“Πόλεμος πάντων μέν πατήρ έστι, πάντων δε βασιλεύς, και τους μέν θεούς έδειξε τους δε ανθρώπους, τους μέν δούλους εποίησε τους δε ελευθέρους». Ηράκλειτος
Ο πλέον δόκιμος σύγχρονος ορισμός του πολέμου είναι αυτός του Κλαούζεβιτς: «Η Συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα». Αυτός ο ορισμός σημαίνει ότι ουσιαστικά δεν υπάρχει καθόλου ειρήνη, αλλά παντού και πάντοτε πόλεμος. Σε αυτή την διαπίστωση, ωστόσο, είχε καταλήξει αιώνες πριν, ο Πλάτων, ο οποίος αποκαλεί την ειρήνη «ακήρυκτο πόλεμο» και διευκρινίζει ότι ειρήνη υπάρχει μόνο κατ’ όνομα, αλλά στην πράξη είναι πόλεμος που δεν έχει ακόμα κηρυχθεί: «ην γαρ καλέουσιν των ανθρώπων οι πλείστοι ειρήνην τούτ’ είναι μόνον όνομα, τω δ’ έργω αεί πόλεμον ακήρυκτον» («Νόμοι», Α΄ 626).
Με τον πόλεμο γίνεται η φυσική επιλογή, διά της οποίας επικρατούν οι ικανώτεροι. Σύμφωνα με την περίφημη συνομιλία του Καλλικλή με τον Σωκράτη, ο πόλεμος εδραιώνει την ομαλή ιεράρχηση των κοινωνιών, θέτοντας υπεράνω τις ισχυρώτερες κοινωνίες, γεγονός που είναι σύμφωνο προς την θέληση της Φύσεως να άρχουν οι ισχυροί και να ακολουθούν οι αδύνατοι: «Πέφυκε το ήσσον υπό τού κρείττονος άρχεσθαι και άγεσθαι, και το μεν κρείσσον ηγείσθαι το δε ήσσον έπεσθαι». Παρόμοιες γνῶμες διατυπώνει και ο Θρασύμαχος, ο οποίος, όπως μάς παρέδωσε ο Πλάτων, ορίζει ως δίκαιο το συμφέρον τού ισχυρωτέρου: «το τού κρείττονος συμφέρον». Καθώς και ο Δημόκριτος, ο οποίος απεφάνθη ότι σύμφωνα με την Φύση η εξουσία ανήκει στον ισχυρότερο: «Φύσει το άρχειν οικείον τω κρείσσονι» (Ανάλεκτα, Β’ 267).
Ο Ηράκλειτος γράφει ότι «οι ψυχές αυτών που σκοτώθηκαν στη μάχη είναι καθαρότερες απ’ τις ψυχές αυτών που πέθαναν από αρρώστια»: «ψυχαί αρηίφατοι καθερώτεραι ή ενί νούσοις» (απ. 136), ενώ, κατά τον ίδιο φιλόσοφο, «όσους σκοτώνονται στη μάχη τους τιμούν οι θεοί και οι άνθρωποι»: «αρηιφάτους θεοί τιμώσι και άνθρωποι» (απ. 24).
Οι Αμερικανοί καθηγητές Κλασσικών Σπουδών V.D.Hanson και J.Health στο περίφημο βιβλίο τους «Ποιος σκότωσε τον Όμηρο;», αναφορικά με την σημασία του Πολέμου στον Αρχαίο κόσμο γράφουν:
«Το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού πεζού λόγου αφορά στον πόλεμο, στη γη ή στην πολιτική περί των δύο. Το να προσπαθήσει κανείς να κατανοήσει τον αρχαίο κόσμο και να αγνοήσει τον πόλεμο είναι αδύνατο. Η ανθρώπινη σύγκρουση είναι μόνιμη σε όλη την ελληνική ποίηση, ιστορία, θέατρο και ρητορική. Η πλοκή της Αντιγόνης εστιαζόταν στον πόλεμο και τις συνέπειές του, στην καταστροφική μάχη μεταξύ του Πολυνείκη και του αδελφού του Ετεοκλή για το βασίλειο των Θηβών. Η Ιλιάς είναι μια μακρά μάχη. Οι Έλληνες έλεγαν ότι ο πόλεμος («που υπάρχει εκ φύσεως μεταξύ όλων των ελληνικών πόλεων-κρατών») και η γεωργία («η μητέρα όλων μας») είναι τα δύο πιο σημαντικά πράγματα που κάνουμε εμείς οι άνθρωποι. Η καλλιέργεια της γης και η μάχη, η δημιουργία και η καταστροφή, ήταν οι δύο δραστηριότητες που αποκάλυπταν με τον καλύτερο τρόπο την αρετή και την δειλία, την ικανότητα και την ανικανότητα, τον πολιτισμό και την βαρβαρότητα. Ο δραματουργός Αισχύλος, στο επιτάφιο επίγραμμά του, έγραψε για τη μονοήμερη εμπειρία του στον Μαραθώνα και όχι για τη συγγραφή της μνημειώδους τριλογίας του, της Ορέστειας. Ο Σωκράτης, όταν δικαζόταν με την απειλή της θανατικής ποινής, θύμισε στους κατηγόρους του το θάρρος ως ιππέα όταν, στα σαράντα πέντε του, δεν έκανε ούτε στιγμή πίσω κατά τη διάρκεια της εφιαλτικής αθηναϊκής υποχώρησης μετά την ήττα στη μάχη του Δηλίου (…).
Ο πόλεμος και η χρήση της γης είναι τα δομικά υλικά των Πολιτικών του Αριστοτέλη και της Πολιτείας του Πλάτωνα. Και οι δύο ουτοπίες προϋποθέτουν ότι, πριν ο άνθρωπος μπορέσει να διαλογιστεί, να στοχαστεί, να εκπαιδεύσει και να συζητήσει, πρέπει πρώτα να ανακαλύψει πώς να τρώει και πώς να πολεμάει. Ο στρατιώτης και ο γεωργός μπορεί να είναι ξεχασμένοι ή ακόμη και περιφρονημένοι στο δικό μας πολιτισμό, στον ελληνικό νου, όμως, είναι το κλειδί για μια κοινωνία που να μπορεί να λειτουργήσει. Δεν υπάρχει ούτε μια ελληνική μορφή του πέμπτου αιώνα –διανοητική, λογοτεχνική, πολιτική- που να μην είχε ένα αγρόκτημα ή να μην πολεμούσε. Τις περισσότερες φορές τα έκανε και τα δύο».
Και τα παραδείγματα δεν σταματούν εδώ:
«Τα λυρικά ποιήματα και οι ελεγείες του Αρχίλοχου, του Τυρταίου, του Καλλίνου, του Αλκαίου, του Σόλωνα, ακόμη και της Σαπφούς, θα ήταν χαμένα χωρίς οπλίτες, ασπίδες, μπρούντζινες πανοπλίες, στόλους και λυδικά άρματα (…). Σχεδόν κάθε Ελληνικός ναός έχει τη ζωφόρο και τα αετώματά του γεμάτα με θεούς φιλοτεχνημένους με την πολεμική στολή του οπλίτη της πόλης. Η αγγειογραφία δοξάζει τις τάξεις της φάλαγγας. Ταφικές στήλες απεικονίζουν το νεκρό με στρατιωτική πανοπλία. Ο Πλάτων χρησιμοποιεί συχνά το παράδειγμα του πολέμου για να στηρίξει τις θεωρίες του για την αρετή και τη γνώση (…).».
ΜΑΝ. Ι.