“Το δε την πόλιν σοι δούναι ουτ’ εμόν εστίν ουτ’ άλλου των κατοικούντων εν αυτή, κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών”.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ
Δρόμους διαβαίνοντας παλιούς, πλακόστρωτους, μιας χώρας όμορφης, πανώριας. Περνώντας μέσα από ποτάμια, πέλαγα, κοιλάδες, κορφοβούνια. Παντού, σ’ αραχνιασμένους πύργους και στοιχειωμένα κάστρα, ανάμεσα απ’ ασφοδέλους και ματωμένα λούλουδα. Παντού όπου κι αν πήγα το ίδιο παραμύθι, θρήνος αψύς και γοερός, παντού ο ίδιος: «Ήτανε κάποτε παλιά ένας Βασιλιάς, Μεγάλος, Δυνατός, Δίκαιος, Ωραίος…».
Λόγια ψιθυριστά που ο ασπρομάλλης γέρος στον εγγονό του θε’ να πει και αυτός στον εδικό του κι έτσι πέρασαν από τότε μίζερα χρόνια μαύρα πεντακόσια εξήντα:
«Ήτανε κάποτε παλιά ένας Βασιλιάς…». Το ψιθυρίζουνε με γλώσσα ιερή τα κύματα στα γαλανά ακρογιάλια, στα κορφοβούνια αετοί και κεραυνοί, στους κάμπους οι ανυπόταχτοι απελάτες της Πατρίδας. Και το τραγούδι δε σιγά. Το παραμύθι πέρα από το χρόνο, από στόμα σε στόμα, από γενιά σε γενιά καθαροαίματη κρατιέται.
«Ήτανε κάποτε ένας Βασιλιάς…». Βογκά το Αίμα αδίκιωτο στις στοιχειωμένες πολιτείες του Μυστρά, του Γερακιού, στης Θεσσαλονίκης το κάστρο και στον Βόσπορο, το αίμα όλων αυτών, που κράτησαν ψηλά το Λάβαρο μιας Αυτοκρατορίας, της Αυτοκρατορίας μας.
«Μια φορά και έναν καιρό ήτανε ένας Βασιλιάς που είχε στην εξουσία του κάστρα πολλά, το πιο όμορφο και δυνατό απ’ όλα ήταν χτισμένο σε ένα όμορφο μέρος δίπλα στη θάλασσα που ήταν σπουδαίο σταυροδρόμι σε Ανατολή και Δύση, σε Νότο και Βορρά.
Το κάστρο αυτό που κάποτε έλεγαν Βυζάντιο και ύστερα Κωνσταντίνου Πόλη είχε γνωρίσει Δόξες πολλές. Για χρόνια χίλια κρατούσε τη Δύναμη του Κόσμου στα σιδερένια χέρια του και ήταν η ελπίδα των ανθρώπων απέναντι στα στίφη των ανθρώπων της Ανατολής.
Πόσοι και πόσοι εχθροί δεν είχανε κινήσει να πάρουνε το κάστρο του Βασιλιά του παραμυθιού μας. Για χίλια ολόκληρα χρόνια όμως αυτό έμενε ασάλευτο στη θέση του και κρατούσε τη Δύναμη του.
Πολλές φορές είχαν κινήσει εχθροί να πάρουνε το κάστρο και άλλες τόσες είχαν γυρίσει ντροπιασμένοι στις μακρινές τους χώρες. Μα μια φορά δεν ήταν σαν τις άλλες. Ο εχθρός ήταν δυνατός, μυριάδες ο στρατός του και ο Βασιλιάς μας με λίγους γενναίους είχε απομείνει. Εξήντα μερόνυχτα ολάκερα ο πόλεμος κρατούσε και η Πόλη άπαρτη έμενε και ολόρθη.
Ώσπου μια μέρα θλιβερή, μέρα φαρμακωμένη, η Πόλη έπεσε και οι βάρβαροι μολέψανε τα ιερά της, πήραν τα πλούτη της, σφάξανε νέους, παιδιά και γέρους. Είπαν ακόμη πως σκοτώσανε το Βασιλιά του κάστρου Κωνσταντίνο, μα αυτό είναι ψέμα… Ήμουν εκεί στην Πύλη που την λεν του Ρωμανού και είδα, είδα το Βασιλιά να σφάζει τους εχθρούς με το σπαθί του και έλαμπε και ήταν όλος μια φωτιά που γύρω-γύρω του φεγγοβολούσε λες ο τόπος. Τα χέρια του έσταζαν αίμα. Στα στήθη του Χρυσός Δικέφαλος Αετός Στέμμα γεμάτος από κόκκινες αιμάτινες κουκίδες και λαμπερά πετράδια.
Το μέτωπο του ήταν καθάριο και ήρεμος σαν που αρμόζει σε Θεό όπου μοιράζει Δίκιο μου’ μοιάζε. Τα πόδια του πατάγανε βαριά τη γη, πέτρινοι πύργοι όμοια, σαν να ‘τανε σαραντάπηχος Ακρίτας.
Ξάφνου τον ζώσανε εχθροί πολλοί κι όλοι πιστέψαμε ότι το τέλος είχε πια σιμώσει. Και εκεί όπου ο καθένας μας πάσχιζε στο Βασιλιά κοντά για να βρεθεί, άνοιξαν ξάφνου οι ουρανοί και ο Βασιλιάς από τα μάτια μας εχάθη.
Είπαν οι βάρβαροι πως σκότωσαν το Βασιλιά του Κάστρου Κωνσταντίνο, μα αυτό είναι ψέμα. Το ξέρω, το είδα με τα ίδια μου τα μάτια. Κάτω από τη Χρυσόπορτα της Πόλης του κοιμάται και προσμένει… Και κάθε που ο Ήλιος γέρνει προς τη Δύση ξυπνά και το σπαθί τροχίζει, τροχίζει το σπαθί του και λέει κάθε νυχτιά το ίδιο τραγούδι:
«Ακολουθείστε με αλαφροΐσκιωτοι. Πυκνώστε τις φάλαγγες μου εσείς οι ονειροπαρμένοι.
Είμαι το πνεύμα μιας Αυτοκρατορίας όπου ποτέ της δεν εχάθη. Σαλπίσατε Βιγλάτορες τον ερχομό μου, τα Λάβαρα ψηλά αποκρισάριοι, έρχομαι εκδικητής και τιμωρός».
Και το τραγούδι ακούγεται αχός σε όλη τη χώρα, όλες τις νύχτες, της μεγάλης νύχτας της πατρίδας. Σαλεύουνε στα ξεχασμένα κάστρα οι σκιές, βογκά το αίμα στις στοιχειωμένες πολιτείες, στο Μυστρά, στον Βόσπορο, στου Ρωμανού την Πύλη, και το τραγούδι δε σιγά, το ψιθυρίζουν κύματα στα γαλανά ακρογιάλια, Αετοί και κεραυνοί στα κορφοβούνια, στις νερομάνες και στους ποταμούς Νεράιδες.
«Ακολουθείστε με αλαφροΐσκιωτοι έρχομαι εκδικητής και τιμωρός».
Ν.Γ.Μ. – ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ, ΜΑΪΟΣ 1986
Reblogged this on Macedonian Ancestry.