Site icon ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ

ΕΘΝΙΚΟΙ ΣΤΟΧΑΣΜΟΙ (Μέρος 7β)

Share

Μεσοπολεμικές ιδεολογικοπολιτικές ζυμώσεις

Η αστική δημοκρατία εμπρός στο ρεύμα της αμφισβητήσεώς της εγκαταλείπει αδιστάκτως τον ριζοσπαστισμόν της, καθίσταται συντηρητική, χρησιμοποιεί αυταρχικές μεθόδους και εν τέλει ποινικοποιεί την αμφισβήτηση της εξουσίας της με ειδικούς νόμους, οι οποίοι προστατεύουν το αστικόν καθεστώς [Βενιζέλειος νόμος N.4229/24 Ιουλίου 1929 (ΦΕΚ 245/Τεύχος Πρώτον/25 Ιουλίου 1929) περί του «Ιδιωνύμου αδικήματος», ήτοι ειδικού αδικήματος].

Την εποχήν εκείνην το ΚΚΕ διαπνεόμενον από στενόν δογματισμόν και χαρακτηριζόμενον από την παντελή αδυναμίαν κατανοήσεως της ελληνικής πραγματικότητας επεχείρησεν να ακολουθήσει μίαν εξτρεμιστικήν τακτικήν. Ηθέλησεν έτσι να οργανώσει και να εξαπολύσει μαχητικές απεργιακές διαδηλώσεις επαναστατικού τύπου, απεπειράθη την συγκρότηση μαχητικών πολιτικών διαδηλώσεων και έρριψεν το ανεδαφικόν σύνθημα της «γενικής πολιτικής απεργίας».

Το μόνον όμως που επέτυχεν με αυτήν του την τακτικήν το ΚΚΕ, ήταν να προκαλέσει την προσοχήν του Ελευθερίου Βενιζέλου επί της ανατρεπτικής του φύσεως. Πράγματι ο δαιμόνιος και πολύπειρος Βενιζέλος πρώτος από όλους τους Έλληνες πολιτικούς ηγέτες αντελήφθη ότι, γιά την καταπολέμηση του κομμουνισμού, ο οποίος αποτελεί ένα συνωμοτικόν και στρατιωτικώς οργανωμένον συμπαγές ανατρεπτικόν κίνημα, δεν αρκούν οι κείμενοι νόμοι στους οποίους εμπίπτει και υπόκειται μόνον ένα τμήμα της κομμουνιστικής δραστηριότητος.

Συνεπώς, εσκέφθη ο Βενιζέλος, γιά την αντιμετώπιση του κομμουνισμού χρειάζονται ειδικά έκτακτα μέτρα, ειδικοί νόμοι, ακριβώς διότι και ο κομμουνισμός είναι ένα «ειδικόν πολιτικόν κίνημα» και όχι μία απλή,  κανονική και φανερά πολιτική δράση. Έτσι το 1929, εισηγήθη στην βουλήν τον νόμον περί «Ιδιωνύμου». Συμφώνως προς αυτόν ο κομμουνισμός αποτελεί ιδιώνυμον αδίκημα καί ως τέτοιο διώκεται.

Ο νόμος περί ιδιωνύμου απεδείχθη εντελώς ανεπαρκής γιά την ολοσχερή αποτελεσματικήν αντιμετώπιση του κομμουνισμού. Παρέμεινεν χωρίς συνέχειαν, συμπλήρωση και ολοκλήρωση, οπότε ελάχιστα συνέβαλεν στην  αντιμετώπιση του ΚΚΕ και στην δέουσα οργανωτικήν του απεξάρθρωση. Όμως αντιθέτως, το ιδιώνυμον, πολιτικώς έπληξεν όντως το ΚΚΕ, διότι μετά από  την ψήφισή του ο εθνικός πολιτικός κόσμος ήρχισεν  να αντιλαμβάνεται κάπως την πραγματικήν φύση του κομμουνισμού και εν πολλοίς διέκοψεν τις επαφές του με το ΚΚΕ, το οποίον μέχρι το 1936 απεμονώθη εν τέλει  εντελώς.

Ωστόσον η εγγενής αδυναμία της αστικής δημοκρατίας να συμβαδίσει με τις νέες συνθήκες είναι κοινή πεποίθηση ακόμη και μεταξύ αυτών που είναι υπέρ της κοινωνικής σταθερότητος. Μια ισχυρά δοκιμασία αυτών των επιφυλάξεων και προβληματισμών εστάθη η εμπειρία της παγκαλικής δικτατορίας.

Η παγκαλική δικτατορία και η αποτυχία της κοινοβουλευτικής συνεργασίας των αστικών κομμάτων, η οποία την διεδέχθη, ώξυναν την κρίση εξουσίας. Η κρίση επροσανατόλισεν την κοινή συνείδηση στην αναζήτηση του «Ηγέτη». Η στροφή στον πολιτικόν – «μεσσία», ήταν πάγιον χαρακτηριστικόν της πολιτικής υπαναπτύξεως που έχει επιβληθεί στην κοινή συνείδηση και εστάθη μοχλός ανανεώσεως της εμπιστοσύνης στον Βενιζέλο για την τετραετία 1928-1932.

Κύριος στόχος του Βενιζέλου την περίοδο αυτήν υπήρξεν η αποφυγή εξαρτήσεως της Ελλάδος μόνον από μία μεγάλη δύναμη. Προσεπάθησεν λοιπόν, να δημιουργήσει φιλικές σχέσεις τόσον με τις γειτονικές χώρες, όσον και με αυτές που εκυριάρχουν στην Μεσόγειο. Συνεπώς, η πρώτη διπλωματική κίνηση του Βενιζέλου ήταν η υπογραφή «Συμφώνου φιλίας, συνδιαλλαγής και δικαστικού διακανονισμού» με την Ιταλίαν στις 23 Σεπτεμβρίου 1928, συμφώνου το οποίον προέβλεπεν οικονομική και πολιτιστικήν συνεργασίαν των δύο χωρών, καθώς και παροχήν βοηθίιας σε περίπτωση εξωτερικής απειλής.

Όμως ο Βενιζέλος δεν είναι πλέον ο τολμηρός  «ηγέτης»  της δεκαετίας 1910-1920 προς τον οποίον απευθύνετο η εντολή των εκλογών. Το πρόγραμμα του δεν είναι πρόγραμμα επαναστατικής ανασυγκροτήσεως αλλά πρόγραμμα οργανώσεως ενός συγχρόνου αστικού κράτους. Τα κυβερνητικά μέτρα για την επιδιωκομένη ανασυγκρότηση έχουν οικονομικό και όχι κοινωνικόν χαρακτήρα. Η ανεργία, η υποαπασχόληση και η γενική πτώση της αγοραστικής δυνάμεως των εργαζομένων στα αστικά κέντρα και στην ύπαιθρο προκαλούν σειρά διαδηλώσεων και απεργιών. Οι διεκδικητικοί αγώνες, (αυθόρμητοι στο μεγαλύτερον ποσοστόν), αποδίδονται στην «κομμουνιστική καθοδήγηση», οπότε οι μπολσεβίκοι  επιχαίρουν για τα διαπιστευτήρια που τους χαρίζονται από τους αστοδημοκράτες.

Παρ’ ότι η  εκλογική δύναμη του ΚΚΕ στα 1928 (14.325 ψήφοι, ποσοστόν 1,41%, 0 βουλευτές, εκλογικό σύστημα: Πλειοψηφικόν) έχει μειωθεί αισθητώς εν συγκρίσει προς το 1926 (41.982 ψήφοι, ποσοστόν 4,38%, 10 βουλευτές, εκλογικό σύστημα: Αναλογικόν), εν τούτοις ο Βενιζέλος εχρησιμοποίησεν στο έπακρον την κομμουνιστικήν απειλή. Το περιβόητο «Ιδιώνυμον» [Ο τίτλος του νόμου ήταν «Περί των μέτρων ασφαλείας του κοινωνικού καθεστώτος και προστασίας των ελευθεριών των πολιτών»] είναι χαρακτηριστική περίπτωση του περιεχομένου της βενιζελικής τετραετίας, αλλά και της εν γένει συγχύσεως στον πολιτικόν προσανατολισμόν. Αξιοσημείωτος ήταν η απόρριψη από τον Βενιζέλο της προτάσεως του Παπαναστασίου να διώκονται με το «ιδιώνυμον» όχι μόνον οι κομμουνιστές αλλά και οι φασίστες !

Η σύγχυση από το πολιτικόν κόστος της οικονομικής κρίσεως επαναφέρει το πολιτικόν κλίμα του «διχασμού». Βαθαίνει το χάσμα μεταξύ βενιζελισμού και αντιβενιζελισμού, όσον και εάν σταδιακώς εκλείπουν οι κοινωνικοί όροι οι οποίοι το εδημιούργησαν. Τώρα το συντηρεί η προσωπική φιλοδοξία και η αδιαλλαξία των κομματικών αρχηγών. Αλλά και στον ευρύτερον «δημοκρατικό χώρο», μετά την προσωρινή συσπείρωση των κομμάτων βενιζελικής προελεύσεως γύρω από τον Βενιζέλο, οι προϋπάρχουσες διαφορές αναβιώνουν και στην συντηρητική στροφή του Βενιζέλου εκδηλούνται με την μορφήν αντιπολιτευτικής τάσεως. Η τετραετία δεν έλυσεν το πρόβλημα της εξουσίας ανάμεσα στα τμήματα του άρχοντος συγκροτήματος. Αντιθέτως το πρόβλημα τίθεται με μεγαλυτέρα οξύτητα μετά την ουσιαστικήν σύγκλιση των κοινωνικών στόχων των δυο κυριάρχων ομάδων. Η σύγκλιση σημειώνεται στην κοινή πρόθεση να περιφρουρήσουν το κοινωνικόν  status από την αυξανομένη ταξική απειλή.

Ο αγών για την πολιτικήν επικράτηση της κάθε ομάδος εισέρχεται σε νέα φάση. Οι «Λαϊκοί» θυσιάζουν, (προσωρινώς), ακόμη και την φίλομοναρχική τους παράδοση. Το κόμμα του Βενιζέλου ενεργοποιεί τον στρατιωτικόν παράγοντα  και μεθοδεύει την ευρυτέρα δυνατή αποδυνάμωση του «ταξικού» του αντιπάλου, ενώ δημιουργεί ειδικές ημινόμιμες οργανώσεις ως αντιρρόπους μηχανισμούς στις «ταξικές» μετωπικές οργανώσεις των κομμουνιστών. Η δράση αυτών των οργανώσεων πολύ γρηγορα ακολουθεί, εν μέρει, ατελώς και εξωτερικώς, τα ιταλικά φασιστικά πρότυπα. Μια τέτοια οργάνωση, η «Εθνική Ένωσις Ελλάς» (ΕΕΕ), δημιουργηθείσα στην Θεσσαλονίκη και προβαίνουσα σε αντικομμουνιστικές διώξεις, απετέλεσεν  τον πυρήνα παρομοίων οργανώσεων και στην Αθήνα. (Επ΄ αυτής θα επανέλθουμε εν ευθέτω εκτενεστέρως).

Το ΚΚΕ, αυτήν την εποχήν, ως είωθεν, συμφωνούν κατά γράμμα δουλικώς με τις «εκτιμήσεις» (ήτοι εντολές άνευ αντιλογίας) της Γ’ Διεθνούς, προβάλλει αμέσως και εμφατικώς το αίτημα «ανατροπής της αστικής κυριαρχίας» και εγκαθιδρύσεως της «δικτατορίας του προλεταριάτου» στην Πατρίδα μας. Πέραν του προβλήματος ορθότητος αυτής της θέσεως, είναι γεγονός αναντίρρητον  η συνθλιπτική πίεση που ασκεί η θέση αυτή επί των αστικών κυριάρχων ομάδων, ώστε να επιλύσουν επειγόντως το πρόβλημα της εξουσίας.

Την περίοδον 1929-31 εξέσπασεν στο κομμουνιστικόν κόμμα ισχυρά κρίση, μεταξύ των δύο ομάδων της ηγεσίας του ΚΚΕ που είχεν ήδη αρχίσει από το 1928, αποκληθείσα «Φραξιονιστική πάλη χωρίς αρχές».

Παρά την αναφερθείσα επικράτηση των «Κούτβηδων» δεν έληξεν ο ενδοκομματικός αγών. Απεναντίας μάλιστα απεκορυφώθη και μετεξελίχθη σε οξυτάτην κρίση, η οποία  διήρκεσεν μέχρι το 1931 και συνεσχετίσθη με τον «φραξιονισμόν», δηλαδή την διάσπαση του κόμματος σε ομάδες – φράξιες που μάχονται η μία την άλλην. Πράγματι τότε, το ΚΚΕ διεσπάσθη σε διάφορες ομάδες οι οποίες εμάχοντο η μία εναντίον της άλλης, χωρίς αρχές αλλά με εμπαθή λύσσα. Οι ομάδες αυτές ήσαν κυρίως δύο : H μiα των Σιάντου—Θέου— Πυλιώτη και η άλλη των Χαϊτά—Ευτυχιάδη (Κορκόζωφ)—Κολοζώφ.

Από την μια πλευράν η ομάς των συνδικαλιστών Σιάντου-Θέου-Παπαρήγα-Πυλιώτη, υπεστήριζεν την άμεσο κήρυξη γενικής πολιτικής απεργίας, με σκοπόν την κατάληψη της εξουσίας, ενώ από την άλλην η ομάς των Χαϊτά-Ευτυχιάδη-Κολοζώφ επέμενεν ότι, δεν είχαν ακόμη ωριμάσει πλήρως οι συνθήκες για ένα τέτοιον εγχείρημα, οπότε το κόμμα έπρεπε πρώτον να οργανωθεί.Το σύνθημά τους ήταν: «Πρώτα οργάνωση και μετά επανάσταση».

Υπήρχαν όμως και άλλλες «φράξιες», όπως εκείνη των Θέμελη—-Καραγιώργη—Βλάχου. Συχνάκις δύο ή περισσότερες «φράξιες» συνεμάχουν εναντίον μιας άλλης, για να  διασπασθούν όμως εν συνεχεία και να αρχίσουν εκ νέου μεταξύ τους έναν αγώνα ανηλεούς αλληλοεξοντώσεως. Αυτή η κατάσταση είχεν επιφέρει ουσιαστικώς διάλυση του κόμματος που εσπαράσσετο από την εσωτερικήν διαμάχην.Το κράτος όμως εκείνην την εποχήν δεν ησχολήθη ενεργότερον με το ζήτημα και ανοήτως δεν εξεμεταλλεύθη αυτήν την εσωτερικήν κρίση του ΚΚΕ, ώστε να το συντρίψει οριστικώς. Αντιθέτως την εξεμεταλλεύθησαν οι τροτσκιστές οι οποίοι κατά την περίοδον εκείνην ανεπτύχθησαν λίαν σημαντικώς και απετέλεσαν σοβαρόν κίνδυνον επιβιώσεως για το σταλινικόν ΚΚΕ.

Βασική αίτια αυτής της σφοδράς εσωκομματικής πάλης ήταν η γενική αποτυχία του κομμουνιστικού κόμματος που προσεπάθει ματαίως (με παράταιρα και  έξαλλα δογματικά «επαναστατικά» συνθήματα, ευρισκόμενα εκτός του ελληνικού χώρου και χρόνου), να κινητοποιήσει τις λαϊκές μάζες. Γιά την παρατεινομένη και εκτεινομένη αυτήν αποτυχίαν του η κάθε μία ομάς (φράξια) εθεώρει υπεύθυνον την άλλην, εμβυθισμένες σε μίαν ατέρμονα κύκλιο επαναληπτική διεργασία.

Η διαμάχη μεταξύ των δύο κυρίων φραξιών – ομάδων είναι ολομέτωπος και εξασθενεί το κόμμα, έτσι η Κομμουνιστική Διεθνής αποφασίζει εν τέλει να  επέμβει δραστικώς. Την άνοιξη του 1931 εκάλεσεν για λογοδοσία 38 ηγετικά στελέχη στην Μόσχα από έναν κατάλογον που συνέταξεν ο Γιάννης Ιωαννίδης και το Νοέμβριον του 1931 διορίζει στην ηγεσία του ΚΚΕ τριμελή γραμματεία με επικεφαλής τον Νίκο Ζαχαριάδη και μέλη τους Γιώργο Κωνσταντινίδη (Ασημίδη) και Γιάννη Μιχαηλίδη, όλους «κούτβηδες», ήτοι όπως προανεφέρθη αποφοίτους του Πανεπιστημίου των Μπολσεβίκων  ΚΟΥΤΒ.

Επίσης, τον Σεπτέμβριον του 1931 καταργεί την «Κεντρικήν Επιτροπή» και διορίζει νέο «Πολιτικόν Γραφείον», από τους Νίκο Ζαχαριάδη ως Γραμματέα, και μέλη τους Γιάννη Ιωαννίδη, Στέλιο Σκλάβαινα, Γιάννη Μιχαηλίδη, Βασίλη Νεφελούδη, Γιώργο Κωνσταντινίδη και Λεωνίδα Στρίγκο. Ο μέσος όρος ηλικίας της νέας «καθοδηγήσεως» δεν υπερέβαινε τα 27 έτη ! Επίσης, από τα μέσα του 1931 και ένθεν ο «Ριζοσπάστης» εκυκλοφόρησεν με τίτλον «Νέος Ριζοσπάστης», ως σαφής συνδετική αναφορά στην Νέαν Ηγεσία.

Η Νέα Ηγεσία εστάλη στην Ελλάδα μαζί με ομάδα στελεχών του κόμματος (επικεφαλής της οποίας ήταν ο Νίκος Ζαχαριάδης), στελεχών τα οποία εκείνην την εποχήν εσπούδαζαν στην Σοβιετικήν Ένωση, προκειμένου να επιφέρει την αποκατάσταση της ενότητος στο ΚΚΕ. Συνεπώς,  τον Νοέμβριον του 1931 μετά  την παρέμβαση της Κομμουνιστικής Διεθνούς και τον διορισμόν νέας ηγετικής ομάδος στο ΚΚΕ, υπό τον Ζαχαριάδη, έλαβεν τέλος η «φραξιονιστική πάλη χωρίς αρχές».

Το Κόμμα κατέλειπεν οριστικώς οπίσω του τις διαμάχες, τις κρίσεις, τις παλινδρομήσεις και τις συνεχείς αλλαγές στην ηγεσία της περιόδου 1918-31 και ήρχισεν μετεξελισσόμενο σε κόμμα νέου τύπου. Στο εξής, στις τάξεις του κόμματος θα υπήρχεν διάχυτος και ισχυρά η λεγομένη υπερηφάνως «μπολσεβίκικη ομοφωνία».

Η Νέα Ηγεσία των μπολσεβίκων θα βοηθήσει να υπερκερασθεί η κρίση. Τα έτη 1931-1933, αφ΄ ότου ανέλαβε την καθοδήγησή του ΚΚΕ ο δαιμόνιος και αδίστακτος συνωμότης Νίκος Ζαχαριάδης, το κομμουνιστικόν κόμμα επέτυχεν να ανασυγκροτηθεί άρδην, να «ανεβάσει καθέτως» το κύρος του στις λαϊκές μάζες, αλλά και να παίξει πρωταγωνιστικόν ρόλο στο λίαν έντονον απεργιακόν κίνημα εκείνης της περιόδου. Στις εκλογές του 1932 το ΚΚΕ εξέλεξεν 10 βουλευτές, ως «Ενιαίο Μέτωπο Εργατών Αγροτών» (ΕΜΕΑ).

Αθανάσιος Κωνσταντίνου

Exit mobile version