Κατά την μελέτη της «Παρακμής της Δύσεως» παρατηρούμε ότι, ο Σπένγκλερ συνέλαβεν την ιστορία του Δυτικού πολιτισμού ως μόνιμον αγώνα, ως κατάσταση διαρκούς πολέμου μεταξύ των εθνών, και επίσης εθεώρει την «θέληση για δύναμη» ως αναπόσπαστο στοιχείον του αγώνος.
Η «θέληση για δύναμη» είναι αυτό το στοιχείον που επιτρέπει σε ένα άτομο να επιβληθεί επί ενός άλλου και ένα έθνος επί ενός άλλου. Αλλά η θέληση προς επιβολή και κυριαρχία συνδέεται επίσης με την παρόρμηση, με την εσωτέρα ώθηση της επεκτάσεως στον χώρον, στο πέριξ διάστημα.
Αυτό το συγκεκριμένο θέμα ανεπτύχθη από τον Σπένγκλερ με την χρησιμοποίηση (για άλλη μια φορά) της μεθόδου του «συγκριτικής μορφολογίας», του Αρχαίου πολιτισμού λαμβανομένου ως πυξίδος – μέτρου, ώστε να προβεί στις συγκρίσεις του με τον Δυτικό πολιτισμό.
Για τον σκοπόν αυτό, ομίλησε για την αρχαία νοοτροπία και την αντίθεση της με αυτό που αργότερον θα εσχετίζετο με την δυτικότροπον Παρακμήν, την φθοράν του δυτικού νοός : To ζήτημα του χώρου, του διαστήματος. Στην Δύση, υπήρχεν ένα αίσθημα αποστάσεως από τον «παλαιόν» άνθρωπο:
«Η μνήμη του “αρχαίου” ανθρώπου (…) είναι πολύ διαφορετική από την ιδική μας, διότι στην συνείδηση του αρχαίου, το παρελθόν ελλείπει ως δημιουργικές προοπτικές μιας ορισμένης τάξεως. Και το καθαρό “παρόν” (…) γεμίζει την ζωή με μια πληρότητα που είναι εντελώς άγνωστη σε εμας. Αυτό το καθαρό δώρο, του οποίου υπέρτατον σύμβολον είναι ο δωρικός κίων, αντιπροσωπεύει στην πραγματικότητα μιαν άρνηση του χρόνου (της κατεευύνσεως). (…)
Από την άλλην πλευρά, για την ιδικήν μας αίσθηση του κόσμου, για το ενδόμυχον όραμά μας, το παρελθόν είναι ένας οργανισμός αιώνων ή χιλιετιών (…) Τώρα αυτό το διαφορετικό θεμέλιον είναι εκείνο που προσδίδει ζωή στο ιδιαίτερον χρώμα του, τόσον στον Αρχαίο όσον και στον Δυτικόν πολιτισμό.
Αυτό που ο ελληνικός κόσμος ονόμαζε σύμπαν ήταν η εικών ενός σύμπαντος που δεν γίγνεται, αλλά είναι. Επομένως, ο ίδιος ο Έλλην ήταν άνθρωπος που ποτέ δεν ήταν “Γίγνεσθαι”, αλλά πάντα υπήρξεν “Είναι”.
Έτσι ήρχισε να διαμορφούται η εικών του αρχαίου ανθρώπου σε αντίθεση με εκείνην του δυτικού, χρησιμοποιούσα πρωτίστως την αντιπαράθεση ανάμεσα στην παραγωγή και στο προϊόν, στο μέλλον και στο παρόν, στην διαίσθηση και στην ανάλυση, δηλαδή στα στοιχεία της φιλοσοφίας της ζωής, που ήσαν τόσο πολύ παρόντα στο έργο του.»
Αλλού, ο στοχαστής λέγει : «Έτσι λοιπόν ο αρχαίος άνθρωπος, αν και εγνώριζεν πολύ καλώς τήν αυστηρά χρονολογία, δηλαδή τον ημερολογιακόν υπολογισμό, και κατά συνέπειαν τήν έντονο αίσθηση της αιωνιότητος, που αποκαλύπτεται με την μεγαλειώδη παρατήρηση των άστρων και την ακριβή μέτρηση τεραστίων χρονικών περιόδων, καθώς και την αίσθηση της μηδαμινότητος της παρούσης στιγμής στον βαβυλωνιακό και προ πάντων στον αιγυπτιακό πολιτισμό, τίποτε από αυτά δέν οικειώθη εντός του.
Ότι κατά καιρούς ανέφεραν οί φιλόσοφοι, απλώς το είχαν ακούσει, αλλά δεν το είχαν ελέγξει. Και ότι ανεκάλυπταν μεμονωμένα λαμπρά πνεύματα, προ πάντων στις ασιατικές πόλεις των Ελλήνων, όπως ο Ίππαρχος και ο Αρίσταρχος, απερρίπτετο από την στωική και την αριστοτελική κατεύθυνση του πνεύματος και έμενε απαρατήρητον έξω από τα πολύ στενά όρια του ειδικού κλάδου.
Ούτε ο Πλάτων ούτε ό Αριστοτέλης διέθεταν αστεροσκοπείο. Τά τελευταία χρόνια του Περικλέους ο δήμος των Αθηναίων έλαβε μιαν απόφαση με την οποίαν ηπείλει όσους διέδιδαν αστρονομικές θεωρίες με την βαρεία κατηγορία της “εισαγγελίας”. Ήταν μία βαθύτατα συμβολική πράξη, που εξέφραζεν την βούληση της αρχαίας ψυχής να έξοστρακίσει καθε τι μακρινό, υπό οποιαδήποτε έννοιαν, από την συνείδηση του κόσμου.»
Αυτό που περιέλαβεν ο Σπένγκλερ σε αυτές τις γραμμές ήταν να αναγνωρίσει τον αρχαίον πολιτισμό με την παρούσα σκέψη και την παρούσα λογική. Ενώ ο Δυτικός Πολιτισμός αντεπροσώπευε το μέλλον, το πεπρωμένο και το όραμα της αποστάσεως.
Αναφερόμενος στα αρχαία μαθηματικά, λέγει: «Ο ισχυρισμός ότι ο αριθμός είναι η ουσία όλων των κατανοητών από τις αισθήσεις πράξεων παραμένει η πολυτιμοτέρα πρόταση των αρχαίων μαθηματικών. Σε αυτό, ο αριθμός ορίζεται ως ένα μέτρον, εκφράζον έτσι το κοσμικό συναίσθημα μιας ψυχής, παρεδόθη εμπαθώς στο τώρα και στο εδώ. Για να μετρήσουμε, με αυτήν την έννοια, σημαίνει να μετρήσουμε κάτι στενό και σωματικό.
Σκεφθείτε το έργον που συνιστά την αρχαία τέχνη: το άγαλμα ενός γυμνού ανθρώπου. Η πλέον ουσιαστική και σημαντική ύπαρξη, το ήθος της ζωής, εκφράζεται πλήρως στα επίπεδα, στα μέτρα και στις ευαίσθητες αναλογίες των τμημάτων».
Αυτό κατέστησεν σαφές ότι, το όραμα του αρχαίου ανθρώπου περιορίζετο στο «εδώ και τώρα», και αυτό ενεφανίσθη σε πολύ σημαντικά στοιχεία του πολιτισμού του όπως ήσαν τα γλυπτά και τα μαθηματικά. Μόλις τα χαρακτηριστικά αυτά «διαγνωσθούν» σαφώς, ο συγγραφεύς συγκρίνει αυτά τα στοιχεία με τους συνομηλίκους τους «σχηματισμούς» στον σύγχρονο Δυτικό πολιτισμό, για να τονίσει και να αποσαφηνίσει αυτά τα τελευταία.
«Ενώ η αρχαία ψυχή είχεν φθάσει περί το 540 μέ τον Πυθαγόρα στήν ανακάλυψη του δικού της αριθμού, του απολλωνείου, ως ενός μετρησίμου μεγέθους, η ψυχή της Δύσεως με τον Καρτέσιο και την γενεά του (Πασκάλ, Φερμά, Ντεζάργκ) συνέλαβε, την ακριβώς αντίστοιχον χρονική στιγμή, την ιδέαν ενός αριθμού που εγεννήθη από την ένθερμο φαουστική τάση προς το άπειρον.
Ο αριθμός ως καθαρόν μέγεθος που συνδέεται με την σωματική παρουσία του μεμονωμένου πράγματος, έχει το αντίστοιχόν του στον αριθμόν ως καθαρά σχέση. Αν ο αρχαίος κόσμος ημπορεί να ορισθεί μέσα από εκείνην την βαθείαν ανάγκη γιά ορατούς περιορισμούς ως άθροισμα καταμετρησίμων υλικών πραγμάτων, η ιδική μας αίσθηση του κόσμου έχει πραγματωθεί στήν εικόνα ενός άπειρου χώρου, στον οποίον όλα τα ορατά πράγματα, ως κάτι σχετικόν απέναντι στο απόλυτο, τα αισθανόμεθα σχεδόν ωσάν μιά πραγματικότητα δευτερευούσης σημασίας.
Σύμβολόν τους είναι η αποφασιστικής σημασίας έννοια της συναρτήσεως, που δεν υποδηλώνεται σε κανέναν άλλον πολιτισμό. Η συνάρτηση δεν είναι κατά κανέναν τρόπο η διεύρυνση μιας προϋπαρχούσης εννοίας του αριθμού, είναι η πλήρης υπέρβασή του.
Με αυτά δέν παύει να έχει αξία γιά τα πραγματικά σημαντικά μαθηματικά της δυτικής Ευρώπης μόνον η ευκλείδειος και κατά προέκταση η “γενικώς ανθρωπίνη” γεωμετρία των παιδιών και των ανεκπαιδεύτων, που στηρίζεται στην καθημερινήν έμπειρία, αλλά και η αρχιμήδειος σφαίρα του στοιχειώδους υπολογισμού, η αριθμητική.
Τώρα υπάρχει πλέον μόνον η αφηρημένη μαθηματική Ανάλυση. Για τον αρχαίον άνθρωπο η γεωμετρία και η αριθμητική ήσαν εσωτερικώς ενιαίες και πλήρεις επιστήμες εξεχούσης σημασίας, και οι δύο εποπτικές και οι δύο επιτρέπουσες τον σχεδιασμόν ή τον υπολογισμόν με μεγέθη που γιά εμάς είναι πλέον μόνον βοηθητικά μέσα της καθημερινής μας ζωής.»
Ο Σπένγκλερ κατετρίβη ιδιαιτέρως με αυτό το θέμα της κινήσεως προς το άπειρον, αυτό το ιδιάζον χαρακτηριστικό συστατικό του Δυτικού πολιτισμού, για να το πράξει δε αυτό εχρησιμοποίησεν την έννοια του πρωταρχικού συμβόλου ενός πολιτισμού, το οποίον ορίζει ως εξής: «Το πρωτεύον σύμβολο είναι η βάση από την οποίαν ημπορούμε να αντλήσουμε όλην την γλώσσα των μορφών με την οποίαν μας ομιλεί η πραγματικότης κάθε πολιτισμού, αποδίδει σε κάθε πολιτισμό μια φυσιογνωμία που τον διακρίνει από τους άλλους ».
Το πρωταρχικόν σύμβολον του Δυτικού πολιτισμού, κατά τον Σπένγκλερ, είναι ο καθαρός, άπειρος χώρος. Με τα ιδικά του λόγια: «Ο χώρος, καθαρός, χωρίς όρια, είναι το ιδανικόν που η δυτική ψυχή έχει αναζητήσει συνεχώς στο κοσμικό της περίγραμμα. Ηθέλησεν να το πραγματώσει αμέσως, σε αυτό το περίγραμμα και για τον λόγον αυτόν οι αναρίθμητες θεωρίες του χώρου που κατεσκευάσθησαν κατά τους τελευταίους αιώνες κατέχουν μια βαθείαν αίσθηση που υπερβαίνει τα υποτιθέμενα αποτελέσματά τους και μετατρέπει αυτές τις ίδιες τις θεωρίες σε συμπτώματα κοσμικής αισθήσεως».
Ο χώρος δίχως όρια, απεριόριστος όπως το διάστημα, είναι λοιπόν το κύριον σύμβολον του Δυτικού πολιτισμού και ο Σπένγκλερ εχρησιμοποίησεν αρκετά παραδείγματα για να υποστηρίξει την ιδέα του, συμπεριλαμβανομένης της αρχιτεκτονικής.
Επεβεβαίωσεν ότι η δυτική αρχιτεκτονική επέδειξεν αυτή την αίσθηση του απείρου μέσα από τους γοτθικούς καθεδρικούς ναούς : «Ο εσωτερικός χώρος των καθεδρικών ναών μας σύρει με αρχέγονο βία προς το ύψος και την απόσταση».
Το «πρόβλημα του διαστήματος», όπως το ονόμασε ο Σπένγκλερ, υπήρξεν ζήτημα θεμελιώδους σημασίας για τον δυτικόν πολιτισμόν, αλλά όχι για άλλους πολιτισμούς. Ο Σπένγκλερ επαρουσίασε μια σειρά παραδειγμάτων στα οποία εκδηλούται αυτό το πρωταρχικό σύμβολον του χώρου δίχως όρια.
Έτσι, η αρχή της προοπτικής στην ελαιογραφία – η οποία συμφώνως προς τον Σπένγκλερ είναι γνωστή μόνον στην Δύση – αντιπροσώπευε μια «συναισθηματική γεωμετρία του πλαστικού χώρου». Ένα άλλο παράδειγμα που ανέφερε ο Σπένγκλερ ήταν αυτό: «Η αποφασιστική δράση του Καρτεσίου, του οποίου η γεωμετρία εδημοσιοποιήθη το 1637, δεν συνίστατο, όπως λέγεται, στην εισαγωγή μιας νέας μεθόδου ή μιας νέας εμπνεύσεως στην παραδοσιακή γεωμετρία, αλλά στην οριστική διατύπωση μιας νέας ιδέας περί αριθμού, η οποία εκδηλούται στο γεγονός ότι έχουν αποκοπεί όλοι οι δεσμοί μεταξύ της γεωμετρίας και της οπτικής κατασκευής των εικόνων, των μετρηθεισών και μετρησίμων αποστάσεων. Με αυτό, η ανάλυση του απείρου ήταν ήδη γεγονός».
Ο συγγραφεύς επαρουσίασεν επίσης παραδείγματα του πρωταρχικού συμβόλου στον πολιτικό κόσμο: «Το πρωτεύον σύμβολον του απείρου χώρου εισχωρεί τώρα, με όλη του την απερίγραπτο δύναμη, στον κύκλο της ενεργού πολιτικής ζωής.
Στις φυσιογνωμίες των Οθώνων, του Κοντάδου του Β’, του Ερρίκου του Στ’, του Φρειδερίκου του Β’, ημπορούμε να προσθέσουμε τους Νορμανδούς, κατακτητές της Ρωσίας, της Γροιλανδίας, της Αγγλίας, της Σικελίας και σχεδόν επίσης της Κωνσταντινουπόλεως, καθώς και των μεγάλων Παπών Γκρηγορίου του Ζ’ και Ινοκεντίου του Γ’. Όλοι τους επεδίωξαν να συνταυτίσουν την ορατήν σφαίρα της εξουσίας τους με τον γνωστόν κόσμο εκείνης της εποχής.
Εδώ ακριβώς είναι η διαφορά που χωρίζει τους ήρωες του Ομήρου, με την περιορισμένη γεωγραφική τους προοπτική, από τους ήρωες των δυτικών θρύλων : Εκείνον του Αγίου Δισκοπότηρου, εκείνον του Βασιλέως Αρθούρου, του Ζίγκφρηντ, ο οποίος πάντα περιπλανάται μέσα στο άπειρο. Οι πολεμιστές των Σταυροφοριών ίππευσαν από τις όχθες του Έλβα ή του Λίγηρος μέχρις τα άκρα του τότε γνωστού κόσμου».
Αυτή η τάση προς τον άπειρο χώρο, προσήκουσα στον Δυτικόν άνθρωπο, εύρηκε την υψηλοτέραν αποτύπωσή της στην μουσική, ενώ μεταξύ όλων των δυτικών εθνών, η Γερμανία υπήρξεν εκείνη που είχε παραγάγει τους καλύτερους μουσικούς. Αυτός ο ισχυρισμός του Σπένγκλερ, ορώμενος από πολιτικήν άποψη, μας επιτρέπει να συναγάγουμε ευχερώς ότι κατ΄αυτόν η Γερμανία διέθετεν ικανές ποιότητες ώστε να σχηματίσει μιαν Αυτοκρατορία.
Αθανάσιος Κωνσταντίνου