Κατά κύριον λόγο η ιστορική μορφολογία, την οποίαν μετήλθεν αριστοτεχνικώς και πρωτοποριακώς ο Σπένγκλερ, περιορίζεται στην σύγκριση δύο φάσεων πολιτισμού: Ηθικοπνευματικού πολιτισμού / Καλλιεργείας – Kultur, που είναι η δημιουργική και ανοδική φάση του μεγάλου πολιτισμού, και Υλικοτεχνικού πολιτισμού / Zivilisation, που είναι η καθοδική φάση του. Στην διάρκειαν αυτής θριαμβεύει ο θεωρητικός καθώς και ο πρακτικός ορθολογισμός, ο οποίος «απομαγεύει» τον Κόσμον και δίδει το πρωτείον σε υλιστικούς και ποσοτικούς στόχους. Η καθοδική φάση είναι επίσης η τρομακτική περίοδος της κοσμοπολιτικής «παγκοσίου μητροπόλεως», του ολοκληρωτικού τεχνικού συστήματος, της δημοκρατίας και της ανόδου των μαζών.
Αυτή η περιγραφή ασκεί καθολική κριτική στη νεωτερικότητα η οποία προέκυψεν από τον Διαφωτισμό. Οφείλουμε να σκεφθούμε πως η «Παρακμή της Δύσεως» εγράφη στην διάρκειαν του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, με την εύλογον προοπτική μιας γερμανικής νίκης.
Αυτό που επεδίωξεν να εκφράσει «σηματικώς» ο Σπένγκλερ είναι: «Η Kultur απέθανε, ζήτω η Zivilisation !». Οι Γερμανοί πρέπει να παύσουν να είναι ένας Λαός «στοχαστών και ποιητών», ώστε να καταστούν ένας Λαός τεχνικών, οργανωτών και πολεμιστών. Ηθέλησε να διδάξει στους ομοεθνείς του τον ιμπεριαλισμό. Προς τούτο απέρριψε την ορθολογιστική κανονιστική νεωτερικότητα, αλλά εχαιρέτισεν εν τέλει διαπρυσίως την εργαλειακή νεωτερικότητα, η οποία και αποτελεί ισχυράν εγγύηση ισχύος, ιδίως στον «φαουστικό» πολιτισμό μας.
Ο θάνατος της Kultur επηγγέλθη σαφώς την «ιμπεριαλιστικήν μετάλλαξη» της Γερμανίας. Μετάλλαξη της οποίας ο ανυπέρβλητος «Πρωσικός Σοσιαλισμός» θα ήταν σε θέση εξασφαλίσει την ολική της κινητοποίηση και την ολοκληρωτική της διακυβέρνηση. Η γερμανική Αυτοκρατορία έμελε να αποτελέσει μιαν ανανεωτικήν αποτύπωση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, με κατοπτρική μορφολογική συμμετρία προς αυτήν.
Στον μεγάλον στοχαστή, η εθνικιστική του αισιοδοξία της ισχύος αντισταθμίζει καθ΄υπερβολήν την διάχυτον πολιτισμική απαισιοδοξίαν του. Ωστόσον, αυτή η πολιτισμική απαισιοδοξία του τον απεμάκρυνε έτι περαιτέρω από τον φιλοσοφικώς βελτιόδοξον εθνικοσοσιαλισμό, καθώς και από τον εσχατολογικόν μύθο του «Τρίτου Ράϊχ».
Κατ΄ αυτόν ο ιμπεριαλισμός ήταν κάτι αναπόφευκτον κατά την διάρκειαν της προϊούσης πολιτιστικής παρακμής, διότι η δυτική ψυχή εξέφρασεν σε αυτόν την εγγενή της τάση απεριορίστου επεκτάσεως, την τάση κινήσεως προς το άπειρο (σε αντίθεση με άλλους πολιτισμούς, όπως ο Αρχαίος πολιτισμός, ο οποίος κυριαρχείται από την ιδέα του περιορισμένου χώρου). Οι Γερμανοί ως έθνος είχαν τις καλύτερες διαθέσιμες ποιότητες, τα πιστότερα εχέγγυα, ώστε να αναπτύξουν αυτήν την τάση προς το άπειρον, προς την απεριόριστον επέκταση. Έτσι, η στρατιωτική επέκταση που θα πραγματοποιηθεί αργότερον στην εθνικοσοσιαλιστική περίοδο, ευρίσκει μιαν ιστοριονομκή αιτιολόγηση στην «Παρακμήν της Δύσεως».
[Ως ιμπεριαλισμός νεοείται η πολιτική επεκτάσεως του ελέγχου ή της εξουσίας που ασκείται σε ξένες οντότητες, ως μέσον αποκτήσεως ή και διατηρήσεως μιας Αυτοκρατορίας. Διενεργείται μέσω της αμέσου εδαφικής κατακτήσεως ή εποικισμού είτε δια μέσου εμμέσων μεθόδων ασκήσεως ελέγχου στα πολιτικά ή και τα οικονομικά πράγματα άλλων κρατών. Ο όρος ιμπεριαλισμός χρησιμοποιείται συχνάκις ώστε να περιγράψει την πολιτικήν επικυριαρχίας ενός έθνους σε άλλες χώρες, ανεξαρτήτως αν το έθνος αυτό θεωρεί τον εαυτόν του μέρος της Αυτοκρατορίας. Λέγοντες «Εποχήν του Ιμπεριαλισμού» συνήθως αναφερόμεθα στην περίοδον του «Νέου Ιμπεριαλισμού», η οποία εξεκίνησεν το 1860, όταν κυρίαρχα ευρωπαϊκά κράτη ήρχισαν τον συστηματικόν αποικισμόν άλλων ηπείρων.]
Όσον αφορά στον εμμονικόν «ελιτισμόν» του Σπένγκλερ, αυτός ήταν καταφανής στην εκ μέρους του υποτίμηση των μαζών. Αυτή εξεφράσθη ποικιλοτρόπως στην Παρακμήν και επί διαφόρων πεδίων εκφράσεως του ανθρώπου ως μονήρους και ως συλλογικού όντος, επί παραδείγματι ως εξής :
«Από τον Τισιανό και εξής η ζωγραφική ήρχισε να γίνεται ολοέν και περισσότερον μιά υπόθεση για μυημένους, όπως και η ποίηση και η μουσική. Η γοτθική τέχνη —Δάντης, Βόλφραμ φον Έσενμπαχ— ήταν εξ αρχής έτσι. Η μεγάλη μάζα των εκκλησιαζομένων δεν ήταν ποτέ σε θέση να καταλάβει τις
λειτουργίες του Όκεγχεμ και του Παλεστρίνα, πόσον μάλλον του Μπαχ. Πλήττει όταν ακούει Μότσαρτ ή Μπετόβεν. Η μουσική αφήνεται να επιδρά μόνον στην ψυχική διάθεση.
Αφ’ ότου ο Διαφωτισμός παρήγαγε το σύνθημα “η τέχνη γιά όλους”, στις συναυλίες και στις γκαλερί οι άνθρωποι της μάζης προσπαθούν να πείσουν τον εαυτόν τους ότι ενδιαφέρονται για τα πράγματα αυτά. Αλλά μία φαουστική τέχνη δεν είναι τέχνη γιά όλους. Είναι ένα από τα ουσιαστικά της χαρακτηριστικά.
Όταν η νεωτέρα ζωγραφική απευθύνεται πλέον μόνον σε έναν μικρόν κύκλο ειδημόνων, ο οποίος γίνεται ολοέν και στενότερος, αυτό σημαίνει μιάν απομάκρυνση από το κοινώς κατανοητόν αντικείμενο. Έτσι το “περιεχόμενον” χάνει την αυταξίαν του και ως όντως πραγματικός αναγνωρίζεται ο χώρος, που συμφώνως προς τον Κάντ κάνει τα πράγματα να υπάρχουν. Από τότε έχει εισέλθει στην ζωγραφική ένα δυσπρόσιτο στοιχείον που δεν αποκαλύπτεται στον μη ειδικό. Η έκφραση “μη ειδικός” δεν θα είχε νόημα ούτε στην περίπτωση του Φειδία. Τα γλυπτά του απευθύνονται αποκλειστικώς στον οφθαλμόν ως αισθητήριον όργανον, όχι στόν “εσωτερικόν”, στον πνευματικόν οφθαλμόν. Μια τέχνη χωρίς χώρο είναι a priori τέχνη μή φιλοσοφική.»
Ο Σπένγκλερ κατέλειπεν στην Παρακμή αρκετά αποσπάσματα όπως το προηγούμενον, όπου εξέφραζεν σαφώς την απαξίωση ή περιφρόνησή του για τις μάζες, για τους «απλούς ανθρώπους» και για την ισότητα, στην προκειμένη περίπτωση, την ισότητα της γνώσεως ή της απολαύσεως της τέχνης. Επιπλέον, για τον Σπένγκλερ, η ύπαρξη και η υπεροχή μιας «ελίτ» ήταν ένα αναπόσπαστο – «πυρηνικό» στοιχείο της φαουστικής πολιτικής.
«Δεν υπάρχουν λαοί προικισμένοι με πολιτικό τάλαντο. Υπάρχουν μόνον λαοί που μια κυβερνώσα μειονότης τους κρατεί σταθερώς ανά χείρα και οι οποίοι, για αυτόν ακριβώς τον λόγον, αισθάνονται σε συντεταγμένη κατάσταση (αισθάνονται καλώς, «σε φόρμα»). Οι Άγγλοι ως λαός διαθέτουν τόσον ασθενή κρίση, έχουν τόσον στενόν ορίζοντα και είναι τόσον ολίγον πρακτικοί σε πολιτικά ζητήματα όσον και οποιοσδήποτε άλλος λαός, αλλά διαθέτουν μία παράδοση εμπιστοσύνης, παρ’ ότι αρέσκονται στις δημόσιες αντιπαραθέσεις. Η διαφορά είναι απλώς ότι ο Άγγλος είναι αντικείμενον μιας διακυβερνήσεως με πολύ παλαιές και αποτελεσματικές συνήθειες, διακυβερνήσεως με την οποίαν συμμορφούται, διότι από εμπειρίαν γνωρίζει τα πλεονεκτήματα μιας τέτοιας συμμορφώσεως. Από αυτήν την συμμόρφωση, πού εξωτερικώς φαίνεται ως κατανόηση, απέχει ένα μόνον βήμα η πεποίθηση ότι αυτή η κυβέρνηση εξαρτάται από την θέλησή του, αν και στην πραγματικότητα συμβαίνει το αντίστροφον: η κυβέρνηση είναι αυτή που για τεχνικούς λόγους του ενδοβάλλει και του εγχαράζει αυτήν την πίστη. Η κυβερνωσα τάξη στήν Αγγλία ανέπτυξεν τους στόχους και τις μεθόδους της εντελώς ανεξάρτητος από τόν “λαό” και εργάζεται με ένα άγραφον σύνταγμα, του οποίου οι λεπτές αποχρώσεις, ολοσχερώς αθεωρητικές, γεννηθείσες από την πράξη, είναι εξ ίσου απρόσιτες και ακατανόητες για τους αμυήτους. Αλλά το θάρρος ενός στρατεύματος εξαρταται από την εμπιστοσύνη του στην ηγεσία- εμπιστοσύνη σημαίνει αυτομάτως παραίτηση από κάθε κριτική.»
«Ο αξιωματικός είναι αυτός που μετατρέπει τους δειλούς σε ήρωες ή τους ήρωες σε δειλούς. Και αυτό ισχύει για τους στρατούς, τους λαούς, τις τάξεις, καθώς και για τα κόμματα. Το πολιτικό τάλαντο μιας μάζης δεν είναι παρά η εμπιστοσύνη της στην ηγεσία. Αλλά αυτή η εμπιστοσύνη πρέπει να κατακτηθεί. Ωριμάζει αργά, επιβεβαιώνεται στις επιτυχίες και εδραιώνεται με την παράδοση. Όταν το κυρίαρχο στρώμα στερείται διαχειριστικών δεξιοτήτων, στην κυριαρχία του επί των κυβερνωμένων απουσιάζει το αίσθημα της ασφαλείας, και αυτό εκδηλούται σε κάθε είδους κριτική, χωρίς ένστικτο ή σύνεση, μια κριτική που με την ιδία της την ύπαρξη αναγκάζει έναν λαό να “χάσει την φόρμα του”».
Βλέπουμε πως, όταν ο Σπένγκλερ ομίλησεν αμέσως περί της πολιτικής πτυχής, υπεστήριξεν απροκαλύπτως ότι η ύπαρξη μίας κυριάρχου, καθοδηγητικής ομάδος «προτίμων», μιας ελίτ, είναι απαραίτητος και θεμελιώδης, αφού αυτή είναι που κατευθύνει τον λαό, καθώς εκείνος δεν έχει ουσιαστικώς ικανότητα λήψεως αποφάσεων ή δράσεως, αλλά οδηγείται – είτε το γνωρίζει είτε όχι – από την ομάδα εκλεκτών, οι οποίοι διαθέτουν τις ικανότητες να οδηγήσουν τους ανθρώπους μέσα από τους καλυτέρους δρόμους. Η κυρίαρχος ελίτ είναι αυτή που διαμορφώνει και καθιστά έναν λαό ισχυρόν ή αδύναμον. Όταν αυτή η ελίτ δεν έχει επαρκείς ικανότητες, τότε ολόκληρος η κοινωνία υποφέρει τις συνέπειες.
Ο Σπένγκλερ όρισε το όραμά του για την ελίτ ως μιαν «ομάδα πολύ καλώς διαπερνωμένη και ενωμένη με δεσμούς αίματος» : (…) Σκεπτόμεθα μάζες ατόμων οι οποίες δημιουργούν ιστορία ακολουθούσες τον κύκλον του γίγνεσθαι και παρέρχεσθαι. Όσον καθαρότερος, όσον βαθύτερος, τόσον ισχυρότερος, τόσον εμφανέστερος είναι ο κοινός ρυθμός αυτής της ακολουθίας γενεών, τόσον περισσότερον αντιπροσωπεύουν το “αίμα”, την φυλή.
«Μεταξύ όλων των όντων ξεχωρίζουν έμψυχες ενότητες, σμήνη, ομού στον πανομοιότυπο παλμόν της υπάρξεως που αισθάνονται ως όλον. Δεν είναι πνευματικές κοινότητες όπως τα τάγματα, οι συντεχνίες καλλιτεχνών και οι σχολές τω λογίων, που συνδέονται μέσω των ιδίων αληθειών, αλλά δεσμοί αίματος εν μέσω του αγώνος της ζωής
Πρόκειται για ρεύματα ζωής τα οποία – για να χρησιμοποιήσουμε έναν βαθέως αθλητικόν όρον – είναι «σε φόρμα». «Σε φόρμα» ευρίσκεται μία ομάς αγωνιστικών ίππων ιπποδρομίου όταν με ασφαλείς αρμούς των αρθρώσεών τους υπερπηδούν με εύμορφο παλμό τα εμπόδια και καλπάζουν με τον ίδιον ρυθμό στην πεδιάδα».
«“Σέ φόρμα” είναι οι παλαιστές, οι ξιφομάχοι και οι ποδοσφαιριστές, που κατορθώνουν με ευκολία τολμηροτέρους συνδυασμούς ωσάν να ήσαν αυτονόητοι. Σε φόρμα είναι μια εποχή της τέχνης, για την οποίαν η παράδοση είναι φύση, όπως η αντίστιξη για τον Μπάχ. Σε φόρμα είναι ένας στρατός όπως εκείνος του Ναπολέοντος στο Αούστερλιτς και του Μόλτκε στο Σεντάν. Οτιδήποτε έχει επιτευχθεί στην παγκόσμιο ιστορία, στον πόλεμο και σε εκείνη την συνέχεια του πολέμου με πνευματικά μέσα, την οποίαν αποκαλούμε πολιτική, κάθε επιτυχής διπλωματία, τακτική, στρατηγική κρατών, τάξεων ή κομμάτων, απορρέει από ζωντανές ενότητες οι οποίες ήσαν σε φόρμα.»
Αυτή η κυρίαρχος ελίτ θα συνδέεται επίσης με τις ιδέες της μάχης και του ανταγωνισμού, υπό την έννοιαν ότι είναι «εσχηματισμένη».
Σχετικώς με τις κοινωνικές τάξεις, ο Σπένγκλερ εξέφρασε επίσης ένα συναίσθημα ισχυρότατα ελιτίστικο. Το διαπιστώνουμε στα ακόλουθα χωρία του :
«Ένας πολιτισμός είναι ένας ψυχισμός ο οποίος ευρίσκει την έκφρασή του σε συμβολικές μορφές, αλλά αυτές οι μορφές είναι ζωντανές καί εξελισσόμενες, (αυτό ισχύει και γιά τις καλλιτεχνικές μορφές, τις οποίες τις συνειδητοποιήσαμε μόνον με την αφαίρεσή τους από την ιστορίαν της τέχνης). Ζωντανές καί εξελισσόμενες, αυτές οι μορφές συνδέονται με την επιτεταμένη ύπαρξη ατόμων και κύκλων, με αυτό ακριβώς που αποκαλέσαμε “ύπαρξη σε φόρμα” και το οποίον μόνον λίαν διαμεμορφωμένο αντιπροσωπεύει τον πολιτισμόν. Αυτό είναι κάτι μέγα και μοναδικόν, εντός του οργανικού κόσμου. Είναι τό μόνο σημείον στο οποίον ο άνθρωπος υπερισχύει έναντι των δυνάμεων της φύσεως και καθίσταται ο ίδιος δημιουργικός.
Ο άνθρωπος, ακόμη και ως φυλή θεωρούμενος, εξακολουθεί να είναι ένα δημιούργημα της φύσεως, αναδεικνύεται από την φύση καθώς υφίσταται την εκτροφή. Αλλά θεωρούμενος ως τάξη, ο άνθρωπος αναθρέφει εαυτόν, όπως ακριβώς εκαλλιέργησε τις ευγενείς φυλές φυτών και ζώων περί αυτόν. Αυτό, ακριβώς, είναι πολιτισμός στην υστάτη και ανωτάτη έννοιάν του. Ο πολιτισμός και η τάξη είναι ισοδύναμες έννοιες. Γεννώνται και χάνονται ως μονάς. Η παραγωγή επιλεγμένων οίνων, επιλεγμένων ανθέων και φρούτων, η εκτροφή καθαρών ορνίθων, είναι πολιτισμός και με την ιδία ακριβώς αίσθηση αναδεικνύεται ο εκλεκτός ανθρώπινος πνευματικός πολιτισμός ως έκφραση μιας “εσχηματισμένης” υπάρξεως, μιας υπάρξεως που ανεζήτησε για τον εαυτόν της μια μεγάλη μορφή».
Λέγων «Ο πολιτισμός και η τάξη είναι ισοδύναμες έννοιες», ο Σπένγκλερ εξισώνει την θεμελιώδη έννοιαν της ιστορικής σύλληψεώς του με την έννοιαν της τάξεως, η οποία μας δίδει μιαν ιδέα για την σημασία που απέδιδε στην τάξη, στην κλειστή, αποκλειστικήν ομάδα. Ωστόσον, πρέπει να προχωρήσουμε περισσότερον στην αναζήτησή μας ώστε να κατανοήσουμε καλύτερον την άποψή του.
Όμως γιά αυτόν ακριβώς τόν λόγον σε κάθε πολιτισμόν υπάρχει μια ισχυρά αίσθηση περί το ερώτημα αν κάποιος ανήκει ή δεν ανήκει σέ αυτόν. Ή αρχαία έννοια του βαρβάρου, η αραβική του απίστου (του αμ-χα-αρέζ / “λαός της γής” των Εβραίων – για τους προϊσραηλινούς κατοίκους της Παλαιστινης για τους ή γκιαούρ – μη πιστούς στο Ισλαάμ), η ινδική του σούντρα, όσον διαφορετικώς νοητές και αν είναι, κατ’ αρχάς δεν εκφράζουν ούτε μίσος ούτε περιφρόνηση, αλλά διαπιστώνουν μιαν διαφορά στον ρυθμό της υπάρξεως, διαφορά η οποία χαράσσει ένα αδιαπέραστον όριο σε όλα τα βαθύτερα πράγματα.»
Οι άνδρες κάθε καθορισμένου Πολιτισμού αισθάνονται σαφώς ποιος ανήκει σε αυτόν και ποιος δεν ανήκει, όπως τα μέλη μιας τάξεως την γνωρίζουν διαφορετικώς από τους άλλους και αναγνωρίζουν βεβαίως όλους όσους δεν ανήκουν στην ομάδα τους. Η μη αποδοχή άλλων στην ομάδα τους δεν θα εσήμαινε κατ΄ανάγκην μίσος ή περιφρόνηση, αλλά είναι κάτι που πρέπει να είναι έτσι, επειδή έτσι αισθάνεται αυτή η ομάς. Εδώ ο Σπένγκλερ προσεπάθησε να δώσει στην ελίτ ένα βαθύτερο πνευματικό υπόβαθρο, ώστε να μην καταπέσει μέσα στις υλιστικές αντιλήψεις του μαρξιστικού ταξικού αγώνος, της υλόφρονος ταξικής πάλης.
«Οι μεγάλες τάξεις διαφέρουν εντελώς από τις επαγγελματικές ομάδες, όπως οι εργάτες, οι υπάλληλοι, οι καλλιτέχνες. Αυτές οι ομάδες συγκρατούνται συντεχνιακώς από μια τεχνική παράδοση και από το πνεύμα της εργασίας τους. Αλλά οι μεγάλες τάξεις είναι σύμβολα με σάρκα και αίμα, καθώς ολόκληρος η ύπαρξή τους, η εμφάνιση, η στάση και ό τρόπος σκέψεώς τους, έχουν συμβολικήν σημασία. Σέ κάθε πολιτισμόν οι άγρότες είναι ένα καθαρό τμήμα της φύσεως και της φυσικής αναπτύξεως, ως εκ τούτου συνιστούν μιαν απρόσωπον έκφραση, ενώ οι ευγενείς και ο κλήρος είναι προϊόν υψηλής καλλιεργείας ή μορφώσεως, κατά συνέπειαν είναι έκφραση ενός εντελώς προσωπικού πολιτισμού, ο οποίος δέν αποκρούει μόνον τον βάρβαρο, τον σούντρα, με το ύψος της μορφής αλλά και όλους τους άλλους οι οποίοι δεν ανήκουν στην τάξη, θεωρών αυτούς ως υπολοίπους, από την σκοπιάν των εύγενών ως “λαόν”, από την σκοπιά των ιερέων ως “λαϊκούς”. Και αυτό το σχήμα της προσωπικότητος απολιθούται στην κατάσταση των φελλάχων και δημιουργεί τον τύπον μιας κάστας, η οποία διατηρείται αμετάβλητος ανά τους αιώνες. Εάν εντός του ζώντος πολιτισμού η φυλή και η τάξη αντιπαρατίθενται ως κάτι απρόσωπον και κάτι προσωπικόν, στις φελλαχικές εποχές είναι η μάζα και η κάστα, ο κούλης και ο βραχμάνος ή μανδαρίνος ως κάτι άμορφον και κάτι διαμεμορφωμένο.»
Συνεπώς, για τον Σπένγκλερ οι τάξεις ήσαν κάτι πολύ διαφορετικό και ανώτερον από τις επαγγελματικές ομάδες ή συντεχνίες. Στην εποχήν της ανθήσεως και της πληρότητος του πολιτισμού, οι τάξεις είναι ένα σύμβολον, σχηματίζονται ως ένα συναίσθημα με δύναμη και βάθος που διαμορφώνει τον ίδιοn τον πολιτισμό. Και ο συγγραφεύς της Παρακμής ανέφερε με σαφήνεια ποιες είναι οι τάξεις στις οποίες αναφέρεται ρητώς αυτή του η διαβεβαίωση: η αριστοκρατία και η ιερατική τάξη. Ωστόσον, καθώς η καλλιέργεια του Πνευματικού Πολιτισμού επλησίαζεν στο τέλος της, στον Υλικοτεχνικό πολιτισμό, οι τάξεις μετεμορφούντο σε κάστες, απολλύουσες έτσι το πνευματικόν τους βάθος.
Ο Σπένγκλερ σε ορισμένες περιπτώσεις ανεφέρθη στο ζήτημα της κυβερνώσης ελίτ, προβάλλων το αντικείμενον επί του ζωϊκού βσιλείου και διαπιστώνων τις αντιστοιχίες. Υπ΄ αυτήν την έννοιαν επεσήμανε ότι το φυτοφάγο είναι ένα ζώον που γεννάται ως θήραμα και θύμα του αρπακτικού σαρκοφάγου ζώου και για την επιβίωσή του έχει ως υποκατάστατον της ισχυράς ατομικής ψυχής τον μεγάλον αριθμό των ζώων της αγέλης του. Παρωμοίαζεν τα φυτοφάγα ζώα με τους ανθρώπους που είναι ανίκανοι να κατευθύνουν, με την μάζα. Επίσης εχρησιμοποίησεν φράσεις όπως αυτήν: «Υπάρχει επιτέλους μια φυσική διαφορά μεταξύ των ανδρών που εγεννήθησαν να διοικούν και των ανδρών που εγεννήθησαν για να υπηρετούν».
Συμφώνως προς την ιστορικήν εμπειρία, ο Σπένγκλερ επεβεβαίωσεν πως υπάρχει πάντα ένα μοναδικό κοινωνικό στρώμα το οποίον, συνταγματικώς ή όχι, αναλαμβάνει την πολιτικήν καθοδήγηση.
«Το ταξικόν κράτος εκφράζει την γενικήν ιστορικήν εμπειρία ότι, η πολιτική ηγεσία προείρχετο πάντοτε από ένα και μόνον κοινωνικόν στρώμα, αδιάφορον αν αυτό το φαινόμενον συνεφώνει ή όχι προς το Σύνταγμα. Η κοσμοϊστορική τάση ενός κράτους αντιπροσωπεύεται πάντοτε από μιαν αποφασισμένη μειονότητα, εντός δε αυτής υπάρχει μια άλλη, ολιγότερον ή περισσότερον κλειστή μειονότης, η οποία ουσιαστικώς αναλαμβάνει την ηγεσίαν βάσει των ικανοτήτων της, συχνάκις μάλιστα σε αντίθεση πρός το πνεύμα του Συντάγματος.
Πρέπει λοιπόν να τονίσουμε με πάσα σαφήνεια: Υπάρχουν μόνον ταξικά κράτη, δηλαδή κράτη στα οποία κυβερνά μόνον μία τάξη. Δέν πρέπει να συγχέουμε το ταξικόν κράτος με το κράτος των τάξεων, κράτος στο οποίον ανήκει το άτομον αλλά μόνον ως μέλος μιας τάξεως. Τό τελευταίον συνέβαινε στην αρχαίαν “Πόλιν”, στα νορμανδικά κράτη της Αγγλίας και της Σικελίας, καθώς και στην Γαλλία με το σύνταγμα του 1791 και στην Σοβιετικήν Ρωσία.»
«Καταδεικνύω ότι ο ιμπεριαλισμός, [ως απολίθωμα του οποίου ημπορούν να παραμένουν ακόμη και επί αιώνες ή χιλιετίες, αυτοκρατορίες όπως η αιγυπτιακή, η κινεζική, η ρωμαϊκή, ο ινδικός κόσμος, ο κόσμος του Ισλάμ και από την πυγμήν ενός κατακτητή να περιέρχονται στην πυγμήν ενός άλλου (νεκρά σώματα, άμορφες, άψυχες μάζες ανθρώπων, αναλωθέν υλικό μιας μεγάλης ιστορίας)], πρέπει να νοείται ως χαρακτηριστικόν σύμβολο της εξόδου, του τέλους. Ο ιμπεριαλισμός είναι καθαρός τεχνικός πολιτισμός. Σε αυτήν την μορφήν εκδηλώσεως ευρίσκεται αμετακλήτως το πεπρωμένον της Δύσεως.»
«Στην συνέχειαν, όταν ο πολιτισμός φθάσει στην πτώση του, εν μέσω του επεκτατικού πολέμου ο οποίος είναι εγγενής στο πνεύμα της Δύσεως, η κυρίαρχος ελίτ θα αντικατασταθεί από έναν ισχυρόν άνδρα, έναν νέο Καίασαρα, ο οποίος είναι αυτός που θα αναλάβει τα ηνία αυτής της επεκτατικής κινήσεως».
Ο Σπένγκλερ έθεσε τον Σέσιλ Ρόουντζ (Cecil Rhodes) ως παράδειγμα αυτού του νέου Καισαρος: «Ο πνευματικώς καλλιεργημένος άνθρωπος στρέφει την ενέργειάν του πρός τα έσω, ο τεχνικώς πολιτισμένος πρός τά έξω. Για τον λόγον αυτόν βλέπω τον Σέσιλ Ρόουντζ ως τον πρώτον άνθρωπο μιας νέας εποχής. Αντιπροσωπεύει τον πολιτικόν τύπον ενός μακρινού, δυτικού, γερμανογενούς/ γερμανικού και ιδιαιτέρως γερμανικού / τευτονικού μέλλοντος. Τό σύνθημά του «Η επέκταση είναι το παν» εμπεριέχει σε αυτήν την ναπολεόντειον εκδοχή την κυρία τάση κάθε πλήρως ωρίμου τεχνικού πολιτισμού. Αυτό ισχύει γιά τους Ρωμαίους, τους Αραβες, τους Κινέζους.»
Ήταν λοιπόν σαφέστατον ότι κατά την Παρακμήν, η Γερμανία ήταν αυτή που είχε τα κατάλληλα διαπιστευτήρια να παράγει τον Ισχυρόν Άνδρα, ο οποίος στην συνέχεια θα την οδηγούσε να διαμορφώσει μιαν Αυτοκρατορία.
Η σπενγκλεριανή αντίληψη υποσημαίνει :
Στα δρώμενα κοσμοϊστορικής μεγακλίμακος κατ΄ ουσίαν δέν υπάρχει επιλογή ! Εδώ δέν αποφασίζει η συνειδητή βούληση του ατόμου, ούτε καν εκείνη ολοκλήρων τάξεων και Εθνών. Η επεκτατική τάση είναι ένα φυσικοϊστορικό δρώμενο, μοιραίον, τερατώδες και δαιμονιώδες, το οποίον κυριολεκτικώς αρπάζει τον «όψιμον» άνθρωπο του παγκοσμίου σταδίου, τον εξαναγκάζει να το υπηρετήσει και τον αναλώνει, εκουσίως ή ακουσίως, είτε το γνωρίζει είτε όχι.
Ζωή είναι η πραγματοποίηση του εφικτού, ενώ για τον εγκεφαλικόν άνθρωπο υπάρχουν μόνον επεκτατικές δυνατότητες.
Παρά το ότι ο (κατ’ ελάχιστον ανεπτυγμένος) σοσιαλισμός κατ΄αρχήν ενηντιώθη στην επέκταση, μιαν ημέρα κατέστη ο κυριότερος φορεύς της και μάλιστα με την ορμήν πεπρωμένου.
Η μορφολογική γλώσσα τής πολιτικής, ως άμεσος διανοητική έκφραση ενός τύπου ανθρώπου, εγγίζει συνάμα ένα βαθύ μεταφυσικόν πρόβλημα : Το μέσω της απολύτου ισχύος της αρχής της αιτιότητος πλήρως επιβεβαιωθέν γεγονός ότι, το «Το συμπλήρωμα της επεκτάσεως είναι Πνεύμα».
Αναφερόμενος στην σχετική λήθη και στην τεχνητή «απαξίωση» στην οποίαν περιέπεσεν ο Σπένγκλερ, ο σπουδαίος Γερμνοεβραίος φιλόσοφος της «Σχολής της Φραγκφούρτης» Τέοντορ Αντόρνο είχεν ειπεί : «Ο Σπένγκλερ εκδικείται έχων δίκαιο».
Αθανάσιος Κωνσταντίνου