«Πολλούς μεν Θεόμορφους άνδρες
Γέννησε η Ελλάδα,
που εξέχουν στη σοφία
και στην άλλη αρετή.
Αλλά ο Γεμιστός, όσο διαφέρει ο Φαέθων
από τ΄αστέρια.
Τόσον υπερέχει από τους άλλους και στα δύο».
Για την πλειοψηφία των ανθρώπων που ψάχνουν την ιστορία, τα χρόνια του Μεσαίωνα καλύπτονται από βαθειά καταχνιά. Στην Ελλάδα, την περίοδο προς το τέλος του 14ου αιώνα, διανύεται μία από τις πιο δυσμενείς περιόδους του Ελληνισμού. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ψυχορραγεί, δεχόμενη αλλεπάλληλα εσωτερικά κτυπήματα και εξωτερικές επιβουλές.
Το Έθνος, διωγμένο και αλλοτριωμένο επί δεκαετίες, αναλώνεται σε διενέξεις, ενώ διανύει την πλέον αντίξοη περίοδο της υπάρξεώς του.
Εκείνη την σκοτεινή περίοδο, η εμφάνιση του Γ. Γεμιστού αποτελεί έναν πνευματικό σπινθήρα, που ακτινοβολεί μέσα στο σκοτάδι, το αστραφτερό φως της Ελληνικής διανοήσεως.
Ο Γεώργιος Γεμιστός, μία από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες στον χώρο των Γραμμάτων, ο οποίος επέλεξε για τον εαυτό του το παρώνυμο «Πλήθων», ώστε να θυμίζει το όνομα «Πλάτων», στα βυζαντινά κείμενα της εποχής, αναφέρεται ως «Φιλόσοφος», χαρακτηριστικά ανάφεραν πως «Φιλόσοφος, ήταν μόνο ένας, ο Γεώργιος Γεμιστός-Πλήθωνας».
Ο Γεώργιος – Πλήθων Γεμιστός, γεννήθηκε το 1355 στην Κωνσταντινούπολη, από επιφανή οικογένεια. Η καταγωγή αυτή του έδωσε το πλεονέκτημα να αποκτήσει βαθειά και ολοκληρωμένη μόρφωση σε θέματα θρησκευτικά, ιστορικά, πολιτικά και οικονομικά. Σπούδασε φιλοσοφία, ιστορία, αστρονομία και νομικά. Είχε έντονο ενδιαφέρον για την ερμηνεία και τη χρήση της αρχαίας Ελληνικής και Λατινικής γλώσσας.
Μία ισχυρή και αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, ο τελευταίος των Νεοπλατωνικών φιλοσόφων και από τους πρώτους σκαπανείς του Εθνικισμού, μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του υστεροβυζαντινού πνευματικού βίου, ήταν ένας βαθύς γνώστης του Πλατωνισμού.
Πολυθεϊστής και ένθερμος υπερασπιστής της φυσικής και φυλετικής συνέχειας του Ελληνισμού («Εσμέν Έλληνες το γένος, ως η τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί»), η σκέψη του επηρέασε έντονα την Ιταλική διανόηση της εποχής και συνέβαλε στην τελική διαμόρφωση του ρεύματος που ονομάστηκε, «Αναγέννηση».
Η επιρροή του Πλήθωνα στη διαμόρφωση του πνευματικού κόσμου του Μυστρά και κατ’ επέκταση της «Λακεδαίμονος» ήταν καθοριστική.
Το συγγραφικό του έργο, το οποίο κινείται σε πολλούς θεματικούς άξονες, επηρέασε σημαντικά τους συγχρόνους του, αλλά και τους μεταγενέστερους.
Δέχθηκε την αναγνώριση πολλών προσωπικοτήτων της εποχής του, ανάμεσα στις οποίες βρίσκονται αυτοκράτορες, ενώ οι θρησκευτικές του απόψεις και η αμφισβήτηση του Αριστοτέλη, ήταν οι αιτίες να γίνει αντικείμενο σκληρής κριτικής από άλλους φιλοσόφους, αλλά και από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Ο κύριος συντελεστής του νεοπλατωνικού κινήματος στη Δύση, ζει σε μια εποχή που αποδεδειγμένα αποτελεί μία από τις πλέον κρίσιμες φάσεις της Βυζαντινής Ιστορίας.
Εκεί στην Πελοπόννησο που είναι κατά κάποιο τρόπο Ελληνικό οχυρό επιτρέπει να αναβιώσει γύρω στα 1400 ένας «Ελληνισμός» με την αρχαία σημασία.
Θα αναβιώσει μια ελπίδα, ένα κίνημα που χαρίσει δύναμη σε όλη τη διάρκεια της τουρκικής κυριαρχίας. Ο Πλήθων, με το μυσταγωγικό του έργο επιδιώκει να αφυπνίσει κοιμισμένες συνειδήσεις, δίνοντας με την αναγεννητική του διδασκαλία πνοή στον ετοιμοθάνατο Ελληνισμό.
Το 1380 ο Γ. Γεμιστός εγκαταστάθηκε στην τότε πρωτεύουσα του Οθωμανικού κράτους Αδριανούπολη, όπου μαθήτευσε δίπλα σε έναν Ελληνιστή δάσκαλο, τον Ελισαίο. Εικάζεται ότι επέστρεψε ξανά στην Κωνσταντινούπολη, όπου εκεί δίδαξε Φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο. Τα έργα του είναι κυρίως επανεκδόσεις αρχαίων ιστορικών κειμένων, με έμφαση σε θέματα αστρονομικά, γεωγραφικά, φιλολογικά και φιλοσοφικά. Ο Γ. Γεμιστός ήταν γνώστης της Αριστοτελικής φιλοσοφίας, αλλά στην πορεία έγινε ένθερμος υποστηρικτής του Πλατωνισμού. Από τη μελέτη των «Βίων του Πλουτάρχου», γνώρισε τις κοινωνικοπολιτικές ιδέες των μεταρρυθμιστών της αρχαίας Σπάρτης, από τις οποίες εμπνεύστηκε το πολιτικό του πρόγραμμα.
Έπειτα από διαδοχικές αναζητήσεις, ο Πλήθων φεύγει από την Κωνσταντινούπολη και καταφεύγει στον Μυστρά. Στην απόφαση αυτή συνέβαλε η υποσυνείδητη έλξη την οποία ένιωθε ο φιλόσοφος για την Σπάρτη, η οποία πλησίαζε το πλατωνικό πρότυπο της ιδεατής Πολιτείας, αλλά πρωτίστως το γεγονός ότι οι ιδέες του άρχισαν να γίνονται στόχος κάποιων σκληροπυρηνικών του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Κατά τη διάρκεια παραμονής του στην Πελοπόννησο, αναδείχθηκε η έντονη προσωπικότητά του. Ιδρύει Φιλοσοφική Σχολή, διατελεί Σύμβουλος των Δεσποτών, καθώς και των τελευταίων αυτοκρατόρων του Βυζαντίου με αποστολή την «Προστασία των Νόμων».
Στον Μυστρά ο Πλήθωνας έλαβε το αξίωμα του ανώτατου δικαστικού, το οποίο χρησιμοποίησε απολύτως αμερόληπτα (όπως φαίνεται από τον επικήδειο που εκφώνησε ο μαθητής του Ιερώνυμος Χαριτώνυμος: «…και μην δικαιοσύνη τοιαύτη τις ή τω ανδρί, ως λήρον είναι Μίνω εκείνον και Ραδάμανθυν τούτω παραβαλλομένους»), σημειώνεται δε, από τον ίδιο, ότι εάν χάνονταν οι Νόμοι, μονάχα ο Πλήθων θα είχε την δυνατότητα να τους επαναδιατυπώσει, και μάλιστα καλύτερα κι από τον Σόλωνα και τον Λυκούργο.
Το 1437 συνόδευσε τον αυτοκράτορα Ιωάννη Η’ Παλαιολόγο και τον Πατριάρχη Ιωσήφ στην εκκλησιαστική Σύνοδο της Φλωρεντίας ως επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας για την ένωση των εκκλησιών. Η βοήθειά του στην Σύνοδο ήταν πολύτιμη, καθώς με τα Λατινικά που γνώριζε και με την επιστημονική του κατάρτιση, ήταν σύμβουλος και διερμηνέας. Κατά την διάρκεια της παραμονής του στη Φλωρεντία, η προσωπικότητα, η μόρφωση και η ευγλωττία του εντυπωσίασαν ιδιαιτέρως τους Ιταλούς ανθρωπιστές και μεταξύ αυτών, τον Ηγεμόνα της Φλωρεντίας, Κοσμά των Μεδίκων.
Στη Φλωρεντία ο Γεμιστός σχετίστηκε με σπουδαίους ανθρώπους της εποχής, όπως τον μετέπειτα ιδρυτή της «Πλατωνικής Ακαδημίας» Κόσιμο Μέδικο και τον Ιουλιανό, αντιπρόσωπο του Πάπα. O πρώτος διευθυντής της «Πλατωνικής Ακαδημίας» Μαρσίλιο Φιτσίνο απεκάλεσε αργότερα τον μεγάλο δάσκαλο Πλήθωνα, «δεύτερο Πλάτωνα».
Εκεί έγραψε τη φιλοσοφική του μελέτη «Περί ων Αριστοτέλης προς Πλάτωνα διαφέρεται», η οποία αποτελεί ένα έργο υπερασπίσεως του Πλάτωνα και της φιλοσοφίας του, έναντι του Αριστοτέλη. Ο Πλήθωνας, με αυτό του το έργο, γίνεται η αφορμή να ξεσπάσει αντιπαράθεση μεταξύ Πλατωνικών και Αριστοτελικών.
Ο Γ. Γεμιστός έφυγε πριν από τη λήξη των εργασιών της Συνόδου και επέστρεψε στο Μυστρά περί το 1441. Θα συγγράψει το μεγαλειώδες έργο του «Νόμων Συγγραφή», το οποίο περιλαμβάνει προτάσεις για την οικονομία, το στρατό, την άσκηση της εξουσίας, τη γεωργία, την άνθιση των τεχνών και του πολιτισμού. Δυστυχώς σώζονται μόνο 16 από τα 101 κεφάλαια της Συγγραφής, διότι ήταν γραμμένα ξεχωριστά από το χειρόγραφο του συνολικού έργου, το οποίο μετά το θάνατο του Πλήθωνος έφτασε στα χέρια της Θεοδώρας, της γυναίκας του Δημητρίου Παλαιολόγου. Αυτή το διάβασε, κατάλαβε ότι οι σκέψεις του Πλήθωνος δεν συνέπιπταν με τα δόγματα της Εκκλησίας και γι’ αυτό έστειλε αυτό το μοναδικό χειρόγραφο του έργου του στον Γεννάδιο Σχολάριο, τον μετέπειτα πρώτο Οικουμενικό Πατριάρχη της τουρκοκρατίας, στην Κωνσταντινούπολη.
Ο Σχολάριος, ο οποίος για χρόνια είχε την υποψία ότι ο Πλήθων με τη φιλοσοφική του σκέψη επηρεασμένη από το έργο του Πλάτωνα είχε απομακρυνθεί από την οικουμενιστική αίρεση της Ορθοδοξίας, τώρα κρατούσε την επιβεβαίωση αυτής της υποψίας στα χέρια του. Για να κρατήσει τις “επικίνδυνες” σκέψεις που περιείχε αυτό μακριά από το ποίμνιο του, έκαψε δημόσια το μοναδικό στον κόσμο χειρόγραφο της «Πραγματείας περί Νόμων», καθώς έβριθε από «τα σαπρά των Ελλήνων ληρήματα». Για να δικαιολογήσει αυτή του την πράξη, διέσωσε τα τμήματα εκείνα του βιβλίου του Πλήθωνα που φαίνεται η «ασέβειά» του, η «ειδωλολατρία του» και οι ύμνοι του προς τους αρχαίους Έλληνες θεούς.
Επίσης τόνισε πως ο Χριστός ήταν η παρηγοριά και το στήριγμα των υποδούλων, η πράξη του αυτή επομένως δεν ήταν απλώς μια πράξη εκδίκησης, αλλά μια πράξη πολιτικής σκοπιμότητας… Ήταν αυτός που διέταξε τον βασανισμό και την θανάτωση του Ιουβενάλιου, μαθητή του Πλήθωνος, όταν εκείνος γύριζε σε όλη την Πελοπόννησο εκφωνώντας λόγους κατά της βυζαντινής εξουσίας και της Εκκλησίας.
Ο Πλήθων, σύμφωνα με όσα είναι γνωστά, ήταν επικεφαλής μιας μυητικής οργάνωσης. Πρόκειται για μια μυστηριακή κίνηση, η οποία έμεινε γνωστή ως «Μυστική Φατρία του Μυστρά», που είχε σκοπό την αναγέννηση της Πατρώας Θρησκείας και των Ελληνικών Μυστηρίων. Στον Μυστρά, σε μια ερημική τοποθεσία, υπήρχε μια σπηλιά, το «Πληθώνειον Άνδρον», όπου ο φιλόσοφος επιδιδόταν στην άσκηση του φιλοσοφικού και τελετουργικού του έργου.
Η «Νόμων Συγγραφή» του Πλήθωνα, σύμφωνα με τον Πίνακα Περιεχομένων που διασώθηκε από την πυρά, περιελάμβανε:
Θεολογία, βασισμένη στις αντιλήψεις του Πλάτωνα,
Ηθική, βασισμένη στις απόψεις των παραπάνω φιλοσόφων και τους Στωικούς,
Στοιχεία πολιτικής φιλοσοφίας, βασισμένα στην άριστη πολιτεία του Πλάτωνα και το σπαρτιατικό πολίτευμα,
Τελετές προς τους θεούς,
Φυσική, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη και
Σύντομες αναφορές σε αρχές της Λογικής και σε θέματα υγείας, βασισμένες στην Ελληνική μυθολογία.
Ο Πλήθων είναι εκφραστής του βυζαντινού ελληνισμού που βρήκε την τόλμη να αντιδράσει στη σαθρή κατάσταση της κοινωνίας της εποχής του. Παρατηρούμε, για παράδειγμα, ομοιότητες με την Πλατωνική φιλοσοφία σχετικά με τα μέτρα αναδιάρθρωσης του στρατού από «ομοφύλους» και όχι από ξένους μισθοφόρους, οι οποίοι δεν εμπνέουν εμπιστοσύνη.
Πολύ σημαντική είναι η αναφορά του Πλήθωνα στην Ειμαρμένη. Πιστεύει σε μια απόλυτη αιτιοκρατία, αφού τα πάντα είναι προκαθορισμένα. Πιστεύει όμως και στην ελευθερία του ανθρώπου. Ελευθερία είναι η δυνατότητα του ανθρώπου να ζει σύμφωνα με την αρετή. Η διδασκαλία περί ειμαρμένης είναι ο πυρήνας της «Ελληνικής θεολογίας» του Πλήθωνος. Η Ειμαρμένη είναι μια δύναμη που κυριαρχεί απόλυτα στον κόσμο, διάφορη και από την τύχη των αρχαίων και από τη συνεργία των χριστιανών, δηλαδή την χειραγώγηση του ελεύθερου ανθρώπου από το θεό.
Οι σκέψεις του απέβλεπαν στην αναβίωση μιας «εθνικής» θρησκείας με «νεοπλατωνική» υποδομή. Αυτό βεβαίως σήμαινε απόκλιση του Χριστιανισμού από την ιδανική πολιτεία του Πλήθωνος. Ο Πλήθων πίστευε ότι η σωτηρία από τους εξωγενείς κινδύνους και την εσωτερική «κακοπολιτεία» θα μπορούσε να έρθει από μια νέα πίστη, όπως στο σύστημά του.
Τον θεωρούσε ακατάλληλο – στην μορφή που είχε στην εποχή του – για να προστατεύσει την αυτοκρατορία και τον Ελληνισμό, από την προέλαση του Ισλάμ, αφού θεωρούσε αναγκαίο να αντικατασταθεί το «Οικουμενιστικό Βυζάντιο» από ένα νέο κράτος, με κύριο ενοποιητικό στοιχείο του την κοινή Ελληνική καταγωγή.
Και την διατράνωσε ο Γεμιστός την πίστη του αυτή σε πολλές επιστολές του. Σε μία από αυτές, προς τον Αυτοκράτορα Μανουήλ Παλαιολόγο το 1412, αναφέρει: “Λοιπόν είμαστε βέβαια Έλληνες στην καταγωγή εμείς, τους οποίους κυβερνάτε και είσθε βασιλείς, όπως μαρτυρεί η γλώσσα και η πατροπαράδοτη Παιδεία. Δεν μπορεί δε να βρεθεί οικειώτερη Χώρα για τους Έλληνες από την Πελοπόννησο και την Χώρα της Ευρώπης, που είναι κοντά σε αυτήν και τα γειτονικά νησιά. Γιατί όπως φαίνεται βέβαια, οι Έλληνες κατοικούσαν πάντοτε σε αυτήν την Χώρα, οι ίδιοι όσο θυμούνται άνθρωποι, χωρίς να έχουν κατοικήσει άλλοι πριν από αυτούς… αλλά αντίθετα, οι ίδιοι οι Έλληνες φαίνεται ότι κατοικούσαν αυτή την Χώρα και δεν την εγκατέλειψαν…”.
Η προσωπικότητα του Γεωργίου Γεμιστού Πλήθωνα είναι ευρηματική. Χάραζε αδιαμφισβήτητα νέους δρόμους, στην κρίσιμη στιγμή της μετάβασης του Ελληνισμού από τη Βυζαντινή στη νεότερη φάση του, πρότεινε καινοτόμες για την εποχή ιδέες, και αυτό είχε ως επακόλουθο να αντιμετωπίζεται με αυστηρότητα και φανατισμό ή με θαυμασμό και αναγνώριση, ανάλογα κάθε φορά με τις θρησκευτικές, ιδεολογικές και κοινωνικές αντιλήψεις και πεποιθήσεις των κριτών του.
Τόλμησε να αντισταθεί σε καθιερωμένες ιδέες και συμπεριφορές που ήταν επιβεβλημένες στο λαό.
Τόλμησε να προτείνει λύσεις σε πραγματικά κρίσιμους και ιδιαίτερους καιρούς για το Βυζάντιο
Οι θρησκευτικές του απόψεις και δοξασίες, συντέλεσαν στο να αντιμετωπίζεται αντιφατικά.
Έτσι, σε περιόδους που η εκκλησία αγωνίζονταν να ταυτιστεί με τον νεότερο Ελληνισμό και αισθάνονταν την υποχρέωση να αναλάβει Ηγετικό λόγο, εξαιτίας εσωτερικών δυσκολιών του κράτους, ο Πλήθων ήταν ο «άθεος», ο «προδότης» και ο «αποστάτης», με αποτέλεσμα να υπονομεύεται κάθε εθνική και Ελληνοκεντρική άποψή του.
Σε καιρούς που στην κοινωνία επικρατούσε κριτική διάθεση, τότε η «αρχαιότητα» καταλάμβανε άλλη θέση και έτσι η προσφορά του Πλήθωνος, τύχαινε μέγιστης αναγνώρισης και προβάλλονταν ως φωτεινό παράδειγμα για την επιβίωση του Ελληνισμού, καθώς και για την προβολή και την εκπλήρωση των οραμάτων του. Πώς θα μπορούσε αυτή η ευρηματική μορφή να αφήσει ανεπηρέαστους τους Έλληνες λογοτέχνες μας; Η λογοτεχνία αξιοποίησε αυτή την ιδιότυπη μορφή του Γεμιστού , επειδή τόλμησε να αντισταθεί σε καθιερωμένες ιδέες και συμπεριφορές βαθιά ριζωμένες και επιβεβλημένες στο λαό. Χαρακτηριστικότατο παράδειγμα, ο Κωστής Παλαμάς, που στον «Δωδεκάλογο του Γύφτου», προτάσσει τον Πλήθωνα ως μορφή καταξιωμένη, άντρα με αρχές και συγκεκριμένες σοβαρές προτάσεις. Ο Πλήθωνας αξιοποιείται και προβάλλεται από τον Παλαμά ως σύμβολο ελεύθερης σκέψης, ως παράγοντας εξισορροπητικός μεταξύ πίστης και φιλοσοφικού προβληματισμού, μεταξύ θεολογίας και φιλοσοφίας.
Σήμερα, σε μια εποχή αποδεδειγμένης πνευματικής νωθρότητας, ο Γ.Γεμιστός-Πλήθωνας παραμένει παραγκωνισμένος και ξεχασμένος. Η τεράστια πνευματική προσφορά και το, άγνωστο σε πολλούς έργο του, παραμένουν αξέχαστα για εμάς τους Έλληνες Εθνικιστές και η ψυχή του θα ζει μέσα μας.
Κορίνα Πενέση