Στοχαστές, πλην του Όσβαλντ Σπένγκλερ, που ησχολήθησαν με Ιστοριογραφικές – Πολιτιστικές μελέτες
• Ο Ιμπν Χαλντούν (بن خلدون, 1332-1406), ένας Άραβας ιστοριογράφος και ιστορικός, γεννημένος στην Τύνιδα, πρόδρομος των συγχρόνων κλάδων της ιστοριογραφίας, της κοινωνιολογίας, της οικονομίας και της δημογραφίας, έγραψεν στο μεγαλοπρεπές έργο του «Αλ Μουκάντιμα» («Προλεγόμενα») την άνοδον και την πτώση των δυναστειών και την δημιουργία ενός αδρανούς και στασίμου πολιτισμού. Διατηρεί μιαν εμπειρική και θρησκευτική προσέγγιση στην ιστορία και στην κοινωνιολογία, επικεντρώνεται δε κυρίως στον ισλαμικόν κόσμο. Θεωρείται ένας από τους πρώτους κοινωνιολογικούς συγγραφείς, καθώς και πρωτοπόρος της φιλοσοφίας της ιστορίας και της οικονομικής θεωρίας.
• Ο Ιταλός Ιωάννης – Βαπτιστής Βίκο, (Giambattista Vico, 1668 -1744), πολιτικός φιλόσοφος και ρήτωρ, ιστορικός και νομικός, της εποχής του Διαφωτισμού, έγραψε την «Νέα Επιστήμη» («Scienza Nuova») θέτων έναν σταθερότυπον ανόδου και πτώσεως τριών σταδίων, που σχετίζεται με την ιστορικήν ατραπό κάθε έθνους. Ο αρχικός πλήρης τίτλος του έργου του είναι: «Principi di Scienza Nuova d’ intorno alla Comune Natura delle Nazioni» το οποίον ημπορεί να μεταφραστεί κυριολεκτικώς ως «Αρχές / Καταβολές της Νέας / Ανανεωμένης Επιστήμης Σχετικώς με την Κοινήν Φύση των Εθνών». Ο Βίκο ήταν επίσης πρωτοπόρος της εθνολογίας ως ανεξαρτήτου επιστήμης.
Ο Βίκο επίστευεν σε μιαν κυκλική φιλοσοφία της Ιστορίας, όπου η ανθρωπίνη ιστορία δημιουργείται από τον άνθρωπο. Ο όρος του για την κυκλική φύση της ιστορίας ήταν «κύκλοι και ανάκυκλοι» – «corsi e ricorsi». Το πλέον σημαντικόν κατά την θέση του είναι ότι, ο άνθρωπος και η κοινωνία κινούνται παραλλήλως, από την βαρβαρότητα στον πολιτισμό.
Καθώς οι κοινωνίες αναπτύσσονται περισσότερον κοινωνικώς, αναπτύσσεται και η ανθρωπίνη φύση, ενώ και οι δύο εκδηλώνουν την εξέλιξή τους με αλλαγές στην γλώσσα, στον μύθο, στην λαογραφία, στην οικονομία κλπ. Εν ολίγοις, η κοινωνική αλλαγή προκαλεί σαφώς και πολιτιστικήν αλλαγή.
Επομένως, ο Βίκο χρησιμοποιεί μια πρωτότυπον οργανικήν ιδέα, ότι δηλαδή ο πολιτισμός είναι ένα σύστημα κοινωνικώς παραγομένων και δομημένων στοιχείων. Ως εκ τούτου, η γνώση οποιασδήποτε κοινωνίας προέρχεται από την κοινωνικήν δομήν αυτής της κοινωνίας, η οποία ημπορεί να εξηγηθεί, επομένως, μόνον από την άποψη της ιδικής της γλώσσης. Ως εκ τούτου, κατά τον Βίκο ημπορεί να βρεθεί μια διαλεκτική σχέση μεταξύ της γλώσσης, της γνώσεως και της κοινωνικής δομής.
Στηριζόμενος σε μιαν περίπλοκον ετυμολογία, ο Βίκο στην «Νέα Επιστήμη» υποστηρίζει ότι, ο πολιτισμός αναπτύσσεται σε έναν επαναλαμβανόμενο κύκλον (ricorso) τριών αιώνων: τον θεϊκόν, τον ηρωικόν και τον ανθρώπινον. Κάθε ηλικία παρουσιάζει διακεκριμένα πολιτικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά και ημπορεί να χαρακτηριστεί από κυρίους «τρόπους» ή μορφές γλώσσης. Οι «γίγαντες» της θείας εποχής στηρίζονται στην μεταφορά για να συγκρίνουν και να κατανοήσουν τα ανθρώπινα και φυσικά φαινόμενα. Στην ηρωικήν εποχή, η «μετωνυμία» και η «συνεκδοχή» υποστηρίζουν την ανάπτυξη των φεουδαρχικών ή μοναρχικών θεσμών που ενσωματώνουν εξιδανικευμένα στοιχεία. Η τελική, καταληκτική ηλικία χαρακτηρίζεται από λαϊκή δημοκρατία και προβληματισμόν με ειρωνεία. Σε αυτήν την εποχή, η άνοδος της λογικότητος οδηγεί σε «barbarie della reflessione», στην βαρβαρότητα της αντανακλάσεως και ο πολιτισμός επανέρχεται και κατέρχεται πάλιν στην ποιητικήν εποχή. Από κοινού, ο επαναλαμβανόμενος κύκλος των τριών εποχών – κοινός σε κάθε έθνος – αποτελεί για το Βίκο μια «storia ideale eterna» – «ιδεώδη αιωνίαν ιστορία». Επομένως, ημπορεί να ειπωθεί ότι όλη η ιστορία είναι η ιστορία της ανόδου και της πτώσεως των πολιτισμών, για την οποίαν ο Βίκο παρέχει αποδείξεις (μέχρι και τους ελληνο-ρωμαϊκούς ιστορικούς).
• Νικολάϊ Γιακόβλεβιτς Ντανιλέφσκυ (Николай Я́ковлевич Данилевский, 1822-1885) : υπερσυντηρητικός Ρώσος εθνολόγος, φυσιοδίφης, οικονομολόγος, φιλόσοφος, ιστορικός και ιδεολόγος του πανσλαβισμού και του σλαβοφίλου κινήματος. Ο Ντανιλέφσκυ επρωτοστάτησεν στην χρήση βιολογικών και μορφολογικών μεταφορών κατά την σύγκριση των πολιτισμών, σχηματοποιών την «Θεωρίαν των ιστορικών-πολιτιστικών τύπων»
Ο Ντανιλέφσκυ εδημοσίευσεν για πρώτην φορά (1869) στο περιοδικόν «Αυγή» («Ζαριά») το κείμενόν του «Ρωσία και Ευρώπη: Ένα βλέμμα στις πολιτιστικές και πολιτικές σχέσεις του σλαβικού κόσμου προς τον Ρωμαιο-γερμανικό κόσμο», το οποίον αργότερον ανεδημοσιεύθη ως μονογραφία και συνεκρότησεν την διεθνή φήμη του.
Συνέκρινε τους πολιτισμούς και τα έθνη με βιολογικά είδη, ηρνήθη την ομοιότητά τους και υπεστήριξεν ότι, κάθε έθνος ή πολιτισμός είναι ηνωμένος με την γλώσσα του, κάτι που δεν ημπορεί να μεταβιβασθεί σε κανένα άλλον έθνος. Έτσι, εχαρακτήρισεν τις μεταρρυθμίσεις του Πέτρου του Μεγάλου στην Ρωσία ως καταδικασμένες σε αποτυχία, καθώς προσεπάθησαν να επιβάλουν ξένες αξίες στον σλαβικόν ρωσικόν κόσμο.
Ο Ντανιλέφσκυ διέκρινε τέσσερις κατηγορίες ιστορικής και πολιτιστικής δραστηριότητος:
1. θρησκευτική
2. πολιτική
3. κοινωνικοπολιτική
4. πολιτιστική
Με αυτές τις δραστηριότητες εδημιουργήθηκαν δέκα ιστορικο-πολιτιστικοί τύποι:
1. Χαλδαϊκός
2. Εβραϊκός
3. Αραβικός
4. Ινδικός
5. Περσικός
6. Ελληνικός
7. Ρωμαϊκός ή αρχαίος ιταλικός
8. Γερμανικός
9. Χαμιτικός ή Αιγυπτιακός
10. Κινεζικός
Ο Ντανιλέφσκυ εφήρμοσε την τελεολογική του θεωρία της εξεξελίξεως, δηλών ότι κάθε πολιτιστικός τύπος επέρασεν από διάφορα προκαθορισμένα στάδια της νεότητος, της ενηλικιώσεως και του γήρατος, με το τελευταίον να είναι το τέλος αυτού του τύπου. Χαρακτηρίζει τον σλαβικόν τύπον ως νεολαία του πολιτισμού, ανέπτυξεν δε ένα κοινωνικοπολιτικόν σχέδιο για την περαιτέρω εξελικτική ανάπτυξή του, που περιλαμβάνει την ενοποίηση του σλαβικού κόσμου με την μελλοντική του πρωτεύουσα στην Κωνσταντινούπολη («Πόλη των Τσάρων» – «Τσάργκραντ»), που θα κυβερνάται από έναν ορθόδοξον Αυτοκράτορα. Ενώ οι άλλοι πολιτισμοί θα εκφυλίζονται στον τυφλόν αγώνα τους για ύπαρξη, ο σλαβικός κόσμος πρέπει πλέον να θεωρείται μεταξύ τους ως σωτήριος Μεσσίας. Ο Ντανιλέφσκυ, ωστόσον, επίστευεν ότι δεν υπάρχει πραγματική ή απόλυτος πρόοδος, καθώς η ιστορία είναι κυκλική.
Οι πτυχές του βιβλίου του Ντανιλέφσκυ είχαν παρουσιασθεί ως «πρόδρομοι» μερικών από τις θεωρίες του Σπένγκλερ στην «Παρακμή της Δύσεως». Ο Τόϋνμπη τις αναφέρει στην «Σπουδήν της Ιστορίας» του. Η υπόθεση του Ντανιλέφσκυ έγινεν αντικείμενο πολλών αντιπαραθέσεων και πολώσεων ανάμεσα στους αναγνώστες της. Από την μία πλευράν, οι δύο Τιτάνες της ρωσικής λογοτεχνίας Φιοντόρ Ντοστογέφσκυ και Λέων Τολστόϊ την επαίνεσαν ολοψύχως, αλλά από την άλλην, οι σπουδαίοι «Δυτικιστές» φιλοευρωπαίοι στοχαστές, όπως ο φιλόσοφος, ιστορικός και κοινωνιολόγος Νικολάϊ Ιβάνοβιτς Καρέεφ (Николай Иванович Кареев, 1850-1931), ο ιστορικός Πάβελ Νικολάγεβιτς Μιλιουκώφ (Павел Николаевич Милюков, 1859-1943) και ο κοινωνιολόγος Νικολάϊ Κωνσταντίνοβιτς Μιχαηλόφσκυ (Николай Константинович Михайловский, 1842-1904), αντέδρασαν εντόνως εναντίον της.
• Κωνσταντίν Νικολάγεβιτς Λεόντιεφ (Константин Николаевич Леонтьев, 1831–1891) : Ένας υπερσυντηρητικός τσαρικός και αυτοκρατορικός – μοναρχικός Ρώσος φιλόσοφος, που υπεστήριζεν στενοτέρους πολιτιστικούς δεσμούς μεταξύ της Ρωσίας και της Ανατολής, ενάντια σε αυτό που εεπίστευεν ότι ήσαν οι καταστροφικές, εξισωτικές, χρησιμοθηρικές και επαναστατικές – διαλυτικές επιρροές της Δύσεως. Υπεστήριξεν επίσης την ανατολικήν πολιτιστική και εδαφική επέκταση της Ρωσίας, προς την Ινδίαν, το Θιβέτ και την Κίνα. Το 1875, προέτεινεν ότι, οι πολιτισμοί αντικατοπτρίζουν φυσικούς οργανισμούς που βιώνουν την ανάπτυξη και την ανθοφορία, ενώ ακολουθούν η παρακμή και ο θάνατός τους. Συμφώνως προς τον Λεόντιεφ, η αρχική, προηγουμένη περίοδος χαρακτηρίζεται από μιαν αυξανομένη ποικιλομορφία, ενώ η δευτέρα από την προοδευτικήν απλοποίηση. Ο πολύς Λεόντιεφ, όπως αργότερον και ο Σπένγκλερ, εθεώρησεν ότι η Δύση είχε μετακινηθεί στην τελευταία φάση.
Οι αισθητικές και πολιτικές του θεωρίες είχαν κάποιες ομοιότητες με εκείνες των Νίτσε και Σπένγκλερ. Αρκετές δεκαετίες πριν από την θεωρία του τελευταίου για την κυκλικήν φύση των πολιτισμών και την βεβαία πτώση της Δύσεως, ο Λεόντιεφ προέτεινε πως όλες οι κοινωνίες υφίστανται μια κατάσταση ανθοφορίας και αυξανομένης πολυπλοκότητος, ακολουθουμένην όμως από μια «δευτερογενή απλοποίηση», μια προϊούσα αποσύνθεση και τελικώς από τον θάνατον. Ο Λεόντιεφ ησθάνθη ότι η Δύση είχεν φτάσει στην αρχή της δευτερογενούς «απλοποιήσεως».
Ων βαθύατατα απαισιόδοξος, ο Λεόντιεφ έκανε αρκετές προβλέψεις που απεδείχτησαν αληθείς. Προεφήτευσεν ότι τον 20ον αιώνα θα υπήρχεν μια αιματηρά επανάσταση στην Ρωσία, την οποία θα οδηγούσε ένας «αντί-Χριστός», επανάσταση που θα ήταν σοσιαλιστική και τυραννική στην φύση της και της οποίας οι ηγεμόνες θα διέθεταν ακόμα περισσοτέραν δύναμη από τους τσαρικούς προκατόχους τους. Είπεν, «ο σοσιαλισμός είναι η φεουδαρχία του μέλλοντος». Ένιωθε ότι μόνον η πλέον σκληρά εφικτή αντίδραση θα ημπορούσε να αποτρέψει αυτό το σενάριον.
Προέβλεψεν επίσης ότι η Γερμανία θα φθάσει να καταστεί αρκούντως ισχυρά ώστε να εξαπολύσει μέχρις και δύο πολέμους κατά της Ρωσίας, καθώς και ότι η Κίνα θα απειλήσει τελικώς την δύναμη της Ρωσίας. Ισχυρίσθη τέλος ότι η τεχνολογία θα οδηγούσε μιαν ημέραν σε παγκόσμιο καταστροφή.
• Αλεξάντρ Ισαάκοβιτς Ζελιτσένκο (Александр Исаакович Зеличенко, γεννηθείς το 1956) : Ρώσος ψυχολόγος, φιλόσοφος, θεολόγος και ιστορικός, ο οποίος εξέδωσεν ένα σπουδαίο σύγγραμμα με τίτλον «Φως της Ζωής. Η ιστορία της ανθρωπότητος στην ψυχόσφαιρα της Γης» («Свет Жизни. История человечества в психосфере Земли», Μόσχα 2006, εκδόσεις «Ανοικτός κόσμος»), συνιστάμενον από τρία επί μέρους βιβλία (Α’ – «Οι Αρχές της Ιστορίας», Β΄ «Η Εποχή μας», Γ΄ «Η αναζήτηση του Ηλίου στον νεφελώδη ουρανό»). Σε αυτό συνεχίζει μεθοδικότατα την επεξεργασία της θεωρίας του Σπένγκλερ, ιδωμένη από την άποψη της αναπτυξιακής ψυχολογίας, διορθώνων μερικά μικρά ερμηνευτικά λάθη (με την προνομιακήν εκ των υστέρων ιστορικήν γνώση) και καταδεικνύων πως η διαδραστική αλλαγή των άλλων πολιτισμών αναπτύσσει την ανθρωπίνη ψυχή δημιουργούσα νέα πρότυπα ψυχικής δραστηριότητος.
· Φερνάν Πωλ Ασίλ Μπρωντέλ (Fernand Paul Achille Braudel, 1902–1985) ήταν διάσημος Γάλλος ιστορικός. Είναι ο σπουδαιότερος Γάλλος ιστορικός της μεταπολεμικής περιόδου και η πλέον εξέχουσα μορφή της «Σχολής των Χρονικών (Annales)». Η ακαδημαϊκή του πορεία εξεδιπλώθη γύρω από τρεις μεγάλες εργασίες, καθεμίααπό τις οποίες εχρειάσθη δεκαετίες εντατικής και εργώδους μελέτης: «Η Μεσόγειος» (1923-49 και έπειτα 1949-66), «Πολιτισμός και Καπιταλισμός» (1955-79), καθώς και το ανολοκλήρωτον, «Ταυτότης της Γαλλίας» (1970-85). Το 1962, διαρκούντος του Ψυχρού Πολέμου, συνέγραψεν το βιβλίον «Μια Ιστορία των Πολιτισμών», ως βάση μιας ιστορικής σειράς, αλλά η απόρριψη της – βασισμένης σε γεγονότα – παραδοσιακής αφηγήσεως εκρίθη αρκούντως ριζοσπαστική από το Γαλλικόν Υπουργείο Παιδείας, το οποίον και απέρριψεν το βιβλίο του. Αυτό ανεθεωρήθη το 1987 («Γραμματική των Πολιτισμών»), όμως και πάλιν απερρίφθη ως σχολικόν εγχειρίδιον !
Ο Μπρωντέλ στο βιβλίον αυτό δεν απέφυγεν και ο ίδιος να κάνει προβλέψεις όταν τό έγραψεν. Αυτές, τώρα, εμείς έχουμε την δυνατότητα να επαληθεύσουμε ! Έτσι, όταν φθάνουμε στο τέλος αυτού τού ογκώδους τόμου, στον «σημερινόν», τότε, πολιτισμό του ανυπάρκτου «υπαρκτού σοσιαλισμού» της Σοβιετικής Ενώσεως, αφού διαπιστώσουμε ότι «[είχεν αρχίσει] μια περίοδος φιλελευθεροποιήσεως [ή] εξανθρωπισμού, ο οποίος πραγματοποιείται με αργούς ρυθμούς, με περίσκεψη, αλλά είναι όπως φαίνεται μη αναστρέψιμος» (!), διαβάζουμε τούτα τα συγκλονιστικά: «Ίσως μόνον τώρα, και για πρώτην φορά, είναι ελυθέρα [η Σοβιετική Ένωση] να κάνει την ιδικήν της επανάσταση, να ακολουθήσει τον ιδικόν της δρόμο, σε ότι αφορά στα εσωτερικά της τουλάχιστον» και «Μια τεραστία αλλαγή ετοιμάζεται, πρόκειται νά επέλθει, ασχέτως προς την μορφήν που θα λάβει και με τήν ετικέτα που θα της επικολλήσουν εκ των υστέρων». Αυτά έγραφεν εν έτει 1963! Είναι δε ο «όνυξ τού λέοντος». Κάθε σχόλιον περιττεύει, καθώς προδήλως ο Μπρωντέλ προείπεν για την «γκλάσνοστ» και την «περεστρόϊκα» της εποχής Γκορμπατσόφ, αλλά δεν συνειδητοποίησεν ότι προέβλεπεν την κατάρρευση του «ανυπάρκτου σοσιαλισμού» των Σοβιετικών Μπολσεβίκων.
Ο… δημοκρατικότατος συγγραφέας γράφει πως οι πολιτισμοί είναι «αδελφωμένοι καί φιλελεύθεροι, αλλά ταυτόχρονα κλειστοί, αποκλειστικοί, δύστροποι … ειρηνικοί» άλλα και «εξ ίσου φιλοπόλεμοι· μέ εκπληκτική σταθερότητα» καί «ταυτόχρονα μετακινούμενοι, πλάνητες». Σιγά – σιγά αρχίζει νά συγκροτείται ένα λεξιλόγιον που, όπως πάντα στον Μπρωντέλ, στηρίζεται σε ένα «λογικόν πλέγμα από εικόνες» : τα διάφορα επίπεδα, η αλληλουχία των διαρκειών, κ.λπ. Βήμα προς βήμα, αποσαφηνίζει τηn σημασίαn με την οποία θα χρησιμοποιεί κάθε λέξη, μέσα σε ένα σύστημα που παραμένει πάντα ιδικόν του και το οποίον δικαιολογείται πρωτίστως από την δυνατότητα που έχει νά εκφράζει κατά τον πιστότερον δυνατόν τρόπο το περίγραμμα της πολυσυνθέτου πραγματικότητος καί νά υποβάλλει όλα εκείνα τα στοιχεία της που αντιστέκονται στην ανάλυση καί παραμένουν αδιαπέραστα. Αρκεί να θυμηθεί κανείς την λέξη «κουλτούρα» (culture) – «Πνευματικός Πολιτισμός – Καλλιέργεια» γιά την οποίαν, αφού διερευνήσει (σε σύγκριση με την γερμανική γλώσσα), τις σχέσεις μεταξύ αυτής και του πολιτισμού, θα γράψει τελικώς ότι «κουλτούρα είναι ένας πολιτισμός πού δεν έχει φθάσει ακόμη στην ωριμότητά του, στο βέλτιστον των δυνατοτήτων του, καί που δεν έχει εξασφαλίσει την ανάπτυξή του» («Υλικός πολιτισμός» – «Civilisation materielle», τόμος Α΄, σελίς 79).
Αφού ορισθεί διαδοχικώς σε σχέση μέ τον χώρον, με την κοινωνία, με την οικονομία και με τις συλλογικές νοοτροπίες, η έννοια του πολιτισμού, (το 1963), ταυτίζεται τελικώς από τον Μπρωντέλ με την ιδία την μακρά διάρκεια: «Είναι αυτό που, μέσα από διαδοχικές οικονομίες, μέσα από διαδοχικές κοινωνίες, εξακολουθεί νά επιβιώνει, και δεν επιτρέπει παρά μόνον ελάχιστες και μόνον σταδιακές παρεκκλίσεις από την πορεία του». Χωρίς ωστόσον νά ταυτίζεται και με την ιστορία στο σύνολόν της, γιά την οποίαν ό Μπρωντέλ εξακολουθεί να αναζητά μιά τρίτη λέξη, πού να μην είναι ούτε «πολιτισμός» ούτε «κουλτούρα» (1959), και γιά την οποίαν θα καταλήξει εν τέλει, αλλά πολύ αργότερον, να επιλέξει την λέξη «κοινωνία», η οποία ορίζεται, στον ενικόν αυτή τη φορά, ως «τό σύνολον των συνόλων».
Μας λέγει με σαφή αμεσότητα ο αντι – εθνικιστής μείζων στοχαστής: «Ποίος άραγε ημπορεί νά παραγνωρίσει την τεραστία σημασίαν της Ιστορίας; Βεβαίως δεν πρέπει να οδηγεί στην δημιουργίαν Εθνικισμών, πού είναι πάντα καταδικαστέοι, ούτε πάλιν νά αναλώνεται αποκλειστικώς σε έναν ανθρωπισμό ο οποίος, προσωπικώς, με συγκινεί περισσότερον». Και τελικώς ομολογεί: «Το θέμα είναι ότι χωρίς Ιστορία δεν είναι δυνατόν νά υπάρξει εθνική συνείδηση. Καί χωρίς εθνική συνείδηση δεν υπάρχει ούτε πρωτότυπη κουλτούρα, ούτε πραγματικός πολιτισμός».
Εκτός από τη «Μεσόγειο», το γνωστότερον έργον του είναι το τρίτομον «Υλικός πολιτισμός, καπιταλισμός και οικονομία, XV – XVIII, XV –XVIII αιώνες», που πρωτοενεφανίσθη το 1979. Είναι μια εκτενής ιστορία του συγχρόνου προβιομηχανικού κόσμου, που εστιάζει στο πώς έθεσαν οι άνθρωποι τα θεμέλια λειτουργίας των οικονομιών. Όπως σε όλα τα μεγάλα έργα του, αναμειγνύει το παραδοσιακόν οικονομικό υλικό με την λίαν εκτενή περιγραφή του κοινωνικού αντικτύπου των οικονομικών γεγονότων στην καθημερινή ζωή, δίδει δε επίσης ιδιαιτέραν προσοχή στην διατροφή, στην μόδα, στους κοινωνικούς κανόνες (κοινωνικές νόρμες) και σε παρεμφερείς περιοχές της ατομικής και συλλογικής ζωής.
Ο Μπρωντέλ υποστηρίζει ότι υπάρχουν μακροπρόθεσμοι κύκλοι στην καπιταλιστικήν οικονομία, οι οποίοι ανεπτύχθησαν στην Ευρώπη τον 12ον αιώνα. Πόλεις και αργότερον εθνικά κράτη ακολουθούν το ένα το άλλον, ως διαδοχικά κέντρα αυτών των κύκλων. Η Βενετία και η Γένοβα τον 13ον με 15ον αιώνα (1250–1510), η Αμβέρσα τον 16ον (1500–1569), το Άμστερνταμ τον 16ον με 18ον (1570–1733), το Λονδίνο και η Αγγλία τον 18ον και 19ον (1733–1896). Υπεστήριζε ότι, υφίστανται ποικίλες «δομές» – λέξη την οποία χρησιμοποιεί για να δηλώσει αρκετά είδη οργανωμένων συμπεριφορών, στάσεων, και συνηθειών, όπως επίσης και κυριολεκτικώς, δομές και υποδομές – που οικοδομήθησαν στην Ευρώπη κατά τον Μεσαίωνα, οι οποίες συνέβαλαν ή ίσως και ήσαν υπαίτιες για την μέχρι σήμερον επιτυχίαν των εδραζόμενων στην Ευρώπη πολιτισμών. Αρκετές από αυτές φαίνεται να τις αποδίδει στην μακρόβιον ανεξαρτησία πόλεων-κρατών, τα οποία, παρ’ ότι αργότερον αντεκαταστάθησαν από ομογενοποιημένα, γεωγραφικώς ενιαία κράτη, δεν ήσαν πάντα εντελώς υπό πίεση – ίσως για λόγους ωφελείας.
Ένα ιδιάζον χαρακτηριστικό του έργου του Μπρωντέλ είναι η εμφανής και λεπταίσθητος συμπόνιά του για την δυστυχία των περιθωριοποιημένων ανθρώπων. Επισημαίνει το προφανές, ότι οι περισσότερες ιστορικές πηγές προέρχονται από τις οικονομικώς (ή τουλάχιστον πνευματικώς) ισχυρές τάξεις — αυτές που είναι είτε πλούσιες είτε αναρριχώνται για να γίνουν πλούσιες. Δίδει μεγάλην σημασία στις φαινομενικώς εφήμερες ζωές των δούλων, δουλοπαροίκων και χωρικών, όπως επίσης και στις ζωές των πτωχών αστών, υποδεικνύει δε τις αθροιστικώς πολύτιμες προσφορές τους στον πλούτο και στην δύναμη των αντιστίιχων αυθεντών και κοινωνιών. Πράγματι, φαίνεται ότι ο Μπρωντέλ θεωρεί πως οι άνθρωποι αυτοί σχηματίζουν το πραγματικό συστατικόν υλικό του πολιτισμού. Η εργασία του συχνάκις διευκρινίζεται με ταυτόχρονες λεπτομερείς απεικονίσεις της καθημερινής ζωής, σπανίως δε με εικόνες περί ευγενών αρχόντων ή βασιλέων.
Αθανάσιος Κωνσταντίνου