Τόλκιν – Ο Άρχων της Μεσογαίας
Παρά τον αρχικόν καθολικόν χλευασμόν του πολυεπιπέδου καθεστωτικού λογοτεχνικού καθιδρύματος, το οποίον δεν ημπορούσε ποτέ να κατανοήσει το εγγενώς ευγενές πνεύμα του, ο «Άρχων των Δακτυλιδιών» του Τζον Ρόναλντ Ρόϊελ Τόλκιν (John Ronald Reuel Tolkien, 1892–1973) εψηφίσθη από εκατοντάδες χιλιάδες πελάτες του εκδοτικού οίκου Γουοτερστόουνς (Waterstones, ιδρυθέντος το 1958) ως το μεγαλύτερον έργο μυθοπλασίας του εικοστού αιώνος. Αυτή η διάκριση ενέχει κοινωνική και ηθολογική σημασία διότι το εν λόγω αριστούργημα του Τόλκιν είναι ένα κλασικόν διήγημα «ηρωικής φαντασίας». Αντλών έμπνευση από την παραδοσιακή ευρωπαϊκή μυθολογία, καθώς και από την αγάπη του για την αγγλικήν ύπαιθρο, ο πολύς Τόλκιν εδημιούργησεν έναν φανταστικό κόσμο και εφηύρε μια μυθολογία που απεδείχθησαν πράγματι διαχρονικά στην σαγήνη τους.
Δημοσιευθέν για πρώτην φορά το 1956, το έπος του «Δακτυλιδιού» του Τόλκιν αποτελείται από τρία βιβλία, την «Αδελφότητα του Δακτυλιδιού», τους «Δύο Πύργους» και την «Επιστροφήν του Βασιλέως». Παρ΄ όλον που ο αείμνηστος Γουώλτ Ντίσνεϋ (Walt Disney) εσχεδίαζεν να παράγει μια μεγάλη ταινία κινουμένων σχεδίων προς απόδοση ολοκλήρου της τριλογίας, η οποία πιθανότατα θα είχε δικαιώσει το τεράστιον έργο του Τόλκιν, τα δικαιώματα της ταινίας απεκτήθηκαν δυστυχώς από έναν φερ΄ ειπείν «Oύγγρο» παραγωγό ταινιών. Αυτός κατεξέσχισε την ιστορία σε ασύνδετες και αυθαίρετες αφηγηματικές πλοκές και έχασεν εντελώς την θεμελιώδη πλοκή του δημιουργού, απεικονίζων μάλιστα τις λευκές φυλές των ξωτικών του Τόλκιν ως …. Μεξικανούς με ανατολίτικα χαρακτηριστικά. Φαίνεται ότι μια αξιόλογος κινηματογραφική εκδοχή του μεγάλου έργου έπρεπε να περιμένει έως ότου η αριστοτεχνική και λεπτομερεστάτη σκηνοθεσία του Νεοζηλανδού Πήτερ Τζάκσον (Peter Jackson) απέδωσεν εν τέλει τις ταινίες του κύκλου του «Άρχοντος των Δακτυλιδιών», απελευθερούσα ουσιαστικώς μια πολιτικήν νίκη του Εθνικισμού με ένα νέο κύμα πολιτισμικώς υγιούς καλλιτεχνικής ενεργείας.
Ο Τζον Ρόναλντ Ρόϊελ Τόλκιν, πρώην μαχητής – στρατιώτης, ειδικός φιλόλογος και καθηγητής της Αγγλοσαξονικής, όταν ήταν 33 ετών ισχυρίσθη ότι έγραψεν τα μυθιστορήματά του για να εκπληρώσει μιαν εσωτερικήν επιθυμία του να «δημιουργήσει έναν εθνικό μύθο για την Πατρίδα». Για τον σκοπόν αυτόν, εδημιούργησεν έναν ιδικόν του, λίαν πολυσύνθετον και περίπλοκον κόσμο, με πρότυπόν του εν μέρει την μυθολογία του Βορρά και εν μέρει την όπερα του Ριχάρδου Βάγκνερ, «Το δακτυλίδι του Νίμπελουνγκ» («Der Ring des Nibelungen»). Ο φανταστικός κόσμος του, η «Μεσογαία» ή Μέση Γη, εκατοικείτο από διάφορες φυλές Ανθρώπων, Ξωτικών, Νάνων, Ορκς («Όγρων»), Τελωνίων, Τρολ (Τρωγλοτεράτων) και Χόμπιτς («Hobbits»). Ο συγγραφεύς επενόησεν πλήρη αλφάβητα και γλώσσες, όπως εκείνα των Ξωτικών («Elvish»), εδημιούργησεν ημερολόγια και εσχεδίασεν λεπτομερείς χάρτες των διαφόρων βασιλείων και πατρίδων της Μέσης Γης.
Αν και στον Τόλκιν δεν ήρεσεν η αλληγορία, η Μέση Γη του είναι με πολλούς τρόπους όπως η ιδική μας Γη και οι εθνοτικές πραγματικότητες εκεί διαδραματίζουν έναν ιδιαιτέρως σημαντικόν ρόλο στην ζωή των κατοίκων της. Επί παραδείγματι, οι Νουμενοριανοί ήσαν μια αριστοκρατική φυλή ανδρών, με «… ανοικτόχρωμο πρόσωπο και πανύψηλοι, η δε διάρκεια της ζωής τους ήταν τριπλασία από εκείνην των άλλων ανθρώπων της Μέσης Γης. Αυτοί ήσαν οι Νουμενοριανοί, οι Βασιλείς των Ανθρώπων, τους οποίους τα Ξωτικά ονόμαζαν στην γλώσσα τους «Ντουνεντάϊν».
Όμως τρία μεγάλα κακά έθεσαν σε κίνδυνο τους Νουμενοριανούς: Πανώλης – Εισβολές από ορδές αλλοφύλων «Wainriders» («καροβάτες επιδρομείς») από τα εδάφη της Ανατολής, καθώς και φυλετική ανάμειξη. Γράφει ο Τόλκιν:
«Μετά την απώλεια του βασιλέως Ελντάκαρ (Eldacar), το αίμα του βασιλικού οίκου και άλλων ευγενών οίκων των Ντουνεντάϊν κατέστη πλέον ανάμεικτο με αυτό των ανθρώπων «μικροτέρων φυλών». Διότι πολλοί από τους μεγάλους ήρωες εφονεύθησαν κατά την σύγκρουση του «Αδελφοσπαραγμού» των βασιλέων. Η επελθούσα εθνοφυλετική ανάμειξη δεν επετάχυνεν αμέσως την φθορά και εξασθένιση των Ντουνεντάϊν, όπως εφοβούντο αρχικώς οι σοφοί, αλλά η εξασθένηση των χαρακτηριστικών τους εσυνεχίσθη, ολίγον κατ’ ολίγον, κατ΄ αρχήν ανεπαισθήτως και κατόπιν με την πάροδον των γενεών εντονότατα.
Η αποδιαφοροποίηση ήταν μία διαδικασία ύπουλη και ανεπιθύμητη, καθόλου δυσάρεστη στο λαϊκό στρώμα. Ήδη οι υψηλοί και ρωμαλέοι άνδρες του Γκόντορ εκοίταζαν με δυσπιστίαν τους διασπάρτους κοινούς άνδρες που ευρίσκοντο μεταξύ τους, ενώ προηγουμένως ήταν παντελώς ανήκουστο πως ο διάδοχος και κληρονόμος του στέμματος ή οποιοσδήποτε υιός του Βασιλέως, επρόκειτο να νυμφευθεί μίαν γυναίκα από βραχυτέρα και αλλογενή φυλή.
Τώρα οι απόγονοι των βασιλέων ήσαν πλέον ολίγοι. Ο αριθμός τους είχε μειωθεί σημαντικώς κατά τον «Αδελφοσπαραγμό». . . ενώ άλλοι είχαν αποποιηθεί την γενεαλογική τους συνέχεια και είχαν λάβει συζύγους δίχως νουμενοριανό αίμα. Έτσι δεν ημπορούσε να ευρεθεί κανείς καθαρόαιμος διεκδικητής του στέμματος. . . και όλοι εφοβήθησαν την ενθύμηση του Αδελφοσπαραγμού, γνωρίζοντες ότι εάν προέκυπτεν πάλιν τέτοια διαφωνία, τότε το Γκόντορ θα χαθεί.»
Σε σύγκριση με τους εξελιγμένους, λίαν προικισμένους και ευφυείς Ευρωπαϊκούς λαούς στον ιδικόν μας κόσμο, οι Ντουνεντάϊν ήσαν σπουδαίοι πρωτοπόροι, κυβερνήτες, ηγέτες και δημιουργοί αυτοκρατοριών, παρά το ότι απετέλουν μόνον ένα μικρόν ποσοστό του συνολικού πληθυσμού της Μέσης Γης :
«Όπως εγνώριζαν όλοι, οι Ντουνεντάϊν ήσαν εξ αρχής πολύ ολιγότεροι σε σχέση με τους βραχυτέρους άνδρες μεταξύ των οποίων κατώκουν και τους οποίους εκυβέρνων, όντες μακρόζωοι άρχοντες που διέθεταν μεγάλην ισχύ και σοφία.»
Ωστόσον, οι ιδιαίτερες ιδιότητες και ποιότητες των Ντουνεντάϊν εχάθησαν σταδιακώς με την πάροδον των ετών, ηραιώθηκαν και έπαυσαν αναπαραγόμενες από την ανάμιξη με άλλους τύπους, έτσι ώστε η ευγένειά τους και η μακροζωία τους, χαρίσματα από τον Δημιουργό τους, τον «Πατέρα του Σύμπαντος», κατέπεσαν στο επίπεδον των κατωτέρων τους.
Το «κακό της αναμείξεως», όπως το περιγράφει ο Τόλκιν, είναι ένα σημαντικό θέμα της γραφής του, και βεβαίως ενδιαφέρει ιδιαιτέρως όσους επιθυμούν να διατηρηθούν οι διάφορες φυλετικές ομάδες της ανθρωπότητος, προϊόντα υπερπολυχιλιετούς εξελικτικής διαδικασίας, αντί να καταστραφούν διά παντός μέσω της αναμείξεως του αίματος .
Καθώς έγραφεν το έπος του, ο Τόλκιν απέστελνε κάθε ολοκληρωμένο κεφάλαιο στον υιόν του Κρίστοφερ, ο οποίος υπηρετούσε στην RAF στην Νότιο Αφρική μεταξύ 1944 – 1950. Συμπτωματικώς, αυτή ήταν ακριβώς η εποχή κατά την οποίαν αυτή η αυτοδιοικούμενη Αποικία της Βρεττανικής Αυτοκρατορίας εκαθιέρωσεν μια πολιτικήν διακεχωρισμένης αναπτύξεως για διαφορετικές φυλετικές ομάδες («καθεστώς διαχωρισμού» – Apartheid).
Σε απόλυτον αντίθεση με τους Νουμενοριανούς, του Βορείους, τα Ξωτικά, τους Χόμπιτς και τους Νάνους ευρίσκονται οι Ορκς, με την φαιοπρασίνη επιδερμίδα, μία αδαής φυλή γιγαντιαίων και ρωμαλέων τελωνίων η οποία, συμφώνως προς τον Τόλκιν, ομιλούσε μίαν «ανάποδη λαλιά» («snaga-speech» – «αναποδιανά»).
Η λέξη Ορκ είναι η μορφή του ονόματος που είχαν άλλες φυλές για αυτόν τον ανόητο λαό, όπως ήταν στην γλώσσα του Ρόχαν. Τα Ορκς παρήχθησαν για πρώτην φορά από την «Σκοτεινή Δύναμη», στον Βορρά, κατά τις «Παλαιότερες Ημέρες». Λέγεται ότι δεν είχαν ιδικήν τους γλώσσα, αλλά παρέλαβαν όποιο στοιχείον ημπορούσαν από τις άλλες γλώσσες, και το διέστρεψαν με φωνητική προσαρμογή συμφώνως προς τις ιδικές τους προτιμήσεις και δυνατότητες, παράγοντες μόνον βάναυσες ορολογίες, διόλου επαρκείς ακόμη και για τις ιδικές τους περιορισμένες ανάγκες, εκτός αν ήσαν για κατάρες και καταχρήσεις. Εν τέλει αυτά τα τερατώδη πλάσματα, γεμάτα κακία, μισούντα ακόμη και το ιδικόν τους είδος, ανέπτυξαν ταχέως τόσες βαρβαρικές διαλέκτους όσες ομάδες ή οικισμοί της φυλής τους υπήρχαν, έτσι ώστε η «Ορκιανή» ομιλία τους ελαχίστην είχεν χρησιμότητα και κατά την επαφή μεταξύ διαφορετικών φατριών τοους.
Οι Ορκς ήσαν γενικώς χαοτικοί, παραπαίοντες, αδέξιοι κτηνάνθρωποι, άγριοι που εδημιουργήθησαν («όπως λέγεται») από τον μάγο Μόργκοθ και τον «Σκοτεινόν Άρχοντα», Σάουρον, ως «αναλώσιμον υλικό» για τους πολέμους. Εχρειάζοντο για να βοηθήσουν τον Σάουρον ώστε να συγκεντρώσει τα «Δαχτυλίδια της Δυνάμεως», δηλαδή τα μέσα εκείνα με τα οποία θα ημπορούσε να επιφέρει την υποδούλωση όλων των φυλών και των λαών της Μέσης Γης και να εγκαθιδρύσει μια παγκόσμιο αυτοκρατορία του κακού.
Το τελευταίο βιβλίον του Τόλκιν, «Το Σιλμαρίλλιον», που εξεδόθη την δεκαετίαν του 1970, κατετρίβη κατά πολύ με το θέμα της τοκογλυφίας και της χειραγωγήσεως των μαζών. Δεχόμενος πάλι παγκοσμίως μιαν εξαιρετικώς δυσμενή και κακόβουλο κριτική από τον λογοτεχνικό κόσμο, αναφέρει εδώ μία δολία, μοχθηρά, περιπλανωμένη, συγκεκαλυμμένη και «κινουμένη υπογείως» φυλή, η οποία κρύπτετει στις σκιές, χρησιμοποιεί την τοκογλυφία, κατατρίβεται με την νεκρομαντεία και συγκεντρώνει χρυσόν και κοσμήματα, χειραγωγούσα τα γεγονότα από τα παρασκήνια.
Παρά το ότι ο πολιτισμός, η ελευθερία, η ζωή, η τιμή και η ευμορφία φαίνονται καταδικασμένοι από τις κακές δυνάμεις που συντάσσονται ενάντια στο «Λευκό Συμβούλιον» του Άργκορν και του βασιλείου της Γόντορ («Γη του Λίθου») στον «Άρχοντα των Δακτυλιδιών», οι στρατοί των Ανθρώπων, των Νάνων και των Ξωτικών αναστρέφουν τελικώς το κύμα της μοίρας με μία περίφημο νίκη στην «Μάχη των Πελενορικών Πεδίων» («Battle of Pelennor Fields») :
«Από την Ανατολή εκάλπασαν οι ιππότες του Ντολ Άμροθ, άγοντες τον εχθρόν εμπρός τους : Τρωγλοτέρατα – Τρολς και Βαρίαγκους από το Χαντ και Ορκς που εμίσουν το φως του ηλίου. Από τον Νότο εκάλπασε ο Έομερ του Ρόχαν. . . και πιάστηκαν μεταξύ σφύρας και άκμονος. Διότι τώρα οι άνδρες επήδησαν από τα πλοία στις αποβάθρες του Χάρλοντ και εσάρωσαν τον βορρά ωσάν καταιγίδα. . . . Αλλά εμπρός από όλους επήγε ο Άραγκορν με το ξίφος του «Αντούριλ» την «Φλόγα της Δύσεως», ωσάν μια φρεσκοαναμμένη φωτιά.
Σκληρές μάχες και μακρά προσπάθεια τους περίμενε ακόμα, γιατί οι Νότιοι ήσαν τολμηροί άνδρες και ζοφεροί και άγριοι στην απόγνωσή τους, ενώ και οι Ανατολίτες ήσαν δυνατοί και σκληροί στον πόλεμο και δεν εζήτησαν κανένα έλεος. Και έτσι σε αυτό το μέρος, δίπλα σε κάθε καμένη αγροικία ή αχυρώνα, επάνω σε κάθε λόφο ή ανάχωμα, κάτω από τοίχους ή στα χωράφια, συναθροίστηκαν πάλι και συγκεντρώθηκαν και επολέμησαν έως ότου εχάθη η ημέρα.
Κατόπιν ο Ήλιος επήγεν εν τέλει οπίσω από την κορυφή Μιντόλουιν στα Λευκά Όρη και εγέμισεν όλον τον ουρανό με μια μεγάλη πυρά, έτσι ώστε οι λόφοι και τα βουνά να εβάφησαν όπως με αίμα. Το πυρ έλαμπε στον ποταμό, και η χλόη του Πέλενορ έκειτο κόκκινη στο δειλινό. Και εκείνη την ώρα η μεγάλη Μάχη του Πεδίου της Γκόντορ ετελείωσε, ενώ δεν έμεινε ούτε ένας ζωντανός εχθρός εντός του Μεγάλου Τείχους. Όλοι εφονεύθησαν, εκτός από εκείνους που έφυγαν για να πεθάνουν ή για να πνιγούν στον ερυθρόν αφρό του ποταμού.»
Αυτή είναι η πρώτη νίκη για τους στρατούς του «Λευκού Συμβουλίου» σε έναν πολύ μακρόν πόλεμο. Οι άνδρες της Μέσης Γης θέλουν μόνον να ζουν ειρηνικώς και εν αφθονία μεταξύ των γυναικών, των οικογενειών τους και των αγαπημένων τους, αλλά συνειδητοποιούν πλήρως ότι είναι ιερόν καθήκον τους να λάβουν τα όπλα εναντίον ενός εχθρού που επιδιώκει να τους υποδουλώσει. Ο πόλεμος τους είναι ηρωικός και δίκαιος : Oι σύμμαχοι, λευκοί Άνθρωποι, Ξωτικά και Νάνοι δεν είναι ποτέ σκληροί προς τους αιχμαλώτους τους ούτε τους κακομεταχειρίζονται, σε αντίθεση με τους Ορκς, που θεωρούν ασήμαντο να αποκεφαλίζουν τους φυλακισμένους για διασκέδαση.
Η μοίρα ενός πολεμιστή είναι στα ίδια του τα χέρια : Κραδαίνων το ξίφος και την ασπίδα του έχει τουλάχιστον την ευκαιρία να ζήσει ή να αποθάνει, μέσω της ποσωπικής του ικανότητος στην μάχη.
Από τα προσωπικά ημερολόγια του Τόλκιν είναι σαφές ότι απεχθάνετο βαθέως τον σύγχρονον πόλεμο, ειδικώς τον εναέριον μαζικό βομβαρδισμόν αμάχων, στην Βρετανία και στην Γερμανία, κατά τον Δεύτερο Μεγάλο Πόλεμο. Εθεώρει την από χιλιομέτρων άνωθεν του εδάφους ρίψη βομβών επάνω σε ανυπεράσπιστα μωρά, γυναίκες και ηλικιωμένους (και δη από εκείνους που δεν ημπορούσαν να ιδούν την καταστροφή που επέφεραν), ως απογοητευτική και ασυνείδητη, αναξία του Ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Ο Τόλκιν επολέμησε στον Α’ Μεγάλο Πόλεμο ως Ανθυπολοχαγός του 11ου Συντάγματος Τυφεκιοφόρων του Λανκασάϊρ στο Δυτικό Μέτωπο, δεν ήταν ειρηνιστής, αλλά επίστευεν ότι οι Βρετανοί στρατιώτες θα έπρεπε να κληθούν να πολεμήσουν μόνον για την Βρετανία και την Αυτοκρατορία της, όχι σε ξένες διαμάχες που δεν ήταν καθήκον τους. Η υποκρισία να κηρυχθεί πόλεμος εναντίον της εθνικοσοσιαλιστικής Γερμανίας, αλλά όχι στην μπολσεβίκικη Ρωσία, η οποία είχεν επίσης εισβάλει στην Πολωνία το 1939, δεν διέλαθεν της προσοχής του Τόλκιν. Όπως μια άλλη βρετανική λογοτεχνική ιδιοφυΐα της δεκαετίας του τριάντα, ο Εθνικιστής Χένρυ Γουϊλιαμσον (Henry Williamson, 1895 –1977) συγγραφεύς του διασήμου «Τάρκα η ενυδρίς», έτσι και ο Τόλκιν το 1939 επίστευεν ότι άλλος ένας αδελφικός πόλεμος μεταξύ των ευρωπαϊκών εθνών θα ήταν μια «απόλυτος καταστροφή». Αργότερον στην ζωή του περιέγραψε την αιματηρά σύγκρουση που ηκολούθησεν ως «πέντε έτη σκότους».
Στο πρόλογον του «Άρχοντος των Δακτυλιδιών», ο Τόλκιν έγραψε : «Κάποιος πρέπει πράγματι να ευρεθεί προσωπικώς υπό την σκιάν του πολέμου για να αισθανθεί πλήρως την καταπίεσή του. Αλλά καθώς περνούν τα χρόνια, ώστε τώρα πλέον φαίνεται λησμονημένο, το να ανήκεις στην νεολαία μέχρι το 1914 δεν ήταν ολιγότερον φρικτή εμπειρία από το να συμμετέχεις στον πόλεμο το 1939 και στα επόμενα χρόνια. Μέχρι το 1918 όλοι οι στενοί μου φίλοι εκτός από έναν ήσαν νεκροί. . . . Η χώρα στην οποίαν έζησα την παιδική μου ηλικία, πριν ακόμη γίνω δέκα ετών, στις ημέρες που τα αυτοκίνητα ήσαν σπάνια αντικείμενα, κατεστράφη αγρίως».
Παραλλήλως με την αντίθεσή του στον σύγχρονο, απρόσωπο πόλεμο, ο Τόλκιν ήρχισεν ολοέν και περισσότερον να απορρίπτει και να αντιτίθεται ενεργώς στην καταπάτηση της μηχανοποιήσεως, της αυτοματοποιήσεως και της αστικοποιήσεως της παραδοσιακής ζωής. Υπήρξεν ένας από τους πρώτους αγωνιστές υπέρ της επανόδου στην ύπαιθρο!
Γράφει : «Οι Χόμπιτ είναι ιδιαιτέρως διακριτικοί, πολύ αρχαίοι μικρόσωμοι άνθρωποι, πλέον πολυάριθμοι στο παρελθόν από ό, τι είναι σήμερον. Αγαπούν την ειρήνη και την γαλήνη, αλλά και την καλοφροντισμένη γη: Μια καλώς οργανωμένη και καλλιεργημένη ύπαιθρος ήταν το αγαπημένο τους στέκι. Δεν καταλαβαίνουν ή και δεν τους αρέσουν τα μηχανήματα, πλέον περίπλοκα από έναν σφυρηλατημένο φυσητήρα, έναν υδρόμυλο ή ένα χειροποίητο αργαλειό, αν και ήσαν πάντα επιδέξιοι με τα εργαλεία».
Το όραμα του Τόλκιν ήταν μια Βρετανία οικογενειακών αγροκτημάτων, χωρίων και πολιχνών, με πόλεις παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, όπου οι επιστήμονες θα ανέπτυσσαν την δύναμη της τεχνολογίας, παράγοντες νέες πηγές ενεργείας οι οποίες δεν μολύνουν το περιβάλλον. Αναμφιβόλως ο λεπταίσθητος λόγιος θα είχε τρομοκρατηθεί από την έκταση της σημερινής υπερβολικής αναπτύξεως των αστικών περιοχών εις βάρος του φυσικού πρασίνου.
Υπάρχουν πολλά αξιοθαύμαστα στοιχεία τα οποία οι Εθνικιστές ημπορούν να αναγνωρίσουν στα γραπτά του Τόλκιν και να ταυτισθούν με αυτά: Η ευγένεια και το υψηλόφρον ήθος των αρχαίων και αυτοδυνάμων λαών. Η φιλική γειτνίαση, η συντροφικότης και το κοινοτικόν πνεύμα του Σάϊρ («Shire»), έδρας των Χόμπιτ, με τον καθαρόν αέρα και το καταπράσινο τοπίο. Ο ηρωικός αγών ζωής ή θανάτου για έναν μεγάλον σκοπό. Ο αγών μεταξύ των δυνάμεων του φωτός, της ελευθερίας και της φυλετικής επιβιώσεως, εναντίον στην συνωμοσία της διαφθοράς και της τυραννίας.
Ο Τόλκιν αναμφιβόλως υπήρξεν ένας φάρος εμπνεύσεως στην φαντασία και στην ψυχή πολλών Λευκών λαών παγκοσμίως. Ο «Άρχοντας των Δαχτυλιδιών» συνεχίζει να εγγίζει μιαν εσωτερική ευσαίσθητο χορδή βαθέως στην φυλετική μας ψυχή, η οποία ταράσσεται από τους δολίους προαγωγούς και πομπούς της γενοκτονίας μας, μέσω της βιολογικής αποδομήσεως και αντικαταστάσεως. Οποιαδήποτε λαϊκή λογοτεχνία έχει εθνικήν ταυτότητα και αναδεικνύει την αναγκαιότητα του αγώνος για την προστασίαν αυτής της ταυτότητος, αναποφεύκτως θα προξενεί την λυσσαλέα εχθρότητα του παγκοσμίου δικτύου κοσμοπολιτικών, διεθνιστικών και οικουμενιστικών τεχνών και λογοτεχνικών κριτικών. Αντιστοίχως από μέρους μας αυτή η λογοτεχνία πρέπει να αποτελεί εστία ενδιαφέροντος, προσοχής και μελέτης.
Επομένως, οι υγιείς, ηθικές και ιδεαλιστικές ιστορίες του Τόλκιν για την ανδρεία και την αλήθεια αποτελούν υπέροχα δώρα για τα παιδιά των εθνικιστικών οικογενειών : Το Χόμπιτ είναι ιδανικό για μικρότερα παιδιά, ενώ o «Άρχοντας των Δακτυλιδιών» θα ευχαριστήσει εφήβους και ενήλικες. Στην πλοκή τους δεν υπάρχει διαστροφή, διαστρέβλωση, εκφυλισμός ή «πολιτική ορθότης». Διαπιστώστε το «ιδίοις όμμασιν»!
Αθανάσιος Κωνσταντίνου