Ουγγαρία: Τα μέτρα του Ορμπάν για το δημογραφικό, αποδίδουν!
Η έννοια της «Βιοπολιτικής» έχει συσκοτισθεί πολλές φορές λόγω της «αντιφασιστικής» δαιμονολογίας και παραπληροφόρησης των καθεστωτικών μηχανισμών. Aυτό που ονομάζουμε «βιοπολιτική», δεν είναι τίποτε άλλο παρά η άμεση και λογικά αδιαμφισβήτητη σχέση ανάμεσα σε πολιτικές διαχειριστικές παρεμβάσεις και στη βιολογική ζωή των ανθρώπινων πληθυσμών. Στη σύγχρονη μεταψυχροπολεμική περίοδο, ο «αντιφασίστας» δομιστής και μεταμοντερνιστής φιλόσοφος, συγγραφέας, ψυχολόγος και ψυχοπαθολόγος Μισέλ Φουκώ ήταν εκείνος ο στοχαστής ο οποίος επανέφερε την έννοια της βιοπολιτικής στη διεθνή θεωρητική συζήτηση και της προσέδωσε συστηματική μορφή, συνδέοντάς την απροκατάληπτα με την ιστορία και με την επιστημολογία.
Με τις έρευνές του ο Φουκώ ανανέωσε εκτενώς τον θεωρητικό προβληματισμό περί βιοπολιτικής, παίρνοντας κριτικές και αιτιολογημένες αποστάσεις τόσο από τις «ανθρωπιστικές – κοινωνικές» ερμηνείες που διατυπώθηκαν στη Γαλλία όσο και από τις αυστηρά βιολογικές ερμηνείες που διατυπώθηκαν στον αγγλοσαξονικό κόσμο. Η βιοπολιτική εξετάσθηκε από τον Φουκώ ως ένας ουσιώδης μετασχηματισμός στην τέχνη της διακυβέρνησης.
Με τον όρο «βιοπολιτική» ο Φουκώ εννοούσε «τον τρόπο με τον οποίο επιχειρήθηκε, από τον 18ο αιώνα και ύστερα, να εξορθολογιστούν τα προβλήματα που έθεσαν στη διακυβερνησιακή πρακτική τα φαινόμενα που χαρακτήριζαν ένα σύνολο ζώντων ανθρώπων συγκροτημένων σε πληθυσμό: υγεία, υγιεινή, γεννητικότητα, μακροζωία, φυλές…» (Μισέλ Φουκώ, «Η γέννηση της βιοπολιτικής» – «Naissance de la biopolitique» (1978-1979), σελ. 289). Όμως ο Φουκώ δεν επενόησε ούτε τον όρο, ούτε βεβαίως την έννοια της βιοπολιτικής.
Ο πρώτος που χρησιμοποίησε αυτόν τον όρο ήταν πιθανότατα ο Σουηδός πολιτικός επιστήμονας και «ανάδοχος» της γεωπολιτικής Ρούντολφ Κγιελλέν (Rudolph Kjellén), το 1916. Στο βιβλίο του «Το κράτος ως μορφή ζωής» («Der Staat als Lebensform», Λειψία, 1917), ο Κγιελλέν περιέγραφε το κράτος όχι ως ένα υποκείμενο δικαίου γεννημένο από την ελεύθερη επιλογή και εθελούσια συμφωνία των πολιτών, αλλά ως «Ζώσα μορφή», ως ένα σύνολο ανθρώπων που συμπεριφέρονται σαν να ήταν ένας και μοναδικός ανθρώπινος ζωντανός οργανισμός.
Το 1920, ο Γερμανός βιολόγος και φυσιολόγος βαρόνος Γιάκομπ – Γιόχαν φον Ούεξκυλ (Jakob Johann von Uexküll) θα αναλύσει το κράτος ως ζωντανό σώμα με βιολογική υπόσταση και μορφή. Το βιβλίο του με τίτλο «Κρατική Βιολογία» («Staatsbiologie», Βερολίνο, 1920) έχει τον χαρακτηριστικό υπότιτλο «Ανατομία, φυσιολογία, παθολογία του κράτους» (Anatomie-Physiologie-Pathologie des Staates). Σε αυτό το πρωτοποριακό κείμενο υποστηρίζει ότι το γερμανικό κράτος απειλείται από μια σειρά «παρασιτικών ασθενειών», (όπως ο ανατρεπτικός συνδικαλισμός, η απεργία, η εκλογική δημοκρατία κλπ). Εναντίον αυτών των κρατικών νοσογόνων «παρασίτων», το κράτος πρέπει να αποκτήσει μιαν ιατρική αρμοδιότητα, ικανή να το προφυλάξει και να το θεραπεύσει.
Τον Ιανουάριο του 1938 δημοσιεύθηκε στο Λονδίνο το βιβλίο του δοκιμιογράφου Μόρλεϋ Ρόμπερτς (Morley Roberts) «Βιοπολιτική : Ένα εγχειρίδιο για την Φυσιολογία, Παθολογία και την Πολιτική του Κοινωνικού και Σωματικού οργανισμού» («Bio-Politics: An Essay in the Physiology, Pathology and Politics of the Social and Somatic organism»), στο οποίο μέσα σε 23 κεφάλαια αναφέρεται εκτενώς ο βαθύς δεσμός πολιτικής και βιολογίας. Σύμφωνα με τον Ρόμπερτς, η βιοπολιτική έχει καθήκον αφενός να εντοπίζει τους οργανικούς κινδύνους που απειλούν το πολιτικό σώμα, αφετέρου δε να προετοιμάζει τους κατάλληλους μηχανισμούς της κρατικής άμυνας. Μάλιστα οι αμυντικοί μηχανισμοί του κράτους παραλληλίζονται με το ανοσοποιητικό σύστημα του ανθρώπινου οργανισμού, με τα αντιγόνα και τα αντισώματά του.
Κατά την μεταπολεμική περίοδο, η έννοια της βιοπολιτικής, (βεβαρημένη βεβαίως από την «φασιστική» υποθήκη και κληρονομιά της) , ευτυχώς επανέρχεται στη θεωρητική συζήτηση. Ηδη στη δεκαετία του 1940, ο Γάλλος γιατρός, επιστημολόγος και φιλόσοφος της επιστήμης Ζορζ Κανγκιλέμ (Georges Canguilhem) διατύπωσε την ιδέα μιας «φιλοσοφίας της βιολογίας» σαν υπέρβαση της φυλετικής βιολογίας του γερμανικού εθνικοσοσιαλισμού, με δύο βιβλία του «Το φυσιολογικό και το παθολογικό» («Le Normal et le pathologique» – 1943) και « Η κατανόηση της ζωής» («La Connaissance de la vie»-1952).
Τον Ιαανουάριο του 1960, ο επίσης γιατρός και δοκιμιογράφος, Πωλονοελβετός Ααρών Σταρομπίνσκι (Aaron Starobinski) θα εγκαινιάσει μια νέα φάση του βιοπολιτικού προβληματισμού με το βιβλίο του «Η βιοπολιτική. Εγχειρίδιο ερμηνείας της ιστορίας της ανθρωπότητος και των πολιτισμών» («La Biopolitique. Essai d’ interpretation de l’ histoire de l’ humanité et des civilisations»). Σύμφωνα με την προσέγγιση του Σταρομπίνσκι, η βιοπολιτική οφείλει να μη παραγνωρίζει τις άλογες και τυφλές ενστικτώδεις δυνάμεις της βίας και της «βούλησης για δύναμη», καθώς και τις τρομερές αυτοκαταστροφικές τάσεις που υπάρχουν στον άνθρωπο κι ευρύτερα στον ανθρώπινο πολιτισμό. Αντίθετα αναγνωρίζει την ύπαρξή τους και τους αντιτάσσει τις πνευματικές δυνάμεις της δικαιοσύνης, της αλήθειας και της συμπόνιας .
Το 1969, ο κομμουνιστής κοινωνιολόγος και φιλόσοφος Εντγκάρ Μορέν – Ναούμ (Edgar Morin – Nahoum), με το βιβλίο του «Εισαγωγή σε μια πολιτική του ανθρωπου» («Introduction à une politique de l’ homme»), θα ερμηνεύσει και αυτός τον δεσμό βιολογίας και πολιτικής με …. «ουμανιστικούς» όρους. Στη βιοπολιτική αποδίδει το καθήκον να «απελευθερώσει την εξέλιξη του ανθρώπινου γένους από τις τάσεις του οικονομισμού και τις τάσεις του παραγωγισμού !». Παρόμοιο ουμανιστικό προσανατολισμό έχουν και τα δοκίμια του πρωτοπόρου αγροβιολόγου – εδαφολόγου Αντρέ Μπιρ (André Birre) που συνθέτουν το δίτομο έργο του «Τετράδια της Βιοπολιτικής» («Cahiers de la biopolitique»), το οποίο δημοσιεύθηκε στο Παρίσι στα χρόνια 1968-1969, από τον «Οργανισμό της εξυπηρετήσεως της ζωής» («Organisation du service de la vie»).
Το 1970, δημοσιεύεται στην Αμερική το βιβλίο του Τόμας Λάντον Θόρσον (Thomas Landon Thorson) «Βιοπολιτική» («Biopolitics») και σηματοδοτεί την έναρξη ενός νεότερου κύκλου βιοπολιτικών μελετών. Σε αυτόν η έννοια της βιοπολιτικής απαλλαγμένη από την αφηρημένη αοριστία των «ανθρωπιστικών» επιστημών, παραπέμπει πλέον σε εκείνους τους πολιτικούς επιστήμονες οι οποίοι χρησιμοποιούν τις βιολογικές έννοιες (κυρίως τη δαρβινική «Θεωρία της Εξελίξεως») αλλά και τις τεχνικές της βιολογικής έρευνας, ώστε να μελετήσουν και να ερμηνεύσουν την πολιτική συμπεριφορά, με αντικειμενικά κριτήρια, μετρητά και αναπαραγώγιμα.
Επιπλέον, τον Ιανουάριο του 1975 πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι το συνέδριο «Βιολογία και Βιοπολιτική» που προωθήθηκε από τη «Διεθνή Ένωση Πολιτικών Επιστημών» (IPSA) και συγκέντρωσε πάρα πολλούς συγγραφείς, που όλοι τους είχαν ήδη χρησιμοποιήσει τον όρο «βιοπολιτική» κατά την πορεία των ερευνών τους.
Μιλώντας για την βιοπολιτική επιστήμη, ασφαλώς δεν μπορούμε να μην αναφερθούμε στην «Κοινωνιοβιολογία», όρο που εισάχθηκε από τον επιφανή Αμερικανό εντομολόγο Εντουαρντ Όσμπορν Γουίλσον (Edward Osborne Wilson), καθηγητή Ζωολογίας στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, ώστε να περιγράψει τη σπουδαία μέθοδό του που στοχεύει στην εξήγηση κάθε κοινωνικής συμπεριφοράς, από τα απλούστερα ζώα μέχρι τον άνθρωπο με βιολογικούς-εξελικτικούς όρους.
Ως ημερομηνία γένησης αυτού του επιστημονικού κλάδου θεωρείται το 1975, όταν εκδόθηκε το βιβλίο του Γουίλσον «Κοινωνιοβιολογία. Η Νέα Σύνθεση» («Sociobiology: The New Synthesis», Οξφόρδη, Πανεπιστημιακές εκδόσεις).
Η «νέα σύνθεση» του τίτλου παραπέμπει στην σπουδαία ενοποίηση της δαρβινικής εξελικτικής θεωρίας με την επιστήμη της ανθρώπινης γενετικής στις δεκαετίες 1930 και 1940. Ο Γουίλσον με το πρωτοποριακό έργο του προανήγγειλε το επόμενο βήμα της εξελικτικής θεωρίας. Την επέκταση και διεύρυνση των νεοδαρβινικών ερμηνειών στην ανθρώπινη κοινωνική και πολιτισμική συμπεριφορά, άρα και την πολυπόθητη γνωστική ενοποίηση της Βιολογίας με την Ανθρωπολογία και την Κοινωνιολογία.
Οι κοινωνιοβιολόγοι, βασιζόμενοι κυρίως στις κατακτήσεις της γενετικής των πληθυσμών και στις καλά εδραιωμένες εξελικτικές προσεγγίσεις του νεοδαρβινισμού, θεωρούν πως διαθέτουν επαρκή θεωρητικά και ερευνητικά εργαλεία, οπότε και πραγματοποίησαν το αποφασιστικό άλμα : Δηλαδή να εξηγήσουν με αποκλειστικά βιολογικούς και συνεπώς εξελικτικούς και γενετικούς όρους την πολύπλοκη κοινωνική συμπεριφορά των πληθυσμών όλων των έμβιων οργανισμών, από τις μέλισσες μέχρι τους… ανθρώπους.
Ο Γουίλσον μπόρεσε να προσθέσει τον πιο προχωρημένο κλάδο της βιολογίας στις κοινωνικές επιστήμες με μια διαδικασία η οποία ανέβασε τη βιολογική φύση του ανθρώπου σε έναν κανόνα ηθικής συμπεριφοράς. Επομένως οι βιολογικές έννοιες και η βιολογική έρευνα κλήθηκαν απροκατάληπτα σε δράση για να εξηγήσουν, να προβλέψουν και να καθορίσουν τις πολιτικές συμπεριφορές του κράτους και του λαού.
Δεν είναι λοιπόν παράγωγο του «φασισμού» η Βιοπολιτική, ούτε αποκλειστικό προνόμιό του. Απλώς, στην Εθνικιστική κοινωνική πολιτική είναι κομβικός πυλώνας η κοσμοθεωρητική βιοπολιτική της αντίληψη, συνεπώς και η βιοπολιτική στρατηγική που απορρέει από αυτήν. Η βιοπολιτική στρατηγική αποτελεί το αρτιότερο εργαλείο για την επιτυχή αντιμετώπιση και του δημογραφικού προβλήματος ενός Έθνους, με την χρησιμοποίηση των κατάλληλων συνδυασμών διοικητικών, κοινωνικών και οικονομικών μέτρων τα οποία έχουν ως συνισταμένη τους την «πολυγονία».
Αξιοθαύμαστο σύγχρονο παράδειγμα βιοπολιτικής αντίληψης στην πληθυσμιακή πολιτική αποτελεί η συκοφαντημένη Ουγγαρία του πατριώτη πρωθυπουργού Βίκτορ Ορμπάν. Η μείωση του πληθυσμού της Ουγγαρίας επιβραδύνθηκε στην καινούργια χρονιά, ήδη κατά 47% από τον Ιανουάριο του 2020.
Σημειώθηκαν 9,4% περισσότερες γεννήσεις και 17% λιγότεροι θάνατοι σε σύγκριση με την αντίστοιχη περσινή περίοδο, ανέφερε το Ουγγρικό «Κεντρικό Στατιστικό Γραφείο» (KSH- Központi Statisztikai Hivatal).
Ο αριθμός των γάμων σχεδόν διπλασιάστηκε, με 2.863 ζευγάρια να συνδέουν τις ζωές τους, σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο πέρυσι, και με τον υψηλότερο αριθμό γάμων για τον μήνα Ιανουάριο, από το 1982 !
Τον πρώτο μήνα του τρέχοντος έτους, γεννήθηκαν 8.067 παιδιά, 694 περισσότερα από ό,τι την ίδια περίοδο πέρυσι, ενώ 11.553 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, 2.356 λιγότεροι από ό,τι τον Ιανουάριο του 2019.
Ο ρυθμός της φυσικής μείωσης του πληθυσμού μειώθηκε στο 0,42% από 0,79% τον Ιανουάριο του 2019, δήλωσε το KSH !
H κυβέρνηση Ορμπάν έχει εκπονήσει εξαιρετικό και αποδοτικό «βιοπολιτικό» πρόγραμμα για την δημογραφική αναζωογόνηση του ουγγρικού λαού, το οποίο άρχισε να εφαρμόζεται από την 1η Ιουλίου 2019. Σύμφωνα με αυτό δίδονται οικονομικά κίνητρα, όπως χαμηλότοκα δάνεια για την αγορά στέγης και αυτοκινήτου, αλλά και ικανές φοροαπαλλαγές για τις μητέρες με πάνω από τέσσερα παιδιά.
Υπολογίζεται ότι περισσότερες από 100.000 οικογένειες έχουν κάνει χρήση των ευνοϊκών μέτρων.
Επίσης ιδιαίτερη φροντίδα δίδεται στα ζευγάρια που αντιμετωπίζουν προβλήματα στην τεκνογονία, με δωρεάν διαγνωστικές εξετάσεις και φάρμακα. Επί του παρόντος, ένα στα επτά παντρεμένα ζευγάρια στην Ουγγαρία δεν έχει αποκτήσει παιδιά, και τα ζευγάρια αυτά υπολογίζονται σε συνολικά 150.000 άτομα.
Κυρίως η βελτίωση των αριθμών στις γεννήσεις και στους γάμους, μαρτυρεί την οικοδόμηση μια βαθιάς σχέσεως εμπιστοσύνης μεταξύ των Ούγγρων πολιτών και του κράτους τους, όπως διοικείται από την τωρινή πατριωτική κυβέρνηση. Μιας εμπιστοσύνης που εκπηγάζει από το διαχρονικό μόνολεκτικό μήνυμα των Ούγγρων Εθνικιστών : «Επιμονή!»
ΕΙΡΗΝΗ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΥ