξεως». Τότε, ο Ινδοί και οι Αρχαίοι Έλληνες δεν αντεπροσώπευαν τον κόσμο στην εξέλιξή του. Και υπ’ αυτήν την έννοιαν, εμείς οι σύγχρονοι Δυτικοί είμεθα οι συγγραφείς μιας αδημοσιεύτου εικόνος του κόσμου, την οποίαν αποκαλούμε παγκόσμιον ιστορία.
Στην χαραυγή του Δυτικού πολιτισμού ευρίσκουμε την μεγάλην προσωπικότητα του Ιωακείμ του Φιόρε [Gioacchino da Fiore, Joachim de Fiore ή de Floris, (1135 –1202), ενός Ιταλού θεολόγου και ιδρυτή του μοναστικού τάγματος του «Αγίου Ιωάννου του Φιόρε», στην επαρχία Κοζέντσα της Καλαβρίας Οι κατοπινοί οπαδοί του, εμπνευσμένοι από τα έργα του στην εσχατολογία και τις ιστορικές θεωρίες, αποκλήθηκαν «Ιωακειμίτες».] Αυτός συλλαμβάνει την έλευση μιας «τρίτης στιγμής», η οποία θα επισυμβεί σε εποχές που καταγράφονται και αντιστοιχούν μετά από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Όπως γράφει ο «εξαμερικανισθείς» Γερμανός πολιτικός φιλόσοφος Φέγκελιν (Eric Voegelin ή Erich Hermann Wilhelm Vögelin, 1901-1985) [«Η νέα επιστήμη της πολιτικής. Μια εισαγωγή» (The New Science of Politics. An Introduction) εκδόσεις Press of the University of Chicago – 1952)] : «ο Ιωακείμ έθραυσεν τους δεσμούς με την αυγουστινικήν αντίληψη της χριστιανικής κοινωνίας, εφαρμόζων το σύμβολον της Αγίας Τριάδος στην πορείαν της Ιστορίας».
[Η μυστικιστική βάση της διδασκαλίας του είναι το δόγμα του «Αιωνίου Ευαγγελίου», που βασίζεται σε μιαν ερμηνεία της Αποκαλύψεως (Αποκάλυψη 14: 6, «Καὶ εἶδον ἄλλον ἄγγελον πετόμενον ἐν μεσουρανήματι, ἔχοντα εὐαγγέλιον αἰώνιον εὐαγγελίσαι ἐπὶ τοὺς καθημένους ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐπὶ πᾶν ἔθνος καὶ φυλὴν καὶ γλῶσσαν καὶ λαόν» – «Τότε είδα έναν άλλον άγγελο που πετούσε στο μεσουράνημα, με ένα αιώνιο ευαγγέλιο για να διακηρύξει σε εκείνους που ζουν στην γη – σε κάθε έθνος και φυλή, γλώσσα και λαό.»).
Οι θεωρίες του ημπορούν από τον χρονισμό τους να θεωρηθούν «χιλιαστικές». Επίστευεν ότι η Ιστορία, κατ’ αναλογίαν με την Αγία Τριάδα, εχωρίσθη σε τρεις θεμελιώδεις εποχές:
• Εποχήν του Πατρός, που αντιστοιχεί στην Παλαιά Διαθήκη, η οποία χαρακτηρίζεται από την υπακοή της ανθρωπότητος στους Κανόνες του Θεού. • Εποχήν του Υιού, μεταξύ της ελεύσεως του Χριστού και του 1260, η οποία εκπροσωπείται από την Καινή Διαθήκη, όταν ο άνθρωπος έγινε γιος του Θεού.
• Εποχήν του Αγίου Πνεύματος, επικειμένη, η οποία εισαγμένη από έναν «Άγγελο με ένα ξίφος», όταν η ανθρωπότης πρόκειται να έλθει σε άμεσον επαφή με τον Θεόν, φθάνουσα στην πλήρη ελευθερία που εκήρυξε το χριστιανικό μήνυμα. Η Βασιλεία του Αγίου Πνεύματος, μια νέα διανομή της οικουμενικής αγάπης, θα εκπορευθεί από το Ευαγγέλιον του Χριστού, αλλά θα υπερβεί την επιστολήν του. Σε αυτήν τη νέαν εποχή η εκκλησιαστική οργάνωση θα αντικατασταθεί και το Τάγμα των Δικαίων θα κυβερνήσει την Εκκλησία. Αυτό το Τάγμα των Δικαίων εταυτίσθη αργότερον από τον οπαδό του Gerardo του Borgo San Donnino με το Τάγμα των Φραγκισκανών .
Συμφώνως προς τον Ιωακείμ, μόνον σε αυτήν την τρίτην εποχή θα είναι δυνατόν να κατανοήσουμε πράγματι τον λόγον του Θεού με τις βαθύτερες έννοιές του και όχι απλώς κυριολεκτικώς. Σε αυτήν την περίοδον, αντί για την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, θα εκκινήσει μια νέα εποχή ειρήνης και ομονοίας. Επίσης, θα προκύψει μια νέα θρησκευτική «Τάξη» πνευματικών ανθρώπων, καθιστώσα έτσι την σημερινήν ιεραρχία της Εκκλησίας σχεδόν περιττή.
Τέλος ο Ιωακείμ διέκρινε μεταξύ της «βασιλείας της δικαιοσύνης» ή του «νόμου» σε μιαν ατελή κοινωνία, και της «βασιλείας της ελευθερίας», σε μια τελεία κοινωνία.]
Σε αντίθεση με τη δυαδικήν εικόνα του Αγίου Αυγουστίνου, η ιστορία συμφώνως προς το περίγραμμα του Φραγκισκανού μοναχού του δωδεκάτου αιώνος, διετυπώθη σε ένα τρίπτυχον που περιελάμβανε τις εποχές του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Συμφώνως προς τους υπολογισμούς του μοναχού, η εποχή του Υιού θα εγγίσει το τέλος της το έτος 1260. Με αυτό έκλεισεν ένα άλλο στάδιον της εξελίξεως της ανθρωπότητος, η οποία στην πρώτη της ηλικίαν είχε κυριαρχηθεί από το πατριαρχικόν σύμβολο της βιβλικής αποκαλύψεως στον εβραϊκόν λαό και στην κοσμική ζωή. Η δευτέρα εποχή που έφτασε σχεδόν έως ήμισυ αιώνα μετά τον θάνατον του μοναχού, εκυριαρχήθη από τον Ιησού Χριστό που είχε εγκαινιάσει μιαν «ιεροσύνη» με την βαθυτέραν σημασία της, εστηριγμένη στην μοναστική και μυστηριακή ζωή. Η τρίτη εποχή συμπίπτει με την άνθηση του Μεσαίωνος, κατά την διάρκειαν της ζωής του Αγίου Θωμά του Ακιινάτη. Η διαδοχή αυτών των τριών εποχών θα είχεν πληρώσει την ιστορία με Πνεύμα κατά την πορείαν προς την κορύφωσή της, έτσι ώστε το τελευταίον στάδιο να είναι ακίνητο και αιώνιο, το πραγματοποιημένο θεόσταλτο «Τρίτο Βασίλειο», όπως η «Τρίτη Ρώμη» υπήρξεν το ζητούμενο της τσαρικής Αγίας Ρωσίας και το
«Τρίτον Ράϊχ» υπήρξεν το πολιτειακόν αντικείμενον των Γερμανών εθνικοσοσιαλιστών.
O Σπένγκλερ έγραψεν ακριβέστατα: «Στο κατώφλι του δυτικού πολιτισμού ενεφανίσθη αμέσως ομεγάλος ’Ιωακείμ ντε Φλόρις (1135 –1202), – (όρα Konrad Burdach «Reformation, Renaissance, Humanismus – Zwei Abhandlungen über die Grundlage moderner Bildung und Sprachkunst» -[«Μεταρρύθμιση, Αναγέννηση, Ανθρωπισμός – Δύο εργασίες περί της βάσεως της συγχρόνου εκπαιδεύσεως και της γλωσσικής τέχνης»], 1918), ο πρώτος στοχαστής τύπου Χέγκελ, πουσυνέτριψεν το δυαρχικόν κοσμοείδωλο του Αυγουστίνου [η έκφραση «οι παλαιοί», εμφανίζεται ήδη υπό ένα πνεύμα δυαρχίας, στην Εισαγωγή του Πορφυρίου (γύρω στο 300 μ.Χ.)] και με την πλήρη αίσθηση του γνησίου εκφραστή του γοτθικού ρυθμού, αντεπαρέθεσεν τον νέο χριστιανισμό της εποχής του ως κάτι τρίτο στην θρησκεία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης : Τους αιώνες του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Εκλόνισεν βαθύτατα τους καλυτέρους φραγκισκανούς και δομινικανούς, τον Δάντη, τον Θωμά Ακιινάτη και υπέβαλεν μια θεώρηση του κόσμου η οποία ολίγον κατ’ ολίγον κατέλαβεν ολόκληρον την Ιστορική σκέψη του πολιτισμού μας. Ο Λέσσινγκ, ο οποίος μερικές φορές απεκάλει την εποχήν του, (σε σχέση με την αρχαιότητα), ως κατ’ ευθείαν «μεταγενέστερον κόσμο» υιοθέτησεν από τις διδασκαλίες των μυστικιστών του 14ου αιώνος την ιδέαν για το έργο του «Erziehung des Menschengeschlechts» [«Αγωγή τον ανθρώπινου γένους»] τα στάδια του παιδός, του εφήβου και του ανδρός και ο Ίψεν, που την επεξεργάσθη συστηματικώς στο δράμα του «Αυτοκράτωρ και Γαλιλαίος» (όπου η Γνωστική ιδέα του κόσμου εμφανίζεται προσωποποιημένη από την μορφήν του μάγου Μαξίμου), δεν έκαμεν ούτε ένα βήμα πέραν αυτής. Προφανώς είναι μια επιταγή του «αυτοσυναισθήματος» του Δυτικοευρωπαίου, ώστε με την εμφάνισή του να εγκαινιάσει κάτι ως μια τελικήν πράξη.
Άλλα η δημιουργία του ηγουμένου Ιωακείμ ντε Φλόρις ήταν μια μυστικιστική ματιά στα μυστικά της θείας τάξεως του κόσμου. Δεν ημπορούσε παρά να απωλέσει κάθε νόημά της όταν οι μεταγενέστεροι την συνέλαβαν διανοητικώς και την έκαμαν προϋπόθεση επιστημονικής σκέψεως. Αυτό δε συνέβαινε ολοέν και περισσότερον από τον 17ον αιώνα και εξής. Είναι όμως μια εντελώς αστήρικτος μέθοδος να ερμηνεύει κανείς την παγκόσμιον ιστορία καταλείπων ελευθέρους τους χαλινούς των πολιτικών, θρησκευτικών η κοινωνικών του πεποιθήσεων και προσδίδων στις τρεις φάσεις, που δεν τολμά να αμφισβητήσει, μια κατεύθυνση η οποία οδηγεί ακριβώς στην ιδικήν του θέση, οπότε, αναλόγως προς αυτήν, προβάλλει την κυριαρχία της διανοίας, την ανθρωπιά, την ευτυχίαν των περισσοτέρων ανθρώπων, την οικονομικήν εξέλιξη, τον Διαφωτισμόν, την ελευθερίαν των λαών, την υποταγή της φύσεως, την παγκόσμιον ειρήνη και άλλα παρόμοια ως απόλυτον κριτήριο για χιλιετίες, για τις οποίες γνωρίζει κανείς ότι δεν κατενόησαν το σωστό η δεν το κατώρθωσαν, ενώ στην πραγματικότητα ήθελαν απλώς κάτι διαφορετικόν από εμάς. “Το σημαντικόν στην ζωή είναι προφανώς η ζωή και όχι ένα αποτέλεσμά της” – αυτή την ρήση του Γκαίτε θα έπρεπε να αντιτάξουμε σε όλες τις μωρές απόπειρες να αποκαλυφθεί το μυστικόν της ιστορικής μορφής με την βοήθειαν ενός προγράμματος.»
[Ο Ίψεν καθιστάμενος βεβαιότερος για τις θεωρητικές του προσεγγίσεις ήρχισεν να εισάγει ολοέν και περισσότερες από τις πεποιθήσεις και κρίσεις του στο δράμα, εξερευνών αυτό που απεκάλεσεν «δράμα ιδεών». Η σειρά έργων του αυτής της περιόδου θεωρείται ως η «Χρυσή Εποχή» του, οπότε και ανήλθεν στην κορυφήν της ισχύος και επιρροής του, καθιστάμενος το κέντρον της δραματικής αντιπαραθέσεως σε ολόκληρον την Ευρώπη.
Το 1868 ο Ίψεν μετεκόμισεν από την Ιταλία στην Δρέσδην της Γερμανίας, όπου παρέμεινεν επί αρκετά έτη συγγράφων το δράμα που εθεώρησεν ως κύριον έργο του, το πεντάπρακτο σε δύο μέρη, «Αυτοκράτωρ και Γαλιλαίος» (1873), δραματοποιών την ζωήν και τους χρόνους του Αυτοκράτορος Ιουλιανού. Αν και ο ίδιος ο Ίψεν εθεώρει αυτό το έργον ακρογωνιαίον λίθο ολοκλήρου της πνευματικής του παραγωγής, ελάχιστοι έκτοτε εμοιράσθησαν την γνώμη του, τα δε επόμενα έργα του κατέστησαν πολύ γνωστότερα.
Στο έργον κατατίθεται η ιδέα μιας «Τρίτης Αυτοκρατορίας», τιθεμένη στο στόμα του φιλοσόφου Μαξίμου, ως ηθικόν και πολιτικόν ιδεώδες σχηματιζόμενο από ένα είδος συνθέσεως μεταξύ της σφαίρας της σαρκός στον παγανισμό και της σφαίρας του πνεύματος στον Χριστιανισμό. Ο συγγραφεύς έγραψεν ότι, το μέλλον έπρεπε να σηματοδοτηθεί από μια τέτοια σύνθεση, θεωρών αυτό το επιζητούμενον μέλλον ως μια κοινότητα ευγενούς, αρμονικής αναπτύξεως και ελευθερίας, δημιουργούσα μιαν κοινωνία στην οποίαν ουδέν άτομον ημπορεί να καταπιέσει άλλον άτομον και επίσης ότι, το μέλλον έπρεπε να επιτευχθεί μέσω μιας πνευματικής επαναστάσεως και μιας εσωτερικής αναγεννήσεως.]
Ο Φέγκελιν ήταν πεπεισμένος ότι ο ηγούμενος Ιωακείμ, ο οποίος υπενθυμίζεται ότι έζησεν στον 12ον αιώνα, είναι ένας ιδιαιτέρως σημαντικός στοχαστής στην ιστορίαν της πολιτικής σκέψεως. Η δασημοτέρα θέση του Φέγκελιν σχετικώς με τον Καλαβρόν ηγούμενο ήταν ότι: «Στην Τριαδική εσχατολογία του ο Ιωακείμ εδημιούργησεν το σύνολον των συμβόλων που διέπουν την αυτο-ερμηνεία των σύγχρονων κοινωνιών». Τα τέσσερα σύμβολα που ανέφερε ρητώς ο Φέγκελιν είναι:
(1) «Η τρίτη εποχή», η οποία κατά την άποψη του Φέγκελιν επανεμφανίσθη επί παραδείγματο στο τρίτο «θετικόν στάδιο» του Αυγούστου Κοντ (Auguste Comte) και στο «Τρίτον Ράϊχ» των εθνικοσοσιαλιστών.
(2) Ο «Ηγέτης» που καταδεικνύει στους ανθρώπους την πορεία και τους καθοδηγεί στην τρίτην περίοδο.
(3) Ο Γνωστικός «Προφήτης».
(4) Η νέα τάξη μιας πνευματικής κοινότητος «Αυτονόμων Ανθρώπων», των εκλεκτών Κυριάρχων Κυρίων.
Ο Φέγκελιν καθώρισεν σαφώς την γνώση ως «υποτιθεμένη απ’ ευθείας άμεσο σύλληψη ή όραμα της αληθείας, χωρίς την ανάγκην κριτικού στοχασμού. Το ιδιαίτερον δώρον μιας πνευματικής και γνωστικής ελίτ». Ο Γνωστικισμός είναι ένας «τύπος σκέψεως που διεκδικεί την απόλυτο γνωστική μάθηση της πραγματικότητος». Βασιζόμενος σε μιαν αξίωση για την εκ μέρους του εφικτή γνώση, ο γνωστικισμός θεωρεί ότι οι γνώσεις του δεν υπόκεινται σε κριτική. Ο Γνωστικισμός ημπορεί να λάβει υπερβατικές μορφές (όπως στην περίπτωση του Γνωστικού κινήματος της υστέρας αρχαιότητος) ή μιμητικές προς αυτό υλιστικές και ρεαλιστικές μορφές (όπως στην περίπτωση του Μαρξισμού, όπου την θέση της θεότητος καταλαμβάνει η «Νομοτέλεια»).
Οι «Εποχές»: Όπως θα έλεγεν ο απόλυτα γερμανοκεντρικός Γερμανός Σπένγκλερ, αυτό το «αληθώς γοτθικόν» συναίσθημα της ιστορίας, επρόκειτο να κινητοποιήσει τα πλέον ανήσυχα πνεύματα εκ των Φραγκισκανών και των Δομινικανών και να εμπλέξει τεράστιες πνευματικές μορφές του μεγέθους του Δάντη και του Αγίου Θωμά του Ακιινάτη. Προεκάλεσεν, όπως λέγει ο Σπένγκλερ, «ένα όραμα για τον κόσμο που εισέβαλε σιγά – σιγά στην ιστορικήν σκέψη του πολιτισμού μας». Το τρία, «μυστικός αριθμός των αρχαίων εποχών», προσέφερε εξ αρχής μιαν ιδιαιτέρα σαγήνη στην μεσαιωνική εσχατολογία. Στην «Εκπαίδευση της ανθρωπίνης φυλής», ο πολύς Γκότφρηντ Εφραίμ Λέσσινγκ (Gotthold Ephraim Lessing) ανεγνώρισεν στον δέκατον τέταρτον αιώνα την έννοιαν του «Τριαδισμού» η οποία εφαρμόζεται στις εποχές της ιστορίας του ανθρώπου : παιδική ηλικία, νεότης και ανδρικήν ηλικία. Οι ανθρωπιστές και οι εγκυκλοπαιδιστές διήρεσαν επίσης την πορεία της ιστορίας σε τρεις ηλικίες: Αρχαία, μέση και σύγχρονος.
Ο Γάλλος πολιτικός, φιλόσοφος και οικονομολόγος Αν Ρομπέρ Ζακ Τυργκό βαρόνος του Ωλν (Anne Robert Jacques Turgot, 1727-1781) με την αντίληψη περί των «Τριών Τάξεων του Βασιλείου», καθώς και ο Αύγουστος Ισίδωρος Μαρί Φρανσουά Ξαβιέ Κομτ (Auguste Isidore Marie François Xavier Comte, 1798 –1857) συνέλαβαν μιαν διαδοχήν τριών συνιστωσών – τριών φάσεων («Νόμος των τριών σταδίων»): θεολογική, μεταφυσική και επιστημονική. Η «Νέα Επιστήμη» (1725) του Ιωάννου Βαπτιστή Βίκο (Giambattista Vico, 1668 –1744) αναπαράγει επίσης την ιστορίαν από την Χρυσήν Εποχή έως τις ακόλουθες εποχές των Ηρώων και των Ανδρών. Το σύστημα της «κυκλικής ιστορίας» του Vico (με τους «κυκλισμούς και ανακυκλισμούς» – «corsi e recorsi») θα καθιστούσε εφικτήν την διαδοχήν αυτών των εποχών :Της εποχής των θεών ή της θεοκρατίας, των ευγενών ή της αριστοκρατίας και του λαού ή της δημοκρατίας. Η διαλεκτική του Χέγκελ για τις μελέτες της ελευθερίας και της πληρότητος στις τρεις φάσεις της, τα στάδια της μαρξιστικής διαλεκτικής (θέση-αντθεση-σύνθεση), και τέλος, η σαφεστέρα διαίσθησή των «Κοσμικών εποχών», όπως ορίζεται από μυθολογικόν «Άριον Συγκρητισμό» στον γερμανικόν εθνικοσοσιαλισμό του Τρίτου Ράϊχ.
Ο Κομτ στο εξάτομον έργον του «Πορεία της Θετικής Φιλοσοφίας» – («Cours de philosophie positive», 1830-1842), δηλώνει ότι, η κοινωνία στο σύνολόν της, αλλά και κάθε συγκεκριμένη επιστήμη αναπτύσσονται μέσα από τρία διανοητικά σχηματοποιημένα στάδια : (1) το θεολογικό ή φανταστικό στάδιον, (2) το μεταφυσικό ή αφηρημένο στάδιον, και (3) το επιστημονικό ή θετικό στάδιον.
Εσχατολογία της «Τρίτης Εποχής» και ουτοπική σκέψη: Η εποχή που παρέστησεν ο Ηγούμενος Ιωακείμ, ως εκείνην του Αγίου Πνεύματος, εσήμανε την είσοδο της ανθρωπότητος σε ένα νέο βασίλειον, όπου ακόμη και η Εκκλησία θα έπαυε να υπάρχει. Οι «Νέοι Άνδρες», εσφραγισμένοι με το προνομιακόν δώρον της «θείας χάριτος», δεν θα εχρειάζοντο πλέον τα μυστήρια που διέθετεν η Εκκλησία. Ένας Ηγέτης (Fuehrer), Στρατάρχης (Caudillo) ή «Dux» της πνευματικής τάξεως θα εγκαινιάσει αυτήν την θεόσταλτο νέαν εποχή.
Στο έργο του «Das Glasperlenspiel» («Το παιχνίδι με τις χάνδρες») εκδίδεται με τον υπότιτλον: «Η προσπάθεια περιγραφής της ζωής του Μαΐστορος των Αγώνων (“Μάγκιστερ Λούντι”) Γιόζεφ Κνεχτ και των γραπτών που κατέλειπεν» («Versuch einer Lebensbeschreibung des Magister Ludi Josef Knecht samt Knechts hinterlassenen Schriften»), ο Χέρμαν Έσσε (Herman Hesse, 1877-1962) συνθέτει μιαν έκδοση της ελεύσεως του «Τρίτου Βασιλείου του Πνεύματος», στην ενοποίηση όλων των εποχών του ανθρώπου.
Στο «Παιχνίδι με τις χάνδρες», τα μυστικά του κινεζικού ταοϊστικού «Βιβλίου των αλλαγών» (Ι-Τσινγκ), των δυτικών μαθηματικών και της μουσικής διαμορφώνουν τις πολυετείς συγκρούσεις της ζωής σε ένα ιδιότυπον ενοποιητικό σχέδιον. Ο Έσσε εφαντάσθη ότι ο αφηγητής του βιβλίου γράφει γύρω στις αρχές του 25ου αιώνος. Τόπος είναι μια φανταστική επαρχία της Κεντρικής Ευρώπης που ονομάζεται «Κασταλία», η οποία ιδρύθη με πολιτικήν απόφαση αποσκοπούσα στην «ζωή του νου», όπου η τεχνολογία και η οικονομική ζωή διατηρούνται στο ελάχιστον δυνατόν. Το όνομα της παιδαγωγικής επαρχίας στην αφηγηματική ιστορία προέρχεται από τον ελληνικόν μύθο της νύμφης Κασταλίας, η οποία μετετράπη σε πηγήν εμπνεύσεως από τον φωτεινό, κατ’ εξοχήν Άριον θεόν Απόλλωνα.
Το «Παιχνίδι με τις Χάνδρες» είναι ένας τρόπος να παίζει κανείς ελευθέρως με το σύνολον των περιεχομένων και των αξιών του πολιτισμού μας. Με αυτόν τον ιδιαίτερον τρόπο ο Έσσε διατυπώνει εντελώς θεωρητικώς και σε πολύ γενικές γραμμές την ουσίαν και το περιεχόμενον του τίτλου. Η μορφή όμως αυτού του παιχνιδιού συμπαντικής διαστάσεως επιδέχεται τέτοιες και τόσες διαφοροποιήσεις, όσα είναι και τα απειράριθμα εμπλουτίσματα, οι προσθαφαιρέσεις, και προπαντός οι αφηρημένες γενικεύσεις, οι σμικρύνσεις, οι μεγεθύνσεις και οι μεταρσιώσεις σε επίπεδον διαλογισμού, οι οποίες χαρακτηρίζουν ολόκληρον το μυθιστόρημα, μόνο και μόνον για να αναδείξουν τον κάτοχον της γνώσεως του παιχνιδιού σε Μαΐστορα, σε Διδάσκαλο, σε Μάγιστρο, σε Μύστη. Ο «Μάγιστρος των Αγώνων» του Παιχνιδιού με τις Χάνδρες, η δράση του οποίου τοποθετείται στο απώτερον μέλλον, αποτελεί αυτός καθαυτόν την αρτιοτέρα συμπύκνωση, μα και την επιτομήν, ολοκλήρου του ευρωπαϊκού πνεύματος. Αυτού του πνεύματος που οδήγησε, με τον άτεγκτον ορθολογισμόν του, στις αχαλίνωτες ανθρωποσφαγές του Α’ και του Β’ Μεγάλου Πολέμου. Αυτό ακριβώς το πνεύμα απαρνείται και καταγγέλλει ο Μάγιστρος Γιόζεφ Κνεχτ, ο κεντρικός ήρως του «Παιχνιδιού με τις Χάνδρες», πνευματικοτέρου εξ όλων των άλλων δημιουργημάτων του μυθιστοριογράφου.
Συνεπώς η ιδιαιτέρως πρώιμος συνθετική ερμηνεία του φραγκισκανού ηγουμένου υπήρξεν ένα πελώριον, εκτενές, πολυσύνθετο και πολυεπίπεδο μυστικιστικόν όραμα «που διεισέδυσε στα μυστήρια της εκ Θεού δοθείσης συμπαντικής τάξεως». Ωστόσον, όταν αυτά τα σχέδια ερμηνεύονται με νοητικήν ορθολογική ή επιστημονικήν έννοια, η πεμπτουσία τους, η διαίσθηση, χάνει όλο το εσχατολογικόν της νόημα. Η μεσαιωνική εσχατολογία στραγγαλίζεται από την σύγχρονο ουτοπία και προοδευτικώς ασφυκτιεί.
Ο Σπένγκλερ μας επισημαίνει σαφέστατα ότι πάμπολλες εναλλακτικές συνεκδοχές κάθε είδους εχρησίμευσαν ανεπιτυχώς ως απόλυτος μονάς μετρήσεως των χιλιετιών και ουδέν άλλον απέδειξαν ει μη μόνον ότι, οι πρόγονοί μας είτε δεν ήξεραν πώς να συλλάβουν την αλήθειαν, είτε δεν ημπορούσαν να την φθάσουν.
Αυτό συμβαίνει στην Δυτική σκέψη, ιδιαιτέρως από τον δέκατον έβδομον αιώνα και ένθεν, όταν προσέλαβε τον ιωακειμιτικό εσχατολογικόν σπόρο για να τον μετατρέψει σε έναν κοσμικόν ή ουτοπικόν μυστικισμό. Η Ιστορία κατά τον Καλαβρόν Ιωακείμ θα κορυφωθεί σε μια χαρισματικήν εποχή, όπου η Εκκλησία θα εξαφανισθεί στο βασίλειον του Πνεύματος.
Αυτή η αντίληψη στις επόμενες εκατονταετίες θα ερμηνεύετο με χιλιάδες τρόπους και πολυποίκιλες διαφορετικές προσεγγίσεις έως την Σύγχρονον Εποχή, μέχρι το μαρξιστικόν όραμα της «βασιλείας της ελευθερίας» και της εξαφανίσεως του κράτους στην αταξικήν κοινωνία του κομμουνιστικού παραδείσου.
Αθανάσιος Κωνστανίνου