Ένας άλλος πιστός εκφραστής και υπέρμαχος του κύκλου των Αμερικανών «μυητικών» συγγραφέων φαντασίας είναι ο Ρόμπερτ Έρβιν Χάουαρντ, ένας αληθώς πολυγραφότατος δημιουργός, με καταπληκτικήν ικανότητα εργασίας, η οποία σε σύντομο χρονικό διάστημα κατάφερε να γεννήσει μέσω της γραφίδος του ήρωες, ηρωικές εποχές αλλά και ολοκλήρους κόσμους λεπτομερούς γεωγραφίας, μακράν του περιπλόκου συγχρόνου κόσμου που τον περιέβαλε.
Ο ιρλανδικής καταγωγής Χάουαρντ έμελε να μείνει στην ιστορία της λογοτεχνίας ως «ο τελευταίος βάρδος». Η μητέρα του τον εμύησεν στην επικήν ποίηση από την παιδικήν ηλικία του. Οι θρύλοι της γης των προγόνων της ετροφοδότησαν την γονιμοτάτη και αστείρευτον φαντασία του με τον πλέον παραγωγικό τρόπο. Υπήρξεν παραγωγικότατος : Στην σύντομο και πυρετώδη ζωήν του κατώρθωσε να γράψει πεντακόσια έργα σε διάστημα δώδεκα περίπου ετών.
Στη μικρά του γενέτειρα πόλη Κρος Πλέηνς στο Τέξας, ησχολήθη με την πυγμαχία, την ιππασία και την σωματοδόμηση (bodybuilding). Ήταν πολύ ευγενής και ήσυχος άνθρωπος, με ιδιότυπον ψυχοσύνθεση, ήρχισε δε να δημοσιεύει φανταστικές ιστορίες σε περιοδκά από την ηλικίαν των δεκαοχτώ ετών. Η συχνή αλληλογραφία του με τον Λάβκραφτ, θα επηρεάσει την θεματολογίαν των βιβλίων και των διηγημάτων του.
Συντόμως διεμόρφωσεν το προσωπικόν του ύφος, που αργότερον εσφράγισεν την «ηρωικήν φαντασία» και εδημιούργησεν τον διάσημον ήρωά του : Τον Κόναν, τον λεγόμενο βάρβαρο. Έναν ρωμαλέο μελαγχολικό σφαγέα, που θέλει να υποτάξει οτιδήποτε του αντιτίθεται με όπλον την ωμή του ηράκλειο δύναμη.
Οι χαρακτήρες του Χάουαρντ, παρ΄ όλον που φαίνονται σημειολογικώς αδιάφοροι και επιπολαίως ασήμαντοι με την πρώτη ματιά, έχουν έναν κανόνα συμπεριφοράς, καθώς και ένα αξιακόν σύστημα που είναι εντελώς αντίθετο στον κόσμο γύρω τους.
Οι Κόναν, Κέην, Τούρλοχ και άλλοι ήρωές του είναι άνδρες με τιμή, όντα με τραχεία ή πρωτόγονο εμφάνιση, αλλά πλήρη υγείας και ρώμης, χαρακτήρες φυσικοί και ηθικώς ισχυροί, χαρακτήρες που μεταφέρουν τις πεποιθήσεις ή τις τάσεις τους έως τα ακρότατα όρια, με την εντονοτέρα μεγιστοποίηση. Ο Χάουαρντ, ο πρωτοπόρος του λογοτεχνικού είδους «Ξίφος και Μαγεία», διατηρεί στους ιδικούς του πρωταγωνιστές μια στάση απρόθυμο προς την λογική γνώση, όπως και εν πολλοίς στην σύγχρονο επιστήμη, διότι στους επικούς κύκλους του Χάουαρντ, και ειδικώς στην «Yβοριανή Εποχή του Κόναν», η επιστήμη παρουσιάζεται ως μαγεία, λευκή ή μαύρη, πάντα όμως αηδιαστική και αποριπτέα. Ανεπιθύμητη, εκτός και μόνον εάν παρέχει το δεύτερον απαραίτητο συστατικό για την ακμαία κόψη του χάλυβος, που κραδαίνεται από ένα υγιές και δυνατό σώμα και ένα γενναίο και σκόπιμο πνεύμα: Tο φίλτρον ή την επωδόν, ώστε να αναιρέσει την «μαγγανεία» της συστηματοποιημένης, χρηστικής και χειραγωγούσης γνώσεως των δολίων κυριάρχων μάγων.
[Ο Χάουαρντ περιέγραψε πως η «Υβοριανή εποχή» (της οποίας το όνομα ήντλησε από την αρχαιοελληνική Υπερβορεία), έλαβεν χώρα ολίγον μετά τον καταποντισμόν της Ατλαντίδος και πριν από την έναρξη της καταγεγραμμένης αρχαίας ιστορίας. Οι περισσότεροι μεταγενέστεροι μελετητές, συντάκτες, ταξινομητές και προσαρμογείς του έργου του ετοποθέτησαν την Υβοριανήν εποχή περίπου στο 10.000 π.Χ. Ο Χάουαρντ γράφει στην εισαγωγή του συνωνύμου έργου του : «Τίποτα σε αυτό το κείμενο δεν πρέπει να θεωρείται ως απόπειρα προωθήσεως οποιασδήποτε θεωρίας σε αντίθεση με την αποδεκτήν ιστορία. Είναι απλώς ένα φανταστικόν υπόβαθρον για μια σειρά από ιστορίες μυθοπλασίας. Όταν ήρχισα να γράφω τις ιστορίες του Κόναν προ ολίγων ετών, ετοίμασα αυτήν την «ιστορίαν» της εποχής του και των λαών αυτής της εποχής, προκειμένου να προσφέρω σε αυτών και στα έπη του μια μεγαλυτέρα πτυχή πραγματικότητος. Και εύρηκα ότι τηρών τα «γεγονότα» και το πνεύμα αυτής της Ιστορίας, γράφων τα αφηγήματα, ήταν πιο ευκολότερον να τον οπτικοποιήσω (και ως εκ τούτου να τον παρουσιάσω) ως πραγματικό χαρακτήρα με σάρκα και αίμα παρά ως ένα έτοιμο προϊόν. Γράφων για αυτόν και τις περιπέτειες του στα διάφορα βασίλεια της εποχής του, δεν έχω παραβιάσει ποτέ τα «γεγονότα» ή το πνεύμα της «ιστορίας» που ορίζονται εδώ, αλλά ηκολούθησα τις γραμμές αυτής της ιστορίας τόσον στενώς όσον ο συγγραφεύς της πραγματικής ιστορίας Η μυθοπλασία ακολουθεί τις γραμμές της πραγματικής ιστορίας. Έχω χρησιμοποιήσει αυτήν την «ιστορία» ως οδηγόν σε όλες τις αφηγήσεις αυτής της σειράς που έχω γράψει.»]
Στον υπέροχον κόσμο του Χάουαρντ, αληθής επιστήμη είναι η αμετακίνητος θέληση του ήρωος να πολεμήσει και η ένθεος επιμονή του να «είναι αυτός που είναι», με υπερηφάνεια, ένδοξον εγκόλπωση και ενσωμάτωση εκείνου του θαυμαστού παρελθόντος που οι άθλιοι συμπολίτες του ήθελαν να σβήσουν προς χάρη ενός μέτριου και φαιού κόσμου … φαιού και τρομακτικώς μετρίου και μετριοπαθούς. Πάντοτε δε, ανάμεσα στις περίφημες φαντασιώσεις του, εμφανίζονται στιλπνές οι αναφορές αρχαίων μύθων και θεών.
Στη μυϊκή δύναμη των ηρώων του ευρίσκεται ο έπαινος για την φυσική δύναμη, (κάτι που ο κόσμος μας αποποιείται, φθονεί και χλευάζει συνάμα) και για την ικανότητα της πολεμικής χρήσεως του χάλυβος, που τόσον αποστρέφεται η κοινωνία των κατ’ επάγγελμα ειρηνιστών. Στον κώδικα τιμής των πρωτογόνων πολεμιστών όπως ο Κόναν, στον νόμο του αίματος, ο Χάουαρντ μας ομιλεί για ένα ιερόν «Φυσικό Δίκαιον» σε αντίθεση με τον σύγχρονο τεχνητό νόμο, για μιαν ηθική που δεν γνωρίζει ούτε απογοητεύσεις ούτε αναστολές. Είναι απολύτως σαφές ότι, από τον Πόε στον Χάουαρντ, διερχόμενοι από τον Λάβκραφτ και τον Ευρωπαίον ανάλογόν τους Άρθουρ Μάχεν, όλοι τους συνέλαβαν τον κόσμο τους σε αντίθεση με τον σημερινό. Συνέλαβαν και συνεκρότησαν έναν ιδιόπλαστον κόσμο, γεμάτον κατά περιόδους με εναγώνιο πάλη, σε άλλες δε περιόδους γεμάτον με ηρωικόν αγώνα. ‘Επλασαν έναν κόσμο με πάντα ειλικρινείς και αφοσιωμένους έρωτες, πάντα με αμαρτωλές ή και θανάσιμες περιέργειες και επίσης με βαθύ σεβασμόν για τους νόμους της Φύσεως, των οποίων η έρευνα απηγορεύθη πανταχόθεν και κατέστη κατηραμένη και κολασμένη παντοιοτρόπως.
Από τις προσεγγίσεις του Λάβκραφτ έως εκείνες του Χάουαρντ υπάρχει μια σταθερά παρουσία τεσσάρων παγίων χαρακτηριστικών στοιχείων: Οι «πρότιμοι άρχοντες» (η ελίτ), η φυλή, η περιφρόνηση για το αριθμητικό, ορθολογικό και ποσοτικοποιημένο, και τέλος η ανάταση, η εξύψωση της ηρωικής θελήσεως, ώστε να ανθίσταται μέχρις εσχάτων μέσω του αγώνος, της επιμονής και της δυνάμεως. Δηλαδή αναγνωρίζεται προδήλως η εύλογη πικρία των εν λόγω δημιουργών για την απουσίαν όλων εκείνων των ζητουμένων που ελλείπουν τριγύρω τους και ο διαρκής εμμονικός τους υπαινιγμός, ώστε να συνεισφέρουν αφειδώς στα άξια εκείνα πράγματα, τα οποία το περιβάλλον τους αρνείται συστηματικώς.
Σήμερον, οι «πολιτικώς ορθοί» κριτικοί και αξιολογητές της λογοτεχνίας αποτρέπουν εμμονικώς τον ενδεχόμενον αναγνώστη ενάντια σε τέτοια χαρακτηριστικά, υποστηρίζοντες βεβαίως ότι έχουν «ρατσιστικό», «ελιτίστικο» και «αντιδημοκρατικό» πνεύμα. Έτσι λοιπόν, ακριβώς όπως ο νεαρός λαβκραφτιανός ήρως Τσάρλς Ντέξτερ Γουώρντ, οι συγγραφείς που ανεφέρθηκαν δεν φοβούνται να αντιμετωπίσουν την ηθική προκατάληψη της κοινωνίας των «αριθμητικών και λογιστικών Νάνων» που τους περιβάλλει, τα δε έργα τους είναι μια απολογία της φυλής, της αξιοκρατίας, της Παραδόσεως, εν συντομία δε, εκφράζουν το πλέον ανθεκτικό, ακμαίο και εκλεπτυσμένο αντιφιλελεύθερο – αντιαστικό πνεύμα.
Εάν αναλύσουμε το προαναφερθέν και το τοποθετήσουμε στον χρόνο οπότε έζων οι συγγραφείς που αναφέραμε, θα είμεθα σε θέση να διαπιστώσουμε έναν συγκεκριμμένον παραλληλισμόν μεταξύ του αγώνος της καλλιτεχνικής και φιλοσοφικής μαρτυρίας τους και των μεγάλων πολιτικών και κοινωνικών κινημάτων τα οποία διεχειρίσθησαν το πρώτον τριτημόριον του εικοστού αιώνος. Εκκινούντες από την πολιτιστικήν βάση την οποίαν παρέχει το λογοτεχνικόν κίνημα στο οποίον ανεφέρθημεν, (τόσον στην Ευρώπη όσον και στην Αμερική), αλλά και από την ακμήν των φιλοσόφων της «Παραδοσιακής Επαναστάσεως», τότε προδήλως η σχέση μεταξύ των Λάβκραφτ, Χάουαρντ, Μάχεν και ερμητικής ομάδος Θούλη είναι αναμφισβήτητος. Αυτό καθιστά σαφές πως αυτοί οι συγγραφείς είχαν ισχυρές ουσιώδεις συνδέσεις, (έστω και μόνον σε επίπεδον τάσεως), με τους ευρωπαϊκούς Εθνικισμούς.
Για τον Χάουαρντ επίσης λέγεται.. εμπαθώς ότι, επειδή ήταν υψηλόκορμος και ρωμαλέος, διετήρει ισχυρό προσωπικό σύμπλεγμα και ως εκ τούτου οι ήρωες του ήσαν τεράστιοι. Ωστόσον, οι ήρωες αυτών των συγγραφέων μισούν ανυποκρίτως την μετριότητα, διαθέτουν περιφρόνηση του θανάτου, απρόσιτον δύναμη, τόλμη και ανυπέρβλητον μαχητικήν ικανότητα, πράγματα ακατανόητα για τον πρακτικό και καθωσπρέπει μικράνθρωπο «του σήμερα». Το μήνυμα αυτών των ηρώων είναι το μήνυμα της Παραδόσεως, η οποία μαζί τους ίσταται ακόμη ορθή και προκλητική, είναι το πρότυπον του ελευθέρου ανθρώπου που θα επιβιώσει, παρά τους νόμους των αριθμών.
Στον ευρύτατον κύκλο των ιστοριών «Ηρωικής Φαντασίας» ο μαγευτικός Χάουαρντ παρήγαγεν πολλούς ήρωες των επών του:
Την πλέον εξέχουσα θέση μεταξύ αυτών κατέχει βεβαίως ο περιβόητος Κόναν ο Βάρβαρος (γνωστός και ως Κόναν ο Κιμέριος, από το όνομα της πατρίδος του Κιμερίας), ένας φανταστικός χαρακτήρ διηγημάτων της ηρωικής φαντασίας. Θεωρείται ο διασημότερος φανταστικός βάρβαρος και μια από τις πλέον αναγνωρίσιμες μορφές της φερομένης ως «ποπ κουλτούρας».
[«Ποπ κουλτούρα» (από τα αγγλικήν φράση «popular culture» ή «pop culture», δηλαδή λαϊκή, λαοφιλής, δημοφιλής κουλτούρα) ονομάζεται γενικότερον το σύνολον των πεποιθήσεων και αντικειμένων το οποίον επικρατεί μία συγκεκριμένη στιγμή ή και διαχρονικώς, σε αξιοσημείωτα ή ικανά τμήματα της λαϊκής μάζης. Αυτό το σύνολον πεποιθήσεων ημπορεί να περιλαμβάνει ευθείες ή συκεκαλύμμένες αναφορές σε φιλοσοφικές ιδέες ή και στοιχεία διαλαμβανόμενα σε τέχνες, όπως ο κινηματογράφος, η μουσική, τα βιβλία και τα βιντεοπαιχνίδια, που έχουν επηρεάσει εντόνως την κοινωνία και αναγνωρίζονται από μίαν μεγάλη μερίδα ατόμων, ανεξαρτήτως εάν έχουν συσχέτιση ή γνώση του ουσιαστικού αντικειμένου το οποίον αντιπροσωπεύει το εκάστοτε σύμβολον – ήρως.]
Ο Κιμέριος πολεμιστής Κόναν εδημιουργήθη από τον αείμνηστον Χάουαρντ το 1932, μέσω μιας σειράς διηγημάτων τα οποία επώλησε στο περιοδικόν «Παράξενες Ιστορίες» (Weird Tales). Έκτοτε ο χαρακτήρ του Κόναν έχει εμφανισθεί πλειστάκις σε βιβλία, «κόμικς», ταινίες, τηλεοπτικά προγράμματα και βιντεοπαιχνίδια.
Κουλ, ο Ατλάντιος βασιλεύς – πολεμιστής, γνωστός και ως «Κουλ ο Κατακτητής».
Σόλομον Κέϊν, ένας Άγγλος, τυχοδιώκτης, ανθεκτικός μαχητής και εξερευνητής Πουριτανός του 16ου – 17ου αιώνος.
Μπραν Μακ Μορν, ο ύστατος βασιλεύς της φυλής των ανυποτάκτων Πικτών, στην ρομαντικήν απόδοση της ιστορίας τους κατά τον Χάουαρντ.
Τούρλοχ (ή Τάρλογκ) Ντουμπ Ο’ Μπράϊεν ή «Μαύρος Τάρλοχ», ένας Ιρλανδός πολεμιστής του 11ου αιώνος μ.χ.
Τζέιμς Άλισον. Ένας Τεξανός της δεκαετίας του 1930, που ανακαλεί τις περιπέτειές του από μετενσαρκωτικές μνήμες προηγουμένων ζωών του ως διάφοροι αρχαίοι ήρωες.
Όσον έζη ο Χάουαρντ δεν εξεδόθη κανένα του έργον σε μορφήν βιβλίου, παρά μόνον σε περιοδικά φαντασίας της εποχής. Όταν το 1950 εκυκλοφόρησεν το περιβόητον πλέον «Κόναν ο κατακτητής», θα εύρει μεταθανατίως την αναγνώριση που του ήξιζεν.
Τον Αύγουστον του 1930 ο Χάουαρντ απέστειλεν μιαν επιστολή στο περιοδικόν «Παράδοξες Ιστορίες», επαινών μια πρόσφατον ανατύπωση του διηγήματος του Χάουαρντ Φίλλιπς Λάβκραφτ «Οι αρουραίοι μέσα στους τοίχους» («The Rats in the Walls») και συζητών μερικές από τις ασαφείς γαελικές αναφορές που εχρησιμοποιήθησαν στο διήγημα. Ο εκδότης του περιοδικού Φάρνσγουορθ Ράϊτ (Farnsworth Wright) διεβίβασεν την επιστολήν στον Λάβκραφτ, ο οποίος απήντησεν ενθέρμως στον Χάουαρντ και συντόμως οι δύο βετεράνοι συγγραφείς των «Παραδόξων Ιστοριών» συμμετείχαν σε μιαν εκτενή αλληλογραφίαν που θα διήρκει για το υπόλοιπον της ζωής του Χάουαρντ. Εξ αιτίας αυτού του γεγονότος, ο Χάουαρντ συντόμως κατέστη μέλος του «Κύκλου Λάβκραφτ», μιας ομάδος συγγραφέων και φίλων που συνεδέθησαν όλοι μέσω της τεραστίας αλληλογραφίας του Χάουαρντ Φίλλιπς Λάβκραφτ. Αυτός προσεπάθησε μεθοδικώς και φιλοτίμως να γνωρίσει τους πολλούς ομοϊδεάτες φίλους του μεταξύ τους, να τους ενθαρρύνει να μοιρασθούν ιστορίες, να χρησιμοποιήσουν μεταξύ τους τις φανταστικές τοποθετήσεις ή και τους ήρωες τους, αλλά και να βοηθήσουν ο ένας τον άλλον να επιτύχει στον τομέα της «φαντασίας της συμφοράς», της «κακιάς ώρας» (pulp fiction). Με τον καιρόν, αυτός ο «κύκλος ανταποκριτών» ανέπτυξεν ένα στίλβος, μιαν ιδιάζουσα αισθητική θρυλική πατίνα, συναγωνιζόμενος καταξιωμένες παρόμοιες λογοτεχνικές συναθροίσεις και συντροφίες όπως «Οι Υπόνοιες» (The Inklings) του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης και οι «Ρυθμοί» (Beats) του Πανεπιστημίου Κολούμπια.
Ο Χάουαρντ έλαβεν από τον Λάβκραφτ το «χαϊδευτικό» ψευδώνυμο «Δισένοπλος Μπομπ» («Two-Gun Bob») λόγω των μακρών και λεπτομερών του επεξηγήσεων στον Λάβκραφτ για την ιστορία των αγαπημένων του νοτιοδυτικών πολιτειών, ενώ κατά τα επόμενα χρόνια συνέβαλε με αρκετά αξιοσημείωτα στοιχεία στις ιστορίες τρόμου της «Μυθολογίας Κθούλου» του Λάβκραφτ (αρχής γενομένης με το έργον «Ο Μάυρος Λίθος», οι ιστορίες του για την εν λόγω Μυθολογία περιέλαβαν επίσης τα μυθιστορήματα «Η λιθοστήλη επάνω στο ακρωτήριο», «Τα παιδιά της νύκτας» και« Η φωτιά του Ασουρμπανιμπάλ») .
Η αλληλογραφία μεταξύ Χάουαρντ και Λάβκραφτ περιείχεν μια μακρά και λεπτομερή συζήτηση γύρω από ένα συχνό ηθικοφιλοσοφικό στοιχείο, χαρακτηριστικό στην μυθοπλασία του Χάουαρντ, την βαρβαρότητα έναντι του πολιτισμού. Ο Χάουαρντ υπεστήριζεν ότι ο πολιτισμός ήταν εγγενώς διεφθαρμένος και εύθραυστος. Αυτή η στάση του συνοψίζεται στην διάσημο πρότασή του στο έργον του «Πέρα από τον Μαύρο Ποταμό»: «Η βαρβαρότης είναι η φυσική κατάσταση της ανθρωπότητος. Ο πολιτισμός είναι αφύσικος. Είναι μια ιδιοτροπία περιστάσεων. Και η βαρβαρότης πρέπει πάντα τελικώς να θριαμβεύει». Ο Λάβκραφτ είχεν την αντίθετον άποψη, ότι ο πολιτισμός ήταν το αποκορύφωμα των ανθρωπίνων επιτευγμάτων και ο μόνος δρόμος προς τα εμπρός. Ο Χάουαρντ αντέδρασεν επ΄ αυτού, καταγράφων πολλές ιστορικές καταχρήσεις και κακοποιήσεις σε βάρος των πολιτών από λεγομένους «πολιτισμένους» ηγέτες. Αρχικώς συνεμορφώθη προς τον Λάβκραφτ αλλά σταδιακώς υπεστήριξεν ολοέν εντονότερον τις ιδικές του απόψεις, ακόμη και λοιδωρών τις επ΄αυτού απόψεις του Λάβκραφτ.
Κατά την δεκαετίαν του 1930, με το ενδιαφέρον του για τον Άγγλο Πουριτανόν ήρωά του Σόλομον Κέϊν μειούμενο, αλλά και με την αδυναμίαν τελεσφόρου διαπλοκής των ιστοριών του βασιλέως Κουλ, ο Χάουαρντ εφήρμοσεν τη νέαν του εμπειρία «Ξίφους – Μαγείας» και τρόμου, σε μιαν από τις πρώτες του αφηγηματικές αγάπες : Τους τρομερούς Πίκτες. Η ιστορία του «Οι βασιλείς της νύκτας» απεικόνιζε τον βασιλέα Κουλ που εκλήθη για να βοηθήσει τους Πίκτες στους αγώνες τους εναντίον των Ρωμαίων εισβολέων στην προ-χριστιανικήν Βρετανία, αλλά επίσης εισήγαγεν τους αναγνώστες στον βίον του (κατά Χάουαρντ) βασιλέως των Πικτών, Μπραν Μακ Μόρν. Ο Χάουαρντ ηκολούθησεν αυτήν την ιστορία με τον νυν κλασικόν «εφιάλτη εκδικήσεως» «Σκώληκες της Γης» και με πολλές άλλες ιστορίες, δημιουργών φρικτές περιπέτειες με μιαν αξεπέραστο λάμψη, τύπου «Μυθολογίας Κθούλου», περιπέτειες λίαν αξιοσημείωτες λογοτεχνικώς για την χρήση μεταφορών και συμβολισμών.
Με την έναρξη της «Παγκοσμίου Οικονομικής Υφέσεως» (ή «Μεγάλης Υφέσεως»), πολλοί εκδότες φανταστικής λογοτεχνίας εμείωσαν την παραγωγήν τους ή έκλεισαν εντελώς τις επιχειρήσεις τους. Ο Χάουαρντ είδε τους εκδοτικούς οίκους γνωστών και φίλων, τον έναν μετά τον άλλον, να καταρρέουν και να εξαφανίζονται. Οι «Παράδοξες Ιστορίες» έγιναν μια διμηνιαία έκδοση, ενώ άλλα έντυπα όπως «Ιστορίες Μάχης», «Ιστορίες Δράσεως» και «Περίεργες Ιστορίες» εσταμάτησαν την έκδοσή τους. Ο Χάουαρντ επλήγη περαιτέρω καθώς οι αποταμιεύσεις του εξηφανίσθησαν το 1931 όταν η «Εθνική Αγροτική Τράπεζα» όπου τις διετήρει επτώχευσεν λόγω της υφέσεως, όπως και πάλιν μετά την μεταφορά των υπολειπομένων οικονομιών του σε άλλην τράπεζα, όταν και αυτή επίσης επτώχευσεν.
Ήταν το 1936 όταν η μητέρα του έπεσε σε κώμα λόγω χρονίας νόσου, οπότε όταν επληροφορήθη το νέο ο Χάουαρντ ηυτοκτόνησε με ένα βλήμα των 9mm στην κεφαλή του. Η μητέρα του απέθανεν τριάντα ώρες αργότερον.
Οι αρχέγονοι φόβοι του αυτόχειρος Χάουαρντ εντάσσονται σε μιαν «αβεστικού» τύπου δυϊστικήν κοσμοθεωρία, η οποία θέλει το φωτεινό και δημιουργικόν «καλό», εμπεπλεγμένο σε αιωνία διαμάχη με το αβυσσαλέο, ζοφώδες «κακό». Οι διάφορες σκοτεινές δυνάμεις και οι ποικίλοι βάρβαροι ήρωες, προϋπήρξαν σαφώς του πολιτισμού, προϋπήρξαν μάλλον και αυτού τούτου του μύθου. Ο συγγραφεύς ενετόπισεν στην παγκόσμιον μυθολογία, (ειδικότερον δε στην κελτικήν), τους σπόρους ενός χαμένου προϊστορικού κύκλου, οι οποίοι προητοίμασαν την γέννεση της αυγής του πολιτισμού, γέννεση και μετεξέλιξη μέσω θανατηφόρων ανηλεών συγκρούσεων.
Το αρχέτυπον του υπερηφάνου, ρωμαλέου, αδαμάστου, ηθικώς αγνού ήρωος που μάχεται ακαταπαύστως με υπανθρώπινες μορφές, μάγους και τέρατα, προβαλλει σαγηνευτικόν σε όλα σχεδόν τα έργα του.Για τον στοχαστικόν Ρόμπερτ Έρβιν Χάουαρντ, ο χρόνος διαγράφει κύκλους και οι εποχές αλλάζουν, το μόνον αναλλοίωτο στοιχείον της ιστορίας και της ανθρωπίνης ζωής είναι η ηρωική ψυχή. Εκατηγορήθη πλειστέκις για «ρατσισμό», καθώς στο έργον του μόνον η Λευκή – Αρία φυλή έχει αγνό και ευγενή χαρακτήρα, ενώ οι λοιπές φυλές συνήθως συμπεριφέρονται και λειτουργούν ως εκούσιοι ή ακούσιοι υπηρέτες του κακού.
Παρατίθεται χαρακτηριστικόν ψήγμα της ιδιοπροσωπικής μυθικοϊστορικής αφηγήσεώς του, από την εισαγωγή στο διήγημα «Η κοιλάς του σκώληκος», δημοσιευθέν τον Φεβρουάριον του 1934 στις «Παράξενες ιστορίες» : «Θα σας ειπώ για τον Νιόρντ και τον σκώληκα. Έχετε ακούσει την ιστορία στο παρελθόν με πολλές μορφές, όπου ο ήρως ονομάζετο Τυρ, ή Περσεύς, ή Ζίγκφρηντ, ή Μπέογουλφ, ή Άγιος Γεώργιος. … Ήμουν άνθρωπος σε πολλές χώρες και σε πολλές συνθήκες. Ωστόσον – και εδώ είναι ένα άλλο παράξενο πράγμα – η γραμμή της μετεναρκώσεώς μου κατέρχεται κατ’ ευθείαν από έναν αδιάκοπον δίαυλο : Ποτέ δεν ήμουν παρά ένας άνδρας από εκείνην την ασίγαστη φυλή που κάποτε ελέγετο Νορντχάϊμρ και αργότερον Άριοι, ενώ σήμερον αποκαλείται με πολλά ονόματα και προσδιορισμούς. Η ιστορία τους είναι η ιστορία μου, από το πρώτο θρηνητικό ουρλιαχτό ενός μικρού ατρίχου λευκού πιθήκου στις ερημίες της Αρκτικής, μέχρις την επιθανάτιο κραυγή του τελευταίου εκφυλισμένου παραγώγου του υστάτου πολιτισμού, σε κάποιο αχνό και απρόβλεπτο μέλλον.»
Ο ίδιος είχεν ειπεί πως «οι πολιτισμένοι άνθρωποι ημπορούν να έχουν χειροτέρους τρόπους από τους αγρίους, διότι γνωρίζουν ότι ημπορούν να είναι αγενείς, δίχως να τους αποζημιώσει κάποιος με ένα σπασμένο κρανίο».
Σε κάθε δυστύχημα, απάτη, διαστροφή και αποτυχία του συγχρόνου κόσμου, θα υπάρχει πάντα ένας Κόναν, ένας Γουώρντ, ένας Κέην ή ένας Κάρτερ, ασυμβίβαστοι μαχητές και τολμηροί ονειροπόλοι που θα πράξουν όλα όσα κατά περίσταση απαιτούνται, δρώμενα τόσον σοβαρά και φρικτά όσον η κατάρρευση της μυθικής Ατλαντίδος, αλλά και τόσον ηρωικά όπως η άμυνα των Τριακοσίων στις Θερμοπύλες. Και πράττοντες τα δέοντα θα σβήσουν τάχιστα, λαμπροί όπως ο φλεγόμενος φωσφόρος.
Αυτοί οι όντως «περιθωριοποιημένοι» συγγραφείς που ανεφέρθησαν στην βραχεία «περιήγησή» μας στην φανταστική λογοτεχνία, δεν ανεδείχθησαν στην πραγματικήν τους διάσταση, αλλά κατηναλώθησαν, όντες ονειροπόλοι μιας εποχής που επέκειτο ή θα έπρεπε να επίκειται, (αυτό ελαχίστην έχει σημασίαν).
Ίσως «κατηραμένοι» και απόβλητοι συγγραφείς, αλλά ουδείς ημπορεί να αρνηθεί ότι πράγματι συνέλαβαν αρτίως και σαφώς τον φανταστικόν κόσμο τους και ότι θα έλθει η ώρα τους, αργότερον ή βραδύτερον. Η ώρα αυτή που αναμένουν οι επόμενες γενεές.
Αθανάσιος Κωνσταντίνου