Site icon ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ

Εθνικοί Στοχασμοί (Μέρος 7γ)

Εθνικοί Στοχασμοί (Μέρος 7γ)

Μεσοπολεμικές ιδεολογικοπολιτικές ζυμώσεις

Από τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 1932 έως τις εκλογές του Μαρτίου του 1933, όπου οριστικοποιείται η διαδοχή των «Λαϊκών» στην κυβέρνηση, είναι μια περίοδος εντόνου πολιτικής ασταθείας, εξ αιτίας της πολιτικής πολώσεως μεταξύ των δύο μεγάλα αστικών κομμάτων. Στον αστικόν τύπο της εποχής, ο οποίος παρουσιάζεται ως φορεύς της «κοινής γνώμης», επανεμφανίζονται στοιχεία του ιδιοπαθούς ελληνικού πολιτικού «μεσσιανισμού».

Ναι μεν ο πολιτικός μεσσιανισμός του 1932-1933 δεν έχει να προτείνει ένα συγκεκριμένο πολιτικό πρόσωπο, όπως στα 1928, αποδίδει όμως με σαφήνεια τα χαρακτηριστικά του «ηγέτη» : υπερκομματικός, εθνικός, ισχυρός άνδρας, θεματοφύλαξ του καθεστώτος και μία κυβέρνηση ισχυρά και «άχροη» – ακομματική. Αυτός ο προσανατολισμός ευνοείται και πολιτικώς από τον Μαρτίου του 1933, με την επικράτηση του μοναρχικού κόμματος των «Λαϊκών», θα αποδώσει δε περίπου δύο χρόνια αργότερον με την παλινόρθωση της μοναρχίας και κατόπιν με την μεταξική δικτατορίαν η οποία θα επιβάλλει το  «Εθνικόν Καθεστώς της 4ης Αυγούστου».

Ο βενιζελισμός ως αντιπολίτευση ευρίσκεται εγκλωβισμένος στην προσδοκία της επανόδου του στην εξουσία και αντιμετωπίζει το σύστημα διωγμού και εκκαθαρίσεως των μηχανισμών που επηρέαζεν. Εντός αυτού του πυκνού πολιτικού πλέγματος όχι μόνον δεν ημπορεί να διακρίνει την κατάληξη της πολιτικής του «ισχυρού ανδρός», αλλά και ο ίδιος προωθεί παρόμοιες διεξόδους : Tο πραξικόπημα Πλαστήρα (6 Μαρτίου 1933) φιλοδοξούσε να προσφέρει πολιτική λύση κατά το μουσολινικόν πρότυπον.

Ο «νέος διχασμός» δεν θα παρασύρει το σύνολο των αστικών δημοκρατικών δυνάμεων. Στην πολιτικήν σκηνή αυτές οι δυνάμεις αρνούνται την αστική κυριαρχία υπό οποιονδήποτε πολιτικόν φορέα και εισάγουν την πολιτική του «σοσιαλιστικού μετασχηματισμού» της ελληνικής κοινωνίας, μέσα από ριζικές μεταρρυθμίσεις. Οι κινήσεις αυτές, που παρουσιάζονται ως πολιτικοί σχηματισμοί περί το 1930, πέραν από τις επι μέρους διαφορές στα πολιτικά τους προγράμματα, συγκλίνουν στην άποψη για την εν μέρει επελθούσα και εν μέρει επερχομένη  χρεωκοπίαν της αστικής κυριαρχίας.

Η σύγχυση από την χρεωκοπίαν των αστικών λύσεων και από την προβολήν «εξωαστικών» διεξόδων από τις σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις και το Κομμουνιστικόν Κόμμα επιδρά βεβαίως και στο επίπεδον της αρχούσης ιδεολογίας. Αυτή κλονίζεται από την πολιτικήν ανεπάρκεια των παραδοσιακών αστικών σχηματισμών, ο δε κλονισμός της γίνεται ιδιαιτέρως και ανησυχητικώς έκδηλος με την ανερχομένην ανταγωνιστικήν ιδεολογίαν. Η αιφνιδία καταστροφική έκπτωση του ζειδώρου μεγαλοϊδεατικού ιδεολογήματος πλήττει ιδιαιτέρως τον βενιζελισμόν, διότι αυτός ήταν κυρίως ο φορεύς του εν τέλει ατελεσφόρου αστικού εθνικισμού. Ένεκα τούτου, στον χώρον των φιλελευθέρων παρατηρούνται οι εντονότερες πολιτικές ανακατατάξεις και ιδεολογικές αναζητήσεις.

Ο ελληνικός φιλελευθερισμός, συγκεκροτημένος επί του συνδυαστικού πλέγματος αστικών φιλελεύθερων αρχών του 1789 και μεγαλειώδους οράματος της εθνικής ολοκληρώσεως, μετά το 1922 στερείται τον συναρμόζοντα και στηρικτικόν συντελεστή της εθνικής αποστολής. Η συμπλήρωση του κενού αποτελεί τον πυρήνα των ιδεολογικών αναζητήσεων της φιλελευθέρας διανοήσεως.

Η φιλελευθέρα διανόηση βιώνει τραυματικώς την νέα πραγματικότητα, με δυσπιστίαν και εχθρότητα. Δυσπιστεί για την πολιτική και πνευματική καθοδήγηση και εχθρεύεται την «υπαγωγήν του Έθνους στην κοινωνία». Η τοποθέτηση αυτή περιορίζει αλλά δεν καθορίζει, (παρά μόνον εν μέρει), και τον προσανατολισμό της φιλελευθέρας διανοήσεως στην αναζήτηση νέων ιδεολογικών προσαρμογών : «Ευρωπαϊκή Συμπόρευση» και «Εθνική Αναγέννηση». Το έν αίτημα ωθεί στην ταχυτάτη υπέρβαση του οδυνηρού παρόντος με την ευρωπαϊκήν προοπτικήν του μέλλοντος, ενώ το το άλλον αίτημα «εκβιάζει» την επιστροφήν στο προπολεμικόν ελληνικόν παρελθόν.

Βεβαίως η πορεία της ιδεολογικής ανασυγκροτήσεως του φιλελευθέρου χώρου, ούτε ομοιογενής είναι ούτε χωρίς αντιφάσεις. Υπάρχει η κοινή αφετηρία που αφορά στο αίτημα της ανανεώσεως. Όμως n ανάπτυξη του προβληματισμού παρουσιάζει ποικιλόμορφες αποκλίσεις, αναλόγως προς την σκοπιά των φορέων του. Εντονοτέρα είναι η διαφοροποίηση των νέων διανοητών με ευρωπαϊκήν παιδεία, οι οποίοι επιστρέφουν στην Πατρίδα κατά την διάρκειαν της δεκαετίας του 1920.

Οι διανοητές αυτοί, κατά το πλείστον αστικής ή μεγαλοαστικής προελεύσεως, φιλοδοξούν να συγκροτήσουν το ρεύμα της πρωτοπορίας για την ανανέωση της φιλελευθέρας ιδεολογίας στην Ελλάδα του μεσοπολέμου. Ένα τμήμα αυτού του χώρου ακολουθεί πανεπιστημιακήν σταδιοδρομία, την οποίαν εγκαινιάζει .με εκδηλώσεις αμφισβητήσεως του «σχολαστικισμού», που τον απέδιδεν στους «παραδοσιακούς» καθηγητές του ελληνικού πανεπιστημίου. Οι εκπρόσωποι αυτής της διανοήσεως, ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, ο Παναγιώτης Κανελόπουλος, ο Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος και άλλοι, έχουν κάνει μεταπτυχιακές φιλοσοφικές σπουδές στο φημισμένον Πανεπιστήμιον Καρλ-Ρούπρεχτ της Χαϊδελβέργης, εγγύς καθηγητών του παραδοσιακού «φιλελεύθερου ουμανισμού» (Χάϊνριχ Ρίκερτ, Καρλ Τέοντορ Γιάσπερς, Φρήντριχ Γκούντολφ), όπου εμαθήτευσαν στο ρεύμα του νεοκαντιανισμού, αναπτυσσόμενον στα πλαίσια του περιβοήτου γερμανικού ιδεαλισμού. Το περιοδικόν «Αρχείον Φιλοσοφίας και θεωρίας των Επιστήμων» (1929-1940) είναι το θεωρητικόν όργανον της ομάδος αυτής (περί του οποίου θα επανέλθουμε).

Μιαν άλλη ομάς διανοητών, που ανήκει στον ίδιο φιλελεύθερο χώρο, με ανάλογον πανεπιστημιακή παιδεία, αλλά σαφώς προσανατολισμένη στα γαλλικά γράμματα, εκπροσωπούν οι Γεώργιος Θεοτοκάς, Κωνσταντίνος Θησέως Δημαράς, Γιάννης Οικονομίδης και άλλοι. Στο εσωτερικόν της ομάδος αυτής οι ιδεολογικές αποκλίσεις είναι μεγαλύτερες. Εδώ δεν υπάρχει το συνεκτικόν ομοιογενές φιλοσοφικό σύστημα, όπως στους προηγουμένους, ώστε να συγκρατεί σε ικανόν βαθμόν τις ιδεολογικές διαστάσεις.

Όμως, τον χώρον της φιλελευθέρας διανοήσεως συνδέει η κοινή αντίληψη του κοινωνικού προβλήματος. Η πεποίθησή της και περί «εθνικής διαστάσεως» της ελληνικής κοινωνίας, αποτελεί τον πυρήνα της θεωρητικής της σκέψεως και το περιεχόμενον της παρεμβάσεώς της στις συναφείς ιδεολογικές αναζητήσεις. Η σύγκρουσή της  με όσους υποστηρίζουν τον ταξικόν ορισμόν της κοινωνίας συνιστά το κύριον χαρακτηριστικόν της παρεμβάσεώς της.

Η διαμόρφωση της «διανόησης» της αριστεράς, όπως παρουσιάζεται στα 1933, ακολουθεί την διαδικασίαν διαφοροποιήσεως που παρατηρείται μετά το 1922. Προέρχεται από τις πνευματικές δυνάμεις οι οποίες ανεπτύχθησαν και εδραστηριοποιήθησαν κατά την δεκαετίαν 1910-1920. Οι μεταρρυθμιστές διανοούμενοι, ως ενιαίος χώρος, είχαν πλαισιώσει την πολιτικήν ανόρθωση και συνειργάσθησαν γιά την αστικήν ολοκλήρωση, που έφερε ο Βενιζέλος, παρά τις διαφορετικές κοσμοθεωρητικές αντιλήψεις που υπήρχαν στον χώρο τους.

Ο τομεύς  ο οποίος συνέχει την ελληνικήν διανόηση σε κοινές προσπάθειες, κατά την πρώτη εικοσαετία του εικοστού αιώνος, είναι ο έντονος αγών γιά μεταρρυθμιστικές αλλαγές στην εκπαίδευση. Καθοδηγητικός φορεύς της συντονισμένης προσπαθείας εκπαιδευτικής αλλαγής υπήρξεν ο «Εκπαιδευτικός Όμιλος», ο οποίος από την ίδρυσή του (1910) περιέκλειεν φιλελευθέρους διανοούμενους με πολιτικήν έκφραση το κόμμα του Βενιζέλου, αλλά και σοσιαλιστές, δίχως όμως συγκεκριμένη πολιτική στέγαση ή στράτευση προ του 1922.

Τα μεταπολεμικά πολιτικά αδιέξοδα, η μαρξιστική έμφαση της «ταξικής κοινωνικής διάρθρωσης», η στροφή της ριζοσπαστικής αστικής τάξεως στην διατήρηση των κεκτημένων, πράγμα που επιτρέπει την αποτελεσματική παρέμβαση όσων αντιδρούν στο ριζοσπαστικό έργον του Εκπαιδευτικού Ομίλου, προκαλούν στον χώρον του έντονες διαφοροποιήσεις οι οποίες εν τέλει οδηγούν στην διάσπασή του. Η διάσπαση (1927) και ο ιδεολογικός ανταγωνισμός που την συνοδεύει, αναδεικνύουν την ορμητικήν ζωτικότητα των νέων μαρξιστικών ιδεών και την εμβέλειάν τους στον χώρον της ευτρλωτου ελληνικής διανοήσεως. Η διάσπαση του «Εκπαιδευτικού Ομίλου» σημειώνει το τέλος της «ανοικτής συμμαχίας» των αριστερών και φιλελευθέρων διανοούμενων.

Δύο έτη αργότερον, το 1929, ο «Εκπαιδευτικός Όμιλος» διαλύεται, όταν η διαφοροποίηση προχωρά και στον αριστερόν χώρο, ο οποίος διασπάται από την σύγκρουση σοσιαλιστών και κομμουνιστών, σύγκρουση εξ αντανακλάσεως της πολιτικής διαστάσεως των διαφόρων ομάδων του «Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδας» (ΣΕΚΕ), αφ’ ότου προσεχώρησεν στην Γ’ Διεθνή (1920).

Τελικώς η ιστορία του «Εκπαιδευτικού Ομίλου» εμπεριέχει και την πορείαν της μεταρρυθμιστικής διανοήσεως της χώρας κατά την δεκαετίαν 1910-1920, πορείαν από την συμμαχίαν έως την σύγκρουση, αλλά και τις ποικίλες ιδεολογικές και πολιτικές μεταλλάξεις των εμπλεκομένων προσώπων και φορέων. Έτσι, στα 1933 ο ιδεολογικός διαφορισμός της ελληνικής διανοήσεως εκφράζεται και πολιτικώς.

Γενικώς παρουσιάζεται μια ενισχυμένη ροή και κίνηση διανοητών προς τα αριστερά, διανοητών που μέχρις τότε τους εξέφραζεν, ως ένα βαθμόν, ο φιλελεύθερος πολιτικός χώρος. Όσοι από αυτούς δεν συμφωνούν και δεν προσχωρούν στο κομμουνιστικόν κόμμα, αναζητούν πολιτικήν έκφραση στα κόμματα που επιδιώκουν μιαν ευρυτέρα κοινωνική μεταρρύθμιση και ευρίσκονται έξω από τον δικομματισμό. Τέτοια ήσαν το κόμμα του Αλεξάνδρου Παπαναστασίου «Δημοκρατική Ένωσις», του Ιωάννου Σοφιανοπούλου «Αγροτικόν Κόμμα», το «Σοσιαλιστικόν Κόμμα», καθώς και άλλα μικρότερα, σοσιαλιστικών τάσεων που εντάσσονται σε μιαν γενικοτέρα αναζωογόνηση του σοσιαλιστικού κινήματος περί το 1930.

Βεβαίως η σοβαροτέρα αμφισβήτηση της φιλελευθέρας αστικής κυριαρχίας προέρχεται από το ΚΚΕ, του οποίου η πραγματική επίδραση στις λαϊκές μάζες είναι πολύ μεγαλυτέρα από ότι καταδεικνύουν  τα εκλογικά αποτελέσματα. Μεταξύ των διανοητών που το ακολουθούν ανήκουν και προσωπικότητες που έχουν διακριθεί στους κοινούς αγώνες των στοχαστών του «Εκπαιδευτικού Ομίλου». Ο Δημήτρης Γληνός και ο Κώστας Βάρναλης, αμφότεροι κορυφαία στελέχη  του «Εκπαιδευτικού Ομίλου», μετά την διάσπασή του προσανατολίζονται σε μιαν σταδιακή προσέγγιση του μαρξισμού. Το περιοδικόν «Αναγέννηση» (1927-1929) αποτελεί πραγματικήν τομή στην ιστορίαν της μαρξιστικής προσεγγίσεως που διενεργείται  από διανοουμένους του μεσοπολέμου.

Η έκδοση περιοδικών, όπως οι «Πρωτοπόροι» και εν συνεχεία οι «Νέοι Πρωτοπόροι» και η «Νέα Επιθεώρηση» της πρώτης περιόδου (1928-1929) σηματοδοτούν και σημασιοδοτούν μιαν ικανήν  εξέλιξη της προσεγγίσεως των μαρξιστικών θέσεων και δη προς την κατεύθυνση υιοθετήσεως εκείνου του «επισήμου και εγκρίτου μαρξισμού» τον οποίον εξέφραζε στην Πατρίδα μας το ΚΚΕ και τα ιδεολογικά του φερέφωνα, υπό τις ευλογίες του «ερυθρού αρχιερατείου» της σοβιετικής Μόσχας.

Αθανάσιος Κωνσταντίνου

Exit mobile version