Site icon ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ

«Che fece per viltade il gran rifiuto» («Ποιος την μεγάλην άρνηση έκανε με δειλία»)

«Che fece per viltade il gran rifiuto» («Ποιος την μεγάλην άρνηση έκανε με δειλία»)

Η Θεία Κωμωδία («La Divina Commedia»), είναι ένα επικόν, αφηγηματικόν ποίημα του Φλωρεντινού (από αρχοντική γενεά) Δάντη Αλιγκέρι (Dante Alighieri, 1265-1321). Εγράφη στο χρονικόν διάστημα 1308-1321 και θεωρείται δικαίως ως ένα από τα σημαντικότερα έργα στην ιστορίαν της παγκοσμίου λογοτεχνίας, έχον χαρακτηρισθεί ως αληθής «Επιτομή» του Μεσαιωνικού Ευρωπαϊκου Κόσμου. Το ποίημα χωρίζεται σε τρία κύρια μέρη : «Κόλαση», «Καθαρτήριον» και «Παράδεισος», αφηγείται δε το φανταστικόν ταξίδι του Δάντη στον Άδη, με οδηγούς τον περιβόητον αρχαίο Ρωμαίο ποιητή Πόπλιο Βιργίλιο Μάρονα και την Βεατρίκη  (πιθανότατα την αρχόντισσα Beatrice di Folco Portinari, μούσα του μεγάλου ποιητή) . Ο αρχικός τίτλος του έργου ήταν απλώς «Κωμωδία» (Commedia). Ο όρος «Θεία» προσετέθη μεταγενεστέρως από τον αναγεννησιακόν ανθρωπιστή συγγραφέα Ιωάννη Βοκάκιο. Μέχρι σήμερον, το έργον έχει αποτελέσει αντικείμενον λίαν εκτεταμένης κριτικής αναλύσεως και πολυεπιπέδων ερμηνειών.

Η ανυπέρβλητος δαντική «Θεία Κωμωδία» ερμηνεύεται από ηθικοπνευματικής και εσωτεριστικής σκοπιάς ως η επίπονη πορεία του ανθρώπου να υποτάξει όλες τις αμαρτίες και τα πάθη του στον δρόμο της τελειοποιήσεώς του. Αλλά το εξαίρετον έργο  χαρακτηρίζεται κυρίως ως αλληγορία και εν γένει προτείνονται διάφορες  ερμηνείες αυτής. Κάθε επεισόδιον και κάθε χαρακτήρ θεωρείται πως έχει ιδιαιτέραν συμβολικήν έννοιαν, οπότε εν τέλει στο σύνολον του έργου ενσωματώνεται όλη η σοφία και τα πάθη του κλασικού μεσαιωνικού κόσμου (και του μετέπειτα πολιτισμένου ευρωπαϊκού κόσμου). Διακρίνονται περισσότερον σαφώς η ηθική και βεβαίως η πολιτική αλληγορία.

Είναι ευρύτατα παραδεκτόν, πως ο Δάντης προβαίνει σε σαφεστάτη αναφορά στην πολιτική κατάσταση της συνόλου Ιταλίας, γεμάτης από διαφθορά, συνωμοσίες, προδοσίες και αλληλοσπαραγμούς (οι ποικίλες «αμαρτίες» του έργου), εκφράζων μία μεταφορικήν αλλά και συγκεκριμμένην  πολεμική, άλλοτε ειρωνική και άλλοτε σφοδρά και οξύαιχμο.

Εξ άλλου, ο Δάντης έγραψεν την «Θεία Κωμωδία» ων εξόριστος και αναμένων την λύση των προσωπικών και συλλογικών προβλημάτων από έναν δίκαιον Αυτοκρατορικό θεσμό (καθώς ήταν αντι-παπικός, φιλοαυτοκρατορικός Γιβελλίνος), που μετά από τιμωρία και δοκιμασίες («Κόλαση» και «Καθαρτήριον»), θα οδηγήσει τους ανθρώπους στην επίγειον ευτυχία («Παράδεισος»).

«Αυτός που προέβη στην μεγάλην άρνηση λόγω δειλίας», ευρίσκεται στον 60ον  στίχο του τρίτου άσματος (canto)  της Κολάσεως, από την Θεία Κωμωδία του Δάντη Αλιγκιέρι.

Ο Δάντης  μόλις επέρασεν την πύλη της Κολάσεως με τον Βιργίλιον και έφθασε στον «Προθάλαμον» της Κολάσεως, τον τόπον όπου είναι οι ψυχές των ουδετέρων και οκνηρών, ανιδέων, αναποφασίστων, εκείνων που «έζησαν χωρίς ατίμωση και δίχως έπαινον», δεν έπραξαν ούτε το καλό αλλά ούτε καν έπραξαν σωστά το κακό, έτσι ώστε τόσον το θείον έλεος να τους απομακρύνει από την Κόλαση, καθώς η δικαιοσύνη τους απέκλεισεν  από τον Παράδεισον.

Ο Δάντης γράφει ότι μεταξύ «τόσον μακράς συναθροίσεως ανθρώπων», «Είδα και γνώρισα από  την σκιά του Αυτόν που την μεγάλη άρνηση έκανε με δειλία.»

Στο Τρίτον Άσμα της «Κολάσεως», ο Δάντης συγκροτεί και αποσαφηνίζει την πνευματικήν δομή της. Η Κόλαση είναι μέρος για εκείνους που σκοπίμως, διανοητικώς και ενσυνειδήτως επέλεξαν έναν «πονηρόν», ένα «κακόν» τρόπον ζωής, ενώ ο Παράδεισος είναι ένας τόπος ανταμοιβής για εκείνους που ενσυνειδήτως επέλεξαν έναν ορθόν τρόπο ζωής. Επομένως, εάν η Κόλαση είναι το μέρος για ανθρώπους που έκαναν σκόπιμες και εσκεμμένες λανθασμένες επιλογές, πρέπει επίσης να υπάρχει και χώρος για εκείνους τους ανθρώπους οι οποίοι ηρνήθησαν να επιλέξουν είτε κακό είτε καλό. Η είσοδος της Κολάσεως, ο «Προθάλαμός»  της (Vestibolo),  είναι το κατάλληλον μέρος για εκείνους τους ανθρώπους που ηρνήθησαν να προβούν σε μιαν επιλογή (είτε καλή είτε κακή). Οι άνθρωποι που κατά την δαντικήν άποψη κατοικούν στον προθάλαμον της Κολάσεως είναι οι ευτελείς και χυδαίοι, εγωπαθείς «ασυνείδητοι του κόσμου», οι οποίοι υπήρξαν αναποφάσιστοι και στην ζωή – δηλαδή, δεν προέβησαν ποτέ  σε καμίαν επιλογή που να αφορά στον εαυτό τους – συνεχώς εμπεπλεγμένοι  σε μιαν ατέρμονα κίνηση συμφέροντος ή και βολικής ανευθύνου τροχιάς και βεβαίας προσωπικής ανταμοιβής.

Το προαναφερθέν εδάφιον του άσματος από την «Κόλαση», παρατίθεται με όλη την δύναμη των εικόνων και των μεταφορών του, αποδιδομένων από τον μαγευτικό λόγο του μεγάλου Φλωρντινού, που ήταν εξόχως έμμετρος (βεβαίως  το ποίημα έχει ταλαιπωρηθεί ευλόγως από την κακοποιητική δράση της μεταφράσεως)

«Γλώσσες λαών παντοδαπών, φρικώδεις ομιλίες, οδύνης λόγοι γοεροί, οργής φωνές οξείες, κραυγές μεγάλες και βραχνές, χτύποι χεριών μαζί τους. Γενούσαν θόρυβο άπαυτο, στρεφόμενον στον σκοτεινό και άχρονο αγέρα, σαν άμμος όταν στρόβιλος ανέμου περιπνέει.

Κι’ εγώ τριγύρω έχοντας την φρίκη στο κεφάλι «Δάσκαλε», είπα, «τί ν’ αύτό π’ ακούω; και ποιοί ειν’ οι  άνθρωποι αυτοί με πόνο εξαντλημένοι;»

Κι’ εκείνος μ΄ αποκρίθηκε : «Αυτή την τύχη την οικτρή φέρνουν οι θλιβερές ψυχές, αυτών που έζησαν δίχως ατίμωση μα κι έπαινο χωρίς.Ανάμικτοι με τον δειλό χορό εκείνων των Αγγέλων, π΄ ούτε αντάρτες ήσανε,ούτε Θεού πιστοί, αλλά σταθήκαν χώρια. Τους έξωσε ο Ουρανός να μη τον ασχημίσουν κι ούτε  κι η κόλαση η βαθιά τους δέχεται καθόλου, μήπως μια δόξα και  γι’ αυτούς καυχώνται οι κακούργοι.»

Είπα κι’ εγώ : «Δάσκαλε τ΄είναι γι αυτούς τόσο βαρύ  που έτσι πικροθρηνούνε;» Κι’ εκείνος μ΄ αποκρίθηκε: «Με λίγα λόγια θα σου ειπώ».

«Αυτοί δεν έχουν ελπίδα θανάτου, και τόσο είναι ασήμαντη η αφανής ζωή τους, ώστε φθονούν από καρδιάς την κάθε άλλη τύχη.Την μνήμη τους δεν συγχωρεί ο κόσμος να υπάρχει. Κι’ ο οίκτος τους περιφρονεί και η δικαιοσύνη. Ας μη τους αναφέρουμε, μα κοίτα και προχώρει»

Κι’ εγώ σημαία στροβιλιστή επρόσεξα και είδα, γρήγορα κι ασταμάτητα πολύ να τριγυρνά, σαν και στην πιο παραμικρή να δυσφορούσε στάση. Και πίσω της ερχότανε μακρά σειρά ανθρώπων, που απίστευτο μου φαίνονταν πως τόσους πήρε ο χάρος.

Κι αφού από κείνους άρχισα λίγους ν’ αναγνωρίζω, εκύτταξα, και γνώρισα τον ίσκιο εκείνου, που την μεγάλη άρνηση έπραξε με δειλία.Αυτοστιγμής ενόησα και πείσθηκα βαθιά, πως τούτος ήταν ο εσμός εκείνων των τιποτένιων, που αποστρέφεται ο Θεός  και οι πολέμιοί του.

Αυτοί οι φαύλοι, που ποτέ δεν ήσαν ζωντανοί, ήσαν γυμνοί κι άφθονες σφήγκες και χοντρόμυγες, συνέχεια τους κεντούσαν.Συνέχεια πλημμύριζε το πρόσωπο τους αίμα, που έπεφτε στα πόδια τους ανάμεικτο με δάκρυα κι ύστερα το μαζεύανε τυραννικά σκουλήκια.»

Εδώ ανακαλούνται στον νούν οι φοβεροί λόγοι της Αποκαλύψεως, εκφερόμενοι προς τον Επίσκοπον της Εκκλησίας της Λαοδικείας: «Οίδά σου τα έργα, ότι ούτε ψυχρός ει ούτε ζεστός• όφελον ψυχρός ης ή ζεστός. Ούτως ότι χλιαρός ει, και ούτε ζεστός ούτε ψυχρός, μέλλω σε εμέσαι εκ του στόματός μου»( «Αποκάλυψις Ιωάννου» γ´ 15-16 ). «Δηλαδή, ξέρω καλά τα έργα σου: δεν είσαι ούτε κρύος ούτε ζεστός. Μακάρι να ήσουν κρύος ή ζεστός! Επειδή όμως δεν είσαι ούτε κρύος ούτε ζεστός, αλλά χλιαρός, γι᾽ αυτό θα σε ξεράσω από το στόμα μου.»

Η παρουσίαση του  τρίτου άσματος της κωμωδιακής κολάσεως αποτελεί το πρώτον παράδειγμα του νόμου της τιμωρίας, όπως εκφράζεται από τον Δάντη : Eκεί όπου διαγράφεται η διαρκής, ατελείωτη περιφορά των «αδεσμεύτων», των «χλιαρών», οπίσω από μία ταλαντευομένη (και εν τέλει κενή) σημαία.Ένα λάβαρον το οποίον ακολουθούν για να δείχνουν πως έχουν λάβαρο και είναι «ταγμένοι» σε αυτό. Επειδή ήσαν απρόθυμοι, επειδή δεν ήθελαν πράγματι να διακινδυνεύσουν, φοβούμενοι «δι’ εαυτούς» δεν απεφάσισαν να χύσουν  το αίμα τους για οποιανδήποτε αξιόλογο και υψηλόφρονα Ιδέα, για οτιδήποτε έξω από αυτούς τους ιδίους, (δηλαδή δίχως πραγματική και αληθινή εκτός του εαυτού τους αιτία στην ζωή), το αίμα τους μετά θάνατον χύνεται πάλιν απροθύμως, αλλά ασταμάτητον, πίπτον στο έδαφος ως τροφή για σιχαμερά σκουλήκια.

Μεταξύ των αμαρτωλών ευρίσκονται και οι «εκπεσόντες άγγελοι» που ηρνήθησαν να δεσμευθούν είτε με τον Θεόν είτε με τον Εωσφόρο και παρέμειναν ουδέτεροι κατά την αρχέγονον μεγάλη κοσμική μάχη. Ωστόσον, η «άρνηση επιλογής» είναι και αυτή μια επιλογή, μια ιδέα που παρουσιάζει στην «Θεία Κωμωδία» ο Δάντης και έκτοτε κατέστη κεντρική στον προβληματισμό της υπαρξιακής φιλοσοφίας, αλλά και του ευτελεστέρου, εγωιστικού και εγωπαθούς μικροπολιτικού υπολογισμού των συμφεροντολόγων θεσιθήρων της πολιτικής πρακτικής και γενικότερον της δημοσίας ζωής.

Είναι η ελεεινή «παραφιλοσοφία» που καλλιεργούν οι εαυτούληδες ζηλωτές της εξουσίας, εκπεφρασμένη στην κοινωνική καθημερινότητα με την θλιβερή τυπολογία του κόλακος υπαλλήλου «ότι πεις εσύ αφεντικό» [όπως στην εμπορική διαφήμιση αλλαντικών το 1987, με τον αξέχαστο μπολσεβίκο κωμικό Βασίλη Τριανταφυλλίδη / Χάρρυ Κλυνν]. Πρόθυμοι για κάθε μεγάλη κατάφαση προς τους κρατούντες και ισχυρούς, αλλά μονίμως συναινεσίες και απρόθυμοι προς οιανδήποτε άρνηση αυτών των ιδίων, παραμένοντες ευχέτες και συνεργοί της οιασδήπτε «προσφόρου προς αυτούς» αρνήσεως των άλλων (όσον μεγαλυτέρας τόσον καλύτερον).

Ο Δάντης εστιάζει στον Πάπα Κελεστίνο τον Ε’ ο οποίος «έκανε τη μεγάλη άρνηση», «ηρνήθη το μέγα αξίωμα»,  απεφάσισε να παραιτηθεί από την έδρα του Αγίου Πέτρου μετά από μόλις πέντε μήνες (!)  αρχιιερωσύνης, διανοίγων έτσι τον δρόμον στον ικανό μεν αλλά αδίστακτο και κομπορήμονα Βονιφάτιο τον Η’ (του οποίου ο πιστός Γιβελίνος Δάντης υπήρξεν αφοσιωμένος  εχθρός). Ο Κελεστίνος επροτίμησε να επιστρέψει στην αφάνεια της μη – δεσμεύσεως, στην ευκολία της απεμπλοκής, στην προσωπική του κατ’ αυτόν «σωτηρία» και γαλήνη,  παρά να αντιμετωπίσει τα προβλήματα του παπισμού, των αρκετών εκ των οποίων ήταν συνδημιουργός.

Έτσι εν τέλει «έκανε την μεγάλη άρνηση με δειλία», δειλία γύρω από την ευθύνη, ενδιαφερόμενος «για τον εαυτόν του». Κατ΄αυτόν τον τρόπον υπήρξε το κατοπτρικόν είδωλο του δολίου Βονιφατίου, ο οποίος  είχεν  απόλυτο πρωτεύον ενδιαφέρον «για τον εαυτόν του». Αυτός εδολίευσεν ο άλλος παρητήθη, με αποτέλεσμα όμως την εκτροπήν και φθοράν της Πίστεως. Ατυχώς κατά την περίοδον της ευτελούς τους κατατριβής δεν εθριάμβευσαν οι Αυτοκρατορικοί Γιβελλίνοι, πράγμα που θα διέσωζεν  τους Ευρωπαίους από μύρια κακά.

Πέραν της δαντικής αποδόσεως η Ιστορία θυμάται και αποκαλύπτει : Ο Πάπας Κελεστίνος (Ουράνιος) ο Ε΄ (1209 – 1296, που εγεννήθη ως Πέτρος Ανγκελάριο), ήταν Ποντίφηξ από τις 5 Ιουλίου 1294, αλλά παρητήθη στις 13 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους (εξεδήλωσεν, έπραξεν την μεγάλην άρνηση, «το μεγα αξίωμα ηρνήθη εκ δειλίας»). Ήταν άνθρωπος καλών προθέσεων, μοναχός και ερημίτης, ο ιδρυτής του Τάγματος των Κελεστίνων, κλάδου των Βενεδικτίνων.Εξελέγη έπειτα από δύο έτη αδιεξόδων προσπαθειών εκλογής Πάπα και ήταν ο τελευταίος που δεν εξελέγη από τον «Σύλλογο των καρδιναλίων» (το διαβόητο και συνωμοτικό Conclavium). Απεδέχθη την εκλογή του ως «καθήκον προς την Εκκλησία και τον Θεόν», δίχως ίχνος φιλοδοξίας.

Τα διατάγματά του («έδικτα») ακυρώθηκαν όλα από τον διάδοχόν του Βονιφάτιο Η΄, εκτός από ένα: αυτό του δικαιώματος του Πάπα να παραιτείται. Μίαν εβδομάδα μετά την έκδοση του διατάγματος αυτού παρητήθη, επιθυμών να επιστρέψει στην προτέρα ταπεινή μοναστική ζωή του. Ο Βονιφάτιος Η΄ όμως, για να αποτρέψει την πιθανή ανακήρυξη του Κελεστίνου Ε΄ ως «αντίπαπα», τον εφυλάκισε στο τρομερό κάστρο του Φουμόνε της Καμπανίας, ώσπου εκείνος απεβίωσεν 81 ετών εγκάθειρκτος (και πιθανώς δηλητηριασθείς). Ο Κελεστίνος αρχιεράτευσε μόνον 5 μήνες και 8 ημέρες. Το 1313 ο Πάπας Κλήμης Ε΄ τον ανεκήρυξεν «άγιο» της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.

Ο Πάπας Βονιφάτιος (Ευτύχιος) ο Η΄ (1230 – 1303), γεννημένος ως Βενέδικτος Καετάνι, ήταν Πάπας από τις 24 Δεκεμβρίου του 1294 έως τον θάνατόν του το 1303. Οργάνωσε το πρώτο Καθολικόν έτος «Ιωβηλαίου» (εκτενών λαϊκοθρησκευτικών εορτασμών) που έλαβεν χώρα στη Ρώμη και εδήλωσεν ότι τόσον η πνευματική όσον και η κοσμική εξουσία ευρίσκοντο υπό την δικαιοδοσίαν του Πάπα και ότι οι βασιλείς ήσαν υποτεταγμένοι στην εξουσία του Ρωμαίου  μεγίστου Ποντίφηκος !

Ο Βονιφάτιος εγεννήθη το 1230 στην Ανάνι, καταγόμενος από πολύ πλουσίαν οικογένεια. Εσπούδασεν στο Παρίσι, Νομικά και Εκκλησιαστικό Δίκαιο, προσόντα με τα οποία κατέλαβε κατόπιν σπουδαία θέση στην Παπική Αυλή. Επέδειξε μεγάλη κλίση στα γράμματα και στις επιστήμες, κολακεία στον εκάστοτε Πάπα,  ήταν δε ιδιαιτέρως επιτήδειος και συγκροτούσε παντού κύκλους φίλων και υποστηρικτών του. Το 1281 εξελέγη Καρδινάλιος και διεξήγαγε σπουδαίες διπλωματικές διαπραγματεύσεις στην Γαλλία και στην Ισπανία.

Εκατηγορήθη ότι εδηλητηρίασεν τον προκάτοχό του Κελεστίνο Ε΄, (που είχε πεθάνει γέρων στην φυλακή), ερχόμενος σε οξυτάτη ρήξη με τους δύο αντιπάλους του Καρδιναλίους αδελφούς Κολόνα της ισχυρής ρωμαϊκής οικογενείας. Η ρήξη αυτή απέληξεν σε ένοπλον συμπλοκή στην οποίαν τελικώς επεκράτησεν ο Βονιφάτιος. Ως Πάπας, στις 18 Νοεμβρίου του 1302 εξέδωσεν την Παπική Βούλα «Unam sanctam» («Εις μίαν Αγίαν»), όπου υπεστήριζεν ότι ο εκάστοτε Πάπας είναι ο μοναδικός «εκπρόσωπος του Χριστού» (Vicarius Cristi) επί της Γης ! Οι ιστορικοί θεωρούν την θρασεία δήλωσή του ως μία από τις πλέον ακραίες δηλώσεις που έκανε ποτέ Πάπας.

Στην εξωτερικήν πολιτικήν ηθέλησε να επέμβει και στα εσωτερικά δρώμενα της Γαλλίας, οπότε προεκάλεσεν την άμεσον οργισμένη απάντηση του Γάλλου βασιλέως Φιλίππου του Δ’, ο οποίος αμέσως απέστειλεν στρατόν εναντίον του και τον συνέλαβεν ως αιχμάλωτον. Μετά από εντολήν του βασιλέως της Γαλλίας απηλευθερώθη από τα δεσμά του,  αλλά ολίγον αργότερον απέθανεν από θλίψη για την ήττα του, (στις 11 Οκτωβρίου 1303).  Ο αποφασιστικός και περιφρονητής του κληρικαλισμού Φίλιππος υπήρξεν η Νέμεση  του αδιστάκτου, ευφυούς, τολμηρού μέχρις θρασύτητος και υπερφιάλου βουλιμικού Πάπα.

Στον επίλογο του παρόντος κειμένου, «συγγραφική αδεία», θα αλλάξω τα χωροχρονικά συστατικά της τρεχούσης αναζητήσεως. Ας ταξιδέψουμε λοιπόν νοερώς στην πρώτην δεκαετία του Μεσοπολέμου : Ο τολμητίας κριτής Έλλην, Κωστής Καρυωτάκης αυτοχειριάζεται και η απώλειά του πολώνει την ελληνική διανόηση, ενώ ο Πρωτογέρων της Καλλιόπης, ο μέγας Εθνικός μας Ποιητής Κωστής Παλαμάς βυθίζεται ολοέν και βαθύτερον στις αξημέρωτες «Νύχτες του Φήμιου». Επί ικανόν διάστημα απέμενεν ο Κωνσταντίνος Πέτρου Καβάφης, μόνος και ορθός «σαν έτοιμος από καιρό, σαν θαρραλέος», για να συνεχίσει ακλόνητος τον δημιουργικόν δρόμον του της βαθυτάτης εθνικής ιστορικής συναισθήσεως, δρόμον ο οποίος τότε (όπως και τώρα πολύ περισσότερον) ήταν κεκρυμμένος από τους οφθαλμούς των Ελλήνων στοχαστών (κυρίως βεβαίως των πολλών Ελλαδιτών), μόνον ελάχιστοι των οποίων, μέσω εργώδους διανοητικής αφαιρέσεως, ημπορούσαν να συλλάβουν την διαχρονικήν ουσία του Ελληνισμού όπως ο σπουδαίος Ομογενής.

Όμως, η αλλαγή της ιχνηλατήσεώς μας καθίσταται πλέον προφανής : Είναι πολύ πιθανόν ότι σε κάποιους από τους φίλους αναγνώστες ο τίτλος υπενθυμίζει ένα από τα γνωστότερα ποιήματα του μεγάλου Αλεξανδρινού. Είναι ένα μικρόν ποίημα με μόλις οκτώ στίχους, μάλιστα το μοναδικόν από τα 154 αναγνωρισμένα ποιήματα του,  το οποιον έχει ξενόγλωσσον  τίτλο: «Che fece … il gran rifiuto». Ο τίτλος, σημαίνει  όπως προανεφέρθη, «που έκανε … την μεγάλη άρνηση». Τα παρεμβαλλόμενα αποσιωπητικά δηλούν ότι κάτι λείπει, κάτι έχει παραλείψει σκοπίμως ο πολύς Καβάφης.

Εσκεμμένως παρέλειψεν τις δυο λέξεις, όχι όμως επειδή ήσαν πασίγνωστες ή κοινότυπες, άρα ευκόλως εννοούμενες, αλλά επειδή ηθέλησεν να προσδώσει ένα άλλο νόημα στο ιδικόν του ποίημα. Ενώ, δηλαδή, ο στίχος του Δάντη αποτελεί το αρχικόν έναυσμα για το καβαφικόν ποίημα, ο Καβάφης απεμακρύνθη από την σκέψη του Δάντη (για εκείνον που από δειλία έκανε την μεγάλην άρνηση) και επαρουσίασεν ένα ποίημα για να τιμήσει τους «Μεγάλους Αρνητές», τους ανθρώπους εκείνους που έχουν το θάρρος και την δύναμη να ειπούν όχι στην τρέχουσα ηθική, στις κοινωνικές συμβάσεις, στις ξεπερασμένες μικροπολιτικές πρακτικές και σε ό,τι άλλο επιχειρεί να επιβάλλει στους ανθρώπους η καθεστωτική κοινωνία. Λέγει ο ίδιος ο  Καβάφης: «Το “per viltate” βγήκε διότι ακριβώς το ποίημα πραγματεύεται ή υπονοεί την έλλειψιν του viltate». Ήτοι ο Καβάφης έλαβεν μεν τον γνωστόν στίχο του Δάντη και τον εχρησιμοποίησεν ως τίτλον, όμως στο ιδιάζον βραχύ ιδικόν του ποίημα, ο ιδικός του «Αρνητής» της «Μεγάλης Αρνήσεως»  δεν είναι δειλός, όπως ο προηγηθείς δαντικός. Ιδού λοιπόν αυτούσιον το καβαφικόν στιχούργημα:

«Che fece … il gran rifiuto»

«Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα
που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Όχι
να πούνε.
Φανερώνεται αμέσως όποιος τόχει
έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντάς το πέρα

πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησί του.
Ο αρνηθείς δεν μετανοιώνει. Aν ρωτιούνταν πάλι,
όχι θα ξαναέλεγε.
Κι όμως τον καταβάλλει
εκείνο τ’ όχι — το σωστό —  εις όλην την ζωή του.»

Συναφώς υφίσταται το ιδιόχειρον σχόλιο του ποιητή για τον στερούμενον δειλίας ιδικόν του «Αρνητή» [όπως μας μετεφέρθη από τον εξαίρετον μελετητή του έργου του, αείμνηστον καθηγητή της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιον Θεσσαλονίκης, Γεώργιο Πάνου Σαββίδη (1929-1995) στο κείμενό του «Ψύλλοι στ’ άχερα του “Mεγάλου Nαι”» (Ιούλιος 1973)]:

«Αρνήθηκε, γιατί σκέφτηκε ευσυνείδητα ή πως είναι ακατάλληλος για το έργο ή πως το έργο είναι ανάξιό του ή πως το έργο δεν έπρεπε να πραγματοποιηθεί ή κάποια παρόμοια λογικήν αιτία. Όμως κάποιος άλλος ανέλαβε το έργο και επέτυχε — πιθανότατα επειδή ήταν ο κατάλληλος για τούτο το ειδικό έργο, ή είχε στην διάθεσή του ορισμένα ειδικά μέσα, τα οποία αλλοίωσαν ή διευκόλυναν ή βελτίωσαν το έργο είτε τα αποτελέσματά του. Η επιτυχία αυτού του κάποιου άλλου αντανακλά εις βάρος του Αρνηθέντος, και αυτός είναι ο λόγος που, αν και ο Αρνηθείς εγνώρισε πως το Όχι του ήταν σωστό, μολαταύτα τούτο το Όχι τον βαραίνει σε όλη την ζωή του — το κάνουν να τον βαραίνει οι υποψίες και οι φλυαρίες και οι επιτιμήσεις και οι παρανοήσεις των πολλών.»

Τούτος, ο καβαφικός «Αρνητής», είναι ο «λόγω και έργω» συμβατός με το ακτινοβόλον αριστοκρατικόν ήθος που  επιβάλλει ο Εθνικισμός, όσην ανομολόγητο θλίψη και αυτοκαταστροφικήν πικρία και αν εγκλείει η επιλογή του.

Αθανάσιος Κωνσταντίνου

Exit mobile version