Site icon ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ

Εθνικοί Στοχασμοί (Μέρος 7α)

Εθνικοί Στοχασμοί (Μέρος 7α)

Μεσοπολεμικές ιδεολογικοπολιτικές ζυμώσεις

Κατά την παράθεση της παρούσης σειράς άρθρων περί των διαφόρων πνευματικών προσωπικοτήτων και θεωρητικών ρευμάτων που διεμόρφωσαν το πλαίσιον των εθνικών ιδεών στην νεωτέρα εθνικήν ιστορία και πριν γίνει αδρά αναφορά των διαφόρων  εντύπων τα οποία εξέφρασαν τις διάφορες κοσμοθεωρητικές και ιδεολογικοπολιτικές τάσεις,  θα παρατεθεί περιληπτική περιγραφή  του κοινωνικο – οικονομικού και ψυχοπνευματικού πλαισίου της περιόδου του Μεσοπολέμου. Σκοπός αυτής της εμβολίμου γενικοτέρας αναφοράς είναι η κατά το δυνατόν συμπαγεστέρα αντίστοιχος διασάφηνση  του  μεσοπολεμικού  πεδίου εκφάνσεως των τάσεων αυτών, των πηγών, των διασυνδέσεων και των διαπλοκών τους με πρόσωπα και πράγματα της περιόδου. Αφορμή αυτής της εστιάσεως υπήρξεν η  προβληματική που ανέκυψεν λόγω της συχνής αναφοράς της «Γενεάς του ‘30» στα προηγηθέντα κείμενα της σειράς. Συνεπώς «αμ’ έπος αμ’ έργον» επί βραχύ, ώστε μετά την παράθεση του ιστορικοπολιτικού πλαισίου, να παρουσιασθούν αρτίως τα τότε ιδεολογικοπολιτικά έντυπα και οι συναρθρώσεις των διανοητών.

Τα έτη 1922 και 1932 αποτελούν δύο εμφανή κρίσιμα όρια στην ιστορίαν του ελληνικού «Μεσοπολέμου». Η δεκαετία αυτή εξεκίνησεν με την συγκλονιστική μικρασιατική κατάρρευση και επερατώθη με το «χρεωστάσιον», ως συνέπειαν του «Τριγμού» (Krach)  της διεθνούς οικονομικής κρίσεως του 1929. Ποικίλα νέα προβλήματα, κοινωνικά και οικονομικά, τα οποία  εδημιούργησεν (ή ανέδειξεν εμφανώς) ο Πρώτος Μεγάλος Πόλεμος και η Μικρασιατική Εκστρατεία, ήλθαν και προσετέθησαν σε εκείνα της προηγουμένης δεκαετίας, τα οποία είχαν μείνει στο περιθώριον μιας πολιτικής εν μέρει μεγαλοπνόου και μέρει εξωπραγματικής, απορροφημένης από το μεγαλοϊδεατικόν όραμα της Εθνικής Αποκαταστάσεως. [Ικανή αποτίμηση των εν λόγω δεδομένων επραγματοποίησεν ο …. μαρξιστής ιστορικός Νικόλαος Σβορώνος (1911 – 1989), στο έργον του «Ανάλεκτα νεοελληνικής ιστορίας», Αθήνα, εκδόσεις «Θεμέλιο», 1982 – όρα σελίδα 302].

Μετά την ήτταν της φερομένης ως «πολιτικής του πολέμου» [όπως την περιγράφει κριτικώς ο μαρξιστής οικονομολόγος Σεραφείμ Μάξιμος, (1899-1962), στο έργον του «Κοινοβούλιο ή δικτατορία», έκδοση Μ. Τριαντάφυλλου, Θεσσαλονίκη 1930] προέβαλεν εντόνως το εύλογον αίτημα της αναγκαίας εσωτερικής ανασυγκροτήσεως της χώρας. Τα κύρια προβλήματα που αντεμετώπιζεν η Ελλάς ήσαν η στέγαση και η επαγγελματική αποκατάσταση των υπερπολυαρίθμων προσφύγων, η επιβεβλημένη αγροτική μεταρρύθμιση, η προστασία του δυσχερώς ανανήπτοντος εμπορίου και η ανάπτυξη της «αναιμικής» βιομηχανίας. Βεβαίως τα προβλήματα αυτά στον καπιταλισμόν επιλύονται εντός του πλαισίου συνθηκών ενός ταχέως εξελισσομένου οικονομικού μετασχηματισμού, όπου προφανώς κυριαρχεί ο σκληρός κερδομόλος καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής.

Επίσης στον Μεσοπόλεμον η ελληνική οικονομία αποκτά και δευτερεύοντα τυπικά θεμελιώδη καπιταλιστικά χαρακτηριστικά της εποχής, ήτοι : Κρατική παρέμβαση στην οικονομία και στην βιομηχανικήν ανάπτυξη.

Η καπιταλιστική «εκβιομηχάνιση» της Ελλάδος, (η οποία κατέστη δυνατή από την διαθεσιμότητα πολυαρίθμου εργατικού δυναμικού και από τον εξωτερικόν δανεισμόν), είχεν ευλόγως άμεσες επιπτώσεις στην κοινωνική και πολιτική ζωή της χώρας. Η μεγάλη προσφορά εργατικών χειρών επέφερεν την μείωση των ημερομισθίων, ενώ η επιβολή αμέσων και εμμέσων φόρων επεδείνωσεν την προβληματικήν οικονομική κατάσταση των οικονομικώς αδυνάτων (των πόλεων αλλά και της υπαίθρου).

Συνεπώς, η περίοδος της οικονομικής ανασυγκροτήσεως, βασιζομένη στην μείωση του εργατικού ημερομισθίου, κατά την περίοδον της οικονομικής κρίσεως απήτει την περαιτέρω συμπίεση του, με αποτέλεσμα την συνακόλουθο κοινωνική εξαθλίωση των εργαζομένων, που κατήντησαν πένητες. Η οικονομική κρίση στην Πατρίδα μας εξεδηλώθη φρενήρως σε όλους τους παραγωγικούς τομείς. Μάλιστα κατά τα έτη 1930-1932, η παραγωγή εμειώθη και n ανεργία επεταχύνθη με ταχυτάτους ρυθμούς.

Η οικονομική καπιταλιστική «απογείωση» και η απόσβεση του οικονομικού κόστους της τρομακτικής Μικρασιατικής Καταστροφής, συνετελέσθησαν στα πλαίσια της ξενοδούλου εξαρτήσεως και εις βάρος των εργαζομένων, προεκάλεσαν δε «ταξικήν» αφύπνιση, διαφοροποίηση και κινητοποίηση του πληθυσμού επ’ ωφελεία των καραδοκούντων μπολσεβίκων. Η διαφοροποίηση (που έλαβε κλιμακηδόν διαστάσεις συγκρούσεως) επέφερεν μιαν νέα κοινωνικήν πραγματικότητα, πράγματι άγνωστον μέχρις τότε, η οποία εξ αντικειμένου έθεσεν  επιτακτικώς το πρόβλημα της αναγκαστικής προσαρμογής  των προπολεμικών πολιτικών δυνάμεων στις νέες συνθήκες.

Η αμφισβήτηση της (ούτως ή άλλως ανωρίμου και βουλιμικής) αστικής κυριαρχίας από την πενομένη εργατικήν τάξη, οργανουμένη πλέον κομματικώς από τους κομμουνιστές, αλλά και ο «ενδοαστικός» αγών  για την κυβερνητικήν εξουσία επέφεραν στην πολιτική ζωή της πασχούσης Ελλάδος μία πολυεπίπεδο και πολυσύνθετο κρίση εξουσίας, ως κυρίαρχον επίπτωση του Α’ Μεγάλου Πολέμου και της επακολουθησάσης Μικρασιατικής Καταστροφής. Ωστόσον η κρίση εξουσίας δεν ήταν μόνον ελληνικόν φαινόμενο, αλλά γενικότερον ευρωπαϊκό μεσοπολεμικό νοσηρό πολυσυμπτωματικό σύνδρομο.

Στην Ευρώπην ο πόλεμος επέφερεν μια σειράν αλλαγών: ριζικές διαφοροποιήσεις στον γεωπολιτικόν χάρτη, νέους συσχετισμούς πολιτικών δυνάμεων, ορμητικήν είσοδον και διαρκή παρουσία του αμερικανικού παράγοντος στα ευρωπαϊκά πράγματα (δρώμενα και φαινόμενα), επικράτηση της επαναστάσεως των μπολσεβίκων στην Αγία Ρωσία. Όλα αυτά τα τεκταινόμενα πλανητικής μεγακλίμακος σε συνδυασμόν με τα εσωτερικά οικονομικά προβλήματα της κάθε χώρας κατέληξαν στην αμφισβήτηση, (στο πολιτικόν επίπεδο), της δυνατότητος της προπολεμικής «αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας» να επιλύσει τα συσσωρευμένα προβλήματα.

Η πολιτική κρίση ως κρίση του κοινοβουλευτισμού εχαρακτήρισεν όλη την πολιτική ζωή των ευρωπαϊκών χωρών. Η αμφισβήτηση της αστικής κυριαρχίας ώξυνεν και τις καταλλήλως υποδαυλιζόμενες «ταξικές» συγκρούσεις, η δε άρχουσα πλουτοκρατική τάξη στην προσπάθειάν  της να εξασφαλίσει την κυριαρχία της και την περαιτέρω νομήν της εξουσίας περιέστειλε τις ποικίλες αστοδημοκρατικές «φιλελεύθερες» λύσεις της.

Στην Πατρίδα μας, την οποίαν ιστορικοί λόγοι εκράτουν (και ακόμη κρατούν) «ανοικτήν και ευπρόσιτον» στην ευρωπαϊκή συγκυρία, οι εθνικές ιδιομορφίες περιέπλεξαν περισσότερον την ήδη σωβούσα πολύπλοκον πολιτικήν κρίση. Αμέσως μετά τη μικρασιατική κατάρρευση ο πολιτικός χάρτης διεφοροποιήθη αισθητώς. Ενεφανίσθησαν νέα πολιτικά κόμματα, (διασπάσαντα τα δύο μεγάλα κόμματα του «Εθνικού Διχασμού» -«Λαϊκούς» / Βασιλόφρονες και «Φιλελευθέρους» / Βενιζελικούς, τα οποία ανεσυγκροτήθησαν μετά τον πόλεμον), καθώς και μία νέα μείζων πολιτική δύναμη, καθοριστικής μάλιστα σημασίας για τις μελλοντικές πολιτικές εξελίξεις, ο Στρατός.

Ο Στρατός επολιτικοποιήθη, αυτονομούμενος συχνάκις  από τα πολιτικά κόμματα, ενώ κατά τα έτη 1922-1928 η πολιτική εξουσία περνά διαδοχικώς από τους πολιτικούς στους στρατιωτικούς, είτε μετά από κάποιο στρατιωτικό κίνημα – πραξικόπημα,  είτε με εκλογές. Η κυβερνητική αστάθεια και η πολιτική ρευστότης υπήρξαν «σήματα κατατεθέντα» της περιόδου.

Όμως η κρίση δεν αφορά στον τρόπον κατακτήσεως της εξουσίας, δηλαδή εαν αυτή διενεργείται με στρατιωτικό κίνημα ή με εκλογές, η κρίση είναι κατ’ εξοχήν κρίση του κοινοβουλευτισμού. Η μεταπολεμική κοινωνική διάρθρωση απέκτησεν τεχνηέντως πολλαπλασιασθέντα έντονα ταξικά χαρακτηριστικά, οπότε η προπολεμική κοινωνική συναίνεση κατέστη παρελθόν. Η λαϊκή βάση των πολιτών με «ίσα δικαιώματα», η οποία εστήριζεν το προπολεμικό κοινοβούλιον, δεν υπήρχε πλέον. Και παρά το ότι εξηκολούθουν οι λαϊκές μάζες να αναδεικνύουν τα αστικά κόμματα σε κυρίαρχες πρώτες εκλογικές δυνάμεις, η «ταξική διαφοροποίηση» είχεν ήδη επέλθει, έστω και αν δεν εξεφράζετο με κομματική διαφοροποίηση.

Το κόμμα των Φιλελευθέρων έπαυσεν να είναι ο μόνος και ενιαίος φορεύς της «δημοκρατικής» – μη βασιλόφρονος παρατάξεως, καθώς διάφορες ομάδες αριστερών και δεξιών τάσεων απεσπάσθησαν από τον κορμόν του. Ισχυροτέρα ήταν η παρουσία του σοσιαλδημοκρατικού βενιζελογενούς κόμματος της «Δημοκρατικής Ενώσεως» (1923), του Αλεξάνδρου Παπαναστασίου. Το κόμμα τούτο ήταν ο κύριος υποστηρικτής του δημοκρατικού πολιτεύματος, με απαρτιωμένο πρόγραμμα οικονομικών και κοινωνικών μεταρρυθμίσεων, καθώς ο ίδιος ο «υπεράνω κρίσεων» Βενιζέλος «εταλαντεύετο» κατά την περίοδον μετά το 1922, (!;) μεταξύ  αβασιλεύτου και βασιλευομένης δημοκρατίας.

Ένα από τα σημαντικά πολιτικά γεγονότα της δεκαετίας 1922-1932, η ανακήρυξη της Α’-Πρώτης ελληνικής δημοκρατίας (25.3.1924) και το επακολουθήσαν δημοκρατικόν δημοψήφισμα (13/4/1924), δεν ήταν έργον του «επαναστατικού» και ρηξικελεύθου προπολεμικού κόμματος του Βενιζέλου, αλλά της ανόδου του συνολικού δημοκρατικού «κινήματος», τόσον μέσα στον χώρο των Φιλελευθέρων («Δημοκρατικοί Φιλελεύθεροι», «Δημοκρατική Ένωσις») όσον και στον ευρύτερον αντιμοναρχικόν – ανιλαϊκόν χώρο, με την ενεργόν συμμετοχή του «Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας», που ελάμβανε μέρος στις εκλογές για πρώτην φορά.

Όμως οι πολιτικές διαφοροποιήσεις στον φιλελεύθερον χώρο δεν κατώρθωσαν να ακολουθήσουν τις ρέουσες κοινωνικές διαφοροποιήσεις, που επέρχοντο συνήθως όταν τα δημοκρατικά κόμματα αναλαμβάνουν την εξουσία. Συνεπώς η επικουρία του Στρατού μας ήταν αναπόφευκτος. Στο εσωτερικό μέτωπον η συνεργασία στρατιωτικών και πολιτικών εξεκίνησεν από την κατάργηση της μοναρχίας και εκλιμακώθη, ώστε να στραφεί εναντίον στον νέον εσωτερικόν εχθρό, τους μπολσεβίκους που εχειραγώγουν ολοέν και ισχυρότερον την εργατική τάξη. Στις «ταξικές-συντεχνιακές» της διεκδικήσεις οι αστικές κυβερνήσεις βλέπουν την οικονομική και κοινωνική αποσταθεροποίηση του καθεστώτος τους, οπότε προσαρμόζουν την συνολικήν πολιτικήν τους στην διατήρηση της σταθερότητος. Η αντιμετώπιση της εσωτερικής πάλης του ταξικού δηλητηρίου θεωρείται ταυτόσημος με τον αγώνα για την εθνική επιβίωση.

Από της ουσιαστικής ιδρύσεώς του το 1920, έως και το 1929, το ΚΚΕ ευρίσκετο σε μίαν κατάσταση μονίμων αυξομειουμένων κρίσεων. Τούτο δεν κατώρθωσεν να αναπτυχθεί σε σημαντικόν πολιτικόν οργανισμόν, παρά το γεγονός ότι οι αντικειμενικές συνθήκες μετά την Μικρασιατική καταστροφή (την οποίαν και κατά απροκάλυπτον δήλωσή του επεδίωξεν!) ήσαν ευνοϊκές για αυτό. Η καθυστέρηση στην ανάπτυξή του όφείλετο κυρίως στην τυφλήν και ελεεινήν υποταγήν του στην  Κομμουνιστικήν Διεθνή – Κομιντέρν.Η δουλική  υποταγή αυτή κατέστησεν ανίκανον το Κ.Κ.Ε. να προσαρμόσει την δραστηριότητά του στην ελληνικήν πραγματικότητα, στα ελληνικά προβλήματα, στην ελληνικήν νοοτροπίαν, στις ελληνικές συνθήκες. Επί πλέον το έφερεν σε απόλυτον σύγκρουση προς τα παραπαίοντα εθνικά συμφέροντα και συναισθήματα των Ελλήνων. Στην Μικρασία το Κ.Κ.Ε. ειργάσθη  φιλοτίμως και αόκνως υπέρ της ελληνικής …. Ήττης! Επίσης ετάχθη ανανδοιάστως υπέρ της αποσπάσεως της Μακεδονίας και της Θράκης από την εθνικήν επικράτεια και έφθασε μάλιστα μέχρι του σημείου να συνεργασθεί  μέ τους Βουλγάρους κομιτατζήδες.

Η  κατάσταση αυτή αυτή περιήγαγεν το ΚΚΕ σε απομόνωση. Και η αποτυχία προεκάλεσεν την κρίση και εντός των κόλπων του, όπου εξέσπασαν οξείες  διαμάχες. Ιδιαιτέρως σκληρός υπήρξεν ο αγών μεταξύ των παλαιών στελεχών του ΚΚΕ και των «Κούτβηδων», που ήσαν συνειδητοί και εγγεγραμμένοι πράκτορες των Σοβιετικών.

[Το προσωνύμιον «Κούτβηδες» αναφέρεται στους αποφοίτους  από  το «Κομμουνιστικό Πανεπιστήμιο Εργαζομένων της Ανατολής» ή KΟΥTΒ (Коммунистический университет трудящихся Востока ή КУТВ- Κα Ου Τε Βε), γνωστόν επίσης ως «Πανεπιστήμιον της Άπω Ανατολής», ιδρυθέν στις 21 Απριλίου 1921 στην Μόσχα από την «Κομμουνιστική Διεθνή» (Κομιντέρν), ως πυρήν εκπαιδεύσεως κομμουνιστικών στελεχών, προορισμένων να αποτελέσουν τα ηγετικά στελέχη των ανά τον κόσμο κομμουνιστικών κομμάτων.

Οι απόφοιτοι του εκπαιδευτικού αυτού ιδρύματος διεδραμάτισαν σημαντικόν ρόλο από τις γραμμές του ΚΚΕ στην πολιτική ιστορία της Ελλάδος των ετών  του Μεσοπολέμου, του Β’ Μεγάλου  Πολέμου, της Κατοχής,  Εμφυλίου –  Συμμοριτοπολέμου , αλλά και ορισμένοι εξ αυτών και των μετεμφυλιακών χρόνων έως τις αρχές του ‘90.

Στο ΚΟΥΤΒ εσπούδασαν πολλά σημαίνοντα στελέχη του ΚΚΕ, όπως ο διαβόητος ηγέτης του Νίκος Ζαχαριάδης, ο Ανδρόνικος Χαϊτάς, ο Κώστας Ευτυχιάδης, ο Πέτρος Ρούσος, ο Γιάννης Ιωαννίδης, η Χρύσα Χατζηβασιλείου, ο Δημήτρης Σακαρέλος, ο Κώστας Θέος, ο Στέλιος Σκλάβαινας, ο Βασίλης Νεφελούδης, ο Δημήτρης Παρτσαλίδης, ο Γιώργος Κολοζώφ, o Γιώργος Κωνσταντινίδης, ο Γιάννης Μιχαηλίδης, ο Γιάννης Ζέβγος, o Ορφέας Οικονομίδης, ο Δημήτρης Παπαρήγας, η Όλγα Μπακόλα και οι κατόπιν εθνικώς ανανήψαντες και πεσόντες  κατά τον αντικομμουνιστικόν αγώνα Μιχαήλ Τυρίμος και  Εμμανουήλ Μανωλέας.

Εκεί εσπούδασαν επίσης πολλά γνωστά ονόματα του παγκοσμίου κομμουνισμού  όπως ο Βιετναμέζος Χο Τσι Μινχ, ο Κινέζος Ντενγκ Ξιάο Πινγκ,  ο Τούρκος Ναζίμ Χικμέτ και αρκετοί άλλοι.]

Ο  εσωτερικός αυτός ενδοκομματικός κομμουνιστικός αγών έληξεν τον Σεπτέμβριον του 1928, όταν στο Ε’ Συνέδριον του ΚΚΕ επεκράτησαν πλήρως οι «Κούτβηδες», οι οποίοι και διέγραψαν από το κόμμα όλα σχεδόν τα παλαιά στελέχη του και τους 9 από τους 10 βουλευτές του (δηλαδή όλους πλην του … πειθηνίου «κούτβη συντρόφου» Θέου). Μεταξύ των διαγραφέντων ήταν και ο πρώην Γενικός Γραμματεύς του κόμματος Πουλιόπουλος. Πολλοί ήσαν οι διανοούμενοι οι οποίοι απεχώρησαν ή εξεδιώχθησαν τότε από το ΚΚΕ, όπου επεβλήθησαν δυναμικώς οι σταλινικοί  πράκτορες. Η ηγεσία του ΚΚΕ απετελέσθη πλέον από τους Χαϊτά, (Γενικόν Γραμματέα), Ευτυχιάδη (Κορκόζωφ), Θέο, Πυλιώτη, Σάντο, και Κολοζώφ.

Αφ΄ης στιγμής εξεκίνησεν δεν είχεν ούτε εσωτερικήν φραγή η εθνική διολίσθηση στην «ερυθρά άβυσσον». Έμφορτοι πάθους, φιλεκδίκων, αντεθνικών και μισανθρώπων συναοσθημάτων οι εγχώριοι μπολσεβίκοι κατέβαλαν κάθε δυνατή προσπάθεια  αντιπατριωτικής δράσεως, επ΄ωφελεία των  σοβιετικών αυθεντών τους και μόνον!

Αθανάσιος Κωνσταντίνου

Exit mobile version