Η ευρεία ευεργετική επίδραση της λογοτεχνίας, των προϊόντων του εντέχνου λόγου στην ζωή του ανθρώπου με την ανάγνωση σπουδαίων λογοτεχνικών έργων, έχει την σημασίαν παιδευτικής και συνάμα ιαματικής διαδικασίας, συμβαλλούσης στην πνευματικήν μας υγεία και ανάπτυξη, καθώς και στην κατανόηση των ατομικών και συλλογικών προβλημάτων.
Τα πρόσωπα που διαβάζουν τακτικώς και προσεκτικώς λογοτεχνικά βιβλία, φθάνουν σε θέση να κατανοούν καλύτερον τους άλλους, να συμπάσχουν όπου δει μαζί τους, αλλά και να βλέπουν τον κόσμον από την σκοπιάν αυτών των άλλων. (Αναφέρομαι εδώ στην μεθοδικήν και προσεκτικήν ανάγνωση και βεβαίως όχι στην επιφανειακή και μηχανική «κατανάλωση» των κειμένων). Η προσεκτική και λεπτομερής ανάγνωση συμβάλλει σημαντικώς και στην ενδυνάμωση της κριτικής σκέψεως. Μία εξαφάνισή της θα έθετε σε κίνδυνο την πνευματική και συναισθηματική μας ισορροπία και εν τέλει την Αλήθειαν καθ΄ εαυτήν.
Η γνωσιακή επιστήμη, η ψυχολογία και η νευροεπιστήμη συγκαταλήγουν σε ανάλογα συμπεράσματα. Επιβεβαιώνεται ότι η λεπτομερής ανάγνωση, πλουσία σε λεπτομέρειες ενεργοποιούσες πλήρως τις αισθήσεις, τα συναισθήματα και τον νουν, συγκροτεί μιαν όλως ιδιαιτέραν εμπειρίαν, τελείως διαφορετικήν από την απλήν… αποκωδικοποίηση λέξεων.
Η απαιτουμένη προσήλωση στην αφηγηματική λεπτομέρεια, υποστηρίζει τον εγκέφαλο στην κατανόηση της πραγματικότητος, καθώς ο εγκέφαλος χειρίζεται μια γλώσσα πλουσία σε γνωστικές λεπτομέρειες, πολυποικίλους συνειρμούς και συμβολικές μεταφορές. Αυτά τα συστατικά στοιχεία ευνοούν ισχυρώς τις νοητικές αναπαραστάσεις, οι οποίες αναπτύσσονται στις ίδιες φλοιικές περιοχές όπου ο εγκέφαλος επεξεργάζεται αναλόγως τα δεδομένα και τα γεγονότα της πραγματικής ζωής.
Η στενή επαφή μας με τις ιδέες, τα ηθικά διλήμματα, αλλά και τις συναισθηματικές καταστάσεις των κάθε είδους λογοτεχνικών ιστοριών και αφηγήσεων, είναι μια αρίστη ψυχονοητική άσκηση και αυξάνει δραματικώς την ικανότητά μας για ενσυναίσθηση (ήτοι για την συναισθηματική ταύτιση με την ψυχική κατάσταση ενός άλλου ατόμου και την κατανόηση της συμπεριφοράς και των κινήτρων του) στην πραγματικήν ζωή.
Σε αυτό το σημείον η γνωστική επιστήμη και οι υποστηρικτικές της φυσικές ανάλογες συναντούν τις απόψεις του Ρώσου Τιτάνος της Ευρωπαϊκής και παγκοσμίου λογοτεχνίας κόμητος Λέβ Νικολάγεβιτς Τολστόϊ, ο οποίος δεν συνίστα την προσέγγιση των βιβλίων ως πηγών ψυχαγωγίας, αλλά ως εργαλείων αυτοβελτιώσεως, ψυχολογικής εκπαιδεύσεως και βαθυτέρας κατανοήσεως των άλλων.
Στην μεγαλόπνοον τραγωδία «Φάουστ» του παγκοσμίου αναστήματος Γερμανού λογίου, πανεπιστήμονος και «οικουμενικού ανθρώπου» Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε, με το όνομα «Μεφιστοφελής» αναφέρεται ο Διάβολος. Σε αυτόν ο κεντρικός ήρως Δόκτωρ Γιόχαν Φάουστ παραχωρεί την ψυχήν του, εις αντάλλαγμα της βοηθείας του δαίμονος προκειμένου να επανεύρει την νεότητά του.
Ο Μεφιστοφελής του Γκαίτε δεν παριστάνεται με τις γνώριμες «κλασικές», ειδεχθείς και αποκρουστικές μορφές του Σατανά. Διατηρεί όμως μερικές παραδοσιακές του ιδιότητες. Κατά την παλαιάν γερμανική παράδοση, κυρίως φέρεται ενδεδυμένος ως ευπατρίδης, με ερυθράν ενδυμασίαν, με πτερόν πετεινού στον πίλον του και με μικρόν αιχμηρόν ξίφος (ξιφίδιον). Επίσης παριστάνεται ως χωλός (ως ένδειξη της εξ ουρανού εκβολής και πτώσεώς του).
Στο Πρώτον Μέρος της τραγωδίας, στην σκηνή του «Σπουδαστηρίου», ο Μεφιστοφελής εμφανίζεται εν μέσω διαλυομένου καπνού, για πρώτην φορά εμπρός στον Φάουστ, ως περιοδεύων μαθητής. Ακολουθεί δε ο πρώτος τους πολύσημος διάλογος, κατάσπαρτος από μείζονες σημειολογικούς υπαινιγμούς:
ΦΑΟΥΣΤ
Πώς λέγεσαι;
ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ
Η ερώτηση μικρή μου δείχνει σημασία
για κάποιον που τον Λόγο τόσο υποτιμά
κι’ ουδόλως τα φαινόμενα εκτιμά
μα εμβαθύνει στων όντων την ουσία.
ΦΑΟΥΣΤ
Πάντα εσάς αυθέντες την οντότητά σας
συνήθως κάποιος την διαβάζει απ΄τ’ όνομά σας,
γιατί σ’ αποκαλύπτει μ’ αλήθεια θαυμαστή
ως «των μυγών τον βασιλιά» (βεελζβούλ), ψεύτη και κοσμοχαλαστή.
Καλά λοιπόν ποιος είσαι;
ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ
Μέρος της δύναμης που πιάνει
να κάμει το κακό και σε καλό το φθάνει !
[Το όνομα «Μεφιστοφελής» ημπορεί να προέρχεται από την εβραϊκήν «μεφίτς» που σημαίνει «διανομεύς» και «ταφέλ» (υπαινικτική συντομογραφία του «ταφέλ σεκέρ») που σημαίνει «πλάστης ψεμάτων».Η ετυμολογία αυτή ενισχύεται ιστορικώς, λόγω του ότι σχεδόν όλα τα ονόματα των δαιμόνων στα «γριμόρια» (βιβλία Μαγείας) του 16ου αιώνος είναι εβραϊκής προελεύσεως.
Το όνομα ημπορεί επίσης να είναι ένας συνδυασμός τριών ελληνικών λέξεων: «μη» -ως άρνηση-, «φως» και «φιλία», οι οποίες συνδυαζόμενες κατά παραφθοράν σημαίνουν «όχι φίλος του φωτός», πιθανώς ως παρωδίαν του «Εωσφόρος». Λίαν ενωρίτερον (1602), ο μέγας Σαίξπηρ, στην κωμωδίαν του «Εύθυμες Κυράδες του Ουίνδσορ» (Πράξη Α’, Σκηνή Α’, 128η γραμμή), διά στόματος του βετεράνου στρατιώτη Πίστολ, ακολούθου του ήρωος τραγελαφικού ιππότη Σερ Τζων Φάλσταφ, αναφέρει αντιστοίχως τον «Μεφιστόφιλον» (Mephistophilus).]
Η υπόθεση της πενταπράκτου τραγωδίας του μεγάλου Σαίξπηρ «Ιούλιος Κάισαρ» (που όπως φαίνεται εγράφη στο τέλος του 1598 ή στις αρχές του 1599), προήλθεν από την αγγλικήν μετάφραση των «Βίων Παραλλήλων» του Πλούταρχου και ειδικότερον, από τους βίους του Καίσαρος και του Βρούτου. (Ο Ιούλιος Καίσαρ, με τις ολίγες εμφανίσεις του έως την πρώτην σκηνήν της τρίτης πράξεως, όπου δολοφονείται από τους συνωμότες, δεν είναι από τους πρώτους ρόλους. Ο χαρακτήρ του περιγράφεται μάλλον από τους συνωμότες. Κυριαρχικός χαρακτήρ του έργου είναι ο πατρίκιος Μάρκος Ιούνιος Βρούτος) : Μετά τη νίκην του επί του Πομπηίου, ο Ιούλιος Καίσαρ επιστρέφει στην Ρώμη, όπου εκλέγεται Ύπατος για τετάρτην φοράν και ισόβιος δικτάτωρ! Η αδιάκοπος και γενικευμένη συγκέντρωση των υπερεξουσιών στις χείρες του Καίσαρος, οδηγεί μιαν ομάδα συγκλητικών, (της οποίας μεταξύ άλλων αποτελεί μέλος και ο Βρούτος, τον οποίον ο Καίσαρας αντεμετώπιζεν ως υιόν του), στην οργάνωση της δολοφονίας του κρατούντος επιφανούς ανδρός. Ο Καίσαρ παρά τις προειδοποιήσεις του μάντη Σπουρίνα (που του συνέστησεν επανειλημμένως να προσέξει την ημέρα των «Ειδών του Μαρτίου» ήτοι την 15ην του μηνός), αλλά και της συζύγου του Καλπουρνίας, αδιαφορών για τον κίνδυνον, παρευρίσκεται στο Καπιτώλιον την ημέραν που οι εχθροί του σκοπεύουν να τον δολοφονήσουν. Εκεί τον πλήττουν και τον σκοτώνουν εμπρός από το άγαλμα του πάλαι αντιπάλου του Πομπηίου στους πόδες του οποίου πίπτει.
Έπειτα (Γ’ Πράξη – 2α Σκηνή) ανέρχεται στο βήμα ο Βρούτος για να καθησυχάσει το οργισμένον πλήθος των πληβείων και κατορθώνει να τους εξηγήσει ως «αναγκαίον κακόν» τους λόγους για τους οποίους ήταν επιβεβλημένη η δολοφονία του Καίσαρος, προς χάρη και σωτηρία της Ρώμης. Ο Βρούτος εκλύει ισχυρότατες συναισθηματικές επικλήσεις και διαχειρίζεται τον λαόν:
ΒΡΟΥΤΟΣ: Ποιος είν’ εδώ τόσον αχρείος που δεν θέλει ν’ αγαπά την πατρίδα του; Aν είναι κανείς, να μιλήσει· γιατί αυτόν τον αδίκησα. Περιμένω απάντηση!
ΠΟΛΙΤΕΣ: Kανείς, Bρούτε, κανείς.
ΒΡΟΥΤΟΣ: Τότε κανέναν δεν αδίκησα. Δεν έκαμα στον Καίσαρα τίποτα περισσότερον απ’ ό,τι εσείς θα κάνατε στον Βρούτο. Το ζήτημα του θανάτου του είναι καταχωρημένο στο Καπιτώλιο, η δόξα του δεν εμειώθη εκεί όπου την άξιζε, ούτε τ’ αδικήματά του, για τα οποία εθανατώθη παραφουσκώθηκαν.
Το πλήθος αρχικώς ηρεμεί, αλλ΄ όταν το βήμα καταλαμβάνει ο Μάρκος Αντώνιος, φίλος και συνΎπατος του Καίσαρος, αντικρούων λεπτομερώς τα επιχειρήματα του Βρούτου, το πλήθος συνεγείρεται κατά των δραστών.
Διαχρονικώς τρομακτική ίσταται η ζοφερά παρτήρηση του Αντωνίου: « Ω, κρίση! Έφυγες να πας σε κτήνη αναίσθητα κι οι άνθρωποι έχασαν τον νου τους.»
Έπειτα οι δολοφόνοι φεύγουν από την Ρώμη και ο Μάρκος Αντώνιος με την βοήθειαν του θετού υιού του Καίσαρος, του Οκταβιανού Αυγούστου προσπαθεί να τους εντοπίσει για να εκδικηθεί. Η τελική μάχη δίδεται στους Φιλίππους, όπου αποθνήσκει ο Βρούτος και ο κύριος υποκινητής του, ο δαιμόνιος, δόλιος και εμπαθής αρχισυνομώτης Γάϊος Κάσσιος Λονγγίνος.
Στο έργον, η ρητορική διεργασία αναδεικνύεται ως μια πολυεπίπεδος επισυσσώρευση κινήτρων της πολιτικής διαπάλης. Yπάρχουν, όντως, πρωτεύοντα πολιτικά κίνητρα τα οποία προϋποθέτουν την επιτέλεση μιας καιρίας επικοινωνιακής πράξεως. Mια τέτοια πράξη εμφανίζεται πάντοτε στις δηλώσεις των πολιτικών ανδρών και στην ενάσκηση της ρητορικής αντιπαλότητος. Η κλιμακουμένη πολιτική αναμέτρηση συντελείται συνήθως με την διεξαγωγήν της λογομαχίας, που αναλόγως της περιστάσεως, ανάγεται είτε στην διαμόρφωση της πειθούς ή ανασκευής (υπό ευνοϊκές βεβαίως συνθήκες), είτε στην προβολήν του καταλλήλου φενακισμού. Στο συγκεκριμένον έργον του Σαίξπηρ φορείς της καιρίας επικοινωνιακής πράξεως είναι οι δημηγορίες του Bρούτου και του Μάρκου Aντωνίου.
H εν λόγω τραγωδία μας προδιαθέτει καταλλήλως ώστε να συναισθανθούμε την εθνογενετικήν ή και κοσμοϊστορικήν δράση σημαντικών πολιτικών προσωπικοτήτων, αλληλοσυγκρουομένων για τη νομήν της εξουσίας. Ομού με τα σύστοιχα κίνητρα των διαφόρων πρωταγωνιστών (ιδιοτέλεια, ταύτιση, διαίρεση, διχόνοια, φθόνος, συνωμοσία, ανατροπή κτλ.) παρατηρούμε στην (έστω και μυθοπλαστικήν) εκδοχή ενός ιστορικού γεγονότος πως η ρητορεία υποδαυλίζει την διαμάχη έως οριακές καταστάσεις.
Την παραμονήν των ειδών του Μαρτίου, οι συνωμότες, πλην Βρούτου, συναντώνται και αποκαλύπτουν μεταξύ τους ότι έχουν πλαστογραφημένες επιστολές υποστηρίξεως από τον ρωμαϊκόν λαόν, ώστε να δελεάσουν τον Βρούτο να συμπαραταχθεί. Ο Βρούτος ερχόμενος κατόπιν, διαβάζει τις επιστολές και, μετά από πολλήν ηθική αντιπαράθεση προς τους άλλους, αποφασίζει τελικώς να συμμετάσχει στην συνωμοσίαν, πιστεύων ότι ο Καίσαρ πρέπει να φονευθεί, ώστε να εμποδισθεί να πράξει οτιδήποτε εναντίον του λαού της Ρώμης, εάν ποτέ επρόκειτο να στεφθεί βασιλεύς.
Ο Καίσαρ είχεν καταστεί τόσον επιβλητικός ως ηγέτης, όσον τουλάχιστον και ένας βασιλεύς, αλλά δεν επεδίωξεν την αναβίωση της αρχαίας ρωμαϊκής βασιλείας, διότι αυτή θα ισοδυνάμει με την παραδοσιακή έννοιαν της τυραννίας. Επεδίωξεν μόνον την καθ΄ όλα θεσμικήν ιδιότητα του δικτάτορος. Μίαν ιδιότητα που απέκτησεν μέσω διορισμού αρκετές φορές, ενώ από το 46 π.Χ. την κατέλαβεν για το επόμενον διάστημα των 10 ετών. Ωστόσον, τον Φεβρουάριον του 44 π.Χ. διωρίσθη δικτάτωρ «εφ’ όρου ζωής» (PERPETUO). Αυτό το εξόχως ασύνηθες βήμα απολύτου εξουσίας υπήρξεν και η αρχή του τέλους του (όρα και «Η ιστορία της Ρώμης» του Michael Grant, Νέα Υόρκη, εκδόσεις Charles Scribner’s Sons, 1978, σελίς 237.)
Η κοινωνικοπολιτική αναταραχή της παραπαιούσης ρωμαϊκής δημοκρατίας με τις τρισεπώδυνες συνέπειές της, τον εμφύλιον, τις εξεγέρσεις, την συκοφαντία και τις δολοπλοκίες, (στοιχεία συνήθως ακολουθούντα τις συνωμοσίες και τα ταπεινά τους ελατήρια), εικονοποιείται εντόνως και αριστοτεχνικώς από τον μαΐστορα Σαίξπηρ. Επίσης σε αυτήν την κολασμένην ατμόσφαιρα, με θαυμαστήν εκφραστική πυγμή και μαγευτική λεκτικήν πληρότητα ψυχογραφεί: Aναδεικνύει τον βαθέως διατεταραγμένον ψυχισμόν του Βρούτου, όπως και τις βίαιες εσωτερικές συναισθηματικές συγκρούσεις τις οποίες βιώνει για τον Καίσαρα. Αυτό ακριβώς είναι το ταραχώδες πεδίον με τα αμφιταλαντευόμενα και αυξομειούμενα αισθήματά του, το οποίον εξεμεταλλεύθη ο Κάσσιος και τον κατέστησεν συνένοχόν του.
Το δίλημμα του Βρούτου διαγράφεται εφιαλτικόν με τεράστιον ηθικοψυχολογικόν εκτόπισμα. Αφ’ ενός το μίσος για τον πιθανώς επικείμενον τύραννο (όχι ήδη υφιστάμενον) και αφ΄ετέρου η ευγνωμοσύνη για τον ευεργέτην του, δεν προσφέρουν περιθώρια οιασδήποτε άλλης οπτικής. Η σαιξπηρική ροή εξελισσομένη αριστοτεχνικώς επιτείνει την ώριμο και απαρτιωμένη ψυχογραφικήν «υπόκρουση». Η σαιξπηρική αφήγηση, η μόνη προσφέρουσα μιαν αντιληπτική μέθεξη (αυτής της εντάσεως) στην έκπτυξη των προσωπικών παθών και λαθών, εντός του συλλογικού σκηνικού και του δεδομένου ιστορικού πλαισίου, χαράσει οδούς ανθρωπογνωσίας.
Το έργον τελειώνει με ένα μεταθανάτιον αφιέρωμα στον Βρούτο από τον Μάρκον Αντώνιον, ο οποίος διακηρύσσει ότι ο Βρούτος παρέμεινεν «ο ευγενέστερος όλων των Ρωμαίων», επειδή ήταν ο μόνος συνωμότης που ενήργησεν, στον νουν του, για το καλόν της Ρώμης.
Είθισται με την ιδιοπροσωπίαν του και την βάσανον της εθνικής του ιστορίας, κάθε Λαός να αποτυπώνει την πρόσληψη και αξιολόγηση που διατηρεί προς τα δρώμενα εντός της συλλογικής ζωής με ρήσεις παροιμιακού χαρακτήρος, όπως επί παραδείγματι η ρωμαϊκή (πληβειακής καταβολής) ανάλογος, της περιόδου των υστεροδημοκρατικών και πρωτοαυτοκρατορικών χρόνων, «OMNIS ÆMULUS TRADITOR» (Κάθε μιμητής προδότης).
Τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα, επίσης γνωστά ως κορυφαίες αμαρτίες, ή θεμελιώδη αμαρτήματα, αναφέρονται σε μιαν ομαδοποίηση και ταξινόμηση των διαφόρων κακών, όπως αυτά παρουσιάζονται μέσα στις χριστιανικές διδασκαλίες, αν και δεν εμφανίζονται ρητώς στην Βίβλο (λίαν σύγχρονός μας πολυεπίπεδος μελέτη περί αυτών γίνεται από τον Σων Τάκερ, καθηγητή της ιστορίας της τέχνης στο Πανεπιστήμιον του Έλον της Βορείου Καρολίνας, στα έργα του : «Υπερηφάνεια και ταπεινοφροσύνη : Μία νέα διεπιστημονική ανάλυση» εκδόσεις Palgrave Macmillan και «Οι αρετές και οι αμαρτίες στις τέχνες: Μία συλλογή», 2015, εκδόσεις Cascade).
Συμπεριφορές ή συνήθειες ταξινομούνται σε αυτήν την κατηγορία εάν γεννούν αμέσως άλλες ανηθικότητες. Συμφώνως προς τον τυπικόν τους κατάλογο (του Πάπα Γρηγορίου του Α’), είναι : υπερηφάνεια, απληστία, οργή, φθόνος, λαγνεία, λαιμαργία και νωθρότης, αμαρτήματα τα οποία είναι επίσης αντίθετα με τις επτά ουράνιες – θεόπνευστες αρετές (όπως αυτές κατεγράφησαν στο επικόν ποίημα «Ψυχομαχία» του Αυρηλίου Κλήμεντος Προυδεντίου του σημαντικού χριστιανού ποιητή του 4ου μ.Χ. αιώνος : αγνεία, εγκράτεια, ελεημοσύνη,συνέπεια,υπομονή,ευγένεια, ταπεινοφροσύνη). Αυτές οι κορυφαίες αμαρτίες θεωρούνται συχνάκις ως οι καταχρήσεις ή οι υπερβολικές εκδοχές των φυσικών λειτουργιών ή παθών κάποιου (επί παραδείγματι, η λαιμαργία καταχράται την φυσικήν επιθυμίαν κάποιου να φάγει, να τραφεί.
Η ταξινόμηση των κορυφαίων αμαρτιών προήλθεν από τους ασκητές «Ερημίτες μοναχούς» (τους πνευματικούς πατέρες της ερήμου), ειδικότερον δε τον Ευάγριον τον Ποντικόν, ο οποίος ενετόπισε και επεσήμανε επτά (ή ενίοτε οκτώ) ισχυρές κακές σκέψεις ή πνεύματα τα οποία έπρεπε να υπερβεί κατά την ασκητικήν τροχιά του, ως εξής :
1. Γαστριμαργία (λαιμαργία)
2. Πορνεία (παράνομος συνουσία)
3. Φιλαργυρία (απληστία)
4. Υπερηφάνεια (μερικές φορές αποδίδεται ως αυτοϋπερεκτίμηση, αλαζονεία, επιδειξιομανία)
5. Λύπη (θλίψη), στην «Φιλοκαλία»-την συλλογή κειμένων των Ορθοδόξων Ησυχαστών Πατέρων από του 4ου έως και 15ου αιώνος, αυτός ο όρος αποδίδεται ως «φθόνος», ήτοι θλίψη για την ευτυχίαν του άλλου
6. Ὀργή
7. Κενοδοξία (καυχησιολογία)
8. Ἀκηδία , μη φροντίς των ανθρώπων, στην «Φιλοκαλία», αυτός ο όρος αποδίδεται ως «αποκαρδίωση»
[Ο Ευάγριος o Ποντικός ήταν Βυζαντινός θεολογικός συγγραφεύς, ο οποίος εγεννήθη το 345 μ. Χ. στην πόλη Ίβηρα του Πόντου. Ήταν συγγραφεύς και δρων μέλος της εκκλησίας. Απέθανεν στην Αίγυπτο το 399 σε ηλικίαν πενήντα πέντε ετών. Στην Ε’ Οικουμενική Σύνοδο (553) ο Ευάγριος κατεδικάσθη ως «Ωριγενιστής». Η καταδίκη του επανελήφθη και από τις δυο επόμενες Οικουμενικές Συνόδους. Αφού έγινε μοναχός στην Ιερουσαλήμ το 383, έγινε μέλος μιας κοινοβιακής κοινότητος μοναχών στην Νιτρία της Κάτω Αιγύπτου περί το 385, αλλά κατόπιν από μερικά έτη μετεκόμισε στα «Κελλία» της εσωτέρας ερήμου.]
Ο μαθητής του Ευαγρίου Ιωάννης Κασσιανός, με το βιβλίον του «Περί των Ιδρυμάτων των Κοινοβίων» (De institutis coenobiorum) μετέφερεν την ταξινόμηση των εν λόγω αμαρτημάτων στην Ευρώπη, όπου αυτή κατέστη θεμελιώδης στις ομολογιακές πρακτικές και του Καθολικισμού, όπως είναι εμφανές στα μετανοητικά εγχειρίδια και στα κηρύγματα [όπως το σπουδαίον «Η ιστορία του Πάρσον», από τις περιβόητες «Καντερβουριανές Ιστορίες» (Canterbury Tales) του Τζέφρεϋ Τσώσερ, (η τελευταία και μεγαλυτέρα ιστορία αυτού του ποιητικού κύκλου, συντιθεμένου από όλες τις διασωζόμενες από τον Τσώσερ συνεισφορές-αφηγήσεις περί των προσκυνητών), η οποία στην πραγματικότητα είναι μια μακρά και αδιάκοπος πεζογραφική πραγματεία για την μετάνοια].
Ο κατάλογος των θανασίμων αμαρτημάτων είναι επίσης εμφανής σε έργα τέχνης όπως το «Καθαρτήριον» της «Θείας Κωμωδίας» του Δάντη Αλιγκιέρι (όπου οι μετανοούντες στο Καθαρτήριον Όρος παρουσιάζονται ομαδοποιούμενοι και εξιλεούμενοι συμφώνως προς την κορυφαίαν αμαρτία που διέπραξαν). Η Καθολική Εκκλησία εχρησιμοποίησεν την έννοιαν των θανασίμων αμαρτιών ώστε να βοηθήσει τους ανθρώπους να περιορίσουν και να ελέγξουν την κλίση τους προς το κακό, πριν προκύψουν οι εξ αυτής τρομερές συνέπειες και ατασθαλίες. Οι διδάσκαλοι των Ηγετών επεκεντρώθησαν ειδικώς στην υπερηφάνειαν (η οποία οδήγησεν τον Σατανά στην πτώση του, ούσα κατά την Παράδοση η πλέον αντιπροσωπευτική και η καθευατήν ουσία κάθε κακού), θεωρουμένη δε ως «η αμαρτία που διαγράφει την ψυχή από την χάρη του Θεού», (όπως καταθέτει εμφατικώς ο Καρδινάλιος Χένρυ Έντουαρντ Μάνινγκ, Αρχιεπίσκοπος του Γουεστμίνστερ στο σπουδαίον κατηχητικόν έργον του «Το αμάρτημα και η συνέπειά του», 1874). Η υπερηφάνεια και η απληστία, θεωρούνται αμφότερες ως πρακτικές εγγενώς βαρέως αμαρτωλές, υποκείμενες σε όλες τις άλλες αμαρτίες που πρέπει να προληφθούν.
Για να εμπνευσθούν οι άνθρωποι ώστε να επικεντρωθούν στα επτά θανάσιμα αμαρτήματα, αυτά συνεζητήθησαν εκτενώς σε πραγματείες, απεικονίσθησαν σε πίνακες ζωγραφικής και διακοσμήσεις γλυπτικής σε καθολικές εκκλησίες, καθώς και σε παλαιότερα θεολογικά κατηχητικά εγχειρίδια.
Η υπερηφάνεια (λατινιστί superbia) θεωρείται, σχεδόν σε κάθε κατάλογον, η πλέον αρχέγονος και σοβαροτέρα από τις επτά θανατηφόρες αμαρτίες : Η διαστροφή εκείνων των ικανοτήτων που καθιστούν τους ανθρώπους περισσότερον «θεοειδείς», ωσαν τον Θεόν, μία διαστροφή της αξιοπρεπείας και της αγιότητος. Πιστεύεται επίσης πως είναι η πηγή των άλλων κορυφαίων αμαρτιών. Είναι επίσης γνωστή ως «ύβρις», ή «ματαιοδοξία», ταυτίζεται δε με την επικινδύνως διεφθαρμένην εγωπάθεια, την τοποθέτηση των επιθυμιών, των παρορμήσεων, των πόθων και των ιδιοτροπιών κάποιου υπεράνω της ευημερίας των άλλων ανθρώπων.
Σε καταστροφικότερες περιπτώσεις της νοσηρά υπερηφανείας, πιστεύεται ανορθολογικώς ότι κάποιος είναι ουσιαστικώς και αναγκαστικώς καλύτερος, ανώτερος ή σημαντικότερος από τους άλλους, ενώ αποτυγχάνει να αναγνωρίσει τα επιτεύγματα των άλλων και διατηρεί υπερβολικόν θαυμασμόν της προσωπικής του εικόνος, του εαυτού του (λησμονών την εκ μέρους του έλλειψη «θειότητος» και αρνούμενος να αναγνωρίσει τα όριά του, τα λάθη ή τα σφάλματά του ως άνθρωπος). Στο διάσημο μακρόν ποιημά του «Ένα δοκίμιον για την κριτική» (1711), ο μεγάλος Άγγλος ποιητής (και δεινός ομηριστής) του πρωίμου δεκάτου ογδόου αιώνος Αλεξάντερ Πόουπ γράφει χαρακτηριστικώς : «Αυτό που κυβερνά με την ισχυροτέρα προκατάληψη την αδύναμο κεφαλή, είναι η υπερηφάνεια, η πάντοτε αλάνθαστη κακία των ανοήτων», στίχος 203.
Καθώς η υπερηφάνεια έχει χαρακτηριστεί ως ο πατήρ όλων των αμαρτιών, έχει χαρακτηρισθεί ως το χαρακτηριστικότερον γνώρισμα του διαβόλου. Ο λόγιος (ιστορικός, φιλόλογος και φιλόσοφος) και συγγραφεύς, λαϊκός, μη ειδικός, θεολόγος Κλάϊβ Στεηπλς Λιούις γράφει στο πόνημά του «Απλούς Χριστιανισμός» (1952) ότι, η υπερηφάνεια είναι κατάσταση «κατά του Θεού», η θέση στην οποία το εγώ και ο εαυτός αντιτίθενται αμέσως κατά του Θεού: «Χυδαιότης, θυμός, απληστία, μέθη και όλα αυτά, είναι σε σύγκριση μαζί της απλώς ψύλλοι : Μέσω της υπερηφανείας ο διάβολος κατέστη ο διάβολος: Η υπερηφάνεια οδηγεί σε κάθε άλλη κακία: είναι η πλήρης αντίθεος κατάσταση του νου.» Η υπερηφάνεια θεολογικώς θεωρείται ότι αποκόπτει το πνεύμα από τον Θεόν, καθώς και από την Παρουσίαν Του, που δίδει ζωή και χάρη στο ανθρώπινον ον.
Κάποιος ημπορεί να είναι υπερήφανος για διαφορετικούς λόγους. Ο Αμερικανός Πρεσβυτεριανός Διαμαρτυρόμενος, θεολόγος, ιεροκήρυξ και συγγραφεύς του 19ου αιώνος Ίκαμποντ Σμιθ Σπένσερ εδήλωνε ότι «η πνευματική υπερηφάνεια είναι το χειρότερον είδος υπερηφανείας, αν όχι η χειροτέρα παγίς του διαβόλου. Η καρδία είναι ιδιαιτέρως εξαπατήσιμος σε αυτό το πράγμα.» Ο επίσης Διαμαρτυρόμενος Αμερικανός θεολόγος και πάστωρ Τζόναθαν Έντουαρντς είπε: «Να ενθυμείστε ότι η υπερηφάνεια είναι η χειροτέρα έχιδνα που ευρίσκεται στην καρδία, ο μεγαλύτερος παρενοχλητής της ψυχικής ειρήνης και της γλυκείας κοινωνίας με τον Χριστό. Ήταν η πρώτη αμαρτία που υπήρξεν ποτέ και κείται βαθύτατα, στα θεμέλια ολοκλήρου του κτηρίου του Σατανά, είναι δε η δυσκολότερον εκριζώσιμος αμαρτία και ο πλέον απόκρυφος, μυστικός και απατηλός από όλους τους πόθους, συχνάκις δε έρπει, ασυναισθήτως, καταμεσής της θρησκείας, μερικές δε φορές υπό την μεταμφίεση της ταπεινότητος. » («Επιστολές και προσωπικά γράμματα στην Δεβώρα Χέηθγουεη», 16ος τόμος από τα «Έργα του Τζόναθαν Έντουαρντς»). Ασφαλώς και προδήλως, η υπερηφάνεια γενικώς συνδέεται με την απουσίαν ταπεινότητος.
Ανήκω στην Α’ μεταπολιτευτική γενεά Εθνικιστών (η ιδιάζουσα χαρμολύπη της οποίας με διακατέχει έως σήμερον) και ουδέποτε λησμονώ τον ιδιότυπον Εθνικιστή παλαιοβιβλιοπώλη, τον αείμνηστον κύριο Μιχάλη Γιάκουμο, που εκτός από πολλά μεταπολιτευτικώς «κολασμένα» βιβλία, μας προσέφερεν αφειδώς την σαρκαστική (και αυτοσαρκαστική) κριτικήν και εμπειρία του, σε απολαυστικές συζητήσεις στο στενό και υπερπλήρες βιβλιοπωλείο του της οδού Ιπποκράτους. Σε κάποιες θερινές πανεπιστημιακές διακοπές, μου συνέστησεν πιεστικώς και εμφατικώς (παρά το ιδιάζον φλέγμα του) πως για κανέναν λόγον «ελληνοκεντρικής καθαρολογίας» να μη περιφρονώ αντανακλαστικώς την «Παλαιά Διαθήκη», ιδιαιτέρως δε την «Σοφία Σειράχ», όπου θα εύρω σημαίνουσες διαπιστώσεις και κατευθύνσεις ζωής. Έκτοτε πλειστάκις έχω ενθυμηθεί την υπόδειξή του.
Η παλαιοδιαθηκική «Σοφία Σειράχ» ή «Εκκλησιαστικός» (Το «Βιβλίον της παναρέτου σοφίας του Γιεσουά μπεν Σειράχ») λοιπόν. Συμφώνως προς την διατύπωση του ελληνιστή συγγραφέως του (Σίμωνος μπεν Γιεσουά μπεν Ελιέζερ μπεν Σειράχ, που ήταν γραφεύς στην πτολεμαϊκήν Αλεξάνδρεια) :
«Οπως η πέρδικα τίθεται στο κλουβί του κυνηγού ως δόλωμα, (πέρδιξ θηρευτὴς ἐν καρτάλλῳ) έτσι είναι η καρδία, ο νους και η διάθεσις του υπερηφάνου, διότι ως κατάσκοπος αυτός παρακολουθεί και περιμένει την κατάρρευσίν σου. Αυτός ενεδρεύει και προσπαθεί να μεταβάλη τα καλά εις κακά, εναντίον δε των εκλεκτών και διακεκριμένων προσπαθεί να προσάψη κατηγορίας. Από ένα σπινθήρα ανάπτει μεγάλη φωτιά· και ένας αμαρτωλός άνθρωπος στήνει ενέδρας, δια να χύση αίματα. Πρόσεχε από τον κακοποιόν άνθρωπον, διότι αυτός πάντοτε καταστρώνει και θέτει εις ενέργειαν πονηρά σχέδια. Πρόσεχε, μήπως και εναντίον σου προσάψη κατηγορίαν άδικον, η οποία θα μείνη πάντοτε.»
Σε ένα άλλο δε κεφάλαιον, λέγει ότι : «ο άνθρωπος που θέλει να αποκτά δεν είναι ικανοποιημένος με αυτό που έχει, μοχθηρά αδικία του συρρικνώνει την καρδία».
Στην Αρχαίαν Αθήνα, η «ύβρις» εθεωρείτο ως έν από τα μεγαλύτερα εγκλήματα και ως όρος εχρησιμοποιήθη για να αναφερθεί στην χυδαία και ατιμωτική περιφρόνηση η οποία ημπορεί να εξωθεί κάποιον δράστη να χρησιμοποιεί βία ώστε να προσβάλλει το θύμα του, περιφρονών τον ανθρώπινον αλλά κυρίως τον θείον νόμον. Αυτή η αίσθηση της ύβρεως θα ημπορούσε επίσης να χαρακτηρίζει τον βιασμόν. Ο Αριστοτέλης εκαθόρισεν την ύβρη ως πράξη προσβλητική για το θύμα, απλώς και μόνον για την ικανοποίηση του ιδίου του δράστη. Το νοηματικόν περιεχόμενον της λέξεως ήλλαξεν κάπως με την πάροδον του χρόνου, με κάποιαν επιπλέον έμφαση προς μιαν ακαθάριστον, αδρά αλλά και προφανή υπερεκτίμηση των ικανοτήτων κάποιου από αυτόν τον ίδιον.
Ο όρος εχρησιμοποιήθη επίσης από διαφόρους συγγραφείς για να αναλύσει και να προσδώσει νόημα στις ενέργειες των συγχρόνων αρχηγών Κρατών [από τον Άγγλον ιστορικό Ίαν Κέρσω «Χίτλερ 1889–1936: Ύβρις» (1998), τον Αμερικανό δημοσιογράφο και συγγραφέα Πήτερ Αλεξάντερ Μπέηναρτ – «Το σύνδρομον του Ικάρου – Μια ιστορία της αμερικανικής Ύβρεως», (2010) και από τον Άγγλο λόγιον, ιατρό και πολιτικό Ντέηβιντ Όουεν (2007 – 2012). «Το σύνδρομον της Ύβρεως – Μπους, Μπλερ και η δηλητηρίαση της ισχύος»]
Σε αυτό το πλαίσιον, ο όρος έχει χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει ότι ορισμένοι πολιτική ηγέτες, όταν ευρεθούν σε θέσεις εξαιρετικής ισχύος, φαίνεται να καθίστανται παραλόγως βέβαιοι με απροσμέτρητο αυτοπεποίθηση στις ιδικές τους ικανότητες, ολοέν και απροθυμότεροι να ακούσουν τις συμβουλές των άλλων και προοδευτικώς παρορμητικότεροι στις πράξεις τους. Εδώ ανακαλείται στον νου και ο δαντικός ορισμός της υπερηφανείας : «H αγάπη του εαυτού που διεστράφη σε μίσος την περιφρόνηση για τον πλησίον», μια πράγματι διαβολική και «αντίχριστος» κατάσταση.
Ο πολυμαθής, πολυεπιστήμων και πολυτάλαντος Αμερικανός «ιδρυτικός πατήρ» των ΗΠΑ, Βενιαμίν Φραγκλίνος γράφει στην Αυτοβιογραφίαν του : «Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει κανένα από τα φυσικά μας πάθη τόσον δύσκολο να υποταχθεί όσον η υπερηφάνεια. Παραλλάξετέ την, αγωνισθείτε εναντίον της, καταπνίξατέ την, ταπεινώσατέ την όσον ευχαριστείται κανείς, είναι ακόμη ζωντανή και περιστασιακώς θα ξεπροβάλλει και θα αναδειθεί. Θα την ιδείτε, ίσως, συχνά σε αυτήν την ιστορία. Γιατί ακόμη και αν ημπορούσα να συλλάβω ότι την υπερέβην εντελώς, πιθανώς θα ήμουν …. υπερήφανος για την ταπεινότητα μου!».
Ο Άγγλος Τζόζεφ Άντισον, δοκιμιογράφος, θεατρικός συγγραφεύς, ποιητής και ιδρυτής του διασήμου περιοδικού «Θεατής» (Spectator, του πρώτου) δηλώνει ότι : «Δεν υπάρχει πάθος που παρεισδύει στην καρδία πλέον ανεπαισθήτως και καλυπτόμενον υπό τις περισσότερες μεταμφιέσεις, περισσότερον από την υπερηφάνεια».
Στο «αφηγηματικόν θαυματουργιών» έργον του πολυγραφοτάτου Γερμανού Ιησουίτη συγγραφέως Γιάκομπ Μπίντερμαν «Κενόδοξος – Ο ιατρός εκ Παρισίων», η υπερηφάνεια είναι το πλέον θανάσιμον από όλα τα αμαρτήματα και οδηγεί αμέσως στην καταδίκην του διασήμου παρισινού ιατρού του τίτλου.
Στην «Θεία Κωμωδία» του Δάντη, οι μετανοούντες υπερήφανοι φέρουν πέτρινες πλάκες επάνω στον αυχένα τους ώστε μονίμως να κρατούν τις κεφαλές τους κεκλιμένες προς τα κάτω.
Το παροξυντικόν αποκορύφωμα της φρενήρους, αφράκτου, κομπορρήμονος και κατά τι «αυτοερωτικής» υπερηφανείας, συγκροτείται ενίοτε ως «σύμπλεγμα του Ιεχωβά». Αυτός είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται στην γιουνγκιανή (κατά Καρλ Γκούσταφ Γιούνγκ) ψυχολογικήν ανάλυση για να περιγράψει μια νεύρωση «εκχυλίζοντος εγωισμού», «εγωιστικού αυτοπληθωρισμού». Ο όρος προέρχεται από την μασοριτική Παλαιά Διαθήκη, όπου, με ορισμένες γραμματικές ερμηνείες, ο θεός των εκλεκτών Γιαχβέ-Ιεχωβάς απεικονίζεται ως γενοκτόνος, αιμοδιψής εθνοφυλετικός – τοτεμικός θεός, που επιδιώκει την εξαφάνιση κάθε ανδρός, γυναικός και παιδιού των εχθρικών φυλών ή οιουδήποτε ομοφύλου παραβιάζει την εντολήν «να μην υπάρξουν άλλοι θεοί πλην αυτού», Στην δημοφιλή χρήση, το «σύμπλεγμα του Ιεχωβά» αποτελεί μιαν μεταφορά για την τυφλή μισαλλοδοξία εντός μιας συγκεκριμένης αβρααμικής θρησκείας για την επιβολή της αναγκαστικής συμμορφώσεως με ποινή τον θάνατο για τους ανυπακόους.
Το πρώτον άτομον που εχρησιμοποίησεν τον όρον «σύμπλεγμα του Θεού» ήταν ο Άλφρεντ Έρνεστ Τζόουνς (1879-1958), Ουαλός νευρολόγος και ψυχαναλυτής. Ένας δια βίου φίλος (από την πρώτη τους συνάντηση το 1908) και συνάδελφος του Φρόϊντ που έγινεν ο επίσημος βιογράφος του. Η περιγραφή του, στο δίτομον έργον του «Δοκίμια στην Εφηρμοσμένη Ψυχανάλυση», (1923, Λονδίνο, εκδόσεις International Psycho-Analytical Press), περιγράφει το «σύμπλεγμα του Θεού» ως ακλόνητον πεποίθηση κάποιου ότι είναι θεός.
Χρήση του όρου περιλαμβάνεται και στις ψυχαναλυτικές συνεισφορές στην ψυχοϊστορία και στην βιογραφία, με χαρακτηριστικόν παράδειγμα, τον αυστρογενή Αμερικανόν ιατρόν και ψυχαναλυτή Φριτς Βίττελς που χρησιμοποιεί τον όρον για τον Φρόϊντ στην βιογραφία του [«Ζίγμουντ Φρόϊντ: Η προσωπικότης του, οι διδασκαλίες του και η σχολή του», 1924]. Και ο σπουδαίος «ρεβιζιονιστής» Αμερικανός ιστορικός Χάρι Έλμερ Μπάρνς εχρησιμοποίησεν τον όρον για τον πρώτον Πρόεδρον των ΗΠΑ Τζωρτζ Ουάσινγκτον και για τον έβδομον διάδοχόν του Άντριου Τζάκσον [«Μερικές σκέψεις για την πιθανή υπηρεσία της αναλυτικής ψυχολογίας στην ιστορία», του Χάρι Έλμερ Μπάρνς, «Ψυχαναλυτική επιθεώρηση» 1921, 8 (1): 22-37 ].
Επισημαίνεται εδώ ότι το «Σύμπλεγμα του Θεού» ή «Σύμπλεγμα του Ιεχωβά» δεν είναι κλινικός όρος, ούτε διαγνωστική διαταραχή, ενώ δεν εμφανίζεται και στο περιβόητον «Διαγνωστικόν και Στατιστικόν Εγχειρίδιον Ψυχικών Διαταραχών» (DSM), το παράγωγον της «Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρείας» με την διεθνή αναγνωρισιμότητα και «κανονιστικήν» (αν όχι αναγκαστικήν) εφαρμογή.
Ως επιμύθιον στην (μοιραίως ελλειμματικήν και τροπικώς «ασθμαίνουσα») παρούσα απανθισματικήν επισκοπική διάβαση, επιθυμώ να παραθέσω μιαν παραπομπή στους δογματικώς θεμελιώδεις βουδιστικούς «Εναρέτους στίχους» («Δαμαπάντα»), στην μία συνιστώσα τους «Μικρά Συλλογή» («Χουντάκα Νικάγια»), [που απαυγάζει σε 26 εδάφια 423 συνολικώς στίχων τις θεμέλιες αλήθειες του κυανοφθάλμου πολεμιστή πρίγκηπος Σιντάρτα Γκαουτάμα, του «Φωτισμένου» (Βούδα)], όπου γράφεται για τους θρασείς εμμονικούς αλλά και τους φιλοδόξους δολίους:
«Ηλίθιοι, αδύναμη η σοφία τους.
Εχθροί του εαυτού τους,
καθώς πορεύονται μεσ’ την ζωή.
Κακόβουλοι, που καρπούς δρέπουν πικρούς»
Αθανάσιος Κωνσταντίνου