Μεσοπολεμικές ιδεολογικοπολιτικές ζυμώσεις
Είναι άξιος ιδιαιτέρας μνείας ο ιδιότυπος «διμέτωπος» αγών τον οποίον επεχείρησεν ο Γεώργιος Θεοτοκάς και ο κύκλος των «φιλελευθέρων εθνικοπατριωτών» φίλων και ομοφρόνων του, εναντίον του Εθνικισμού και του κομμουνισμού, αγών που προσέλαβεν σαφεστέρα μορφή όταν τον Ιανουάριον του 1933 ο Θεοτοκάς ίδρυσεν, ομού με τους Σπύρο Μελά και Γιάννη Οικονομίδη, το περιοδικόν με τον χαρακτηριστικόν δηλωτικόν τίτλον «Ιδέα», το οποίον ενεπλάκη αμέσως και στις πολιτικές διαμάχες της εποχής.
Ενεπλάκη ως δεδηλωμένος αντίπαλος των «Νέων Πρωτοπόρων», οι οποίοι επροπαγάνδιζαν με ιεραποστολικήν ζέση στους σκεπτομένους τον ιστορικό υλισμό, αλλα συνάμα και αντίπαλος των «λαϊκομετωπικων» τάσεων του «Σήμερα», (ηλιθιωδώς χρησίμου γιά τους μπολσεβίκους), ευθυγραμμιζόμενον εντός των πλαισίων του γαλλικού ιδεαλισμού και αποπειρώμενο να «εκλαϊκεύσει» την επίσης σφόδρα αντιμαρξιστική και εμπνεομένη από τον γερμανικόν ιδεαλισμόν προσπάθεια του «Αρχείου Φιλοσοφίας». Το «Ιδέα», εν σχέσει με το αυστηρότερον, πυκνώς «ακαδημαϊκόν» και εν μέρει «ελιτίστικο» «Αρχείο Φιλοσοφίας» (επίσης αντιμαρξιστικό) απετέλεσεν όντως μια πλέον εκλαϊκευμένη προσπάθειαν ιδεολογικής πάλης. Επίσης συνέτεινεν εντόνως στην εξελισσομένη μεσοπολεμική αντιπαράθεση ιδεαλιστών – μαρξιστών, συνεργούν ικανώς στην κλιμακωτή όξυνση, η οποία εν τέλει μετέπεσεν σε σφοδρά διαμάχη σχετικώς με το περιεχόμενον της Εθνικής Θεωρίας και τα διάφορα παραφερνάλιά του.
Ήδη από το πρώτον τεύχος του περιοδικού, τον Ιανουάριον του 1933, ο εκ των τριών συνιδρυτών του Σπύρος Μελάς διετύπωσεν σαφώς στο άρθρον του «Βασικές αρχές» τους στόχους του περιοδικού:
«Στο φιλοσοφικό και ιδεολογικό επίπεδο η «Ιδέα» θα πολεμήσει τις υλιστικές και αιτιοκρατικές θεωρίες που αρνιουνται. την ελευθερία, την ατομικότητα, το ρόλο της θέλησης, την πίστη στις ανώτερες και πιο ευγενικές δυνάμεις του ανθρώπου και καθορίζουν την ανθρώπινη πρόοδο σαν το αποτέλεσμα της μηχανικής λειτουργίας τυφλών δυνάμεων, που ξεφεύγουν από κάθε ανθρώπινη επίδραση…»
Μέσα από το κείμενο αυτό του Μελά, οι ιδρυτές του περιοδικού εκδηλώνουν παραλλήλως την μυχία επιθυμία τους για μιαν ουσιαστική πολιτικοκοινωνική αλλαγή, επιδιώκοντες όμως με ακατανόητη … αστική αβρότητα, να παρασκευάσουν «ομελέτα δίχως να σπάσουν αυγά». Τονίζουν μάλιστα με κομπάζουσα αφέλεια ότι «Δεν εννοούμε ωστόσο τον ιδεαλισμό και τον ατομικισμό, σαν δικαιολογίες του σημερινού κοινωνικού και οικονομικού καθεστώτος. Τουναντιον αναγνωρίζουμε τα μεγαλα ελαττώματα και την αδικία του κεφαλαιοκρατικού καθεστώτος και πιστεύουμε στην ανάγκη μιας βαθειας κοινωνικής αλλαγής. Αλλα θέλουμε να πραγματοποιηθεί δίχως να σπάσει η συνέχεια του πολιτισμού, δίχως να θυσιάσουμε την πνευματική και ηθική κληρονομιά των αιώνων, δίχως κοινωνικές και εθνικές καταστροφές, δίχως βάρβαρες τυραννίες. Για τούτο θα χτυπήσουμε τα κηρύγματα του ταξικού μίσους και τους τυφλούς φανατισμούς, από οποιονδήποτε και αν προέρχονται. Η “Ιδέα” είναι ένα όργανο του ελεύθερου πνεύματος ψηλότερα από τα κόμματα και τις κοινωνικές τάξεις και εναντίον κάθε δημοκοπίας».
Η «Ιδέα» ησπάζετο την κατά πολλούς αμφιλεγομένη άποψη ότι, ο ανηθικισμος είναι προϊόν μονον του υλισμού και προχωρεί σε μια καταδίκη του κεφαλαιοκρατικού καθεστώτος με επιχειρήματα πλατωνικά ή του «απο καθεδρας σοσιαλισμού», (τα οποία οποία ως επιχειρήματα ευθυγραμμίζοντο εν μέρει και με θέσεις των Γερμανών φιλοσόφων του εθνικοσοσιαλισμού, των οποίων βεβαίως η βασική αφόρμηση, ήτοι το φυλετικό «πρωτείον», ήταν εξ ολοκλήρου διαφορετική φύεως).
Η προσεγμένη γραφή των αρθρογράφων της «Ιδέας» ουσιαστικώς είναι «επίσημη» εξαγγελία και κλήση συνεγέρσεως, καθώς απευθύνονται στο αναγνωστικό κοινό. Ωστόσον οι πραγματικοί σκοποί της εκδοσεώς τους είναι αφανείς και εν μέρει μόνον ανιχνεύονται αναλυτικώς εκ των υστέρων, καθώς οπωσδήποτε αφεώρουν αμέσως και στην πολιτική πρακτική. Μέσω της μελέτης εμάθαμε πως ο Θεοτοκάς στην προσωπική του αλληλογραφία με τον Γιώργο Σεφέρη δεν εδίστασεν να τονίσει ότι σκοπός της εκδόσεως του περιοδικού «Ιδέα» δεν ήταν άλλος από την αναχαίτιση των κομμουνιστικών και διεθνιστικών ιδεών στην Ελλάδα, παραμένων όμως περιπαθώς «αντιφασίστας» εποχής, με περισσοτέρα μάλιστα επ’ αυτού εμμονήν από ότι ήταν αντιμαρξιστής.
Στον αισθητικό τομέα η «Ιδέα» διεκήρυξε ότι «θα πολεμήσει τις μεγάλες πληγές των Ελληνικών Γραμμάτων και της Ελληνικης Τέχνης», δηλαδή:
«……α) τον ξερό και στείρο ρεαλισμό που δεν είναι άλλο τίποτα παρά μια φωτογραφική αντιγραφή της εξωτερικής πραγματικότητας, μια προέκταση του επιστημονισμού στην περιοχή της τέχνης, δίχως καμιά δημιουργική αξία·
β) την ταξική και προπαγανδιστική τέχνη, όργανο των τυφλών κοινωνικών παθών, που κατεβάζει την τέχνη στο επίπεδο δημοκοπίας·
γ) ωρισμένες αρρωστιάρικες μεταπολεμικές τάσεις, που καλλιεργούν κάθε βίτσιο και συνάμα αρνούνται και κουρελιάζουν κάθε αισθητή πειθαρχία·
δ) το πνεύμα του τυφλού μοντερνισμού, της επιπόλαιης αποδοχής όλων των νέων πραγμάτων δίχως κανένα έλεγχο.
Η “Ιδέα” θα απαιτήσει μια τέχνη, που να τείνει προς οικουμενικές αξίες, χειραφετημένη από τα καιρικά πάθη, από τους φανατισμούς, από τους τοπικούς σχολαστικισμούς κι από τις μόδες. Συνάμα μια τέχνη πιο αυστηρή από τη σημερινή, πιο ισορροπημένη, πιο καλλιεργημένη, πιο λιτή και πιο καθαρή. Θα απαιτήσουμε, δηλαδή, από τον καλλιτέχνη περισσότερη ελευθερία του πνεύματος και περισσότερη αισθητική πειθαρχία».
Το περιοδικόν «Ιδέα» αντικαπιταλιστικών κατευθύνσεων ή όχι, ενετάχθη στον χώρο της κεντροδεξιάς, απλώς και μόνον διότι δεν εδέχθη τις θέσεις του συνοδοιποριακού των μπολσεβίκων σοσιαλίζοντος «Σήμερα».
Ωστόσον, εν πολλοίς απαρατήρητος έμεινε η εξής θέση της «Ιδέας»:
«Πιστεύουμε πως η κοινωνία μας περνά μια τρομερή κρίση και πως η κρίση αυτή οφείλεται στη χρεωκοπία του κεφαλαιοκρατικού καθεστώτος. Σ’ αυτό το σημείο είμαστε σύμφωνοι με όλους τους θεωρητικούς της αριστεράς. Ποθούμε συνεπώς κι εμείς μια βαθιά κοινωνική αλλαγή. Δεν έχουμε την αφέλεια να ορίσουμε από πριν τη μορφή της αυριανής κοινωνίας και δεν πιστεύουμε στις προφητείες. Το μέλλον είναι απρόβλεπτο κι οι δυνατότητες του άπειρες. Αισθανόμαστε όμως πως η κοινωνία του μέλλοντος, για να θεραπεύσει τα δεινά του καπιταλισμού, θα στηριχτεί σε μια πιο λογική οργάνωση της παραγωγής. Το ιδανικό της πρέπει να είναι η κατάργηση των προνομίων της γέννησης και του πλούτου, η υλική ισότητα των ανθρώπων».
Συνεπώς ο πόλεμος «Ιδέας» και «Νέων Πρωτοπόρων» συνδέεται μάλλον με την αντιμαχία ….. δύο μορφών σοσιαλισμού, παρεμφερών της 3ης και της 2ας Διεθνούς ή πρόκειται κατά βάθος περί κοινής εξαναστάσεως οπαδών ενός διαπεφωτισμένου δεσποτισμού, που διεκλαδιζετο σε δυο κοσμοθεωρητικώς αντίθετους παρα-ολοκληρωτισμούς, στην προσπάθεια τους να υπερνικήσουν την δυσφορική ελληνικήν υπανάπτυξη.
Τα έντυπα που αναγνωρίζονται από την «Ιδέα» ως ιδεολογικοί της αντίπαλοι είναι τα περιοδικά: «Νέοι Πρωτοπόροι», που απηχούν τις απόψεις του Κομμουνιστικού Κόμματος – «Σήμερα» με «σοσιαλδημοκρατικές και διεθνιστικές» τάσει, «Κοινωνική Έρευνα», περιοδικό του «αγροτισμού» και «αριστερισμού», «Νέα Επιθεώρηση», (της δευτέρας περιόδου), περιοδικό της τροτσκιστικής αριστεράς. Παράλληλα, πρόσωπα – στόχοι γίνονται και οι διανοητές: Δημήτρης Γληνός, Κώστας Βάρναλης, Κώστας Ουράνης, Νίκος Κάλας (Μ. Σπιέρος) και άλλοι, που είναι και συνεργάτες των περιοδικών στα οποία αντιπαρατίθεται η «Ιδέα».
Σε ένα άρθρον του επιγραφόμενον «Νιότη», ο Θεοτοκάς, λαμβάνων αφορμήν από τους στόχους των άκρων αριστερών, τους χλευάζει για τους «τυραννικούς δογματισμούς τους» και τους απειλεί οτι η«ζωή θα δείξει ποια είναι η καρποφόρα δράση και ποια η άγονη αντίδραση, ποιοι είναι οι πρωτοπόροι και ποιοι οι αεριτζήδες, οι δημοκόποι, οι ανεδαφικοί και άχρηστοι θεωρητικοί». Και κατόπιν καλεί την «πιο διαλεχτή ελληνική νιότη», «να λυτρωθεί από το παρελθόν, τη ρουτίνα, τη μετριότητα, και να επιδοθεί με τόλμη στο πνεύμα της περιπέτειας». Από το κείμενο αυτό αποκομίζουμε το σύνθημα δραστηρίου ανανεώσεως στην τέχνη ταυτιζομένη «με τα νιάτα και την τόλμη», σε αντιδιαστολήν επομένως με τον γεροντισμό.
Κείμενα όπως αυτό [το οποίον κατά τον Μάριο Βίττι – Mario Vitti ερευνητή της νέας ελληνικής φιλολογίας και ομότιμον καθηγητή της ελληνικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιον Tuscia, στο Βιτέρμπο της Ιταλίας, υπενθυμίζει σαφώς …. εθνικοσοσιαλιστικές θέσεις (sic!), (ιδέ «Η γενιά του τριάντα: Ιδεολογία και μορφή» εκδόσεις «Ερμής», Αθήνα 1995)], συνδυάζονται με τον ιδιότυπον «διεθνισμόν» του Γεωργίου Θεοτοκα, ο οποίος επισκοπών την ιστορίαν του μεσογειακού και του βαλκανικού χώρου, διαπιστώνει ότι το «ελληνικόν πνεύμα» μεταμορφώνεται κατά ιστορικές περιόδους σε πανανατολική ή παμμεσογειακη η παμβαλκανική σύνθεση (άλλη μορφή της νικημένης απο τον μικράσιατικό σεισμό Μεγάλης Ιδέας).
Οπωσδήποτε ο Θεοτοκάς, τονίζει παραλλήλως ότι «…η σύγχρονη Δημοκρατία απομακρύνθηκε κιόλας αρκετά από τις βασικές αρχές του αστικού καθεστώτος, ξεπέρασε το απαραβίαστο της ιδιοκτησίας, την ιερότητα της κληρονομικής διαδοχής, την αρχή της ελευθερίας των συναλλαγών. Η τάση της προς τα αριστερά είναι έκδηλη. Κι αν η τάση αυτή ήταν ως σήμερα ασυνείδητη, ας την κάνουμε συνειδητή. Αν ήταν αργή, ας την κάνουμε γρήγορη.
Είμαστε πρόθυμοι να προχωρήσουμε πολύ αριστερότερα, αν μας εγγυηθούνε την ελευθερία του πνεύματος και την ελεύθερη λειτουργία του πολιτεύματος. Άλλο τίποτα δε γυρευουμε. Και ξέρουμε πως δεν είναι λίγοι οι νέοι ιδεολογοι που συμφωνούνε απόλυτα μαζί μας σ’ αυτό το σημείο. (Αξίζει εδώ να διαπιστώσουμε την αβίαστο προθυμία των …. Φιλελευθέρων εθνικοπατριωτών παλαιάς κοπής να συνοδοιπορήσουν και με τους μπολσεβίκους με κάποιες …. μικροεγγυήσεις)
Επειδή συχνά μας είπαν φασίστες και οπαδούς της κεφαλαιοκρατίας μια παρατήρηση είναι ίσως χρήσιμη εδώ πέρα. Οι ιδεαλιστές διανοούμενοι, στη μέγιστη πλειοψηφία τους, παντού καταδίκασαν τον καπιταλισμό και παντού αρνήθηκαν να συνθηκολογησουν με τη φασιστική δικτατορία. Αν υπάρχει σήμερα στη Γερμανία μια τάξη που αντιδρά στην τυραννία δεν είναι η εργατική τάξη, αλλά η τάξη των διανοουμένων, που πρεσβεύουν αυτα που πρεσβεύουμε κι εμείς. Παντού όμως ο φασισμός βρήκε πολλούς και θερμούς οπαδούς στις τάξεις των μαρξιστών. Και μερικούς αρχηγούς. Οι εχθροί της ελευθερίας συνεννοούνται καλά αναμεταξύ τους.»
Στο περιοδικόν αυτό, εκτός από την εκλαΐκευση των θεσεων των Κωνσταντίνου Τσάτσου και Παναγιώτη Κανελλοπούλου, («ο ιδεαλισμός μας επιβάλλει ν’ αποκηρύξουμε ταυτόχρονα και με την ίδια αδιαλλαξία τη σοβιετική δικτατορία και τη φασιστική τρομοκρατία»), προεβλήθη και η μεταφυσική φιλοσοφία του Γιάννη Οικονομιδη (ευρυμαθούς, και βαθέος στοχαστή, σεμνού ιδεαλιστή γαλλικών επιδράσεων), όπως και του νομικού, φιλοσόφου και δοκιμιογράφου Ντίμη Αποστολοπούλου (1909-1962), ο οποίος είχεν έντονες σπεγκλεριανές καταβολές και βαθείες μεταφυσικές αναησυχίες.
Η «Ιδέα», όπως και το «Αρχείον Φιλοσοφίας», πέραν από την ισχυρά διάστασή τους με το απρόσφορον, «αποξηραμένο» και εν πολλοίς στείρον κλίμα του λογιωτατισμού, προετοίμασαν ιδεολογικώς τις γενεές των «εθνικοφρόνων» και αντικομμουνιστών, οι οποίες αντετέθησαν στο «πατριωτικό» και κρυπτοκομμουνιστικόν ΕΑΜ κατά την περίοδον της τριπλής κατοχής. Κατά τον μεγάλο ιστοριοδίφη και διασώστη των τεκμηρίων της Εθνεγερσίας, Ιωάννη Βλαχογιάννη (1847-1945) τα «”κορακιασμένα σκιάχτρα” του λογιωτατισμού, οι πνευματικοί ερειπιώνες που λέγονται Πανεπιστήμιο, Ακαδημία, το Βήμα το Βουλευτικό, το Δικανικό, η επίσημη γλώσσα του Κράτους και τα τόσα άλλα σαρακοφαγωμένα σκιάχτρα της παλιάς φρουράς» είχαν αποδεχθεί εντελώς ανίκανα να δώσουν την εθνοσωτήριο μάχη κατά του μαρξισμού.
[Έτσι, στην γερμανοτραφή ηγεσία του «Αρχείου Φιλοσοφίας» που εσπούδασεν στη Χαϊδελβέργη τον πλατωνισμό και το νεοκαντιανισμό, όταν ανεπτύσσετο πολιτικώς ο γερμανικός εθνικοσοσιαλισμός, μακροπροθέσμως (ιδίως μετά τον πόλεμον) έλαχεν ο κλήρος δρώσα με τον αντικομμουνισμόν της να υπηρετήσει εν τέλει (ομού με τους συνεργάτες της «Ιδέας»), τους σκοπούς της Αγγλικής εξωτερικής πολιτικής ! ]
Στο πλαίσιον της επισημανθείσης παρασυγκρατημένης «εθνικοπατριωτικής» και ολίγον αστικοδημοκρατικής στάσεως της «Ιδέας», στα δυό πρώτα τεύχη της δημοσιεύεται σε συνέχειες και ένα άρθρο του Σπύρου Μελά με τον τίτλον «Έθνος και ανθρωπότητα», το οποίον προεκάλεσε αρκετές συζητήσεις.
Όπως έπραξεν επανειλημμένως ο Θεοτοκάς στα έργα του, έτσι και ο Σπύρος Μελάς στο προαναφερόμενον άρθρο του τονίζει ότι, το Έθνος είναι ένα «φαινόμενο πνευματικό, μια συνείδηση πνευματικής και ηθικής κληρονομιάς», (άραγε έστω και αν απαρτίζεται από αλλοδόξους, μιγάδες και κρατικώς …..αναποκαταστάτους;). Η Εθνική Συνείδηση, η Εθνική Παράδοση και η Εθνική Τέχνη είναι αδύνατον να σταθούν εμπόδιον στην τάση ενός Λαού προς το καθολικόν, διότι το Εθνικόν Γίγνεσθαι προβάλλεται στενώς και οργανικώς μέσα στο Παγκόσμιον Γίγνεσθαι της «Ανθρωπότητος». Ο Μελάς υπογραμμίζει ευχολογιακώς και ανυποστάτως : «Ανάμεσα στα έθνη, πρέπει να υπάρχει σχέση σύνθεσης κι όχι αντίθεσης».
Όσοι τονίζουν την αντιθετική σχέση των εθνών ωθούνται από το γεγονός ότι τα εθνικά κράτη μεταχειρίζονται την εθνική συνείδηση για σκοπούς κρατικούς, εκτός της πνευματικής τους φύσεως και έτσι «…δημιουργείται ο σοβινισμός και ο εθνικισμός, που παραμορφώνουν τον αληθινό εθνισμό».Το ζήτημα πρέπει να ξεκαθαριστεί οριστικά και δη ιδιαιτέρως για τους Έλληνες. Ο ελληνικός Εθνικισμός «με τις εδαφικές του διεκδικήσεις και τις επεκτατικές του βλέψεις πέρασε πια στην ιστορία», υποστηρίζει στο εν τέλει αλλόκοτο άρθρο του ο Μελάς. Ήταν πλέον ανάγκη «να διαμορφωθούν νέοι προσανατολισμοί, περισσότερο πνευματικοί, αλλ’ όπως και νάχει «αντιφασιστικοί».
Ο Μελάς υπερτονίζει συγκεκριμένως, επιμόνως και χαρακτηριστικώς : «Στον τόπο της παλιάς ιδέας του εθνικιστικού ελληνισμού με τις αλυτρωτικές και ιμπεριαλιστικές επιδιώξεις, υψώνουμε σήμερα, στ’ όνομα της μεγάλης θυσίας τους, τη σημαία ενός καινούργιου πνευματικού ελληνισμού. Αυτός δε μπορεί να νοηθεί σαν άρνηση των εθνικών αξιών και της εθνικής κληρονομιάς, του ανεχτίμητου θησαυρού πούχει σωρέψει ο ελληνοχριστιανικός πολιτισμός. Δε μπορεί παρά να είναι η συνειδητοποίηση και γονιμοποίηση τους, μια καινούργια ερμηνεία, μια νέα προσαρμογή».
Με αυτό το ημιτελές, εν πολλοίς λερό και εν μέρει λειψό κοσμοθεωρητικόν υπόβαθρο ο (χαρακτηρισθείς και ως … «φασίστας» -sic- από τους παλιάτσους της αριστεράντζας !) Μελάς επιδιώκει επίσης να πραγματευθεί παρεμβατικώς και αξιολογικώς το ζήτημα των σχέσεων του Ελληνισμού με την Δύση, εκφαίνων και μερικές αλήθειες : Η Εθνική Ιδέα επ’ ουδενί λόγω δεν πρέπει να αρνείται να γνωρίσει βαθέως τον Δυτικόν Πολιτισμόν, ο οποίος είναι αδιαμφισβητήτώς γέννημά της, γέννημα το οποίον σαφώς προκύπτει κατ’ ευθείαν από τις διαχρονικές ελληνικές αξίες.
Συνεπώς η Εθνική Ιδέα πρέπει κατά τον Μελά να λάβει καθαρώς πνευματικό περιεχόμενον, αντίθετη στον Εθνικισμό, υψώνουσα απέναντί του, ως φράγμα, ως ιδεολογικόν ανάχωμα, «το σύμβολο του πνευματικού εθνισμού, την αποπνευματωμένη εθνικήν ιδέα» (sic!). Συμβουλεύει δηλαδή και προτρέπει – ορμώμενος από μιαν ιδεαλιστική ασχημάτιστη παραεθνικιστική προδιάθεση – να μορφοποιηθεί μια αντιεθνικιστική Εθνική Ιδέα!!!
Παραδοξολογία εντυπωσιασμού ; Ψυχοδιανοητική αντινομία ; Σοφιστική αντίφαση ; Όπως και αν έχει, το περίγραμμα της «δήθεν Εθνικής Ιδέας» που προτείνει ο Μελάς, (ένας μάλιστα από τους σκληρούς αντικομμουνιστές της εποχής του), με τα έντονα χρώματα του λόγου του, είναι παράταιρο, ανυπόστατο, αποχρωματισμένο και αναιμικό εμπρός στην επερχομένη τιτάνιο ιδεολογικοπολιτική πάλη και τον Β΄Μεγάλο Πόλεμο που ήρχετο καλπαστικώς.
Προέτεινε ορθώς ότι το ελληνικόν Έθνος πρέπει να επιχειρήσει να ενταχθεί οργανικώς στην πνευματική οικογένεια της Ευρώπης, με την πεποίθηση ότι ημπορεί να προσφέρει κάτι νέο στο πολιτισμικόν της οικοδόμημα. Ο Ελληνισμός δεν πρέπει να χρησιμοποιεί την εθνικήν του κληρονομία για να κρύπτεται οπίσω της, αλλά όπως το έθεσεν ο Μελάς ως «μέτρο συγκριτικής αξίας και σαν αφετηρία για καινούργιες δημιουργίες».
Όμως η πνευματική οικογένεια της Ευρώπης της εποχής ήταν βαθέως συγκλονισμένη από το ωστικόν κύμα της «κόκκινης επανάστασης», δεν είχε μεταβολίσει καν το αντίδοτον της φασιστικής επαναστάσεως και έτρεμε εμπρός στην εθνικοσοσιαλιστικήν «θεραπεία» !
Με τα μόνιππα αμαξάκια της αθηναϊκής ρομάντζας της εποχής -που κουβαλούσαν ακόμη και την τσίκνα από το μικρασιατικό ολοκαύτωμα- ήταν αδύνατον να προλάβει η ευχολογιακή διανόηση τις μηχανικές ταχύτητες της χαλυβδίνης συγκρούσεως.
Ο Μελάς προσεπάθησε λοιπόν φιλοτίμως, (όπως άλλωστε είχεν ενωρίτερον πράξει και ο Θεοτοκάς), να εκφράσει επιτηδείως και επιλεκτικώς ορισμένες εννοιολογικές διαφοροποιήσεις, τις οποίες λειαίνει ή οξύνει κατά το δοκούν, ώστε να πλαισιώσει το ατελές σχήμα του : Αντεπαρέθεσεν στον Εθνικισμόν της εδαφικής επεκτάσεως την έννοιαν του «πνευματικού ελληνισμού» και στον δήθεν σοβινισμό των συγχρόνων του Ελλήνων, τον στατικό και φασματικόν «πνευματικόν εθνισμόν» του, ένα άσαρκο και άμορφο οραματικό περίγραμμα, δίχως «αίμα και γη», επιχειρών να ιδεί και να ωθήσει αδυνάμως το Έθνος σε μιαν ενεργό και αμφιμονοσήμαντο δυναμική σχέση προς τον ευρύτερο ευρωπαϊκό πολιτισμό, προς την ευρυτέρα και εξελισσομένη ευρωπαϊκή πνευματικήν καλλιέργεια.
Η ανίχνευση, εξέταση, μελέτη και ανάλυση των θέσεων του Μελά, του Θεοτοκά, αλλά και γενικότερον των βασικών συνεργατών του περιοδικού «Ιδέα» είναι δυνατόν να μας οδηγήσει στην ιχνηλάτηση των βασικών θεωρήσεων της εμμόνως και ενίοτε εργολαβικώς «φιλελεύθερης διανόησης», σχετικώς με το περιεχόμενον της Εθνικής Θεωρίας.
Οι οραματισμοί αυτών των διανοουμένων, αφ΄ενός, εσυνέχιζαν τον προεπαναστατικό Νεοελληνικό Διαφωτισμό, δίδοντες έμφαση στην δημοκρατική ισονομία και συνάμα στην εύλογον ιδέα ότι η Ελλάς σαφώς ανήκει στην Ευρώπη. Αφ΄ετέρου, δεν είναι υπερβολή να υποστηριχθεί ότι, κηρύγματα όπως εκείνα του Θεοτοκά ή του Μελά εμπεριείχαν έντονο το στοιχείον του Εθνικισμού, αλλά άδηλο και με ένα ανελαστικό «φίμωτρο» αβρότητος, μάλιστα δε επενδεδυμένο με ένα «πανωφόρι» αντιεθνικιστικών εξορκισμών.
Η αντεπίθεση κατά των ποικίλων αφορισμών και θεσφάτων της ενδιαφερούσης «Ιδέας» από πλευράς του πνευματικού αρχηγού – Πάπα της Άκρας Αριστεράς Δημήτρη Γληνού, από τις γραμμές των «Νέων Πρωτοπόρων», εξέφρασεν μια γενικευτική και απλοποιητικήν αλήθεια, (σύνηθες στοιχείο των κομμουνιστικών… δαιμονολογικών αφορισμών των μπολσεβίκων) με τον ισχυρισμόν ότι: «στο βάθος όλες αυτές οι φιλοσοφίες έχουν ένα και μόνο σκοπό: Να βγάλουν από μέσα τάχα τα πορίσματα της σύγχρονης επιστήμης για τελικό συμπέρασμα την αγιαστούρα του παπά!». [Δ. Γληνός, «Πνευματικές μορφές της αντίδρασης. Δ’ Επιστήμη», φύλλο 11-12 (Νοέμβριος – Δεκέμβριος 1932): 424].
Αυτή η διαπίστωση ορθώς μεν αναδεικύει ότι υπό το κάλυμμα του νεοκαντιανισμού και του νεοεγελιανισμού ανεζωογονήθησαν συντηρητικές φιλοσοφίες, αλλά δεν καταγράφει ότι ταυτοχρόνως επεχειρήθη ο εξοβελισμός του αγόνου λογιωτατισμού και η κατανίκηση της νεοελληνικής υπαναπτύξεως από μιαν αντιμαρξιστική σκοπιά, που βεβαίως δεν ήρεσε στους μπολσεβίκους.
Αθανάσιος Κωνσταντίνου