Ο Μάτιας Ράκοσι – Ρόζενφελντ (Mátyás Rákosi – Rosenfeld), ο τρίτος «μικρός Στάλιν» της δυστυχούς κατεχομένης από τους μπολσεβίκους Ανατολικής Ευρώπης, εξεκίνησεν αρκούντως διαφορετικώς από τους ομολόγους του : Ο Ούλμπριχτ ήταν χειρώναξ εργάτης και ξυλουργός, ο Μπιέρουτ ήταν (πιθανώς) αγρότης, αλλά ο Ράκοσι ήταν υιός ενός Εβραίου μικρεμπόρου. Ήταν επίσης σχετικώς καλώς μορφωμένος. Γεννημένος σε μιαν ουγγρόφωνο περιοχή που είναι τώρα τμήμα της Σερβίας, ήταν το τέταρτον παιδί σε μιαν οικογένεια δώδεκα παιδιών, συμφώνως προς την αυτοβιογραφίαν του. Ο πατέρας του εχρεωκόπησεν όταν ο Μάτιας ήταν έξ ετών και μετά από αυτό η οικογένεια μετεκόμιζεν συχνάκις. Χλευαζόμενος για την πενία του από τους συμμαθητές του, ο νεαρός Ράκοσι προσειλκύσθη από την ριζοσπαστικήν αριστερά από … παιδικής ηλικίας και ένθεν. Στα εφηβικά του χρόνια ο διευθυντής του σχολείου, του απηγόρευσε να προβαίνει σε πολιτικές ομιλίες. Επίσης υπερηφανεύετο για τους «απαισίους τρόπους» του. Εχρησιμοποίει σκοπίμως αγενείς και χυδαίες μορφές λόγου για να προσβάλλει τους ανθρώπους, ειδικώς εάν επίστευεν ότι προήρχοντο από τις ανώτερες τάξεις. [Mátyás Rákosi, «Αναμνήσεις» «Visszaemlékezések 1940–1956», τόμος. I (Βουδαπέστη, 1997), σελ. 5–26.]
Μετά από μιαν σύντομο περίοδο στρατιωτικής θητείας και ύστερα από δύο έτη ως πολιτικός κρατούμενος στην Ρωσία, το 1918 ο Ράκοσι συνέδραμεν στην ίδρυση του ουγγρικού κομμουνιστικού κόμματος. Το 1919 ήταν ένας από τους ηγέτες της βραχυβίου «Σοβιετικής Δημοκρατίας της Ουγγαρίας» υπό τον ομοεθνή του Μπέλα Κουν (που εξετελέσθη το 1938 από την Νι-Κα-Βε-Ντε, κρατούμενος ως τροτσκιστής κατά την σταλινικήν «Μεγάλη Εκκαθάριση» !). Κατά κάποιον τρόπον (πιθανώς ως … ομόθρησκος του κυβερνώντος), κατά την διάρκειαν των τριών μηνών ζωής αυτού του καθεστώτος, κατάφερε να είναι αρχηγός της Ερυθράς Φρουράς, Επίτροπος (Κομισσάριος) της Παραγωγής και και Αναπληρωτής Κομισσάριος του Εμπορίου. Μετά την κατάρρευση της «Ουγγρικής Σοβιετικής Δημοκρατίας» (εμπράκτως κτηνώδους δικτατορίας), μετέβη, διερχόμενος μέσω αυστριακής φυλακής, στην Μόσχα, όπου το 1921 είχεν μια σύντομο συνάντηση με τον Λένιν. Αυτό το γεγονός, με την πάροδο του χρόνου, θα μετατραπεί σε προσωπικόν μύθον του Ράκοσι ως «φίλου και συνεργάτη» του Λένιν. [Mátyás Rákosi, «Visszaemlékezések 1940–1956», τόμος I (Βουδαπέστη, 1997), σελ. 26–46.]
Όπως ο Μπιέρουτ και ο Ούλμπριχτ, ο Ράκοσι συνειργάσθη στενώς με την Κομιντέρν καθ’ όλην την διάρκειαν της δεκαετίας του 1920 και εταξίδευσεν στην Ευρώπη για λογαριασμόν αυτής, καθώς και της ανθρωποβόρου σοβιετικής μυστικής αστυνομίας Νι-Κα-Βε-Ντε. Το 1924 – αποκαλύπτων μιαν αίσθηση του χιούμορ (που σπανιότατα επέδειξεν αλλού) – επέστρεψεν στην Βουδαπέστη μεταμφιεσμένος ως … «έμπορος από την Βενετία». Εκεί εβοήθησεν στην αναδιοργάνωση του κομμουνιστικού κόμματος, το οποίον απηγορεύθη μετά από την καταστροφικήν του διαδρομήν στην εξουσία το 1919. Μετά την σύλληψή του το 1925, έγινε το επίκεντρον μιας διασήμου και πολύ δημοσιοποιηθείσης – δημοσιευμένης δίκης. Παρά την διεθνή εκστρατεία για την απελευθέρωσή του, ο Ράκοσι πέρασε στην συνέχεια τα επόμενα δεκαπέντε χρόνια στην φυλακή, όπου έμαθε την ρωσικήν και «εδίδαξεν» τον μαρξισμόν στους άλλους κρατούμενους.
Τελικώς του επετράπη να ταξιδέψει στην Σοβιετικήν Ένωση το 1940 όταν, μετά το σύμφωνο Στάλιν – Χίτλερ-, το ουγγρικόν αυταρχικό καθεστώς του Ναυάρχου Μικλός Χόρτυ Ιππότη της Ναγκυμπάνια (Miklós Horthy de Nagybánya, 1868-1957) επέτρεψεν σε ορισμένους «προνομιούχους» φυλακισμένους κομμουνιστές να ταξιδέψουν στην ΕΣΣΔ. Κατά την εκεί άφιξή του, έλαβε μιάν υποδοχήν ήρωος και εστάθη δίπλα στον Στάλιν κατά την διάρκειαν του εορτασμού της «Μεγάλης Οκτωβριανής Επανάστασης». Ταχέως έγινε ένας από τους ηγέτες του «Kossuth Radio», το οποίον ήδη μετέδιδεν την σοβιετική προπαγάνδα στην Ουγγαρία και αναθέρμανε τις στενές σχέσεις του με τους ηγέτες της Κομιντέρν. Ο Ράκοσι αναφέρεται συχνάκις στα ημερολόγια του Βουλγάρου κομμουνιστή ηγέτη της Κομιντέρν και του ΚΚ Βουλγαρίας Γκεόργκι Ντημητρώφ (… του φερομένου μεταξύ μπολσεβίκων ως «γίγας στους γίγαντες») [«Το ημερολόγιον του Γκεόρκι Ντιμητρώφ 1933–1949» («The Diary of Georgi Dimitrov 1933–1949»), New Haven, 2003, εκδότης Ivo Banac, σελίδες 46–83].
Ωσάν «στο σπίτι του», στην λατρεμένη του ΕΣΣΔ, ο Ράκοσι κατάφερεν ακόμη και να νυμφευθεί μία σοβιετικήν εισαγγελέα, μια γυναίκα Γιακούτ, της οποίας ο πρώτος σύζυγος ήταν αξιωματικός του Ερυθρού Στρατού.
Η σταδιοδρομία του Ράκοσι ως «μικρού Στάλιν» της Ουγγαρίας ηκολούθησεν αυτήν των συναδέλφων του μπολσεβίκων δικτατόρων, από άλλην όμως διαδρομήν. Ο Ράκοσι έκρινεν ενωρίς ότι ο μόνος τρόπος να προχωρείς και να παραμείνεις στην κορυφή στο «σοσιαλιστικό στρατόπεδο» ήταν να ακολουθείς πιστώς και απαρεγκλίτως τις εντολές του Στάλιν. Συνεπώς καθ’ όλην την μεταπολεμικήν περίοδον, το ουγγρικό κομμουνιστικό κόμμα δεν έλαβεν σημαντικές αποφάσεις χωρίς την σοβιετικήν έγκριση, όπως παρεδέχθη ευκόλως και επανειλημμένως δημοσία ο Ράκοσι. Στα απομνημονεύματά του επί παραδείγματι, έγραψεν ειλικρινώς, ότι ο Στάλιν του εζήτησεν να μείνει εκτός των διαπραγματεύσεων που εσχημάτισαν την πρώτη μεταπολεμική κυβέρνηση το 1945, με την αιτιολογίαν ότι ο Ράκοσι ήταν πολύ στενώς συνδεδεμένος με την κυβέρνηση του 1919 – με άλλα λόγια ήταν «πολύ» Κομμουνιστής – και επίσης επειδή ήταν Εβραίος, γεγονός που θα ημπορούσε να χρησιμοποιηθεί εναντίον του από τους πολιτικούς του αντιπάλους. Ο Ράκοσι δεν αντετάχθη σε καμίαν από τις προτροπές του «Πατερούλη». («Το ημερολόγιον του Γκεόρκι Ντιμητρώφ 1933–1949», σελίδες 137–138.)
Χωρίς αμφιβολίαν, οι τρεις αυτοί άνδρες είχαν πολύ διαφορετικόν χαρακτήρα και προσωπικόν ύφος : Ο Ράκοσι, φλύαρος και ομιλητικός, ήταν μια πολύ γνωστή, …. αν και όχι αγαπημένη, δημοσία φυσιογνωμία στην χώρα του επί πολλά έτη. Ο Μπιέρουτ ήταν απολύτως άγνωστος στους περισσοτέρους Πολωνούς, συμπεριλαμβανομένων και των περισσότερων Πολωνών κομμουνιστών (!). Τέλος ο Ούλμπριχτ ήταν μεν ένα οικείον, αλλά όχι ιδιαιτέρως δημοφιλές πρόσωπον στο γερμανικό κομμουνιστικό κόμμα, ενώ δεν ήταν πολύ γνωστός έξω από αυτό.
Ωστόσον, όπως αποκαλύπτουν οι βιογραφίες τους, αυτοί οι τρεις άνδρες εμοιράζοντο ορισμένα πράγματα : Όλοι τους είχαν συνεργασθεί στενότατα με την Κομιντέρν. Όλοι τους είχαν επιβιώσει από τον πόλεμον, είτε με την φυγή τους στην Μόσχα, είτε αλλού … με την βοήθειαν της Μόσχας. Στην στενογραφική φρασεολογίαν που αργότερον κατέστη δημοφιλής, όλοι ήσαν «Μοσχοβίτες κομμουνιστές» – δηλαδή, εκπαιδευμένοι από τους Σοβιετικούς κομμουνιστές, σε αντίθεση με τους κομμουνιστές που είχαν διαγράψει την σταδιοδρομίαν τους στις χώρες τους, ή με κομμουνιστές που είχαν περάσει τον πόλεμο στην Δυτικήν Ευρώπη ή στην Βόρειεον Αμερική. Από την σοβιετικήν άποψη, οι δύο τελευταίες ομάδες ήσαν ολιγότερον αξιόπιστες : Θα ημπορούσαν κάλλιστα να έχουν αποκτήσει ύποπτες απόψεις ή αμφίβολες επαφές στα χρόνια που επέρασαν εκτός της ΕΣΣΔ.
Οι «Μοσχοβίτες κομμουνιστές» θα διαδραματίσουν βασικόν ρόλον στον σχηματισμόν των πρώτων μεταπολεμικών κυβερνήσεων σε όλη την Ευρώπη. Ο Κλεμέντ Γκότβαλντ (Klement Gottwald), ο τσεχοσλοβακικός «μικρός Στάλιν», ήταν ηγέτης της Κομιντέρν, όπως και ο Ιωσήφ Μπροζ – Τίτο (Josip Broz –Tito), ο Γιουγκοσλάβος, ανθέλλην κομματικός ηγέτης που έγινε ο «χρυσοστόλιστος» δικτάτωρ της γενετείρας του. Ο Γκεόργκι Ντιμητρώφ, ο «μικρός Στάλιν» της Βουλγαρίας, ήταν στην πραγματικότητα το «αφεντικό» της Κομιντέρν επί σχεδόν μια δεκαετία. Τόσον ο Μωρίς Τορέζ (Maurice Thorez), ο αρχηγός του γαλλικού κομμουνιστικού κόμματος κατά την διάρκειαν του πολέμου και μετά τον πόλεμον, όσον και ο Παλμίρο Τολιάτι (Palmiro Togliatti), που έπαιξεν τον ίδιον ρόλον στην Ιταλία, ήσαν επίσης «Μοσχοβίτες κομμουνιστές». Και οι δύο αυτοί άνδρες ησχολήθησαν στενώς με τις υποθέσεις της Κομιντέρν και, εάν είχαν την ιστορικήν ευκαιρία να παρουσιασθούν ποτέ στο προσκήνιον, θα ήσαν οι κατ’ εξοχήν προκαθορισμένες μαριονέτες του Στάλιν στην Δυτικήν Ευρώπη.
Υπήρξαν μία ή δύο εξαιρέσεις – το μεταπολεμικόν κομμουνιστικό κόμμα της Ρουμανίας διωκήθη από τον Γκέοργκε Γκεοργκίου-Ντεζ (Gheorghe Gheorghiu-Dej), έναν «τοπικό κομμουνιστή» [ο οποίος το 1947 ηνάγκασε το διώκτη των Εθνικιστών Βασιλέα Μιχαήλ Α΄ να παραιτηθεί και να εγκαταλείψει την χώρα και ανεκήρυξεν την Ρουμανία «Λαϊκή δημοκρατία». Το Σύνταγμα του 1945 ανεστάλη και το Σύνταγμα που εψηφίσθη το 1952 προέβλεπεν το σοβιετικόν πρότυπο στην οργάνωση του κράτους] – αλλά υπήκουε τα σοβιετικά κελεύσματα ώστε να δείξει την φερεγγυότητα του στον Στάλιν, όποτε ήταν δυνατόν.
Παρ΄ όλον που τα ονόματα και τα πρόσωπά τους ενεφανίζοντο εντονότατα στα πλακάτ και στις αφίσες της εποχής, οι περισσότεροι «μικροί Στάλιν», οι θλιβεροί «σταλινίσκοι» – ανδρείκελα του «Μεγάλου», περιεβάλοντο επίσης από άλλους «Μοσχοβίτες κομμουνιστές», που ενίσχυαν τις απόψεις τους και ημπορεί επίσης να τους παρηκολούθουν εκ μέρους της Μόσχας. Οι δύο πλέον σημαντικοί κομματικοί «νάρθηκες» του Μπιέρουτ, ο Ιακώβ Μπέρμαν (Jakub Berman, 1901-1984) και ο Ιλαρίων Μιντς (Hilary Minc, 1905-1974) – ο πρώτος υπεύθυνος για την ιδεολογία και την προπαγάνδα και ο δεύτερος διευθύνων της οικονομίας, ήσαν τελείως «ευθυγραμμισμένοι» μαζί του εναντίον κάθε «Κομμουνιστή Βαρσοβίας» ή (απαξιωτικώς) «Σπιτίσιου», όπως ο μείζων αντίπαλος του Μπιέρουτ, ο Γκομούλκα. Στην Ουγγαρία, ο Ράκοσι ηγήθη επίσης μιας τρόϊκας «Μοσχοβιτών κομμουνιστών». Τα άλλα δύο μέλη της ήσαν ο Ιωσήφ Ρεβάϊ (József Révai ή József Lederer, 1898-1959) και ο Έρνου Γκέρου (Ernő Gerő ή Singer, 1898-1980), και πάλιν υπεύθυνοι για την ιδεολογία και τα οικονομικά, αντιστοίχως. Ο Μιχαήλ Φάρκας (Mihály Farkas ή Hermann Lőwy 1904-1965), Υπουργός Αμύνης μεταξύ 1948 και 1953, ήταν ένας ακόμη σημαντικός «Μοσχοβίτης». Όλοι τελικώς εστράφησαν ενάντια στους «κομμουνιστές της Βουδαπέστης».
Στην Γερμανία, ο σημαντικότερος συνεργάτης του Ούλμπριχτ, ο Φρήντριχ Βίλχελμ Ράϊνχολντ Πηκ (Friedrich Wilhelm Reinhold Pieck, 1876-1960), είχεν μια μακρά ιστορία στην Κομιντέρν, ήταν Γενικός Γραμματεύς της οργανώσεως από το 1938 έως το 1943. Από τις πρώτες ημέρες της σοβιετικής κατοχής, όλοι οι Γερμανοί κομμουνιστές που επέστρεψαν στο Βερολίνο ενωρίς, με αεροσκάφη που πετούσαν απ’ ευθείας από την Μόσχα ή με την συνοδία τμημάτων του «Κόκκινου Στρατού», ευρίσκοντο πάντα σε υψηλότερον «κομματικό καθεστώς» από εκείνους τους Γερμανούς κομμουνιστές που εύρηκαν καταφύγιον στην Γαλλία (όπου πολλοί παρηνοχλήθησαν ποικιλοτρόπως από τις γαλλικές αρχές), στο Μαρόκο (… εμφανίζονται μάλιστα στο παρασκήνιον της «ξακουστής» …. αντιφασιστικής ταινίας «Καζαμπλάνκα»), στην Σουηδία (όπου έζησεν για ένα διάστημα ο διαβόητος Μπερτόλδος Μπρεχτ), στο Μεξικό (τότε πάρα πολύ φιλικό προς τους κομμουνιστές) και στις πάντοτε… επιλεκτικώς «πολυπολιτισμικές» Ηνωμένες Πολιτείες. Η σοβιετική ηγεσία έκρινε τους «Μοσχοβίτες» Γερμανούς ως πλέον αξιόπιστους από τους Γερμανούς κομμουνιστές που είχαν παραμείνει στην Γερμανία «για να πολεμήσουν με κάθε τρόπο» τους ναζί συμπατριώτες τους. Ακόμη και εκείνοι οι Γερμανοί που είχαν υποφέρει ως πολιτικοί κρατούμενοι στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως δεν απελάμβαναν ποτέ την εμπιστοσύνην των σοβιετικών αρχών κατοχής. Ήταν ωσάν η ίδια η παρουσία τους στην εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία να τους έχει αμαυρώσει αμετακλήτως στους σοβιετικούς οφθαλμούς.
Σε ολόκληρον την Ανατολικήν Ευρώπη, οι «Μοσχοβίτες κομμουνιστές» (όπως οι διαβόητοι ….συμπατριώτες μας «κούτβηδες») ηνώθησαν όχι μόνον από μια κοινήν ιδεολογία, αλλά και από μια κοινήν δέσμευση για τον μακροπρόθεσμον στόχον της Κομιντέρν περί «Παγκοσμίου Επαναστάσεως» (sic!), ακολουθουμένης από μια διεθνή απελευθερωτική «Δικτατορία του προλεταριάτου». Αν και η δήλωση του Στάλιν για τον «Σοσιαλισμό σε μία χώρα» έθεσεν τέρμα στον ανοικτό πόλεμο μεταξύ της «Σοβιετικής Ένωσης» και των εθνών της Δυτικής Ευρώπης, δεν ημπόδισεν τον ίδιο και τις μυστικές του υπηρεσίες να σχεδιάζουν συστηματικώς την βιαία αλλαγή, αν και πλέον εχρησιμοποίουν κατασκόπους, εθνοπροδότες, συνοδοιπόρους και άλλα υποκατάστατα αντί του ….δοκιμασμένου «ηρωικού απελευθερωτή» Κόκκινου Στρατού.
Στην πραγματικότητα, η δεκαετία του 1930 [ευστόχως, κατά τον λαμπρό Βρετανο-Αμερικανό τολμητία τυχοδιώκτη και πιστόν αντιφασίστα ποιητή Γουίσταν Χιού Ώντεν (Wystan Hugh Auden, 1907-1973) αποκληθείσα «πονηρή ανέντιμη δεκαετία») ήταν μια περίοδος εξαιρετικώς δημιουργικής ατιμίας και απάτης για την σοβιετικήν εξωτερικήν πολιτική. Οι μπολσεβίκοι εδιήθησαν επιτυχέστατα τους αντιπάλους τους : Στο Ηνωμένο Βασίλειο, Σοβιετικοί πράκτορες εστρατολόγησαν τους … ανορθοδόξους ηδονιστές, λίαν μορφωμένους μεγαλοαστούς και κυβερνητικούς τιτλούχους, ακαδημαϊκούς και διπλωμάτες της «θαυμαστής πεντάδος του Καίμπρτιτζ» : Γκυ Μπάρτζες, Κιμ Φίλμπυ, Ντόναλντ Μακλήν, Άντονυ Μπλαντ και Τζων Καίρνκρος (Guy Burgess 1911-1963, Kim Philby 1912-1988, Donald Maclean 1913–1983, Anthony Blunt 1907-1983 και John Cairncross 1913-1995). Στις Ηνωμένες Πολιτείες εστρατολόγησαν τους εγκρίτους υφηλοβάθμους κυβερνητικούς παράγοντες του προεδρικού περιβάλλοντος και διαμορφωτές της κοινής γνώμης Άλτζερ Χις, Χάρυ Ντέξτερ Γουάϊτ και Γουΐτακερ Τσάμπερς (Alger Hiss 1904-1996, Harry Dexter White 1892-1948 και Whittaker Chambers 1901-1961).
[Για να γίνει αντιληπτόν το μέγεθος στρατηγικών επιρροών των προαναφερθέτω , αναφέρεται απανθισματικώς :
Ο Φίλμπυ μετά την αποστασίαν του απέθανεν στην Μόσχα ως Συνταγματάρχης της Κα- Γκε – Μπε (!), τιμώμενος ως ήρως της ΕΣΣΔ. Όταν υπηρέτει ως υψηλόβαθμος πράκτωρ της MI6 –της διαβοήτου αγγλικής «Ιντέλιτζενw Σέρβις»- κατέδιδεn κρουνηδόν επί τριετίαν (1949-1952) στην Αλβανία του Χότζα,μέσω των Σοβιετικών, τις υποστηριζόμενες από τους Δυτικούς, δράσεις των Αλβανών αντικομουνιστών και Ελλήνων Εθνικιστών ανταρτών που συνετρίβησαν από τους Αλβανούς κομμουνιστές.
Ο Καίρνκρος όταν υπηρέτει στην αγγλικήν υπηρεσία αποκρυπτογραφήσεως («Κυβερνητική Σχολή Κωδίκων και Κρυπτογραφίας») στο Άλσος Μπλέτσλεϋ, εδιοχέτευσεν κρυφίως και παρανόμως στους Σοβιετικούς ανυπολόγιστον σωρείαν «άκρως απορρήτων» στρατιωτικών πληροφοριών, (που προήρχοντο από αποκωδικοποιηθείσες γερμανικές πληροφορίες μέσω της συσκευής «Ιχθύς – Τόνος»). Αυτές οι πληροφορίες επηρέασαν καθοριστικότατα την νικητήριον για την ΕΣΣΔ έκβαση της σπουδαιοτάτης μάχης του Κουρσκ («Επιχείρηση Ακρόπολις», μετά την οποίαν οι γερμανικές ένοπλες δυνάμεις ουδέποτε ανένηψαν μέχρις την τελικήν ήττα)].
Από μίαν τουλάχιστον άποψη, αυτοί οι Αγγλοαμερικανοί πράκτορες είχαν κάτι κοινόν με τους «Μοσχοβίτες κομμουνιστές» της Ανατολικής Ευρώπης : Ήσαν όλοι τους πρόθυμοι και προσηνείς ώστε να συνεργασθούν στενώς με την NKVD (όπως επίσης ήσαν τότε οι περισσότεροι – αν όχι όλοι – οι Ευρωπαίοι κομμουνιστές). Σε αυτό, δεν απετέλεσαν εξαίρεση. Αν και αναδρομικώς, οι σύνδεσμοί τους με την σοβιετικήν μυστικήν αστυνομία είναι πλέον ολοσχερώς αποκεκαλυμμένοι και αντιληπτοί, δεν είναι βέβαιον ότι στην συνείδηση των κομμουνιστών ….. έχουν αμαυρώσει τα αμερικανικά και ευρωπαϊκά κομμουνιστικά κόμματα, όπως ακριβώς τότε διόλου δεν ηνόχλει τους ηγέτες αυτών των κομμάτων η σχέση του υποτακτικού προς τους Σοβιετικούς κυρίους. Σε γενικές γραμμές, οι τοξινωμένοι από μαρξιστικό δηλητήριο στην Δύση, οι οποίοι επίστευαν στο όραμα της «παγκόσμιας επανάστασης», επίστευαν επίσης ότι αυτή η επανάσταση θα οδηγηθεί από το μεγάλο και σωτήριο, αδελφικό σοβιετικό κομμουνιστικό κόμμα και βεβαίως θα διευκολυνθεί τα μέγιστα από την σοβιετική μυστική αστυνομία. Οπότε δεν ηνοχλούντο να είναι … χαφιέδες της Μόσχας, τουναντίον αυτή η στάση τους «καθιέρου» ως λίαν αφοσιωμένους και αξίους συντρόφους!
Ακόμη και το αυτάρκες οικονομικώς αμερικανικό κομμουνιστικό κόμμα έλαβεν πολλά χρήματα από την ΕΣΣΔ πολλές φορές, διοχετευθέντα μέσω της Κομιντέρν (ιδέ λεπτομερώς «Ο Σοβιετικός Κόσμος του Αμερικανικού Κομμουνισμού», Harvey Klehr, John Earl Haynes και Kyrill M. Anderson, Λονδίνο, 1998, σελίδες 110–142). Το αμερικανικό κομμουνιστικό κόμμα, επί παραδείγματι, διετήρησεν αρρήκτους δεσμούς με την Σοβιετικήν Ένωση μέσω του δαιμονίου Τζέϊ Αλεξάντερ Πέτερς ή Σάντορ Γκολντμπέργκερ (J. Alexander Peters – γεννηθείς Sándor Goldberger, 1894-1990), σπουδαίου μπολσεβίκου ακτιβιστή, που εγεννήθη στην Ουγγαρία, συμμετείχεν στην ουγγρική κομμουνιστική επανάσταση του 1919, έπαιξεν ουσιώδη ρόλο στην ουγγρική πολιτική και αργότερον μετενάστευσεν στην Αμερική, όπου εσυνέχισε να διεξάγει ανοικτή κομματική δραστηριότητα και συγκεκαλυμμένο παράνομον έργον σε συνεργασία με την σοβιετική μυστικήν αστυνομία.
Αλήθεια : Οποία αξιοθαύμαστος μείζων σωρεία συμπτώσεων κοινών χαρακτηριστικών και συμπεριφορών στο κομμουνιστικόν στερέωμα !
Αθανάσιος Κωνσταντίνου