Site icon ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ

Εθνικοί Στοχασμοί (Μέρος 7δ) – Μεσοπολεμικές ιδεολογικοπολιτικές ζυμώσεις

Το ΚΚΕ, το οποίον από το 1924 ήταν το «ελληνικόν τμήμα» της Κομμουνιστικής Διεθνούς (ΚΔ), στο 4ον Συνέδριόν του (1928) υιοθέτησεν τις αρχές του 6ου Συνεδρίου της ΚΔ (1928). Η αρχή του «σοσιαλφασισμού» που ταυτίζει «τον φασισμό, τον καπιταλισμό και την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία» διέπει τότε ολοσχερώς τις θεωρήσεις και την πολιτικήν του κόμματος. Έτσι, το ΚΚΕ παρεδόθη στην βλακώδη άποψη των διεθνών πατρόνων του, εκουσίως εγκλωβισμένο στον διπολισμό: «σοσιαλισμός (δηλαδή κομμουνιστική δικτατορία) ή καπιταλισμός», καθώς και στις παράταιρες και παραισθησιακές διακηρύξεις του ότι «υπάρχει αντικειμενική δυνατότητα να δημιουργηθεί η σοβιετική σοσιαλιστική Ελλάδα». Έτσι διεξήγαγεν μιαν πολυμέτωπο λυσσαλέα επίθεση, αδιακρίτως εναντίον αστών και σοσιαλδημοκρατών. Τα περιοδικά που προσέκειντο στο κόμμα και η «διανόηση» που συνειργάζετο μετέφεραν στο θεωρητικόν επίπεδο τις κομματικές επιλογές του ΚΚΕ.

Οι «Νέοι Πρωτοπόροι» (1931-1936), το ανεπίσημο μηνιαίον περιοδικό του ΚΚΕ, διεδέχθησαν τους «Πρωτοπόρους» (1930-1931) του Πέτρου Πικρού με νέα συντακτικήν επιτροπή. Με την νέαν έκδοση αποκαθίσταται η σχέση του περιοδικού με τον κομματικό μηχανισμό του ΚΚΕ, καθώς το έντυπον υπό την διεύθυνση του Πέτρου Πικρού εκρίνετο ως «χαλαρό», μη αρκούντως επαναστατικό. Ορισμένα μέλη της νέας συντακτικής επιτροπής ήσαν μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος. Το περιοδικόν συνεκέντρωνε ένα μεγάλο μέρος της συγχρόνου «προοδευτικής διανόησης», καταξιωμένης ήδη στα ελληνικά γράμματα: Δημήτρης Γληνός, Κώστας Βάρναλης, Νίκος Καρβούνης, Νικήτας Ράντος (Σπιέρος), Ασημάκης Πανσέληνος, Γαλάτεια Καζαντζάκη, Φούλα Χατζηδάκη, Αλεξάνδρα Αλαφούζου, κ.ά.

Το 1933 εξεδηλώθησαν απόπειρες από την πλευράν του ΚΚΕ για έτι στενοτέρα σύνδεση των «Νέων Πρωτοπόρων» με την μπολσεβίκικη – σταλινική κομματική γραμμή. Μία από τις συνέπειες αυτής της συνδέσεως είναι ο αντίκτυπος των κομματικών διεργασιών, (ιδιαιτέρως της διετίας 1931-1933), που αποτυπούται στο περιοδικό με συχνές αλλαγές των μελών της συντακτικής του επιτροπής ή με την απομάκρυνση συνεργατών. Έτσι, το θέρος του 1932, απομακρύνεται από την συντακτική επιτροπή των «Νέων Πρωτοπόρων» ο Γιάννης Κορδάτος, (ο οποίος αν και είχε διαγραφεί από το ΚΚΕ παλαιότερον, συνέχιζε να συνεργάζεται με τα κομματικά έντυπα !). Έως την στιγμήν αυτήν που απομακρύνεται, δίδει τις κατευθύνσεις του για μια νέα εξόρμηση με στόχον την «ανάπτυξη ενός προλεταριακού πνευματικού εποικοδομήματος», το οποίον θα δημιουργήσει συνειδητούς διανοουμένους εργάτες !

Η θέση αυτή ευρίσκεται σε άμεσο σχέση με την κομματική αντίληψη, που υιοθετούσε το ΚΚΕ αυτήν την εποχήν, περί … επικειμένης δικτατορίας του ελληνικού προλεταριάτου (sic!). Αλλά και η αρχή του «σοσιαλφασισμού» – δηλαδή η θεωρητική αρχή της Κομμουνιστικής Διεθνούς, άρα και του ΚΚΕ, η οποία κατ’ ουσίαν χαρακτηρίζει ως φασίστες το σύνολο της πολιτικής έκφρασης που δεν συμφωνεί με την Κομμουνιστική Διεθνή – μετεφέρθη βαθμιαίως και στους «Νέους Πρωτοπόρους».

Στα 1933-1934 ενεφανίσθη το περιοδικόν «Σήμερα», εχθρικώς διακείμενο στον φασισμό, «όσο και στη δικτατορία του προλεταριάτου» το οποίον υπήρξεν μια παράδοξος ιδεολογική συνάθροιση ειρηνιστών, σοσιαλιστών, κοσμοπολιτών, αστών «εστέτ» και πεφωτισμένων ιστοριστών. Επρόκειτο συνολικώς γιά «επανασταστημένους» αστούς, οι οποίοι πρωτίστως αντεμάχοντο την στενότητα και την στατικότητα του πνευματικώς αβαθούς πλουτοκρατικού κοινωνικού τους στρώματος.

Το περιοδικόν, μαζί με την φρούδα … Βαλκανικήν Ομοσπονδία (!) που υπεστήριζεν, επεδίωξε την «ένωση των αντιφασιστικών και αντιπολεμικών δυνάμεων», θεωρούν άσπονον εχθρόν του την «Δεξιά», όπως την εξέφραζεν, όχι μόνον η «Εστία», των αδελφών Κύρου, αλλά και οι εθνικιστικές σκοποθεσίες του μεγάλου Ιωάννου Συκουτρή, ενισχυόμενες από την διδασκαλία των Παναγιώτη Κανελλοπούλου και Κωνσταντίνου Τσάτσου.

Ο μεγαλοαστός ειρηνιστής Κώστας Ουράνης (που τον είχε επηρεάσει βαθύτατατα η στάση του πολυγραφοτάτου Γάλλου κομμουνιστή και ομοφυλοφίλου στοχαστή Αντρέ Ζιντ -μετέπειτα νομπελίστα- έναντι των σοσιαλιστικών ιδεών) εκήρυσσε : «Είμαστε μια ομάδα άνθρωποι αποκαρδιωμένοι από την ανηθικότητα, την υποκρισία, την εκμετάλλευση και

την αδικία που κυβερνούν τον κόσμο, άνθρωποι που πιστεύουμε στην επείγουσα ανάγκη μιας γενναίας αναμόρφωσης και που αξιούμε να διατυπώ-σουμε ελεύθερα τις γνώμες μας, χωρίς να δικαιούται ο κάθε ύποπτος πατριδοκάπηλος να μας ξεγράφει με μια πρόχειρη συκοφαντία».

Το Σεπτέμβριον του 1933 η σύνταξη του «Σήμερα» αντεπετέθη στους «Νέους Πρωτοπόρους» τονίζουσα τα εξής: «Τι θέλουν να μας αποδείξουν οι “Νέοι Πρωτοπόροι”; Ότι δεν είμαστε κομμουνιστές; Αυτό το είπαμε μόνοι μας, ότι ουδέποτε είχαμε σχέση με τους Ελληνες (!) κομμουνιστές, με τη νοοτροπία τους και την τακτική τους [διότι με ξένους κομμουνιστές είχαν]. Θέλουν να μας πουν ότι δεν είμαστε ούτε μαρξιστές κατά τον τρόπο τους; Κι αυτό δεκτό. Είναι γεγονός ότι δε βγήκαμε από την ακαδημία τους και από το περίφημο “Πατάρι” απ’ όπου προέρχονται πολλοί απ’ αυτούς και… ο κ. Μελάς.» [Είναι όντως αξιοσημείωτη η άμεσος αιχμή – μομφή, για συνύπαρξη τάχα των μπολσεβίκων διανοουμένων με τον …. «Φασίστα» Σπύρο Μελά !]

Ωστόσον οι συντάκτες του «Σήμερα», Παύλος Γκίκας, (Ηλίας Τσιριμώκος), Στρατής Σωμερίτης, Ξενοφών Λευκοπαρίδης, Χρυσός Ευελπίδης, Γιαννης Μηλιάδης, Κώστας Ουράνης, Κλέων Παράσχος, Άλκης Θρύλος (Ελένη Ουράνη), Τ. Παπατσώνης κ.α.) με την ιδεολογικοπολιτική ανομοιογένειά τους και τους ιδιαιτέρους προσανατολισμούς τους δεν συνεκρότησαν συμπαγή ενιαίαν ομάδα. Περισσότερον από οτιδήποτε άλλο ήσαν «επαναστατημένοι» αστοί, που εστόχευσαν, κατά το πρότυπον του δαιμονίου Γαλλοεβραίου πολιτικού και πρωθυπουργεύσαντος Λεον Μπλουμ, σε ένα πρόωρο λαϊκό μέτωπο. Δέκα έτη προ της ιδρύσεως του ΕΑΜ ο Τσιριμώκος εδήλωνε από τις στήλες του «Σήμερα» ότι : «…σε μια δικτατορία του προλεταριάτου, που δεν είναι ακόμα σοσιαλισμός, οι πολιτικές ελευθερίες παραμερίζονται για ορισμένες τάξεις προς όφελος της ουσιαστικότερης δημοκρατικής αρχής».

Ο Μηλιάδης ένας από τους κομβικούς του συντάκτες υπεστήριξεν χαρακτηριστικώς ότι : «… το περιοδικό αυτό είναι σκεπτόμενη νεότητα της παράδοξης εποχής μας που κι όταν δεν πρόφτασε να ζήσει τη φρίκη του ανθρωπομακελιού, μεγαλωμένη μέσα στην αγωνία των μεταπολεμικών χρόνων, βρέθηκε μέσα στο τρίστρατο όπου οι πιο σεβάσμιοι πίνακες των πα-λιών αξιών χλευάζονται από την πιο σαρκαστική, την πιο τραγική πραγματικότητα».

Το «Σήμερα» περισσότερον από «σοσιαλιστικό και ειρηνιστικό», ως πολιτική τάση υπηρξεν ένα σαφώς λαϊκομετωπικό φύλλο, το οποίο, αντιθέτως προς την «Ιδέα», και μάλλον χωρίς να λειτουργεί συνειδητώς, προητοίμασεν την έλευση του κομμουνιστογενούς ΕΑΜ.

Η διανόηση των δύο περιοδικών, «Νέων Πρωτοπόρων» και «Σήμερα» υπερβαίνουσα τις ιδεολογικές διαφορές τους, κατώρθωσεν να συνεργασθεί … εμπράκτως σε δυο τουλάχιστον περιπτώσεις, έχουσες σχέσεις με τα «αντιφασιστικά καθήκοντά» τους :

Στο περιοδικόν «Σήμερα» δημοσιεύεται «Διαμαρτυρία των Ελλήνων διανοουμένων κατά της πολιτικής του εθνικοσοσιαλισπκού κόμματος της Γερμανίας» (12/4/1933) !!!! και την υπογράφουν συνεργάτες και των δυο περιοδικών. Από το μεν «Σήμερα» οι αριστεροί ή ελεύθεροι «συνοδοιπορίζοντες» δημοκράτες, Κλέων Παράσχος, Κώστας Ουράνης, Ξενοφών Λευκοπαρίδης και Τάκης Παπατσώνης, από τους δε «Νέους Πρωτοπόρους» οι Δημήτρης Γληνός, Κώστας Βάρναλης, Γαλάτεια Καζαντζάκη και Ασημάκης Πανσέληνος. Η σύνταξη του «Σήμερα» συγκεντρώνουσα 65 υπογραφές κομμουνιστών, σοσιαλιστών και μη, ανεκοίνωσεν αυτήν την «διαμαρτυρία», εναντίον της «εθνικοσοσιαλιστικής καταπίεσης στη Γερμανία». Η άρνηση, όμως, του περιοδικού να υποταγεί στη γραμμή των κομμουνιστών προεκάλεσεν διάφορες επιθέσεις των «Νέων Πρωτοπόρων», που εχαρακτήριζαν το «Σήμερα», εν ολίγοις , ωσάν «φασιστικό περιοδικό».

Επίσης συμμετείχαν σε κοινές συσκέψεις, που οργανώνονται με την πρωτοβουλία του Νίκου Καρβούνη, συνεργάτη των «Νέων Πρωτοπόρων», με αντικείμενο να εξετασθούν λεπτομερώς και να αντιμετωπισθούν δεόντως από κοινού οι περιπτώσεις κατά τις οποίες εφαρμόζεται από την πολιτείαν ένα είδος «διωγμού της ελευθερίας της σκέψης κατά τα πρότυπα του φασισμού».

Ένας άλλος τομεύς που επίσης δημιουργεί ένα ρήγμα στο κλίμα της συγκρούσεως των δύο περιοδικών είναι ο τομεύς της αισθητικής αναζητήσεως. Έτσι, ο Τ. Παπατσώνης, κρίνει θετική (!) την προσφορά των «Νέων Πρωτοπόρων» με την δημοσίευση των ….. σοσιαλιστικών αντιλήψεων περί τέχνης των Ααρών Σεφτέλεβιτς Γκουρστάϊν («Καλιτέχνης και τάξη», μετάφραση του ομωνύμου από το αμερικανικό μαρξιστικό περιοδικό «New Masses» του 1932, αναφορικό σημείωμα από το ρωσσικό βιβλίο του 1931 «Ζητήματα μαρξιστικών λογοτεχνικών μελετών») και Ανατόλι Βασίλιεβιτς Λουνατσάρσκι («Μαρξισμός και τέχνη»), εκτιμά δε πως οι λογοτεχνικοί συνεργάτες Κώστας Βάρναλης και Μ. Σπιέρος είναι από τους πλέον εγκύρους κριτικούς της «κομμουνιστικής διανόησης» !

Η εκτίμηση του «εξεγερμένου» μεγαλοαστού Παπατσώνη… στον σοσιαλιστικό ρεαλισμό και τους απολογητές του, είναι αποτέλεσμα της προσωπικής ιδεολογικής του διαλλακτικότητος, καθώς και της συλλογικής ιδιομορφίας ολοκλήρου της σοσιαλπαθούς συνοδοιποριακής ομάδος του «Σήμερα», καθ’ όσον στο ίδιο φύλλο των «Νέων Πρωτοπόρων», στο οποίον αναφέρεται περί σοσιαλιστικής τέχνης, υπάρχει η ανάλυση του «Σπιέρου» για την σύγχρονον ελληνικήν διανόηση, όπου… τοποθετεί την ομάδα του «Σήμερα» στις … «μορφές της αντίδρασης»!.

Όντως η συνοδοιποριακή διανόηση της «σοσιαλιστικής» και «φιλελευθέρας» μεγαλοαστικής τάξεως αποτελεί επισφράγιση της λενινιστικής αντιλήψεως περί «χρησίμων ηλιθίων»!

[Ακολουθεί μια περιληπτική – συνοπτική παράθεση των πλέον χαρακτηριστικών μορφών της καθόλου αμελητέας «αριστερής διανόησης», που εσφράγισε την περί ης ο λόγος περίοδον (πλην του πατριάρχη της, σπουδαίου μπολσεβίκου στοχαστή Δημήτρη Γληνού, του ιστορικού Ιωάννη Κορδάτου και του ποιητή Κώστα Βάρναλη):

Ο διευθυντής των «Πρωτοπόρων», πολυτάλαντος και πολυμαθής, ανεξελέγκτου και ασταθούς κοινωνικής συμπεριφοράς, Πέτρος Πικρός (λογοτεχνικόν ψευδώνυμο του Πέτρου Γεναροπούλου) εγεννήθη στην Κωνσταντινούπολη. Έζησε στην Ελβετία και στην Γαλλία, ενώ ολοκλήρωσεν τις εγκύκλιες σπουδές του στην Γερμανία, όπου και εσπούδασεν Ιατρική με ειδίκευση στην Βιοχημεία. Παρηκολούθησεν επίσης μαθήματα φιλοσοφίας και κοινωνιολογίας σε πανεπιστήμια των Παρισίων και της Λειψίας. Το 1924 εδημοσίευσεν άρθρα κοινωνικοπολιτικού προβληματισμού στο περιοδικόν μαρξιστικού προσανατολισμού «Βωμοί». Το 1927 επετέθη εναντίον του Κώστα Βάρναλη από τις σελίδες του περιοδικού του Αντρέα Ζεβγά (=Αιμίλιος Χουρμούζιος) «Λογοτεχνική Επιθεώρηση», κατηγορών τον Βάρναλη για «προσποιητή επαναστατικότητα και υπονόμευση του μαρξιστικού κινήματος». Μετά το κλείσιμο του περιοδικού ο Πικρός εσυνέχισεν την συνεργασία του με τον Ζεβγά, αυτήν την φορά από την «Νέα Επιθεώρηση», (περιοδικόν που επαρουσιάσθη ως συνέχεια της «Λογοτεχνικής Επιθεώρησης») και ετάχθη εναντίον του Δημήτρη Γληνού στην υπόθεση της δίκης για το θέμα της επισκέψεως του Παναΐτ Ιστράτι στην Ελλάδα.

Το 1930 εκυκλοφόρησεν το περιοδικόν Πρωτοπόροι (πάλιν σε συνεργασία με τον Ζεβγά), ευαγγελιζόμενος μια διαλλακτικοτέρα μαρξιστική προοπτική και αναθεωρών εμπράκτως τις επιθέσεις του εναντίον των Βάρναλη και Γληνού. Μετά από την κυκλοφορίαν τριών τευχών οι «Πρωτοπόροι» διέκοψαν την έκδοσή τους και επανεμφανίσθησαν τον Φεβρουάριον του 1931 με αρχισυντάκτρια την Γαλάτεια Καζαντζάκη, φιλολογική διεύθυνση του Πικρού και αποχώρηση του Ζεβγά. Μετά από δέκα τεύχη ο Πικρός απεμακρύνθη λόγω ανεξιχνιάστων «οικονομικών ατασθαλιών» και το περιοδικόν επανακυκλοφόρησε με τον τίτλο «Νέοι Πρωτοπόροι» τον Δεκέμβριον του 1931 και με την δημοσίευση σφοδροτάτου λιβέλου κατά του Πικρού. Παρά την απομάκρυνσή του ο Πικρός παρέμεινε αδιαλλάκτως στρατευμένος στην σταλινική παράταξη.

Το 1937 εξέδωσεν την ιστορική και κοινωνιολογική μελέτη του «Ισραήλ», (….αποτέλεσμα λογοκλοπής από ανάλογα λήμματα της «Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαιδείας» του Πυρσού). Για λογοκλοπήν εκατηγορήθη και για το μυθιστόρημά του «Τουμπεκί». Κατά την διάρκειαν της κατοχής εδιώχθη και εφυλακίσθη (για αγνώστους λόγους), ενώ μετά την λήξη του εμφυλίου – συμμοριτοπολέμου και την «Συμφωνία της Βάρκιζας» εκυκλοφόρησεν το περιοδικόν «Νέα Ζωή» με την συνεργασία των …. συνήθων αριστερών λογοτεχνών και διανοουμένων (Έλλη Αλεξίου, Ρόζα Ιμβριώτη, Ασημάκης Πανσέληνος, Μενέλαος Λουντέμης, Μέλπω Αξιώτη …. ), το οποίον όμως έκλεισεν όταν ο ακατανόητος «σταλινικός» Πικρός εκυκλοφόρησε επικριτικόν βιβλίον του για τον Ιωσήφ Στάλιν (sic !), έργον για το οποίον εκατηγορήθη ως «προβοκάτορας» από το Νίκο Ζαχαριάδη. Γενικότερον η «ανυπότακτη» δραστηριότης του Πικρού στον χώρον του κομμουνιστικού τύπου και η σχέση του με το Κ.Κ.Ε. παρουσιάζει πολλά σκοτεινά σημεία, ενδεχομένως δε να είχεν εν τέλει λειτουργήσει όντως ως πράκτωρ σε βάρος των κομμουνιστικών συμφερόντων.

Την πρώτην του εμφάνιση στην λογοτεχνία επραγματοποίησεν το 1922 με την έκδοση της συλλογής διηγημάτων «Χαμένα κορμιά». Ο Πέτρος Πικρός ανήκει στους Έλληνες πεζογράφους της γενεάς του μεσοπολέμου, ειδικότερον στην ομάδα που επηρεάσθη από το ρεύμα του διαβοήτου «σοσιαλιστικού ρεαλισμού». Η τριλογία που αποτελούν τα έργα του «Χαμένα κορμιά», «Σα θα γίνουμε άνθρωποι» και «Τουμπεκί» κινείται στα όρια ανάμεσα στον «κοινωνικόν ρεαλισμό» και στον «νατουραλισμό», με θεμελιώδη χαρακτηριστικά την λίαν τολμηρά για την εποχήν του περιγραφήν της ζωής των ανθρώπων του υποκόσμου (σε όλες τις εκφάνσεις αυτής), αλλά και την υιοθέτηση της argot στο χώρο της γλωσσικής εκφράσεως. Ηκολούθησαν απόπειρές του και στον χώρον της …. επιστημονικής φαντασίας και της παιδικής λογοτεχνίας, ενώ στο τελευταίον του μυθιστόρημα «Λαμπηδόνα του βυθού», (αφιερωθέν στα ογδόντα χρόνια του …. Καρλ Γκούσταφ Γιούνγκ !), ησχολήθη με την καθημερινήν ζωή και την ψυχολογίαν των περιβοήτων Καλυμνίων αλιέων !

Η Φούλα Χατζιδάκη (1906 – 1984) ήταν κομμουνίστρια συγγραφεύς, μεταφράστρια και κριτικός με συμμετοχή στην Εθνική Αντίσταση ως μέλος του ΕΑΜ.

Ο Νίκος Καρβούνης (1880 – 1947) ήταν δημοσιογράφος, λόγιος και συγγραφεύς. Πρέπει να αναφερθεί ότι ο Νίκος Καρβούνης κατέληξεν στον μαρξισμόν μετά από πορείαν εντόνων εθνικοπατριωτικών αλλά και μεταφυσικών αναζητήσεων.

Υπήρξεν ανταποκριτής στην Μακεδονία μας όπου οι περιγραφές του βιβλίου του «Ο πόλεμος Ελλάδος και Βουλγαρίας», (Αθήνα 1914), προεκάλεσαν τους ύμνους όλων των μεγαλοϊδεατών λογιών. Στις περιγραφές του Καρβούνη υπάρχουν υπέροχα εκφραστικά κατορθώματα ισάξια με τα περιγραφόμενα λαμπρά πολεμικά τρόπαια. Τελικώς αψηφών τους πάντες και τα πάντα, δίχως να ανανήψει από τις κακουχίες του πολέμου, κατετάγη εθελοντής στο τάγμα των Γαριβαλδινών και ηγωνίσθη στα υψώματα του Δρίσκου δίπλα στον ανυπέρβλητον ήρωα Λορέντζο Μαβίλη ! Οι ανταποκρίσεις του Καρβούνη έφεραν πλέον υπερηφάνως κάτωθεν την υπογραφής του τον επίζηλον τίτλον του Γαριβαλδινού αξιωματικού με την ολοπόρφυρο στολή: «Ν. Καρβούνης – Υπολοχαγός Γαριβαλδινών».

Συνεπαρμένος από το όραμα της «Μεγάλης Ιδέας» και την προς αυτήν πορείαν του Βενιζέλου, παρηκολούθησεν πάλιν, ως πολεμικός ανταποκριτής, την Μικρασιατικήν Εκστρατεία. Όμως αυτήν την φορά η επελθούσα καταστροφή και η εκρίζωση του Ελληνισμού, η συντριπτική διάψευση των ονείρων και των ελπίδων, οι άθλιες κοινωνικές συνθήκες του ταλανιζομένου Λαού, το δράμα των εξαθλιωμένων προσφύγων, η πολιτική και κοινωνική αναστάτωση του τόπου εξώθησαν τον Καρβούνη στην «θεοσοφία». Στην δεκαετίαν 1921-1930 εζήτησεν να εύρει στην θεοσοφία την λύτρωση και την λύση των προβλημάτων, τα οποία μετά την εθνικήν συμφορά τον επολιόρκουν πανταχόθεν.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 προσεχώρησεν στον μαρξισμόν και το 1933 έγινε μέλος του ΚΚΕ. Το 1936 συνελήφθη από την Αστυνομία του μεταξικού Κράτους και εξορίσθη στην Γαύδο. Στην συνέχεια απηλευθερώθη μεν, αλλά του απηγορεύθη να αρθρογραφεί. Μετά την απελευθέρωσή του, ήλθεν στην Αθήνα και ανέπτυξεν «αντιδικτατορική δράση», συνδεθείς με την «Παλαιά Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ», οπότε και έδρα ως καθοδηγητής ομάδων κομμουνιστών φοιτητών στο πανεπιστήμιον Αθηνών.

Στις αρχές της κατοχής που ηκολούθησεν, συνελήφθη μαζί με τον πρύτανη της μαρξιστικής σκέψεως Δημήτρη Γληνό από τους Ιταλούς, καθώς εκατηγορήθηκε ότι ηρθρογράφει εναντίον του φασισμού και ενεκλείσθη σε στρατόπεδον συγκεντρώσεως στη Λάρισα. Απελευθερωθείς μετ’ ολίγον ενετάχθη στο ΕΑΜ. Το 1942 έγραψεν το πασίγνωστον «αντάρτικο» τραγούδι «Βροντάει ο Όλυμπος» και συνετάγη με τους αντάρτες στα όρη της Ρούμελης, όπου ανέλαβεν διευθυντής του Πρακτορείου Ειδήσεων «Ελεύθερη Ελλάδα». Το 1944 ήταν υπεύθυνος του γραφείου τύπου της «Πολιτικής Επιτροπης Εθνικής Απελευθέρωσης» («Κυβέρνησης του Βουνού»).

Ο Ασημάκης Πανσέληνος (1903-1984) ήταν λογοτέχνης, δοκιμιογράφος, πεζογράφος, ποιητής, κριτικός, δημοσιογράφος και πολιτικός. Υπήρξεν ένας από τους εκπροσώπους και τους κορυφαίους διανοητές της «Γενεάς του ’30». Εγεννήθη στην Μυτιλήνη, όπου και έζησεν όλη την παιδικήν του ηλικία, εκεί δε ετελείωσεν και το γυμνάσιον. Κατόπιν εσπούδασεν νομική (και συμπληρωματικώς κοινωνιολογία, ψυχολογία και λογοτεχνία) στο Πανεπιστήμιον Αθηνών και ειργάσθη ως δικηγόρος. Κατά την διάρκειαν της Πολιτείας της 4ης Αυγούστου εφυλακίσθη από το καθεστώς, λόγω της κομμουνιστικής δράσεώς του, ενώ κατά την περίοδον της Κατοχής ανέπτυξεν αντιστασιακή δράση, για την οποίαν και εφυλακίσθη από τους Ιταλούς στις φυλακές Αβέρωφ. Στα «Δεκεμβριανά» συνελήφθη από τους Άγγλους, ….. το 1945 εδραπέτευσεν όμως από το Χασάνι (στο νυν «Ελληνικό»), όπου εκρατείτο. Μετά τον εμφύλιο – συμμοριτοπόλεμο, το 1950, εξελέγη βουλευτής Λέσβου (!) με το «Σοσιαλιστικό Κόμμα-Ένωση Λαϊκής Δημοκρατίας».

Ο Κλέων Παράσχος εγεννήθη στον Πύργον της Βουλγαρίας. Έζησεν τα παιδικά χρόνια του στην Βάρνα και από του 1906 εγκατεστάθη με την οικογένειάν του στην Αθήνα. Εξεκίνησεν οικονομικές σπουδές στην Ελβετία, επέστρεψεν όμως στην Αθήνα χωρίς να αποφοιτήσει και ενεγράφη στην Νομικήν Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, (σπουδήν που επίσης δεν ολοκλήρωσεν). Ησχολήθη περιστασιακώς με την διδασκαλίαν της γαλλικής γλώσσης και με την δημοσιογραφίαν, ως συνεργάτης πολλών εφημερίδων όπως οι: Ημερήσιος Τύπος, Δημοκρατία, Ελεύθερον Βήμα, Πρωία, Ακρόπολις και Καθημερινή ενώ ειργάσθη επί μικρόν και στο «Υπουργείον Τύπου και Πληροφοριών».

Στον χώρον της λογοτεχνίας πρωτοενεφανίσθη σε ηλικίαν δεκαοχτώ ετών με δημοσιεύσεις ποιημάτων και μεταφράσεων στα περιοδικά Ελλάς (με το ψευδώνυμον Λεύκος Ιτιώτης) και Ποιητική Έκδοσις, στο οποίον μάλιστα υπήρξεν και μέλος της συντακτικής του ομάδος. Επιπλέον συνειργάσθη με πολλά λογοτεχνικά περιοδικά, όπως τα : Αναγέννηση, Αγγλοελληνική Επιθεώρηση, Βωμός, Γράμματα (Αλεξανδρείας), Εβδομάς, Κριτική και Τέχνη, Λόγος, Λύρα και Νέα Εστία. Το 1922 εκυκλοφόρησεν η ποιητική συλλογή του «Εικοσιοχτώ ποιήματα του Κλέωνος Παράσχου και εικοσιδύο του Μπωντλαίρ». Ηκολούθησεν μία ακόμη ποιητική συλλογή, με τίτλον «Μακρινή Μουσική». Επιπλέον εξέδωσεν αυτοβιογραφικά κείμενα, βιβλία θεωρίας της λογοτεχνίας και κριτικής, ταξιδιωτικά κείμενα, χρονικά, χρονογραφήματα, ενώ ησχολήθη επίσης με την λογοτεχνικήν μετάφραση (από έργα των Ντεμέλ, Μορεάς, Πασκάλ, Σταντάλ, Μανν και άλλων). Ο Παράσχος κυρίως μνημονεύεται στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας για την προσφορά του στον χώρον της λογοτεχνικής κριτικής, (όπου επηρεάσθη, (όπως άλλωστε και στην ποίησή του) από το πνευματικόν ρεύμα του γαλλικού συμβολισμού, του νεορομαντισμού και του αισθητισμού.

Ο Τάκης (Τ.) Παπατσώνης εγεννήθη στην Αθήνα. Εμαθήτευσεν στο «Γαλλικόν Ινστιτούτο Αθηνών» και το 1913 εδημοσίευσεν τα πρώτα του ποιήματα στην εφημερίδα Ακρόπολις. Εσπούδασεν Νομική και Πολιτικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών έως το 1920, ενώ το 1927 παρηκολούθησεν μαθήματα οικονομικών επιστημών στο Πανεπιστήμιον της Γενεύης. Από του 1914 και επί σαράντα έτη ειργάσθη στο Υπουργείον Οικονομικών και ανήλθεν έως την θέση του Γενικού Γραμματέως. Το 1928 παρέμεινε για μήνες στο …. Άγιον Όρος. Εταξίδυσεν πάρα πολύ στην διάρκειαν της ζωής του (λόγω της εργασίας του και από προσωπικόν πάθος). Ενδεικτικώς αναφέρονται τα ταξίδια του στο Βελιγράδι, στην Κωνσταντινούπολη, στην Ιταλία, στην Πράγα, στην Ελβετία, στην Γαλλία, στο Βερολίνο, στην Δρέσδη, στην Αγγλία, στην Ισπανία, στο Βουκουρέστι, στην Βέρνη, στα Καρπάθια όρη, στη Νέα Υόρκη, στην Κούβα, στο Σικάγο, στο Σαν Ντιέγκο της Καλιφόρνια.

Διετέλεσεν αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Εμπορικής Τραπέζης (1941), Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Εθνικής Πινακοθήκης (1953-1964), Αντιπρόεδρος στο Διοικητικό Συμβούλιον του Εθνικού Θεάτρου (1955-1964), Αντιπρόεδρος και Πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Αισθητικής (1963 και 1966 αντιστοίχως). Ετιμήθη με το πρώτον Κρατικόν Βραβείο Ποιήσεως (1963). Το 1967 έγινε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Η πρώτη έκδοση ποιημάτων του Παπατσώνη επραγματοποιήθη το 1934 με την «Εκλογή Α΄». Είχεν προηγηθεί η δημοσίευση της πρώτης ελληνικής μεταφράσεως της «Ερήμου Χώρας» του Τόμας Έλλιοτ, από τον Παπατσώνη στο περιοδικόν «Κύκλος» και με τίτλον «Ερημότοπος». Από το 1935 και επί πενταετίαν συνειργάσθη με την εφημερίδα «Καθημερινή», όπου εδημοσίευσεν κριτικά δοκίμια. Το 1944 εξέδωσε την «Ursa Minor». Ηκολούθησαν η «Εκλογή Β΄» (1962), το οδοιπορικόν «Άσκηση στον Άθω» (1963), το ταξιδιωτικόν κείμενο «Μολδοβαλαχικά του Μύθου», οι μελέτες «Friedrich Holderlin, 1970-1843-1970» και «Εθνεγερσία: Σολωμός, Κάλβος», καθώς και οι συλλογές δοκιμίων «Ο Τετραπέρατος κόσμος» (δίτομον) και « Όπου ην κήπος».

Ησχολήθη επίσης με τη λογοτεχνική μετάφραση και συνειργάσθη με τα περιοδικά Ελλάς, Οι Νέοι, Λόγος, Λύρα, Μούσα, Πειθαρχία, Πρωτοπορία, Ρυθμός, Νέα Γράμματα, Νέα Εστία, Ελεύθερα Γράμματα, Χρονικά Αισθητικής Ο Τάκης Παπατσώνης τοποθετείται από τους ιστορικούς της λογοτεχνίας στην ποιητικήν «Γενεά του τριάντα», όμως ως μια όλως ιδιαιτέρα περίπτωση, που υπερβαίνει τις όποιες κατηγοριοποιήσεις. Υπήρξεν ένας από τους εισηγητές του ελεύθερου στίχου στη μοντέρνα ελληνική ποίηση. Το ποιητικόν του έργον χαρακτηρίζεται από ποικίλες, δημιουργικώς αφομοιωμένες επιδράσεις και εντόνως προσωπικόν ύφος, έμπλεον του μυστικιστικού και θεολογικού του στοχασμού.

Ο Νικήτας Ράντος (άλλα ψευδώνυμα Nicolas Calas και Μ. Σπιέρος, 1907-1988) εγεννήθη ως Νίκος Καλαμάρης στην Λωζάνη. Σε βρεφικήν ηλικία εγκατεστάθη με την οικογένειάν του στην Αθήνα, όπου έζησεν ως το 1934 και εσπούδασεν στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Κατά την διάρκεια των σπουδών του ήταν μέλος της «Φοιτητικής Συντροφιάς», όπου εγνωρίσθη με τον Γιώργο Θεοτοκά, τον Ηλία Τσιριμώκο και άλλα μέλη του «Εκπαιδευτικού Ομίλου», …. στα ίχνη του Δημήτρη Γληνού. Στην συνέχειαν εμοίρασεν την ζωή του μεταξύ Αθηνών και Παρισίων (από το 1937 και επί διετίαν έμεινε μονίμως στην γαλλική πρωτεύουσα) και από το 1939 και επί εν έτος έμεινε στην Λισσαβώνα. Στο Παρίσι ήλθεν σε επαφή με τα τότε πρωτοποριακά καλλιτεχνικά ρεύματα, (διαιτέρως με τον σουρεαλισμόν). Το 1942 εγκατεστάθη στην Νέαν Υόρκη. Κατά την διάρκεια του Β’ Μεγάλου Πολέμου υπηρέτησεν εθελοντικώς στο «Office of war information» (!) και το 1945 έλαβεν την αμερικανικήν υπηκοότητα!

Ειργάσθη στο Πανεπιστήμιον Columbia, ως συνεργάτης στο πρόγραμμα «Research in Contemporary Cultures» και στο Πανεπιστήμιον Fairleigh Dickinson του New Jersey, όπου κατείχενΕπικούρου Καθηγητή της Τέχνης. Στην Ελλάδα επέστρεψε επ΄ολίγον κατά την δεκαετίαν του 1960, οπότε συνειργάσθη με το περιοδικόν «Πάλι», έφυγεν και επέστρεψε μετά την μεταπολίτευση του 1974. Κατά την διάρκειαν της δευτέρας αυτής επίσκεψεώς του έδωσε διαλέξεις και συνειργάσθη με τα περιοδικά «Χνάρι» και «Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα», με τα οποία συνειργάζετο ο περιβόητος φίλος του Μιχάλης Ράπτης («Pablo»). Ολίγον αργότερον επέστρεψεν στις Η.Π.Α., όπου και παρέμεινεν έως τον θάνατόν του. Στα γράμματα πρωτοενεφανίσθη το 1929 με δημοσιεύσεις άρθρων στα περιοδικά «Φοιτητική Συντροφιά», «Νουμάς» και «Πειθαρχία». Το 1932 εξέδωσεν την πρώτη ποιητική συλλογή του που είχε τίτλον «Ποιήματα». Ενδεικτικές των επιρροών του από τα ρεύματα του γερμανικού εξπρεσιονισμού, του ρωσικού φουτουρισμού και του υπερρεαλισμού είναι οι ποιητικές πλακέτες «Ποιητικά Τετράδια» που εκυκλοφόρησεν το 1936. Μαζί με τον Τάκη Παπατσώνη ο Ράντος υπήρξεν ο πρώτος μεταφραστής του Τόμας Έλιοτ στην ελληνικήν.

Ο θεωρητικός προβληματισμός του Ράντου εξεκίνησε από τον χώρο του ορθοδόξου μαρξισμού για να οδηγηθεί σταδιακώς σε μιαν εκλεκτικοτέρα θεώρηση του σοσιαλισμού, με επιρροές από την ψυχαναλυτικήν θεωρία του Freud. Αντιπροσωπευτικόν του ιδιοτύπου στοχασμού του είναι το δοκίμιον «Τζάκια» («Foyers d’ incendie»), εκδοθέν στο Παρίσι το 1938. Εδώ εχρησιμοποίησεν για πρώτην φορά το ψευδώνυμον Nicolas Calas, με το οποίον υπήρξεν συνεργάτης των εντύπων … Art News, Art International, Arts Magazine, Art in America, Art Forum, Colloquio, Possibilities, Tiger’s eye, View, XX Siecle, και άλλων. Το 1977 ετιμήθη με το Α΄ Κρατικόν Βραβείον ποιήσεως για την συλλογή του «Οδός Νικήτα Ράντου».]

Αθανάσιος Κωνσταντίνου

Exit mobile version