«Ο πόλεμος επομένως είναι περισσότερον από έναν αληθινό χαμαιλέοντα, διότι σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση αλλάζει την φύση του σε κάποιο βαθμό. Ωστόσον είναι, όταν θεωρείται ως σύνολο και σε σχέση με τις τάσεις που κυριαρχούν μέσα σε αυτό, μια συναρπαστική τριάδα που αποτελείται από αρχέγονη βία, μίσος και εχθρότητα, τα οποία πρέπει να θεωρηθούν ως μια τυφλή φυσική δύναμη. Το παιχνίδι της τύχης και της πιθανότητας, μέσα στο οποίο το δημιουργικό πνεύμα είναι ελεύθερο να περιφέρεται και το στοιχείο της υποταγής του πολέμου ως μέσου πολιτικής, το οποίο τον καθιστά υποκείμενο στον καθαρό λόγο.»
Carl von Clausewitz – «Περί του Πολέμου»
Η πάγια απουσία επιθετικής στρατηγικής εκ μέρους της Ελλάδος είναι η κύρια αιτία προβλημάτων της εξωτερικής μας πολιτικής. Η άτακτη φυγή και η φρενήρης διαρκής υποχώρηση δεν μπορούν βεβαίως να θεωρηθούν στρατηγική, όταν επαναλαμβάνονται σε κάθε περίσταση και με κάθε αφορμή. Τι είναι αυτό που εμποδίζει την χάραξη μιας μακρόπνοης εθνικής στρατηγικής;
- Η παντελής έλλειψη πίστης στις προοπτικές και τις δυνατότητες αυτού του τόπου.
- Η απύθμενη ξενοδουλεία όσων αναζητούν να εφαρμόσουν το τάδε ή το δείνα πρότυπο της αλλοδαπής.
- Η ψυχοπαθητική ατολμία για τον φόβο της απώλειας των υπουργικών, κομματικών, πανεπιστημιακών και άλλων προνομίων πάσης φύσεως.
Όλα αυτά κρατούν καθηλωμένη την Ελλάδα μας σε κατάσταση καταστολής, ανίκανη να συμμετάσχει στις διεθνείς εξελίξεις. Μονίμως στην «γωνία» και καθόλου διεκδικητική, η ελληνική εξωτερική πολιτική είναι από τις πλέον δυσάρεστες παγκοσμίως, ένα κακομοιριασμένο και δειλό ενοχλητικό παιδί που διαρκώς παραπονιέται στον «δάσκαλο», ποτέ δεν λύνει τα προβλήματά του μόνο του και ευκόλως καταλαγιάζει με το πρώτο ζαχαρωτό που θα του πετάξουν, ένας μικρός μαλθακός και άχαρος μπελάς που αξίζει μόνο την περιφρόνηση, την χλεύη και τον γέλωτα.
Ζητά κανείς τον πόλεμο; Ασφαλώς όχι. Οι Αρχαίοι πρόγονοί μας, διαχρονικά απαράμιλλοι πολεμιστές οι ίδιοι, ύμνησαν την ειρήνη και επιδόθηκαν αριστοτεχνικά στα έργα της. Είχαν όμως πρώτα εξασφαλίσει τις κατάλληλες συνθήκες.
Οι κατηγορίες περί «πολεμοχαρών» και «πολεμοκάπηλων» που ακούγονταν παλαιότερα, έχουν αποσεισθεί, διότι πλέον έχουν εξαφανισθεί τα αντανακλαστικά που θα δικαιολογούσαν τέτοιους χαρακτηρισμούς.
Αντίθετα, έχει μεγάλο ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε ότι στην πράξη όντως πολεμοχαρείς είναι αυτοί που ενθαρρύνουν τον πόλεμο μεταξύ των κοινωνικών τάξεων, τον πόλεμο εναντίον των πατροπαράδοτων θεσμών της κοινωνίας, αυτοί που έφτιαξαν αιμαυτηρές επαναστάσεις σε κάθε μήκος και πλάτος της Γης, οι ίδιοι αυτοί που μιλούν για φιλειρηνισμό αλλά κατασκευάζουν συστηματικά εχθρούς.
Άλλο τόσο ύποπτος είναι και ο ρόλος αυτών που, ως αντίδραση στους παραπάνω, προβάλλουν το αφελές «Να γίνει πόλεμος να μετρηθούμε». Είναι ένα ανόητο και μάλλον υποβολιμαίο ψευδοεπιχείρημα, ενός δήθεν συντηρητικο-επαναστατικού λόγου, αφού κάθε φορά που οι δυο τάσεις αναμετρήθηκαν τα τελευταία χρόνια, οι… «καλοί» και «αγνοί» οπαδοί των δεύτερων ηττήθηκαν κατά κράτος από την πρώτη τάση.
Επομένως εν τοις πράγμασι, οι λεονταρισμοί των δεύτερων αποτελούν ισχυρότατο άλλοθι και τροφή για την εδραίωση των πρώτων. Με άλλα λόγια, ναι μεν το παιχνίδι τους μπορεί να μην είναι στημένο από τους ίδιους , εξυπηρετούν όμως και οι δυο αυτοί «στρατοί» τον ίδιο σκοπό.
Εχει λοιπόν νόημα ο πόλεμος; Απερίφραστα, ναι! Ο πόλεμος στον οποίο πιστεύω είναι ενωτικός. Είναι πόλεμος που αγκαλιάζει τον Ελληνισμό στο σύνολό του, και ζητά να ξαναδημιουργήσει ένα Έθνος ελεύθερο και δυναμικό, ένα Λαό σε εγρήγορση δημιουργική, ένα Λαό παραγωγικό, ένα Λαό ενεργό όπως μπορούν να είναι οι Ελληνες.
Η πραγματικότητα της Ζωής είναι αυτή που ο Λαός μας γνωρίζει καλύτερα από τον κάθε φιλόσοφο: Οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους!
Κάποτε ο Ελληνισμός πρέπει να κάνει τους λογαριασμούς του όχι μόνο με τους εχθρούς αλλά κυρίως με τους φίλους του. Να λογαριάσει τι ζητά, πού θέλει να πάει, τι χρωστάει και μέχρι πού φθάνει αυτό το χρέος.
Ένας φίλος που ξέρει τι ζητά και τι προσφέρει είναι πάντοτε προτιμότερος σε κάθε συναναστροφή, από αυτόν που υπόσχεται τα πάντα, αυτόν που προσκολλάται περιμένοντας την νομή του συντροφικού τσιμπουσιού. Αυτός που θέλει να ζήσει, άνθρωπος ή Έθνος οφείλει να πολεμήσει για όσα πιστεύει πως του ανήκουν. Σύμφωνα με την τρέχουσα Ελληνική εξωτερική πολιτική, αυτά που μας ανήκουν περιορίζονται στο Κολωνάκι, στα Βόρεια και Νότια προάστια της Αθήνας, στην Αράχωβα και ενδεχομένως στις Κυκλάδες. Κατά τα λοιπά, στο όνομα του «μεγάλου παγκόσμιου χωριού», θα προτιμούσαν τα Ιόνια να βρίσκονται υπό Αγγλική κυριαρχία, τα Δωδεκάνησα υπό Ιταλική και η Θεσσαλονίκη υπό… τουρκική κατοχή.
Δεν πρέπει να αυταπατόμαστε: Όπως στους ανθρώπους, έτσι και στα έθνη, η αξιοπρέπεια και ο αυτοσεβασμός ορίζουν τον μόνο δρόμο προς τα Eμπρός. Ισχυρή Ελλάδα εν μέσω ισχυρών φίλων, είναι η μόνη εγγύηση για τα σύνορά μας, κι αυτό καμιά εξωτερική δύναμη δεν μπορεί να το επιτύχει!
Το τέλος της ιστορίας, ευτυχώς η δυστυχώς δεν ήρθε ακόμα, παρά την «ευχολογιακή» πρόβλεψη του Francis Fukuyama το 1992. Η αστάθεια, οι συγκρούσεις των κρατών και των εθνικών ομάδων, καθώς και οι παλινδρομήσεις και αναταράξεις της ιστορίας θα συνεχίζονται, ενώ ασχέτως της εκάστοτε χρησιμοποιούμενης ορολογίας, ο πολύμορφος πόλεμος -ως χαμαιλέων (κατά τον Clausewitz)- θα εξακολουθήσει να είναι πάντα παρών και απειλητικός. Το διεθνές, το περιφερειακό και το εγγύς περιβάλλον προφανώς και θα παραμείνουν ανταγωνιστικά, η δε βασική μεταβολή τους θα εστιάζεται όχι στην αποβολή του συγκρουσιακού χαρακτήρα, αλλά στην αυξανόμενη ταχύτητα της μεταβολής των μορφών των απειλών.
Αξίωμα της Ιστορίας και της Ζωής ήταν και παραμένει η διαχρονική προτροπή :
«Όποιος θέλει να ζήσει ας πολεμήσει!»
Ε.Δ.